ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Remifentanil Teva 1 mg Kόνις για παρασκευή πυκνού διαλύματος για παρασκευή
ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς έγχυση
Remifentanil Teva 2 mg Kόνις για παρασκευή πυκνού διαλύματος για παρασκευή
ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς έγχυση
Remifentanil Teva 5 mg Kόνις για παρασκευή πυκνού διαλύματος για παρασκευή
ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα φιαλίδιο περιέχει remifentanil hydrochloride που ισοδυναμεί με 1 mg
remifentanil.
Ένα φιαλίδιο περιέχει remifentanil hydrochloride που ισοδυναμεί με 2 mg
remifentanil.
Ένα φιαλίδιο περιέχει remifentanil hydrochloride που ισοδυναμεί με 5 mg
remifentanil.
Κάθε ml διαλύματος Remifentanil Teva 1 mg 2 mg 5 mg Kόνις για παρασκευή πυκνού
διαλύματος για παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς έγχυση περιέχει
1 mg remifentanil εάν παρασκευαστεί όπως προτείνεται.
Έκδοχα:
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λιγότερο από 1 mmol νατρίου (23 mg) ανά ml,
δηλαδή είναι ουσιαστικά «ελεύθερο νατρίου».
Κάθε φιαλίδιο του 1 mg της κόνεως για παρασκευή πυκνού διαλύματος για
παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς έγχυση περιέχει 0 – 0,054 mmol
(0 – 1,23 mg) νάτριο.
Κάθε φιαλίδιο των 2 mg της κόνεως για παρασκευή πυκνού διαλύματος για
παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς έγχυση περιέχει 0 – 0,054 mmol
(0 – 1,23 mg) νάτριο
Κάθε φιαλίδιο των 5 mg της κόνεως για παρασκευή πυκνού διαλύματος για
παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος προς έγχυση περιέχει 0 – 0,064 mmol
(0 – 1,47 mg) νάτριο
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Kόνις για παρασκευή πυκνού διαλύματος για παρασκευή ενεσίμου διαλύματος ή
διαλύματος προς έγχυση.
Λευκή έως υπόλευκη ή κιτρινωπή, συμπαγής κόνις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
2
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Remifentanil Teva ενδείκνυται ως αναλγητικός παράγοντας για χρήση κατά τη
διάρκεια της εισαγωγής και/ή της διατήρησης της γενικής αναισθησίας.
To Remifentanil Teva ενδείκνυται για την παροχή αναλγησίας σε ασθενείς με
μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής θεραπείας ηλικίας 18 ετών και άνω.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η ρεμιφαιντανύλη θα πρέπει να χορηγείται μόνο σε χώρο πλήρως εξοπλισμένο
για την παρακολούθηση και την υποστήριξη της αναπνευστικής και
καρδιαγγειακής λειτουργίας και από άτομα ειδικά εκπαιδευμένα στη χρήση
αναισθητικών φαρμάκων και την αναγνώριση και αντιμετώπιση των
αναμενόμενων ανεπιθύμητων ενεργειών των ισχυρών οπιοειδών,
συμπεριλαμβανομένης της αναπνευστικής και καρδιακής αναζωογόνησης. Η
εκπαίδευση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τη διασωλήνωση και τη διατήρηση
της ικανότητας των αεροφόρων οδών και τη μηχανική υποστήριξη της
αναπνοής.
Οι συνεχείς εγχύσεις της ρεμιφαιντανύλης πρέπει να γίνονται με διαβαθμισμένη
συσκευή έγχυσης σε ένα καθετήρα ταχείας ενδοφλέβιας ροής ή με ειδική συσκευή
έγχυσης. Ο καθετήρας έγχυσης πρέπει να συνδέεται απ΄ευθείας ή κοντά στο φλεβικό
καθετήρα για να ελαχιστοποιηθεί ο δυνητικά νεκρός χώρος (βλέπε παράγραφο 6.6
για πρόσθετες πληροφορίες και παράγραφο 4.2.5 για πίνακες με παραδείγματα των
ρυθμών έγχυσης ανάλογα με το σωματικό βάρος για να ρυθμισθεί η ρεμιφαιντανύλη
ανάλογα με τις ανάγκες αναισθησίας του ασθενή).
Χρειάζεται προσοχή για να αποφευχθεί απόφραξη ή αποσύνδεση των καθετήρων
έγχυσης και να καθαρίζονται επαρκώς οι γραμμές ώστε να απομακρύνονται τα
υπολείμματα της ρεμιφαιντανύλης μετά τη χρήση (βλέπε παράγραφο 4.4).
Ενδοφλέβιες παροχές/σύστημα έγχυσης πρέπει να απομακρύνoνται μετά τη διακοπή
της χρήσης για να αποφευχθεί εξ αμελείας χορήγηση.
Η ρεμιφαιντανύλη μπορεί να χορηγείται με έγχυση προκαθορισμένου στόχου (TCI) με
μια κατάλληλη συσκευή έγχυσης ενσωματώνοντας το φαρμακοκινητικό μοντέλο Minto
με συμμεταβλητές για την ηλικία και το καθαρό βάρος σώματος (LBM).
Το Remifentanil Teva προορίζεται μόνο για ενδοφλέβια χρήση και δεν πρέπει να
χορηγείται με επισκληρίδια ή ενδοραχιαία ένεση (βλέπε παράγραφο 4.3).
Αραίωση
Η ρεμιφαιντανύλη δεν πρέπει να χορηγείται χωρίς περαιτέρω αραίωση μετά την
ανασύσταση της λυόφιλης σκόνης. Βλέπε παράγραφο 6.3 για συνθήκες φύλαξης και
παράγραφο 6.6 για συνιστώμενους διαλύτες και οδηγίες σχετικά με την
ανασύσταση/αραίωση του προϊόντος πριν την χορήγηση.
4.2.1 Γενική αναισθησία
Η χορήγηση της ρεμιφαιντανύλης πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με την απόκριση
του ασθενούς.
3
4.2.1.1 Ενήλικες
Χορήγηση με συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση (MCI)
Πίνακας 1: Οδηγίες Δοσολογίας για Ενήλικες
ΕΝΕΣΗ ΕΦΟΔΟΥ
ΡΕΜΙΦΑΙΝΤΑΝΥΛΗΣ
(µg/kg)
ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΓΧΥΣΗ
ΡΕΜΙΦΑΙΝΤΑΝΥΛΗΣ
(µg/kg/min)
Αρχική δόση Σχήμα
Eισαγωγή της αναισθησίας
1 (Χορηγείται για
διάστημα όχι μικρότερο
των 30
δευτερολέπτων.)
0,5 έως 1 _
Συγχορηγούμενου
αναισθητικού παράγοντα
Διατήρηση της αναισθησίας σε υπό οξυγόνωση
ασθενείς
• Υποξείδιο Αζώτου (66%) 0,5 έως 1 0,4 0,1 έως 2
• Ισοφλουράνιο (Αρχική
δόση 0,5 MAC)
0,5 έως 1 0,25 0,05 έως 2
• Προποφόλη (Αρχική
δόση 100 µg/kg/min)
0,5 έως 1 0,25 0,05 έως 2
Οταν χορηγείται με ένεση εφόδου κατά την εισαγωγή, η ρεμιφαιντανύλη πρέπει να
χορηγείται σε διάστημα όχι μικρότερο των 30 δευτερολέπτων.
Με τις παραπάνω συνιστώμενες δόσεις, η ρεμιφαιντανύλη μειώνει σημαντικά την
ποσότητα του υπνωτικού παράγοντα που απαιτείται για τη διατήρηση της
αναισθησίας. Επομένως το ισοφλουράνιο και η προποφόλη πρέπει να χορηγούνται
στις παραπάνω συνιστώμενες δόσεις ώστε να αποφεύγεται η αύξηση των
αιμοδυναμικών επιδράσεων (υπόταση και βραδυκαρδία) της ρεμιφαιντανύλης.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για δοσολογικές συστάσεις σχετικά με την
ταυτόχρονη χορήγηση άλλων υπνωτικών εκτός αυτών που αναφέρονται στον πίνακα
με τη ρεμιφαιντανύλη.
Εισαγωγή αναισθησίας
Η ρεμιφαιντανύλη πρέπει να χορηγείται με έναν υπνωτικό παράγοντα, όπως η
προποφόλη, η θειοπεντάλη, ή το ισοφλουράνιο για την εισαγωγή αναισθησίας. Η
χορήγηση ρεμιφαιντανύλης μετά από έναν υπνωτικό παράγοντα θα μειώσει την
εμφάνιση μυϊκής ακαμψίας. Η ρεμιφαιντανύλη μπορεί να χορηγηθεί με ρυθμό
έγχυσης 0,5 έως 1 μg/kg/min, με ή χωρίς αρχική ένεση εφόδου 1 μg/kg
χορηγουμένου για διάστημα όχι μικρότερο από 30 δευτερόλεπτα. Αν η ενδοτραχειακή
διασωλήνωση πρόκειται να πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 8
έως 10 λεπτά μετά την έναρξη της έγχυσης ρεμιφαιντανύλης, τότε η ένεση εφόδου
δεν είναι απαραίτητη.
