Το διάλυμα θα πρέπει να έχει pH 9.
Η ενδοφλέβια έγχυση του φαρμάκου πρέπει να διαρκεί 2-15 λεπτά. Μετά την
παρασκευή του, το διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιείται μέσα σε 3 ώρες.
Με εξαίρεση τη θεραπεία ασθενών με σύνδρομο Zollinger- Elisson και άλλες
παθολογικές υπερεκκριτικές καταστάσεις, η διάρκεια της θεραπείας με το δραστικό
συστατικό pantoprazole δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 8 εβδομάδες.
4.3 Αντενδείξεις:
Το GASTROPROZAL i.v. δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις γνωστής
υπερευαισθησίας στην pantoprazole.
4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση:
Η ενδοφλέβια χορήγηση του GASTROPROZAL i.v. συνιστάται μόνο αν η από του
στόματος λήψη δεν είναι δυνατή.
Η pantoprazole δεν ενδείκνυται για ήπια γαστρεντερικά ενοχλήματα, όπως η
νευρoγενής/ή μη οργανική δυσπεψία.
Πριν τη θεραπεία, η πιθανότητα κακοήθους γαστρικού έλκους ή κακοήθους νόσου
του οισοφάγου θα πρέπει να αποκλεισθεί, επειδή η θεραπεία με pantoprazole μπορεί
να ανακουφίσει από τα συμπτώματα των κακοήθων ελκών και μπορεί έτσι να
καθυστερήσει τη διάγνωση.
Η διάγνωση της οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση θα πρέπει να επιβεβαιωθεί με
ενδοσκόπηση.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία, δεν πρέπει
να γίνεται υπέρβαση της ημερήσιας δόσης των 40 mg pantoprazole.
Σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια, η ημερήσια δόση πρέπει να μειώνεται
σε 20 mg pantoprazoIe. Επιπλέον, σε αυτούς τους ασθενείς τα ηπατικά ένζυμα θα
πρέπει να παρακολουθούνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με GASTROPROZAL
i.v.. Σε περίπτωση αύξησης των τιμών των ηπατικών ενζύμων, η χορήγηση του
GASTROPROZAL i.v. πρέπει να διακοπεί.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει εμπειρία με θεραπεία σε παιδιά.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης:
Μεταβολές στην απορρόφηση θα πρέπει να παρατηρούνται, όταν λαμβάνονται
ταυτόχρονα φάρμακα των οποίων η απορρόφηση εξαρτάται από το pΗ, π.χ.
κετοκοναζόλη.
Το δραστικό συστατικό του GASTROPROZAL i.v. μεταβολίζεται στο ήπαρ μέσω του
ενζυμικού συστήματος του κυτοχρώματος Ρ450. Αλληλεπίδραση της pantoprazole με
άλλα φάρμακα ή ουσίες που μεταβολίζονται με χρήση του ίδιου ενζυμικού
συστήματος, δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκαν κλινικώς
σημαντικές αλληλεπιδράσεις σε ειδικές δοκιμές με ένα αριθμό τέτοιων φαρμάκων ή
ουσιών όπως καρβαμαζεπίνη, καφεΐνη, διαζεπάμη, δικλoφενάκη, διγοξίνη, αιθανόλη,
γλιβεvκλαμίδη, μετοπρολόλη, ναπρoξέvη, νιφεδιπίνη, φαινπροκουμόνη, φαινυτοΐνη,
πιροξικάμη, θεοφυλλίνη,
βαρφαρίνη και ένα από του στόματος αντισυλληπτικό.
Δεν υπήρξαν επίσης αλληλεπιδράσεις με συγχρόνως χορηγούμενα αντιόξινα.
4.6 Κύηση και γαλουχία:
Η κλινική εμπειρία σε εγκύους γυναίκες είναι περιορισμένη.
Σε μελέτες αναπαραγωγής σε ζώα, παρατηρήθηκαν σημεία ελαφράς
εμβρυοτοξικότητας σε δόσεις πάνω από 5 mg/kg. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για
την απέκκριση της pantoprazoIe στο μητρικό γάλα στον άνθρωπο. Η pantoprazoIe
θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο
όταν το όφελος για τη μητέρα θεωρείται μεγαλύτερο από τον πιθανό κίνδυνο για το
έμβρυο/βρέφος.