Συνολικά, τo όφελος του exemestane σε σχέση με το tamoxifen ως προς το
DFS ήταν εμφανές ανεξάρτητα από την κατάσταση των λεμφαδένων ή
την προηγούμενη χημειοθεραπεία ή την ορμονική θεραπεία. Σε λίγες
υποομάδες με μικρά μεγέθη δείγματος δε διατηρήθηκε στατιστική
σημαντικότητα. Αυτές έδειξαν μία τάση προς όφελος του exemestane σε
ασθενείς με περισσότερα από 9 θετικούς λεμφαδένες ή με προηγούμενη
χημειοθεραπεία CMF. Μία μη στατιστικά σημαντική τάση προς όφελος
του tamoxifen παρατηρήθηκε σε ασθενείς με μη γνωστή κατάσταση των
λεμφαδένων, με άλλη προηγούμενη χημειοθεραπεία, καθώς και με μη
γνωστή/ελλείπουσα κατάσταση προηγούμενης ορμονικής θεραπείας
Επιπρόσθετα, το exemestane παρέτεινε επίσης σημαντικά την ελεύθερη
καρκίνου μαστού επιβίωση (πηλίκο κινδύνου 0,82, p= 0,00263) και την
ελεύθερη απομακρυσμένης υποτροπής επιβίωση (πηλίκο κινδύνου 0,85,
p= 0,02425).
Το exemestane επίσης μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο του ετερόπλευρου
καρκίνου του μαστού, παρ’όλο που η επίδραση δεν ήταν πλέον
στατιστικά σημαντική κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου υπό
μελέτη (πηλίκο κινδύνου 0,74 , p= 0,12983).
Σε ολόκληρο τον πληθυσμό της μελέτης, παρατηρήθηκε για το exemestane
μία τάση για βελτιωμένη συνολική επιβίωση (373 θάνατοι) συγκριτικά με
το tamoxifen (420 θάνατοι), με πηλίκο κινδύνου 0,89 (δοκιμασία log-
rank: p=0,08972), που αντιπροσωπεύει μία μείωση 11% στον κίνδυνο
θανάτου προς όφελος του exemestane. Μία στατιστικά σημαντική μείωση
18% στον κίνδυνο θανάτου (πηλίκο κινδύνου για συνολική επιβίωση
0,82, δοκιμασία Wald chi square: p=0,0082) παρατηρήθηκε για το
exemestane συγκριτικά με το tamoxifen στο συνολικό πληθυσμό της
μελέτης.
Στη συμπληρωματική ανάλυση για την υποομάδα των ασθενών με
θετικούς ή μη γνωστούς οιστρογονικούς υποδοχείς, ο μη διορθωμένος
λόγος κινδύνου για τη συνολική επιβίωση ήταν 0,86 (δοκιμασία log-rank:
p=0,0425062), που αντιπροσωπεύει μία κλινικά και στατιστικά
σημαντική μείωση 14% στον κίνδυνο θανάτου.
Τα αποτελέσματα μίας υπομελέτης σχετικά με τα οστά έδειξαν ότι η
θεραπεία με exemestane για 2 έως 3 χρόνια μετά από 3 έως 2 χρόνια
θεραπείας με tamoxifen, αύξησε της απώλειας οστικής μάζας κατά τη
διάρκεια της θεραπείας (μέση % αλλαγή από την έναρξη της θεραπείας
της οστικής πυκνότητας (Bone Mineral Desnsity – BMD) στους 36 μήνες:
-3,37 [σπονδυλική στήλη], -2,96 [ολικό ισχίο] για το exemestane και -1,29
[σπονδυλική στήλη], -2,02 [ολικό ισχίο], για το tamoxifen). Ωστόσο,
μέχρι το πέρας της περιόδου των 24 μηνών μετά τη θεραπεία υπήρξαν
ελάχιστες διαφορές στην αλλαγή της BMD από την έναρξη της θεραπείας
και για τις δύο ομάδες θεραπείας, με το σκέλος του tamoxifen να έχει
ελάχιστα μεγαλύτερες τελικές μειώσεις στη BMD σε όλα τα σημεία
(μέση % αλλαγή από την έναρξη της θεραπείας της BMD στους 24 μήνες
μετά τη θεραπεία: -2,17 [σπονδυλική στήλη], -3,06 [ολικό ισχίο] για το
exemestane και -3,44 [σπονδυλική στήλη], -4,15 [ολικό ισχίο], για το
tamoxifen).
Το σύνολο των καταγμάτων που αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της
12