4
Διατήρηση της αναισθησίας σε υπό οξυγόνωση ασθενείς
Μετά από ενδοτραχειακή διασωλήνωση, ο ρυθμός έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης
πρέπει να μειώνεται, σύμφωνα με την τεχνική της αναισθησίας, όπως υποδεικνύεται
στον παραπάνω πίνακα. Λόγω της ταχείας έναρξης και μικρής διάρκειας δράσης της
ρεμιφαιντανύλης, το σχήμα χορήγησης κατά την διάρκεια της αναισθησίας μπορεί να
ρυθμιστεί προς τα πάνω με ποσοστά αύξησης 25 % έως 100 % ή προς τα κάτω με
ποσοστά μείωσης 25 % έως 50 %, κάθε 2 έως 5 λεπτά ώστε να φθάσει την
επιθυμητή στάθμη ανταπόκρισης του μ-οπιοειδούς. Για ανταπόκριση σε ελαφρά
αναισθησία, είναι δυνατόν να χορηγηθούν συμπληρωματικές ενέσεις εφόδου κάθε 2
έως 5 λεπτά.
Αναισθησία σε αναισθητοποιημένους ασθενείς με αυτόματη αναπνοή με ασφαλή
αεραγωγό (αναισθησία με λαρυγγική μάσκα):
Σε αναισθητοποιημένους ασθενείς με αυτόματη αναπνοή με ασφαλή αεραγωγό, είναι
δυνατό να συμβεί αναπνευστική καταστολή. Επομένως, πρέπει να δοθεί προσοχή
στην αναπνευστική δράση που τελικώς συνδυάζεται με την μυϊκή ακαμψία.
Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να προσαρμοστεί η δόση στις ανάγκες του ασθενή
και πιθανό να απαιτηθεί μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Πρέπει να υπάρχουν
διαθέσιμα επαρκή μέσα για την παρακολούθηση των ασθενών που τους έχει
χορηγηθεί ρεμιφαιντανύλη. Είναι σημαντικό τα μέσα αυτά να είναι πλήρως
εξοπλισμένα για την αντιμετώπιση όλων των βαθμίδων αναπνευστικής καταστολής
(πρέπει να υπάρχει διαθέσιμος εξοπλισμός διασωλήνωσης) και/ή μυϊκής ακαμψίας
(για περισσότερες πληροφορίες βλέπε παράγραφο 4.4). Ο συνιστώμενος αρχικός
ρυθμός έγχυσης για συμπληρωματική αναλγησία σε υπό αναισθησία ασθενείς με
αυτόματη αναπνοή είναι 0,04 μg/kg/min με ρύθμιση για να επιτευχθεί αποτέλεσμα.
Εχει μελετηθεί διακύμανση των ρυθμών έγχυσης από 0,025 έως 0,1 μg/kg/min. Δεν
συνιστάται ένεση εφόδου σε υπό αναισθησία ασθενείς με αυτόματη αναπνοή.
Η ρεμιφαιντανύλη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως αναλγητικό σε επεμβάσεις όπου
οι ασθενείς παραμένουν με τις αισθήσεις τους ή δεν λαμβάνουν καμία υποστήριξη
των αεραγωγών κατά τη διάρκεια της επέμβασης.
Σύγχρονη χορήγηση φαρμάκων
Η ρεμιφαιντανύλη μειώνει την ποσότητα ή τις δόσεις των εισπνεόμενων
αναισθητικών, υπνωτικών και βενζοδιαζεπινών που απαιτούνται για την αναισθησία
(βλέπε παράγραφο 4.5).
Δόσεις των ακόλουθων παραγόντων χρησιμοποιούνται στην αναισθησία:
ισοφλουράνιο, θειοπεντόνη, προποφόλη και τεμαζεπάμη έχουν μειωθεί μέχρι και 75%
όταν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα με τη ρεμιφαιντανύλη.
Οδηγίες για διακοπή στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο
Λόγω της πολύ γρήγορης λήξης της δράσης της ρεμιφαιντανύλης, δεν παρατηρείται
υπολειπόμενη δράση οπιοειδούς 5 έως 10 λεπτά μετά από τη διακοπή . Σε ασθενείς
που υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις και αναμένεται μετεγχειρητικός
πόνος, θα πρέπει να χορηγούνται αναλγητικά πριν τη διακοπή της ρεμιφαιντανύλης.
Πρέπει να αφήνεται επαρκής χρόνος ώστε το μακρύτερης δράσης αναλγητικό να
φθάσει το μέγιστο του αποτελέσματος. Η επιλογή του αναλγητικού θα πρέπει να είναι
κατάλληλη ως προς τo είδος της χειρουργικής επέμβασης του ασθενούς και το
επίπεδο της μετεγχειρητικής φροντίδας.
5
Στην περίπτωση που το μακρύτερης δράσης αναλγητικό δεν έχει φθάσει στο
επιθυμητό αποτέλεσμα πριν το τέλος της επέμβασης, η χορήγης της ρεμιφαιντανύλης
μπορεί να συνεχιστεί για τη διατήρηση της αναλγησίας κατά την άμεση μετεγχειρητική
περίοδο, μέχρις ότου το μακρύτερης δράσης αναλγητικό φθάσει το μέγιστο της
δράσης του.
Εάν η ρεμιφαιντανύλη συνεχιστεί μετεγχειρητικά, πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο
όταν υπάρχει πλήρως εξοπλισμένο χειρουργείο για την παρακολούθηση και
υποστήριξη της αναπνευστικής και της καρδιαγγειακής λειτουργίας, υπό την στενή
επιτήρηση ατόμων ειδικά εκπαιδευμένων στην αναγνώριση και αντιμετώπιση των
αναπνευστικών αντιδράσεων των ισχυρών οπιοειδών. Επιπροσθέτως, συνιστάται οι
ασθενείς να παρακολουθούνται στενά μετεγχειρητικά για άλγος, υπόταση και
βραδυκαρδία.
Περαιτέρω πληροφορίες για την χορήγηση σε ασθενείς υπό μηχανικό αερισμό σε
μονάδες εντατικής θεραπείας δίδονται στην παράγραφο 4.2.3.
Σε ασθενείς με αυτόματη αναπνοή, ο αρχικός ρυθμός έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης
μπορεί να μειωθεί στο 0,1 μg/kg/min και ακολούθως μπορεί να αυξάνεται ή να
μειώνεται κάθε 5 λεπτά ανά 0,025 μg/kg/min, για να εξισορροπείται το επίπεδο της
αναλγησίας έναντι του βαθμού της αναπνευστικής καταστολής.
Η χρήση δόσης εφόδου για αναλγησία δεν συνιστάται κατά τη μετεγχειρητική περίοδο
σε ασθενείς που έχουν αυτόματη αναπνοή.
Χορήγηση με έγχυση προκαθορισμένου στόχου (TCI)
Επαγωγή και διατήρηση της αναισθησίας σε υπό οξυγόνωση ασθενείς
Η χορήγηση της ρεμιφαιντανύλης με TCI θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε
συνδυασμό με ένα ενδοφλέβιο ή εισπνεόμενο υπνωτικό παράγοντα κατά τη διάρκεια
της εισαγωγής και της διατήρησης της αναισθησίας σε υπό οξυγόνωση ενήλικες
ασθενείς (βλέπε πίνακα 1 ανωτέρω για τη συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση). Σε
συνδυασμό με αυτούς τους παράγοντες, επαρκής αναλγησία για την εισαγωγή στην
αναισθησία και χειρουργική επέμβαση είναι δυνατόν γενικά να επιτευχθεί με
συγκεντρώσεις στόχο της ρεμιφαιντανύλης στο αίμα που κυμαίνονται από 3 έως
8 ng/ml. Η χορήγηση της ρεμιφαιντανύλης πρέπει να ρυθμισθεί ανάλογα με την
απόκριση κάθε ασθενή. Για ιδιαίτερα απαιτητικές χειρουργικές επεμβάσεις μπορεί να
απαιτούνται συγκεντρώσεις στόχος στο αίμα μέχρι 15 ng/ml.
Στις παραπάνω προτεινόμενες δόσεις, η ρεμιφαιντανύλη μειώνει σημαντικά την
ποσότητα του υπνωτικού παράγοντα που απαιτείται για την διατήρηση της
αναισθησίας. Επομένως, το ισοφλουράνιο και η προποφόλη πρέπει να χορηγούνται
όπως προτείνεται παραπάνω για να αποφεύγεται αύξηση των αιμοδυναμικών
επιδράσεων (υπόταση και βραδυκαρδία) της ρεμιφαιντανύλης (βλέπε πίνακα 1
ανωτέρω για τη συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση).
Ο παρακάτω πίνακας παρέχει την ισοδύναμη συγκέντρωση ρεμιφαιντανύλης στο
αίμα χρησιμοποιώντας την μέθοδο TCI για διάφορους ρυθμούς συμβατικώς
ελεγχόμενης έγχυσης σε σταθεροποιημένη κατάσταση:
Πίνακας 2. Συγκεντρώσεις ρεμιφαιντανύλης στο αίμα (ng/ml) που
υπολογίζονται χρησιμοποιώντας το φαρμακοκινητικό μοντέλο Μinto (1997) σε
6
ένα άνδρα ασθενή 70 kg, 170 cm, 40 ετών για διάφορους ρυθμούς συμβατικώς
ελεγχόμενης έγχυσης (μg/kg/min) σε σταθεροποιημένη κατάσταση
Ρυθμός Έγχυσης Ρεμιφαιντανύλης
(µg/kg/min)
Συγκεντρώσεις ρεμιφαιντανύλης στο
αίμα
(ng/ml)
0,05 1,3
0,10 2,6
0,25 6,3
0,40 10,4
0,50 12,6
1,0 25,2
2,0 50,5
Επειδή δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα, η χορήγηση της ρεμιφαιντανύλης με TCI σε
αναισθησία με αυτόματη αναπνοή δεν συνιστάται.
