Η ατορβαστατίνη αποδείχτηκε ότι ελαττώνει με δοσοεξαρτώμενο τρόπο τη συγκέντρωση της ολικής
χοληστερόλης κατά 30 %-46 %, της LDL-C κατά 41 %-61 %, της απολιποπρωτεΐνης Β κατά 34 %-50
% και των τριγλυκεριδίων κατά 14 %-33 % . Η ατορβαστατίνη προκάλεσε διάφορες μικρού βαθμού
αυξήσεις της απολιποπρωτεΐνης Α1. Δεν καταδείχτηκε ωστόσο σαφής σχέση δόση-ανταπόκρισης. Η
ανασκόπηση της υπάρχουσας βάσης κλινικών δεδομένων 24 μελετών που ολοκληρώθηκαν
καταδεικνύουν πως η ατορβαστατίνη αυξάνει την HDL- χοληστερόλη και μειώνει τους λόγους
LDL/HDL και ολική χοληστερόλη/HDL.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι ομοίως σταθερά σε ασθενείς με ετερόζυγο οικογενή
υπερχοληστερολαιμία, σε μη οικογενείς μορφές υπερχοληστερολαιμίας και σε μικτή υπερλιπιδαιμία,
συμπεριλαμβανομένων και των ασθενών με μη ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη.
Έχει αποδειχθεί ότι η ελάττωση των τιμών της ολικής χοληστερόλης, της LDL-C και της
απολιποπρωτεΐνης Β μειώνει τον κίνδυνο των καρδιαγγειακών επεισοδίων και τη θνησιμότητα εξ
αυτών.
Αθηροσκλήρυνση
Στη µελέτη «Reversing Atherosclerosis with Aggressive Lipid-Lowering» (REVERSAL),
αξιολογήθηκε µε ενδοαγγειακό υπερηχογράφηµα (IVUS), κατά την διάρκεια αγγειογραφίας, η
επίδραση αγωγής µε ατορβαστατίνη 80 mg και πραβαστατίνη 40 mg στην στεφανιαία
αθηροσκλήρυνση, σε ασθενείς µε στεφανιαία νόσο. Σε αυτή την τυχαιοποιηµένη, διπλά-τυφλή,
πολυκεντρική, ελεγχόµενη κλινική µελέτη, το IVUS πραγµατοποιήθηκε στην αρχική επίσκεψη και
στους 18 µήνες, σε 502 ασθενείς. Στην οµάδα ασθενών που λάµβαναν ατορβαστατίνη (n=253), δεν
εξελίχθηκε η αθηροσκλήρυνση. Η διάμεση επί τοις εκατό µεταβολή, από την αρχική επίσκεψη, στο
συνολικό αθηρωµατικό όγκο (το πρωτεύον τελικό σηµείο της µελέτης) ήταν –0,4 % (p=0,98) για την
οµάδα ασθενών που λάµβαναν ατορβαστατίνη και +2,7 % (p=0,001) για την οµάδα ασθενών που
λάµβαναν πραβαστατίνη (n=249). Συγκρινόµενα µε την πραβαστατίνη, τα αποτελέσµατα της για την
ατορβαστατίνη ήταν στατιστικώς σηµαντικά (p=0,02). Υπήρξε μέση μείωση κατά 36,4 % στην τιμή
της C αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) στην ομάδα της ατορβαστατίνης σε σύγκριση με μείωση 5,2 %
στην ομάδα της πραβαστατίνης (p<0,0001).
Στην οµάδα ασθενών που λάµβαναν ατορβαστατίνη, η LDL-C ελαττώθηκε έως τη µέση τιµή των
2,04 mmol/l ± 0,8 (78,9 mg/dl ± 30) από την αρχική τιµή των 3,89 mmol/l ± 0,7 (150 mg/dl ± 28) και
στην οµάδα ασθενών που λάµβαναν πραβαστατίνη, η LDL-C ελαττώθηκε έως τη µέση τιµή των 2,85
mmol/l ± 0,7 (110 mg/dl ± 26) από την αρχική τιµή των 3,89 mmol/l ± 0,7 (150 mg/dl ± 26)
(p<0,0001). Η ατορβαστατίνη επίσης ελάττωσε σηµαντικά τη µέση τιµή της ολικής χοληστερόλης
κατά 34,1 % (πραβαστατίνη: -18,4 %, p<0,0001), τη µέση τιµή των επιπέδων των τριγλυκεριδίων
(TG) κατά 20 % (πραβαστατίνη: -6,8 %, p<0,0009) και τη µέση τιµή της απολιποπρωτεΐνης Β κατά
39,1 % (πραβαστατίνη: -22 %, p<0,0001). Η ατορβαστατίνη αύξησε τη µέση τιµή της HDL-C κατά
2,9 % (πραβαστατίνη: +5,6 %, p=µη σηµαντικό).
Τα αποτελέσµατα της µελέτης επιτεύχθηκαν µε την δοσολογία των 80mg. Ως εκ τούτου, δεν µπορούν
να επεκταθούν σε δόσεις χαµηλότερης περιεκτικότητας.
Τα προφίλ ασφαλείας και ανεκτικότητας των δύο θεραπευτικών οµάδων ήταν συγκρίσιµα.
Πρόληψη καρδιαγγειακής νόσου
Η επίδραση της ατορβαστατίνης στη θανατηφόρο και μη θανατηφόρο στεφανιαία καρδιακή νόσο,
αξιολογήθηκε στην τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη Anglo-
Scandinavian Cardiac Outcomes Trial Lipid Lowering Arm (ASCOT-LLA). Οι ασθενείς ήταν
υπερτασικοί, ηλικίας 40-79 ετών, χωρίς ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου ή θεραπείας για
στηθάγχη και με επίπεδα ολικής χοληστερόλης (ΤC) μικρότερα ή ίσα με 6,5 mmol /L (251 mg/dl).
Όλοι οι ασθενείς είχαν τουλάχιστον 3 από τους ακόλουθους προκαθορισμένους καρδιαγγειακούς
παράγοντες κίνδυνου: ανδρικό φύλο, ηλικία μεγαλύτερη ή ίση με 55 έτη, κάπνισμα, διαβήτης,
ιστορικό στεφανιαίας καρδιακής νόσου σε συγγενή πρώτου βαθμού, ΤC: HDL-C >6, περιφερική