παρ. 6.2, 6.3 και 6.6). Εναλλακτικά οι δόσεις της μεροπενέμης έως 20mg/kg μπορούν να
χορηγηθούν με ενδοφλέβια bolus ένεση διάρκειας περίπου 5 λεπτών. Υπάρχουν περιορισμένα
στοιχεία ασφάλειας διαθέσιμα ώστε να υποστηρίξουν τη χορήγηση δόσης 40mg/kg σε παιδιά ως
ενδοφλέβια bolus ένεση.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Υπερευαισθησία στις καρβαπενέμες.
Σοβαρή υπερευαισθησία (π.χ. αντίδραση αναφυλαξίας, σοβαρές δερματικές αντιδράσεις) σε άλλα
αντιβιοτικά τύπου β-λακτάμης (π.χ. πενικιλλίνες ή κεφαλοσπορίνες).
4.4 Ιδιαίτερες Προειδοποιήσεις και Προφυλάξεις κατά τη Χρήση
Στην επιλογή της μεροπενέμης για τη θεραπεία ενός ασθενή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η
καταλληλότητα για τη χρησιμοποίηση της καρβαπενέμης και να βασίζεται σε παράγοντες όπως η
σοβαρότητα της λοίμωξης, η συχνότητα της αντίστασης σε άλλα κατάλληλα αντιβιοτικά και τον
κίνδυνο της επιλογής σε βακτήρια ανθεκτικά στην καρβαπενέμη.
Όπως με όλα τα αντιβιοτικά β-λακτάμης, έχουν αναφερθεί σοβαρές και περιστασιακά θανατηφόρες
αντιδράσεις υπερευαισθησίας (βλ. παρ. 4.3 και 4.8).
Ασθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας στις καρβαπενέμες, πενικιλλίνες ή άλλα αντιβιοτικά β-
λακτάμης, μπορεί επίσης να εμφανίσουν υπερευαισθησία στη μεροπενέμη.
Πριν ξεκινήσει η θεραπεία με μεροπενέμη πρέπει να διερευνηθούν προσεκτικά τυχόν προηγούμενες
αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε αντιβιοτικά β-λακτάμης.
Εάν συμβεί μια σοβαρή αλλεργική αντίδραση, το φάρμακο πρέπει να διακοπεί και πρέπει να
ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Η κολίτιδα που οφείλεται σε αντιβιοτικά και η ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα έχουν αναφερθεί σχεδόν
με όλα τα αντιβιοτικά, συμπεριλαμβανομένης της μεροπενέμης και μπορεί να κυμαίνεται σε
σοβαρότητα από ήπια μέχρι απειλητική για τη ζωή. Γι’ αυτό το λόγο, είναι σημαντικό η διάγνωση της
ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας να εξετάζεται σε ασθενείς που αναπτύσσουν διάρροια κατά τη
διάρκεια ή μετά τη χορήγηση της μεροπενέμης (βλ. παρ. 4.8). Η διακοπή της θεραπείας με τη
μεροπενέμη και η χορήγηση ειδικής θεραπείας για Clostridium difficile πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη. Φαρμακευτικά προϊόντα που αναστέλλουν την περισταλτικότητα δεν πρέπει να
χορηγούνται.
Σπασμοί έχουν αναφερθεί σπάνια κατά τη διάρκεια της θεραπείας με καρβαπενέμες,
συμπεριλαμβανομένης της μεροπενέμης (βλ. παρ. 4.8).
Η ηπατική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται στενά κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
μεροπενέμη λόγω του κινδύνου ηπατικής τοξικότητας (ηπατική δυσλειτουργία με χολόσταση και
κυτταρόλυση) (βλ. παρ. 4.8).
Η χορήγηση σε ασθενείς με ηπατική νόσο: σε ασθενείς με προϋπάρχουσα ηπατική δυσλειτουργία
πρέπει να παρακολουθείται η ηπατική λειτουργία κατά τη διάρκεια της θεραπείας με μεροπενέμη.
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης (βλ. παρ. 4.2).
Μπορεί να αναπτυχθεί θετικό άμεσο ή έμμεσο test Coombs κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
μεροπενέμη.
Η ταυτόχρονη χρήση της μεροπενέμης με βαλπροϊκό οξύ/ βαλπροϊκό νάτριο δεν συνιστάται (βλ.
παρ. 4.5).
Το Merobact
®
περιέχει νάτριο.
Merobact
®
500mg: Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν περιέχει περίπου 1.96mEq νατρίου ανά δόση
500mg το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που βρίσκονται σε δίαιτα χαμηλού
νατρίου.
Merobact
®
1g: Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν περιέχει περίπου 3.91mEq νατρίου ανά δόση 1g το
οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που βρίσκονται σε δίαιτα χαμηλού νατρίου.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με Άλλα Φάρμακα και Άλλες Μορφές Αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπιδράσεων με φαρμακευτικά προϊόντα παρά μόνο με
την προβενεσίδη. Η προβενεσίδη ανταγωνίζεται την ενεργητική σωληναριακή έκκριση της
μεροπενέμης αναστέλλοντας έτσι την νεφρική απέκκριση, με αποτέλεσμα να αυξάνει το χρόνο
ημίσειας ζωής της μεροπενέμης και τη συγκέντρωσή της στο πλάσμα. Συνιστάται προσοχή εάν η
3