Οδηγίες για τη διακοπή/συνέχιση στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο
Στο τέλος της χειρουργικής επέμβασης όταν η έγχυση TCI διακόπτεται, ή η
συγκέντρωση στόχος μειώνεται, η αυτόματη αναπνοή είναι πιθανό να επιστρέφει σε
υπολογισμένες συγκεντρώσεις ρεμιφαιντανύλης στη περιοχή του 1 έως 2 ng/ml.
Όπως με τη συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση, η μετεγχειρητική αναλγησία θα πρέπει
να εγκαθίσταται πριν από το τέλος της επέμβασης, με μεγαλύτερης διάρκειας
αναλγητικά (βλέπε επίσης Οδηγίες για τη διακοπή/συνέχιση κατά την άμεση
μετεγχειρητική περίοδο στην παράπανω παράγραφο για τη Συμβατικώς Ελεγχόμενη
Έγχυση).
Καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, η χορήγηση της ρεμιφαιντανύλης με TCI στην
αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής αναλγησίας δεν συνιστάται.
4.2.1.2 Παιδιατρικοί ασθενείς (ηλικίας 1 έως 12 ετών)
Η συγχορήγηση της ρεμιφαιντανύλης με παράγοντες εισαγωγής στην αναισθησία δεν
έχει μελετηθεί.
Η χρήση της ρεμιφαιντανύλης για εισαγωγή στην αναισθησία με TCI σε ασθενείς
ηλικίας 1 έως 12 ετών δεν συνιστάται καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για
αυτούς τους ασθενείς.
Διατήρηση της αναισθησίας
Οι ακόλουθες δόσεις της ρεμιφαιντανύλης (βλέπε πίνακα 3) προτείνονται για την
διατήρηση αναισθησίας:
Πίνακας 3: Δοσολογικές Οδηγίες για παιδιατρικούς ασθενείς (ηλικίας 1 έως 12 ετών)
*ΣΥΓΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΕΝΕΣΗ ΕΦΟΔΟΥ ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΓΧΥΣΗ
7
ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ
ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
ΡΕΜΙΦΑΙΝΤΑΝΥΛΗΣ
(µg/kg)
ΡΕΜΙΦΑΙΝΤΑΝΥΛΗΣ
(µg/kg/min)
Αρχικός
Ρυθμός
Ρυθμός
διατήρησης
Αλοθάνιο (αρχική δόση 0.3
MAC)
1 0,25 0,05 έως 1,3
Σεβοφλουράνιο (αρχική δόση
0.3 MAC)
1 0,25 0,05 έως 0,9
Ισοφλουράνιο (αρχική δόση
0.5 MAC)
1 0,25 0,06 έως 0,9
*συγχορήγηση με υποξείδιο του αζώτου/oξυγόνο σε αναλογία 2:1
Προκειμένου για ένεση εφόδου, η ρεμιφαιντανύλη θα πρέπει να χορηγείται σε
διάστημα όχι μικρότερο των 30 δευτερολέπτων. Η χειρουργική επέμβαση δεν θα
πρέπει να αρχίζει πριν από την παρέλευση τουλάχιστον 5 λεπτών από την έναρξη
της έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης, εφόσον δεν έχει προηγηθεί δόση εφόδου. Για
αποκλειστική χορήγηση υποξειδίου του αζώτου (70%) με ρεμιφαιντανύλη οι ρυθμοί
έγχυσης για τη διατήρηση της αναισθησίας πρέπει να είναι μεταξύ 0,4 και 3 μg/kg/min
και παρότι δεν έχει μελετηθεί ειδικά, στοιχεία από ενήλικες υποδεικνύουν ότι η
κατάλληλη αρχική δόση είναι 0,4 μg/kg/min.
Οι παιδιατρικοί ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται και η δόση να ρυθμίζεται
ανάλογα με το βάθος της αναλγησίας που απαιτείται για τη χειρουργική επέμβαση.
Ταυτόχρονη χορήγηση άλλων φαρμάκων
Στις συνιστώμενες δόσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω, η ρεμιφαιντανύλη μειώνει
δραστικά την ποσότητα του υπνωτικού παράγοντα που απαιτείται για την διατήρηση
της αναισθησίας. Συνεπώς, το ισοφλουράνιο, το αλοθάνιο και το σεβοφλουράνιο
πρέπει να χορηγούνται όπως συστήνεται ανωτέρω προκειμένου να αποφευχθεί
αύξηση των αιμοδυναμικών επιδράσεων (υπόταση και βραδυκαρδία) της
ρεμιφαιντανύλης. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για να στοιχειοθετήσουν
δοσολογικές συστάσεις σχετικά με ταυτόχρονη χορήγηση άλλων υπνωτικών με
ρεμιφαιντανύλη (βλέπε παράγραφο ανωτέρω: Χορήγηση με συμβατικώς ελεγχόμενη
έγχυση (MCI), Σύγχρονη χορήγηση φαρμάκων).
Οδηγίες για την αντιμετώπιση ασθενών κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο /
Eφαρμογή εναλλακτικής αναλγησίας πριν τη διακοπή της ρεμιφαιντανύλης
Λόγω της πολύ γρήγορης λήξης της δράσης της ρεμιφαιντανύλης, δεν παρατηρείται
υπολειπόμενη δράση μέσα σε 5 έως 10 λεπτά μετά τη διακοπή. Για εκείνους τους
ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση όπου αναμένεται
μετεγχειρητικός πόνος, θα πρέπει να χορηγούνται αναλγητικά πριν από τη διακοπή
της ρεμιφαιντανύλης. Πρέπει να παρέχεται επαρκές χρονικό διάστημα μέχρι να
επιτευχθεί η μέγιστη δράση του μακρύτερης διάρκειας δράσης αναλγητικού. Η
επιλογή του(ων) παράγοντος(ων), της δόσης και του χρόνου της χορήγησης θα
πρέπει να γίνει εκ των προτέρων και ανά ασθενή, ώστε να είναι κατάλληλα για τη
χειρουργική επέμβαση που θα υποβληθεί o ασθενής και για το αναμενόμενο επίπεδο
της μετεγχειρητικής φροντίδας (βλέπε παράγραφο 4.4).
8
4.2.1.3 Νεογνά και βρέφη (ηλικίας κάτω του 1 έτους)
Τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά της ρεμιφαιντανύλης σε νεογνά και βρέφη (κάτω
του 1 έτους∙ βλέπε παράγραφο 5.1) είναι συγκρίσιμα με εκείνα των ενηλίκων μετά τη
διόρθωση ως προς τις διαφορές στο σωματικό βάρος (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχουν επαρκή κλινικά δεδομένα, η χορήγηση της
ρεμιφαιντανύλης δεν συνιστάται σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.
Χρήση για Ολική Ενδοφλέβια αναισθησία (TIVA): Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία
από κλινικές μελέτες με ρεμιφαιντανύλη για TIVA σε βρέφη (βλέπε παράγραφο 5.1).
Ωστόσο, δεν υπάρχουν επαρκή κλινικά δεδομένα ώστε να γίνουν συστάσεις
δοσολογίας.
4.2.1.4 Ειδικές κατηγορίες ασθενών
Για δοσολογικές συστάσεις σε ειδικές κατηγορίες ασθενών (ηλικιωμένοι και
παχύσαρκοι ασθενείς, ασθενείς με νεφρική και ηπατική δυσλειτουργία, ασθενείς που
υποβάλλονται σε νευροχειρουργικές επεμβάσεις και ΑSA III/IV ασθενείς) βλέπε
παράγραφο 4.2.4.
4.2.2 Καρδιοχειρουργική επέμβαση
Χορήγηση με συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση
Για δοσολογικές συστάσεις σε ασθενείς που υποβάλλονται σε καρδιοχειρουργική
επέμβαση βλέπε πίνακα 4 παρακάτω:
Πίνακας 4: Δοσολογικές Οδηγίες για Αναισθησία καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων
ΕΝΔΕΙΞΗ ΕΝΕΣΗ ΕΦΟΔΟΥ
ΡΕΜΙΦΑΙΝΤΑΝΥΛΗΣ
(µg/kg)
ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΓΧΥΣΗ
ΡΕΜΙΦΑΙΝΤΑΝΥΛΗΣ
(µg/kg/min)
Αρχικός
Ρυθμός
Τυπικός
Ρυθμός
Έγχυσης
Εισαγωγή της αναισθησίας Δεν συνιστάται 1 _
Διατήρηση της
αναισθησίας σε υπό
οξυγόνωση ασθενείς:
• Ισοφλουράνιο
(αρχική δόση 0.4 MAC)
• Προποφόλη
(αρχική δόση 50 µg/kg/min)
0,5 έως 1
0,5 έως 1
1
1
0,003 έως
4
0,01 έως
4,3
Παράταση μετεγχειρητικής
αναλγησίας, πριν την
αποδιασωλήνωση
Δεν συνιστάται 1 0 έως 1
9
Φάση εισαγωγής αναισθησίας
Μετά την χορήγηση του υπνωτικού για την επίτευξη απώλειας συνείδησης, η
ρεμιφαιντανύλη πρέπει να χορηγείται με έναν αρχικό ρυθμό έγχυσης 1 μg/kg/min. Δεν
συνιστάται η χρήση ενέσεων εφόδου της ρεμιφαιντανύλης κατά τη διάρκεια της
εισαγωγής στην αναισθησία στις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Η ενδοτραχειακή
διασωλήνωση δεν θα πρέπει να επιχειρείται πριν από την παρέλευση τουλάχιστον 5
λεπτών από την έναρξη της έγχυσης.
