- Σε περίπτωση οποιουδήποτε προειδοποιητικού συμπτώματος (π.χ. σημαντικής, μη σκόπιμης
απώλειας βάρους, υποτροπιαζόντων εμέτων, δυσφαγίας, αιματέμεσης, αναιμίας ή μέλαινας)
και σε περίπτωση γαστρικού έλκους ή υποψίας γαστρικού έλκους, πρέπει να αποκλεισθεί το
ενδεχόμενο κακοήθους νόσου, επειδή η θεραπεία με pantoprazole μπορεί να ανακουφίσει
από τα συμπτώματα και να καθυστερήσει τη διάγνωση.
Αν τα συμπτώματα επιμένουν, παρά την επαρκή θεραπεία, πρέπει να εξετάζεται το
ενδεχόμενο περαιτέρω διερεύνησης.
- Σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία, δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση της
ημερησίας δόσης των 40mg pantoprazole.
- Σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια, η ημερήσια δόση πρέπει να μειώνεται σε
20mg pantoprazole. Επιπλέον, σε αυτούς τους ασθενείς τα ηπατικά ένζυμα θα πρέπει να
παρακολουθούνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με PORTORIN i.v.. Σε περίπτωση
αύξησης των τιμών των ηπατικών ενζύμων, η χορήγηση του PORTORIN i.v. πρέπει να
διακοπεί.
Λήψη άλλων φαρμάκων
Η θεραπεία με PORTORIN i.v. μπορεί να επηρεάσει τη θεραπεία με άλλα φάρμακα ή να επηρεάζεται
από τη θεραπεία με άλλα φάρμακα που χορηγούνται συγχρόνως.
Παρακαλείσθε να ενημερώσετε το γιατρό ή το φαρμακοποιό σας εάν παίρνετε ή έχετε πάρει
πρόσφατα άλλα φάρμακα ακόμα και αυτά που δεν σας έχουν χορηγηθεί με συνταγή.
Το PORTORIN i.v. μπορεί να μειώσει την απορρόφηση φαρμάκων των οποίων η βιοδιαθεσιμότητα
εξαρτάται από το pH (π.χ. κετοκοναζόλης).
Έχει δειχθεί ότι η συγχορήγηση αταζαναβίρης 300mg /ριτοναβίρης 100mg με ομεπραζόλη (40mg μία
φορά την ημέρα) ή η συγχορήγηση αταζαναβίρης 400mg με λανσοπραζόλη (60mg εφάπαξ δόση), σε
υγιείς εθελοντές, είχαν ως αποτέλεσμα ουσιαστική μείωση της βιοδιαθεσιμότητας της αταζαναβίρης.
Η απορρόφηση της αταζαναβίρης εξαρτάται από το pH. Για αυτόν το λόγο, οι αναστολείς αντλίας
πρωτονίων, περιλαμβανομένης της pantoprazole, δεν πρέπει να συγχορηγούνται με αταζαναβίρη.
Η pantoprazole μεταβολίζεται στο ήπαρ μέσω του ενζυμικού συστήματος του κυτοχρώματος P450.
Αλληλεπίδραση της pantoprazole με άλλα φάρμακα ή ουσίες που μεταβολίζονται με χρήση του ίδιου
ενζυμικού συστήματος, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκαν κλινικώς
σημαντικές αλληλεπιδράσεις σε ειδικές δοκιμές με ένα αριθμό τέτοιων φαρμάκων ή ουσιών όπως
καρβαμαζεπίνη, καφεΐνη, διαζεπάμη, δικλοφενάκη, διγοξίνη, αιθανόλη, γλιβενκλαμίδη, μετοπρολόλη,
ναπροξένη, νιφεδιπίνη, φαινπροκουμόνη, φαινυτοΐνη, πιροξικάμη, θεοφυλλίνη, βαρφαρίνη και ένα
από του στόματος αντισυλληπτικό.
Παρόλο που σε μελέτες κλινικής φαρμακοκινητικής δεν παρατηρήθηκε καμία αλληλεπίδραση κατά τη
διάρκεια συγχορήγησης με φαινπροκουμόνη ή βαρφαρίνη, έχουν αναφερθεί λίγα μεμονωμένα
περιστατικά αλλαγών στην τιμή INR κατά τη διάρκεια ταυτόχρονης θεραπείας στην περίοδο μετά την
κυκλοφορία του φαρμάκου. Ως εκ τούτου, σε ασθενείς που λαμβάνουν κουμαρινικά αντιπηκτικά, η
παρακολούθηση του χρόνου προθρομβίνης/τιμής INR συνιστάται μετά την έναρξη, λήξη ή κατά τη
διάρκεια μη τακτικής λήψης παντοπραζόλης.
Δεν υπήρξαν επίσης άλλες αλληλεπιδράσεις με συγχρόνως χορηγούμενα αντιόξινα.
Κύηση
Η εμπειρία από τη χρήση σε εγκύους γυναίκες είναι περιορισμένη.
Κατά την εγκυμοσύνη, το PORTORIN i.v. πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν ο γιατρός κρίνει ότι
το όφελος για τη μητέρα είναι μεγαλύτερο από τον πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο.
Αν είσθε έγκυος, συμβουλευτείτε τον γιατρό σας.
Θηλασμός
Δεν υπάρχουν πληροφορίες όσον αφορά το πέρασμα του φαρμάκου στο μητρικό γάλα.
Κατά την περίοδο του θηλασμού, το PORTORIN i.v. πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν ο γιατρός
κρίνει ότι το όφελος για τη μητέρα είναι μεγαλύτερο από τον πιθανό κίνδυνο για το βρέφος.
Αν θηλάζετε, συμβουλευτείτε τον γιατρό σας.
Παιδιά
Η εμπειρία στα παιδιά είναι περιορισμένη. Γι’ αυτόν το λόγο, το PORTORIN i.v. δεν συνίσταται για