Φάση διατήρησης αναισθησίας
Μετά την ενδοτραχειακή διασωλήνωση, ο ρυθμός έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης
πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς. Ενδέχεται να
απαιτούνται συμπληρωματικές δόσεις εφόδου. Σε καρδιοπαθείς υψηλού κινδύνου,
όπως όσοι υπόκεινται σε εγχείρηση βαλβίδος ή ασθενείς με ελαττωμένη λειτουργία
αριστερής κοιλίας, πρέπει να χορηγείται μια μέγιστη δόση εφόδου των 0,5 μg/kg.
Αυτές οι δοσολογικές συστάσεις ισχύουν επίσης και για την υποθερμική
καρδιοπνευμονική παράκαμψη (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ταυτόχρονη χορήγηση άλλων φαρμάκων
Στις συνιστώμενες δόσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, η ρεμιφαιντανύλη
μειώνει δραστικά την ποσότητα του υπνωτικού παράγοντα που απαιτείται για την
διατήρηση της αναισθησίας. Συνεπώς, το ισοφλουράνιο και η προποφόλη πρέπει να
χορηγούνται όπως συστήνεται ανωτέρω, προκειμένου να αποφευχθεί αύξηση των
αιμοδυναμικών επιδράσεων (υπόταση και βραδυκαρδία) της ρεμιφαιντανύλης. Δεν
υπάρχουν δεδομένα για να στοιχειοθετήσουν δοσολογικές συστάσεις σχετικά με την
ταυτόχρονη χορήγηση άλλων υπνωτικών με τη ρεμιφαιντανύλη (βλέπε παράγραφο
ανωτέρω: Χορήγηση με συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση (MCI), Σύγχρονη χορήγηση
φαρμάκων).
Οδηγίες για την μετεγχειρητική αντιμετώπιση ασθενών
Παράταση χορήγησης remifentanil μετεγχειρητικά για την παροχή αναλγησίας πριν
την αποδιασωλήνωση
Είναι σκόπιμο η έγχυση της ρεμιφαιντανύλης να διατηρείται στον τελικό διεγχειρητικό
ρυθμό κατά την διάρκεια της μεταφοράς των ασθενών στον χώρο μετεγχειρητικής
παρακολούθησης. Με την άφιξη των ασθενών σε αυτό το χώρο, το επίπεδο
αναλγησίας και καταστολής του ασθενή πρέπει να ελέγχεται στενά και ο ρυθμός
έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης να τροποποιηθεί ώστε να ικανοποιεί τις ιδιαίτερες
απαιτήσεις του κάθε ασθενή (για περισσότερες πληροφορίες στην αντιμετώπιση
ασθενών σε μονάδες εντατικής θεραπείας βλέπε παράγραφο 4.2.3).
Eφαρμογή εναλλακτικής αναλγησίας πριν τη διακοπή της ρεμιφαιντανύλης
Λόγω της πολύ γρήγορης λήξης της δράσης της ρεμιφαιντανύλης, δεν παρατηρείται
υπολειπόμενη δράση οπιοειδούς μέσα σε 5 έως 10 λεπτά μετά τη διακοπή. Πριν τη
διακοπή της ρεμιφαιντανύλης θα πρέπει να χορηγείται αναλγησία και καταστολή
στους ασθενείς, αρκετό χρόνο πριν, ώστε να επιτευχθούν οι θεραπευτικές δράσεις
αυτών των παραγόντων. Συνιστάται επομένως η επιλογή του (ων) παράγοντα (ων), η
δόση και ο χρόνος χορήγησης να γίνεται πριν από την αποσύνδεση του ασθενούς
από τον αναπνευστήρα.
Οδηγίες για την διακοπή της χορήγησης της ρεμιφαιντανύλης
Λόγω της πολύ γρήγορης λήξης της δράσης της ρεμιφαιντανύλης, έχουν αναφερθεί
υπέρταση, ρίγος και άλγη σε καρδιοπαθείς ασθενείς αμέσως μετά τη διακοπή της
ρεμιφαιντανύλης (βλέπε παράγραφο 4.8). Για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος
10
εμφάνισης αυτών, πρέπει να χορηγηθεί ικανοποιητική εναλλακτική αναλγησία, (όπως
περιγράφεται ανωτέρω), πριν τη διακοπή έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης. Ο ρυθμός
έγχυσης πρέπει να μειώνεται κατά 25% ανά διαστήματα τουλάχιστον 10 λεπτών
μέχρι να διακοπεί η έγχυση.
Κατά την διάρκεια της αποσύνδεσης από τον αναπνευστήρα, ο ρυθμός έγχυσης της
ρεμιφαιντανύλης δεν πρέπει να αυξάνεται. Αντίθετα, πρέπει να μειώνεται σταδιακά με
συμπληρωματικές δόσεις άλλων αναλγητικών. Αιμοδυναμικές μεταβολές, όπως
υπέρταση και ταχυκαρδία, πρέπει να αντιμετωπίζονται με άλλους παράγοντες,
ανάλογα με τις ενδείξεις.
Όταν χορηγούνται άλλα οπιοειδή στα πλαίσια του σχήματος μετάβασης προς
άλλη αναλγητική αγωγή, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά.
Το όφελος από την εξασφάλιση ικανοποιητικής μετεγχειρητικής αναλγησίας
πρέπει πάντοτε να αξιολογείται έναντι του πιθανού κινδύνου αναπνευστικής
καταστολής με αυτούς τους παράγοντες.
Χορήγηση με έγχυση προκαθορισμένου στόχου (TCI)
Επαγωγή και διατήρηση της αναισθησίας
Η χορήγηση ρεμιφαιντανύλης με TCI θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με
ένα ενδοφλέβιο ή εισπνεόμενο υπνωτικό παράγοντα κατά τη διάρκεια της εισαγωγής
και της διατήρησης της αναισθησίας σε υπό οξυγόνωση ενήλικες ασθενείς (βλέπε
πίνακα 4 Δοσολογικές Οδηγίες για Αναισθησία καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων στη
παράγραφο 4.2.2). Σε συνδυασμό με αυτούς τους παράγοντες, επαρκής αναλγησία
για καρδιοχειρουργική επέμβαση γενικά επιτυγχάνεται στα υψηλότερα όρια των
συγκεντρώσεων στόχου της ρεμιφαιντανύλης στο αίμα που χρησιμοποιούνται στις
γενικές χειρουργικές επεμβάσεις. Σε κλινικές μελέτες, μετά την ρύθμιση της
χορήγησης της ρεμιφαιντανύλης ανάλογα με την απόκριση του κάθε ασθενή, έχουν
χρησιμοποιηθεί συγκεντρώσεις στο αίμα υψηλές μέχρι 20 ng/ml. Στις παραπάνω
προτεινόμενες δόσεις, η ρεμιφαιντανύλη μειώνει σημαντικά το ποσό του υπνωτικού
παράγοντα που απαιτείται για την διατήρηση της αναισθησίας. Επομένως το
ισοφλουράνιο και η προποφόλη πρέπει να χορηγούνται όπως προτείνεται παραπάνω
για να αποφεύγεται αύξηση των αιμοδυναμικών επιδράσεων (υπόταση και
βραδυκαρδία) της ρεμιφαιντανύλης (βλέπε πίνακα 4 Δοσολογικές Οδηγίες για
Αναισθησία καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων ανωτέρω).
Για πληροφορίες ως προς τις συγκεντρώσεις ρεμιφαιντανύλης στο αίμα που
επιτεύχθηκαν με συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση βλέπε πίνακα 2, Συγκεντρώσεις
ρεμιφαιντανύλης στο αίμα (ng/ml) που υπολογίζονται χρησιμοποιώντας το μοντέλο
Μinto (1997) στην παράγραφο 4.2.1.1.
Οδηγίες για τη διακοπή/συνέχιση στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο
Στο τέλος της χειρουργικής επέμβασης όταν η έγχυση TCI διακόπτεται ή η
συγκέντρωση στόχος μειώνεται, η αυτόματη αναπνοή είναι πιθανό να επιστρέφει σε
υπολογισμένες συγκεντρώσεις ρεμιφαιντανύλης στη περιοχή του 1 έως 2 ng/ml.
Όπως με τη συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση, η μετεγχειρητική αναλγησία πρέπει να
εγκαθίσταται πριν από το τέλος της επέμβασης, με μεγαλύτερης διάρκειας αναλγητικά
(βλέπε Οδηγίες για τη διακοπή της ρεμιφαιντανύλης στη παράγραφο 4.2.1.1).
Καθώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, η χορήγηση της ρεμιφαιντανύλης με TCI για
την αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής αναλγησίας δεν συνιστάται.
11
4.2.3 Χρήση στα πλαίσια εντατικής θεραπείας
4.2.3.1 Ενήλικες
Η ρεμιφαιντανύλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εξασφάλιση αναλγησίας σε ασθενείς οι οποίοι
υποβάλλονται σε μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Κατασταλτικοί παράγοντες
πρέπει να προστίθενται όπου χρειάζεται.
Η ρεμιφαιντανύλη έχει μελετηθεί σε ασθενείς σε μονάδες εντατικής θεραπείας σε καλά ελεγχόμενες
κλινικές μελέτες για χρονικό διάστημα τριών ημερών. Καθώς οι ασθενείς δεν μελετήθηκαν πέραν των
τριών ημερών, δεν υπάρχουν στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα για μεγαλύτερης
διάρκειας θεραπεία. Επομένως η χρήση για διάρκεια θεραπείας μεγαλύτερης των τριών ημερών δεν
ενδείκνυται.
Λόγω έλλειψης στοιχείων για τη χορήγηση ρεμιφαιντανύλης με TCI δεν συνιστάται σε ασθενείς σε
μονάδες εντατικής θεραπείας.
Σε ενήλικες, συνιστάται η ρεμιφαιντανύλη να αρχίζει με ρυθμό έγχυσης 0,1 μg/kg/min
(6 μg/kg/h) έως 0,15 μg/kg/min (9 μg/kg/h). Ο ρυθμός έγχυσης θα πρέπει να
αυξάνεται σταδιακά, κατά 0,025 μg/kg/min (1,5 μg/kg/h) κάθε φορά, προκειμένου να
επιτευχθεί το επιθυμητό επίπεδο καταστολής και αναλγησίας. Μια περίοδος
τουλάχιστον 5 λεπτών πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ των ρυθμίσεων των δόσεων. Το
επίπεδο καταστολής και αναλγησίας πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά, να
ελέγχεται τακτικά και ο ρυθμός έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης να τροποποιείται
ανάλογα. Εάν ο ρυθμός έγχυσης φθάσει τα 0,2 μg/kg/min (12 μg/kg/h) και δεν έχει
επιτευχθεί το επιθυμητό επίπεδο καταστολής, συνιστάται να αρχίζει η χορήγηση του
κατάλληλου κατασταλτικού (βλέπε παρακάτω). Η δόση του κατασταλτικού θα πρέπει
να προσαρμόζεται με γνώμονα το επιθυμητό επίπεδο της καταστολής. Εάν απαιτείται
επιπρόσθετη αναλγησία, η δόση της ρεμιφαιντανύλης μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω,
με κλιμάκωση του ρυθμού έγχυσης κατά 0,025 μg/kg/min (1,5 μg/kg/h) κάθε φορά.
Ο επόμενος πίνακας συνοψίζει τον αρχικό ρυθμό έγχυσης και το τυπικό δοσολογικό
εύρος για παροχή αναλγησίας και καταστολής :
Πίνακας 5: Οδηγίες για την δοσολογία της ρεμιφαιντανύλης στα πλαίσια εντατικής
θεραπείας
ΣΥΝΕΧΗΣ ΕΓΧΥΣΗ ΡΕΜΙΦΑΙΝΤΑΝΥΛΗΣ µg/kg/min (µg/kg/h)
Αρχικός Ρυθμός Εύρος
0,1 (6) έως 0,15 (9) 0,006 (0,38) έως 0,74 (44,4)
Οι δόσεις εφόδου της ρεμιφαιντανύλης στα πλαίσια της εντατικής θεραπείας δεν
συνιστάται.
Η χρήση της ρεμιφαιντανύλης περιορίζει τις δοσολογικές απαιτήσεις των άλλων
κατασταλτικών παραγόντων, οι οποίοι χορηγούνται ταυτόχρονα. Εάν κριθεί αναγκαία
η ταυτόχρονη χορήγηση άλλων φαρμάκων, οι τυπικές αρχικές δόσεις αναφέρονται
στον επόμενο πίνακα:
Πίνακας 6: Συνιστώμενη αρχική δόση κατασταλτικών παραγόντων, εάν απαιτούνται
12
Κατασταλτικός
Παραγόντας
Δόση εφόδου (Bolus)
(mg/kg)
Ρυθμός έγχυσης
(mg/kg/h)
Προποφόλη Έως 0,5 0,5
Μιδαζολάμη Έως 0,03 0,03
Προκειμένου να είναι δυνατή η προσαρμογή της δοσολογίας για κάθε παράγοντα
χωριστά, οι κατασταλτικοί παραγόντες δεν θα πρέπει να χορηγούνται στο ίδιο
διάλυμα.
Πρόσθετη αναλγησία σε υπό οξυγόνωση ασθενείς οι οποίοι υποβάλλονται σε
επώδυνες ιατρικές πράξεις
Η αύξηση του ρυθμού έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης ενδέχεται να είναι αναγκαία,
ώστε να εξασφαλισθεί επιπρόσθετη αναλγητική κάλυψη των υπό οξυγόνωση
ασθενών, οι οποίοι υποβάλλονται σε ενοχλητικές και/ή επώδυνες ιατρικές πράξεις,
όπως ενδοτραχειακή αναρρόφηση, επίδεση τραυμάτων και φυσικοθεραπεία. Είναι
σκόπιμο ο ρυθμός έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης να διατηρείται σε επίπεδο όχι
μικρότερο από 0,1 μg/kg/min (6 μg/kg/h), επί 5 λεπτά τουλάχιστον πριν από την
έναρξη της παρέμβασης. Περαιτέρω προσαρμογή της δοσολογίας μπορεί να γίνεται
με αύξηση κατά 25% έως 50% ανά 2 έως 5 λεπτά, με βάση την πρόβλεψη ή την
διαπίστωση της ανάγκης για πληρέστερη αναλγησία. Ο μέσος ρυθμός έγχυσης για
την εξασφάλιση επιπρόσθετης αναλγησίας κατά την διάρκεια επώδυνων
παρεμβάσεων κυμαίνεται από 0,25 μg/kg/min (15 μg/kg/h) έως 0,74 μg/kg/min
(45 μg/kg/h).
Εγκατάσταση άλλης αναλγητικής αγωγής πριν από την διακοπή της ρεμιφαιντανύλης
Λόγω της ταχύτατης λήξης της δράσης της ρεμιφαιντανύλης, δεν υπάρχει
υπολειμματική δράση οπιοειδούς 5 έως 10 λεπτά μετά την διακοπή, ανεξάρτητα από
την διάρκεια της έγχυσης που προηγήθηκε. Μετά από χορήγηση της
ρεμιφαιντανύλης, η πιθανότητα ανοχής και υπεραλγησίας πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη. Επομένως, πριν από την διακοπή της ρεμιφαιντανύλης, θα πρέπει να
χορηγείται αναλγησία και καταστολή στους ασθενείς, αρκετό χρόνο πριν, ώστε να
επιτευχθούν οι θεραπευτικές δράσεις αυτών των παραγόντων και να προληφθεί η
υπεραλγησία και οι συνακόλουθες αιμοδυναμικές μεταβολές. Συνιστάται επομένως η
επιλογή του (ων) παράγοντα (ων), η δόση και ο χρόνος χορήγησης να έχουν
σχεδιαστεί πριν τη διακοπή της ρεμιφαιντανύλης. Αναλγητικά μακράς δράσης ή
ενδοφλέβια ή τοπικά αναλγητικά, τα οποία μπορούν να ελεγχθούν από το προσωπικό
υγείας ή τον ασθενή αποτελούν τις εναλλακτικές επιλογές για αναλγησία και πρέπει
να επιλέγονται προσεκτικά ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς.
Παρατεταμένη χορήγηση μ-οπιοειδών αγωνιστών μπορεί να επιφέρει ανάπτυξη
ανοχής.
Οδηγίες για την αποσωλήνωση και την διακοπή της ρεμιφαιντανύλης
Προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή ανάνηψη από την επίδραση της
ρεμιφαιντανύλης, η μείωση του ρυθμού έγχυσης θα πρέπει να αρχίζει σταδιακά, σε
βήματα του 0,1 μg/kg/min (6 μg/kg/h), έως και μία ώρα πριν από την αποσωλήνωση.
Μετά την αποσωλήνωση, ο ρυθμός έγχυσης θα πρέπει να μειώνεται, κατά 25% ανά
10 λεπτά και όχι ταχύτερα, έως την πλήρη διακοπή της χορήγησης. Στην φάση
13
απομάκρυνσης από τον αναπνευστήρα, δεν επιτρέπεται αύξηση της δοσολογίας της
ρεμιφαιντανύλης και η δόση θα πρέπει πάντοτε να προσαρμόζεται σε χαμηλότερο
επίπεδο, με χρήση άλλων αναλγητικών, εάν κρίνεται αναγκαίο.
Μετά την διακοπή της ρεμιφαιντανύλης, η ενδοφλέβια οδός πρέπει να καθαρίζεται ή
να αφαιρείται προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω εξ αμελείας χορήγηση.
Όταν χορηγούνται άλλα οπιοειδή στα πλαίσια του σχήματος μετάβασης προς
άλλη αναλγητική αγωγή, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται
προσεκτικά. Το όφελος από την εξασφάλιση της αναλγησίας πρέπει πάντοτε
να αξιολογείται έναντι του πιθανού κινδύνου αναπνευστικής καταστολής.
4.2.3.2 Παιδιατρικοί ασθενείς υπό εντατική θεραπεία
Η χρήση της ρεμιφαιντανύλης σε παιδιατρικούς ασθενείς υπό εντατική θεραπεία δεν
συνιστάται καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για αυτούς τους ασθενείς.
4.2.3.3 Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία υπό εντατική θεραπεία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της συνιστώμενης δοσολογίας σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία, ακόμη και για όσους υποβάλλονται σε θεραπεία νεφρικής
υποκατάστασης, ωστόσο ο ρυθμός κάθαρσης του καρβοξυλικού μεταβολίτη είναι
ελαττωμένος σε άτομα με νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε παράγραφο 5.2).
4.2.4 Ειδικές κατηγορίες ασθενών
4.2.4.1 Ηλικιωμένοι (ηλικίας άνω των 65 ετών)
Γενική Αναισθησία
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να επιδεικνύεται σχετικά με την χορήγηση της
ρεμιφαιντανύλης σε αυτούς τους πληθυσμούς. Η αρχική δόση έναρξης της
ρεμιφαιντανύλης όταν χορηγείται σε ασθενείς άνω των 65 ετών, θα πρέπει να είναι η
μισή της συνιστώμενης δόσης των ενηλίκων και στη συνέχεια θα πρέπει να
ρυθμίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ασθενούς, δεδομένου ότι σε αυτούς τους
ασθενείς παρατηρήθηκε αυξημένη ευαισθησία λόγω των φαρμακοδυναμικών
επιδράσεων της ρεμιφαιντανύλης. Η ρύθμιση της δοσολογίας πρέπει να γίνεται σε
όλες τις φάσεις της αναισθησίας συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής, της
διατήρησης και της άμεσης μετεγχειρητικής αναλγησίας.
Λόγω της αυξημένης ευαισθησίας των ηλικιωμένων ασθενών στη ρεμιφαιντανύλη,
όταν χορηγείται ρεμιφαιντανύλη με TCI σε αυτούς τους πληθυσμούς, η αρχική
συγκέντρωση στόχου πρέπει να είναι 1,5 έως 4 ng/ml με ακόλουθη ρύθμιση ανάλογα
με την απόκριση του κάθε ασθενούς.
Αναισθησία κατά τη διάρκεια καρδιοχειρουργικής επέμβασης
Δεν απαιτείται μείωση της αρχικής δοσολογίας (βλέπε παράγραφο 4.2.2)
Μονάδες Εντατικής Θεραπείας
Δεν απαιτείται μείωση της αρχικής δόσης (βλέπε παράγραφο Μονάδες Εντατικής
Θεραπείας ανωτέρω).
4.2.4.2 Παχύσαρκοι ασθενείς
14
Για συμβατικώς ελεγχόμενη έγχυση σε παχύσαρκους ασθενείς συνιστάται η μείωση
της δοσολογίας της ρεμιφαιντανύλης σύμφωνα με το ιδανικό βάρος σώματος
δεδομένου ότι η κάθαρση και ο όγκος κατανομής της ρεμιφαιντανύλης συσχετίζεται
καλύτερα με το ιδανικό βάρος σώματος παρά με το πραγματικό.
Με τον υπολογισμό του καθαρού βάρους σώματος (LBM) που χρησιμοποιείται στο
μοντέλο Minto, το LBM είναι πιθανό να υπολείπεται σε γυναίκες ασθενείς με δείκτη
μάζας σώματος (ΔΜΣ) μεγαλύτερο από 35 kg/m
2
και σε άρρενες ασθενείς με ΔΜΣ
μεγαλύτερο από 40 kg/m
2
. Η χορήγηση της ρεμιφαιντανύλης με TCI πρέπει να
ρυθμίζεται προσεκτικά σε σχέση με την απόκριση του κάθε ασθενούς για να
αποφεύγεται η υποδοσολογία σε αυτούς τους ασθενείς.
4.2.4.3 Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, δεν είναι αναγκαία η προσαρμογή της δοσολογίας
σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, συμπεριλαμβανομένων των ασθενών στις
μονάδες εντατικής θεραπείας, ωστόσο, αυτοί οι ασθενείς παρουσιάζουν ελαττωμένο
ρυθμό κάθαρσης του καρβοξυλικού μεταβολίτη.
4.2.4.4 Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται ρύθμιση της αρχικής δοσολογίας, σχετικά με αυτή που χρησιμοποιείται
σε υγιείς ενήλικες, καθώς η φαρμακοκινητική εικόνα της ρεμιφαιντανύλης δεν
μεταβάλλεται σε αυτούς τους ασθενείς. Εν τούτοις, ασθενείς με σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία είναι δυνατόν να είναι λίγο περισσότερο ευαίσθητοι στις κατασταλτικές
επιδράσεις της ρεμιφαιντανύλης στο αναπνευστικό σύστημα (βλέπε παράγραφο 4.4).
Οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά και η δόση της
ρεμιφαιντανύλης θα πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς.
4.2.4.5 Νευροχειρουργική
Η περιορισμένη κλινική εμπειρία σε ασθενείς που υποβάλλονται σε
νευροχειρουργικές επεμβάσεις έχει δείξει ότι δεν χρειάζονται ειδικές οδηγίες
δοσολογίας.
4.2.4.6 ΑSA III/IV ασθενείς
Γενική Αναισθησία
Επειδή αναμένεται οι αιμοδυναμικές επιδράσεις των ισχυρών οπιοειδών να είναι πιο
εμφανείς σε ασθενείς ASA III/IV, χρειάζεται προσοχή στη χορήγηση της
ρεμιφαιντανύλης σ΄ αυτήν την ομάδα. Συνιστάται μείωση της αρχικής δοσολογίας και
ρύθμιση στη συνέχεια ώστε να υπάρχει αποτελεσματικότητα.
Καθώς δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα, δεν μπορούν να δοθούν δοσολογικές
συστάσεις για παιδιά. Για TCI, πρέπει να χρησιμοποιείται χαμηλότερος αρχικός
στόχος 1,5 έως 4 ng/ml σε ASA III ή IV ασθενείς και ακολούθως να ρυθμίζεται
ανάλογα με την απόκριση.
Καρδιακή Αναισθησία
Δεν απαιτείται μείωση της αρχικής δοσολογίας (βλέπε παράγραφο 4.2.2).
15
4.2.5 Οδηγίες για τους ρυθμούς έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης για συμβατικώς
ελεγχόμενη έγχυση
Πίνακας 7: Ρυθμοί έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης ( ml / kg / h )
Ρυθμός
Χορήγησης
του
Φαρμάκου
Ρυθμός Χορήγησης της Έγχυσης (ml/kg/ώρα)
Για Συγκεντρώσεις Διαλύματος
(μg/kg/min)
20 μg/ml 25 μg/ml 50 μg/ml 250 μg/ml
1 mg/50ml 1 mg/40ml 1 mg/20ml 10 mg/40ml
0 , 0125 0 , 038 0,03 0,015 δεν συνιστάται
0,025 0,075 0,06 0,03 δεν συνιστάται
0 , 05 0,15 0,12 0,06 0,012
0,075 0,23 0,18 0,09 0,018
0,1 0,3 0,24 0,12 0,024
0,15 0,45 0,36 0,18 0,036
0,2 0,6 0,48 0,24 0,048
0,25 0,75 0,6 0,3 0,06
0,5 1,5 1,2 0,6 0,12
0,75 2,25 1,8 0,9 0,18
1,0 3,0 2,4 1,2 0,24
1,25 3,75 3,0 1,5 0,3
1,5 4,5 3,6 1,8 0,36
1,75 5,25 4,2 2,1 0,42
2,0 6,0 4,8 2,4 0,48
Πίνακας 8: Ρυθμοί έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης ( ml /ώρα) σε Διάλυμα 20 μ g / ml
Ρυθμός
Έγχυσης
Βάρος Σώματος Ασθενούς (kg)
(μg/kg/mi
n)
5 10 20 30 40 50 60
0,0125 0,188 0,375 0,75 1,125 1,5 1,875 2,25
0,025 0,375 0,75 1,5 2,25 3,0 3,75 4,5
0,05 0,75 1,5 3,0 4,5 6,0 7,5 9,0
0,075 1,125 2,25 4,5 6,75 9,0 11,25 13,5
0,1 1,5 3,0 6,0 9,0 12,0 15,0 18,0
0,15 2,25 4,5 9,0 13,5 18,0 22,5 27,0
0,2 3,0 6,0 12,0 18,0 24,0 30,0 36,0
0,25 3,75 7,5 15,0 22,5 30,0 37,5 45,0
0,3 4,5 9,0 18,0 27,0 36,0 45,0 54,0
0,35 5,25 10,5 21,0 31,5 42,0 52,5 63,0
0,4 6,0 12,0 24,0 36,0 48,0 60,0 72,0
Πίνακας 9: Ρυθμοί έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης ( ml /ώρα) σε Διάλυμα 25 μ g / ml
16
Ρυθμός
Έγχυσης
Βάρος Σώματος Ασθενούς (kg)
(μg/kg/min) 10 20 30 40 50 60 70 80 90 100
0,0125 0,3 0,6 0,9 1,2 1,5 1,8 2,1 2,4 2,7 3,0
0,025 0,6 1,2 1,8 2,4 3,0 3,6 4,2 4,8 5,4 6,0
0,05 1,2 2,4 3,6 4,8 6,0 7,2 8,4 9,6 10,8 12,0
0,075 1,8 3,6 5,4 7,2 9,0 10,8 12,6 14,4 16,2 18,0
0,1 2,4 4,8 7,2 9,6 12,0 14,4 16,8 19,2 21,6 24,0
0,15 3,6 7,2 10,8 14,4 18,0 21,6 25,2 28,8 32,4 36,0
0,2 4,8 9,6 14,4 19,2 24,0 28,8 33,6 38,4 43,2 48,0
Πίνακας 10: Ρυθμοί έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης ( ml /ώρα) σε Διάλυμα 50 μ g / ml
Ρυθμός
Έγχυσης
Βάρος Σώματος Ασθενούς (kg)
(μg/kg/min) 30 40 50 60 70 80 90 100
0,025 0,9 1,2 1,5 1,8 2,1 2,4 2,7 3,0
0,05 1,8 2,4 3,0 3,6 4,2 4,8 5,4 6,0
0,075 2,7 3,6 4,5 5,4 6,3 7,2 8,1 9,0
0,1 3,6 4,8 6,0 7,2 8,4 9,6 10,8 12,0
0,15 5,4 7,2 9,0 10,8 12,6 14,4 16,2 18,0
0,2 7,2 9,6 12,0 14,4 16,8 19,2 21,6 24,0
0,25 9,0 12,0 15,0 18,0 21,0 24,0 27,0 30,0
0,5 18,0 24,0 30,0 36,0 42,0 48,0 54,0 60,0
0,75 27,0 36,0 45,0 54,0 63,0 72,0 81,0 90,0
1,0 36,0 48,0 60,0 72,0 84,0 96,0 108,0 120,0
1,25 45,0 60,0 75,0 90,0 105,0 120,0 135,0 150,0
1,5 54,0 72,0 90,0 108,0 126,0 144,0 162,0 180,0
1,75 63,0 84,0 105,0 126,0 147,0 168,0 189,0 210,0
2,0 72,0 96,0 120,0 144,0 168,0 192,0 216,0 240,0
Πίνακας 11: Ρυθμοί έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης ( ml /ώρα) σε Διάλυμα 250 μ g / ml
Ρυθμός
Έγχυσης
Βάρος Σώματος Ασθενούς (kg)
(μg/kg/min
)
30 40 50 60 70 80 90 100
0,1 0,72 0,96 1,20 1,44 1,68 1,92 2,16 2,40
0,15 1,08 1,44 1,80 2,16 2,52 2,88 3,24 3,60
0,2 1,44 1,92 2,40 2,88 3,36 3,84 4,32 4,80
0,25 1,80 2,40 3,00 3,60 4,20 4,80 5,40 6,00
0,5 3,60 4,80 6,00 7,20 8,40 9,60 10,80 12,00
0,75 5,40 7,20 9,00 10,80 12,60 14,40 16,20 18,00
1,0 7,20 9,60 12,00 14,40 16,80 19,20 21,60 24,00
1,25 9,00 12,00 15,00 18,00 21,00 24,00 27,00 30,00
1,5 10,80 14,40 18,00 21,60 25,20 28,80 32,40 36,00
1,75 12,60 16,80 21,00 25,20 29,40 33,60 37,80 42,00
2,0 14,40 19,20 24,00 28,80 33,60 38,40 43,20 48,00
17
4.3 Αντενδείξεις
Δεδομένου ότι στη σύνθεση του προϊόντος περιέχεται γλυκίνη, το Remifentanil Teva
αντενδείκνυται για επισκληρίδια και ενδοραχιαία χρήση (βλέπε παράγραφο 5.3).
Το Remifentanil Teva αντενδείκνυται σε ασθενείς με υπερευαισθησία στη
ρεμιφαιντανύλη και σε άλλο ανάλογο της φαιντανύλης ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Το Remifentanil Teva δεν ενδείκνυται να χρησιμοποιείται μόνο του για την πρόκληση
αναισθησίας.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η ρεμιφαιντανύλη θα πρέπει να χορηγείται μόνο σε χώρο πλήρως εξοπλισμένο για
την παρακολούθηση και την υποστήριξη της αναπνευστικής και της καρδιαγγειακής
λειτουργίας και από άτομα ειδικά εκπαιδευμένα στη χρήση των αναισθητικών και
στην αναγνώριση και αντιμετώπιση των αναμενόμενων ανεπιθύμητων ενεργειών των
ισχυρών οπιοειδών, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης στο φυσιολογικό της
αναπνευστικής και καρδιακής λειτουργίας. Η εκπαίδευση αυτή πρέπει να
περιλαμβάνει την εγκατάσταση και τη διατήρηση της ικανότητας των αεροφόρων
οδών και τη μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Καθώς οι ασθενείς που
υποβλήθηκαν σε μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής θεραπείας δεν μελετήθηκαν
πέραν των τριών ημερών, δεν υπάρχουν στοιχεία για την ασφάλεια και την
αποτελεσματικότητα για μεγαλύτερης διάρκειας θεραπεία. Επομένως η χρήση για
μεγαλύτερη διάρκεια θεραπείας δεν συνιστάται σε ασθενείς σε μονάδες εντατικής
θεραπείας.
Ταχεία λήξη δράσης
Λόγω της ταχύτατης αποδρομής της δράσης της ρεμιφαιντανύλης, οι ασθενείς μπορεί
να ανανήψουν γρήγορα από την αναισθησία και δεν παρατηρείται υπολειπόμενη
δράση οπιοειδούς μέσα σε 5 - 10 λεπτά μετά τη διακοπή της ρεμιφαιντανύλης. Κατά
τη χορήγηση της ρεμιφαιντανύλης ως μ-οπιοειδής αγωνιστής, πρέπει να δίδεται
προσοχή στη πιθανότητα ανοχής και υπεραλγησίας. Επομένως, πριν τη διακοπή της
ρεμιφαιντανύλης θα πρέπει να χορηγείται αναλγησία και καταστολή στους ασθενείς,
αρκετό χρόνο πριν, ώστε να επιτευχθούν οι θεραπευτικές δράσεις αυτών των
παραγόντων και να προληφθεί η υπεραλγησία και οι συνακόλουθες αιμοδυναμικές
μεταβολές. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις όπου
αναμένεται μετεγχειρητικός πόνος θα πρέπει να χορηγούνται αναλγητικά πριν τη
διακοπή της ρεμιφαιντανύλης. Πρέπει να αφήνεται επαρκής χρόνος ώστε να
επιτευχθεί το καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα με ένα μακράς δράσης αναλγητικό.
Η επιλογή του αναλγητικού θα πρέπει να είναι κατάλληλη για τη χειρουργική
επέμβαση του ασθενούς και το επίπεδο της μετεγχειρητικής παρακολούθησης. Όταν
άλλα οπιοειδή χορηγούνται στα πλαίσια του σχήματος μετάβασης προς άλλη
αναλγητική αγωγή, πρέπει πάντα να αξιολογείται το όφελος από την εξασφάλιση
επαρκούς μετεγχειρητικής αναλγησίας έναντι του πιθανού κινδύνου αναπνευστικής
καταστολής με αυτούς τους παράγοντες.
Διακοπή της θεραπείας
Συμπτώματα που ακολουθούν τη διακοπή της χορήγησης της ρεμιφαιντανύλης τα
οποία περιλαμβάνουν ταχυκαρδία, υπέρταση και διέγερση έχουν αναφερθεί σπάνια
σε απότομη διακοπή της θεραπείας, ιδιαίτερα μετά από παρατεταμένη χορήγηση για
18
περισσότερο από 3 ημέρες. Όπου αναφέρθηκε, η επανέναρξη και η προοδευτική
μείωση της έγχυσης ήταν επωφελείς. Η χορήγηση του Remifentanil Teva σε ασθενείς
με μηχανικό αερισμό σε μονάδες εντατικής θεραπείας δεν συνιστάται για διάρκεια
θεραπείας μεγαλύτερη των 3 ημερών.
Μυϊκή δυσκαμψία - πρόληψη και αντιμετώπιση
Με τις συνιστώμενες δόσεις μπορεί να εμφανισθεί μυϊκή δυσκαμψία. Οπως και με
άλλα οπιοειδή, η συχνότητα της μυϊκής δυσκαμψίας σχετίζεται με τη δοσολογία και το
ρυθμό χορήγησης. Επομένως, θα πρέπει να χορηγείται ένεση εφόδου σε χρόνο όχι
μικρότερο των 30 δευτερολέπτων.
Μυϊκή δυσκαμψία που προκαλείται από τη ρεμιφαιντανύλη θα πρέπει να θεραπεύεται
στο πλαίσιο της κλινικής κατάστασης των ασθενών με κατάλληλα υποστηρικτικά μέσα
συμπεριλαμβανομένης της μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής. Αν κατά την
εισαγωγή της αναισθησίας προκύψει υπερβολική μυϊκή δυσκαμψία, θα πρέπει να
αντιμετωπισθεί με τη χορήγηση νευρομυϊκών αποκλειστών και / ή επιπροσθέτων
υπνωτικών παραγόντων. Μυϊκή δυσκαμψία που διαπιστώνεται κατά τη διάρκεια
χρήσης της ρεμιφαιντανύλης σαν αναλγητικό, μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη
διακοπή ή τη μείωση του ρυθμού της χορήγησης της ρεμιφαιντανύλης. Λύση της
μυϊκής δυσκαμψίας μετά τη διακοπή έγχυσης ρεμιφαιντανύλης επέρχεται σε λίγα
λεπτά της ώρας. Εναλλακτικά, μπορεί να χορηγηθεί ένας ανταγωνιστής των μ-
οπιοειδών∙ ωστόσο, αυτό μπορεί να αντιστρέψει ή να μειώσει την αναλγητική δράση
της ρεμιφαιντανύλης.
Αναπνευστική καταστολή – προληπτικά μέτρα και αντιμετώπιση
Οπως με όλα τα ισχυρά οπιοειδή, η έντονη αναλγησία συνοδεύεται από έκδηλη
αναπνευστική καταστολή. Επομένως, η ρεμιφαιντανύλη θα πρέπει να χρησιμοποιείται
μόνο σε χώρους όπου υπάρχει δυνατότητα για την παρακολούθηση και την
αντιμετώπιση της αναπνευστικής καταστολής. Χρειάζεται ειδική φροντίδα για τους
ασθενείς με επηρεασμένη λειτουργία πνευμόνων και με σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία. Οι ασθενείς αυτοί μπορεί να είναι ελαφρώς πιο ευαίσθητοι στην
αναπνευστική κατασταλτική δράση της ρεμιφαιντανύλης. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να
παρακολουθούνται στενά και η δοσολογία της ρεμιφαιντανύλης να ρυθμίζεται
ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ασθενούς.
Η εμφάνιση αναπνευστικής καταστολής θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κατάλληλα
συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του ρυθμού έγχυσης κατά 50% ή της
προσωρινής διακοπής της έγχυσης. Σε αντίθεση με άλλα ανάλογα της φαιντανύλης, η
ρεμιφαιντανύλη δεν έχει δείξει να προκαλεί υποτροπιάζοντα επεισόδια αναπνευστικής
καταστολής ακόμη και μετά από παρατεταμένη χορήγηση. Ωστόσο, με την παρουσία
παραγόντων σύγχυσης (π.χ. εξ αμελείας χορήγηση δόσεων εφόδου (βλέπε
παράγραφο παρακάτω) και χορήγηση συγχορηγούμενων οπιοειδών μακράς
δράσης), έχει αναφερθεί αναπνευστική καταστολή μέχρι και 50 λεπτά μετά τη
διακοπή της έγχυσης. Δεδομένου ότι πολλοί παράγοντες μπορεί να επηρεάζουν τη
μετεγχειρητική ανάνηψη , είναι σημαντικό να επιβεβαιώνεται ότι έχει επιτευχθεί η
πλήρης αποκατάσταση και αυτόματη αναπνοή του ασθενούς πριν αποχωρήσει από
το χώρο ανάρρωσης.
Καρδιαγγειακές επιδράσεις
Υπόταση και βραδυκαρδία μπορεί να οδηγήσουν σε ασυστολία και καρδιακή
ανακοπή (βλέπε παράγραφο 4.5 και 4.8) είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί
ελαττώνοντας τo ρυθμό έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης ή τη δόση των αναισθητικών
19
που χορηγούνται ταυτόχρονα ή χρησιμοποιώντας ενδοφλέβια υγρά,
αγγειοσυσπαστικούς ή αντιχολινεργικούς παράγοντες ανάλογα με τις ανάγκες.
Εξασθενημένοι, με υποογκαιμία και ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να είναι
περισσότερο ευαίσθητοι στις καρδιαγγειακές επιδράσεις της ρεμιφαιντανύλης.
Εξ αμελείας χορήγηση
Αρκετή ποσότητα της ρεμιφαιντανύλης μπορεί να παραμένει στο νεκρό χώρο της
ενδοφλέβιας γραμμής και/ή του καθετήρα και να προκαλεί καταστολή του
αναπνευστικού, άπνοια και/ή μυϊκή ακαμψία εάν μέσω της γραμμής χορηγηθούν
ενδοφλέβια υγρά ή άλλα φάρμακα. Αυτό μπορεί να αποφευχθεί με χορήγηση της
ρεμιφαιντανύλης με καθετήρα ταχείας ενδοφλέβιας ροής ή μέσω ειδικού ενδοφλέβιου
καθετήρα ο οποίος απομακρύνεται όταν διακόπτεται η χορήγηση της
ρεμιφαιντανύλης.
Νεογνά και Βρέφη
Μέχρι τώρα δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για τη χρήση σε νεογνά και βρέφη
κάτω του ενός έτους.
Κατάχρηση Φαρμάκων
Οπως με άλλα οπιοειδή, η ρεμιφαιντανύλη είναι δυνατόν να προκαλέσει εξάρτηση.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Η ρεμιφαιντανύλη δεν μεταβολίζεται από τη χολινεστεράση πλάσματος, επομένως
δεν αναμένονται αλληλεπιδράσεις με φάρμακα τα οποία μεταβολίζονται από αυτό το
ένζυμο.
Όπως με άλλα οπιοειδή, η ρεμιφαιντανύλη είτε χορηγείται με συμβατικώς ελεγχόμενη
έγχυση είτε με TCI μειώνει την ποσότητα ή τις δόσεις των εισπνεόμενων και των
ενδοφλέβιων αναισθητικών και των βενζοδιαζεπινών που χρησιμοποιούνται στην
αναισθησία (βλέπε παράγραφο 4.2). Αν οι δόσεις των συγχχορηγούμενων
κατασταλτικών φαρμάκων του ΚΝΣ δεν μειωθούν οι ασθενείς μπορεί να
παρουσιάσουν αυξημένη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με
αυτούς τους παράγοντες. Οι πληροφορίες για τις αλληλεπιδράσεις του φαρμάκου με
άλλα οπιοειδή σε σχέση με την αναισθησία είναι πολύ περιορισμένες.
Οι καρδιαγγειακές δράσεις της ρεμιφαιντανύλης (υπόταση και βραδυκαρδία) μπορεί
να επιταθούν σε ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως φάρμακα που καταστέλλουν
τη συσπαστικότητα του μυοκαρδίου, όπως β -αποκλειστές και αποκλειστές διαύλων
ασβεστίου (βλέπε επίσης παραγράφους 4.4 και 4.8).
4.6 Kύηση και γαλουχία
K ύηση
Δεν υπάρχουν αρκετές και καλά ελεγχόμενες μελέτες για τη χρήση της
ρεμιφαιντανύλης σε εγκύους γυναίκες. Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει κάποια τοξικότητα
στην αναπαραγωγική ικανότητα (βλέπε παράγραφο 5.3). Δεν έχει διαπιστωθεί
τερατογόνος δράση σε αρουραίους και σε κουνέλια. Ο πιθανός κίνδυνος για τους
ανθρώπους δεν είναι γνωστός. Επομένως, το Remifentanil Teva δεν θα πρέπει να
χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης εκτός εάν είναι σαφώς απαραίτητο.
20
Το προφίλ ασφάλειας της ρεμιφαιντανύλης κατά τη διάρκεια του τοκετού δεν έχει
αποδειχθεί. Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να συνιστούν τη χρήση της
ρεμιφαιντανύλης κατά τη διάρκεια του τοκετού και της καισαρικής τομής. Η
ρεμιφαιντανύλη διαπερνά το φραγμό του πλακούντα και τα ανάλογα φαιντανύλης
μπορεί να προκαλέσουν αναπνευστική καταστολή στο νεογνό.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό αν η ρεμιφαιντανύλη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Εν τούτοις,
δεδομένου ότι τα ανάλογα της φαιντανύλης απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα και
ουσίες σχετιζόμενες με τη ρεμιφαιντανύλη βρέθηκαν στο γάλα ποντικών μετά από τη
χορήγησή της, θα πρέπει να δίνεται προσοχή και οι θηλάζουσες μητέρες θα πρέπει
να ειδοποιούνται να διακόψουν τον θηλασμό για 24 ώρες μετά τη χορήγηση της
ρεμιφαιντανύλης.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η ρεμιφαιντανύλη έχει μείζονα επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών. Εάν θεωρείτε ότι μετά τη θεραπεία με χρήση αναισθητικών παραγόντων
γίνεται ταχεία απέκκριση μετά από εφαρμογή ρεμιφαιντανύλης, συνιστάται στους
ασθενείς να μην οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανές. Συνιστάται όταν ο ασθενής
επιστρέφει σπίτι του να συνοδεύεται και να αποφεύγει τα αλκοολούχα ποτά.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πλέον συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες που συνδέονται με τη ρεμιφαιντανύλη
είναι άμεσες προεκτάσεις των δράσεων των μ-οπιοειδών αγωνιστών.
Οι παρακάτω ορολογίες έχουν χρησιμοποιηθεί για τη ταξινόμηση της εμφάνισης των
ανεπιθύμητων ενεργειών:
Πολύ συχνές ≥ 1/10
Συχνές ≥ 1/100 έως <1/10
Όχι συχνές ≥ 1/1.000 έως <1/100
Σπάνιες ≥ 1/10.000 έως <1/1.000
Πολύ σπάνιες < 1/10.000
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν από τα διαθέσιμα δεδομένα).
Η συχνότητα εμφάνισης παρατίθεται παρακάτω εντός κάθε οργανικού συστήματος:
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: αντιδράσεις υπερευαισθησίας περιλαμβανομένης
της αναφυλαξίας έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που
λαμβάνουν ρεμιφαιντανύλη σε συνδυασμό με ένα ή
περισσότερους παράγοντες αναισθησίας
Ψυχιατρικές διαταραχές
Μη γνωστές: εξάρτηση
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ συχνές: σκελετική μυϊκή δυσκαμψία
21
Σπάνιες: καταστολή (κατά την διάρκεια ανάνηψης από γενική
αναισθησία)
Καρδιακές διαταραχές
Συχνές: βραδυκαρδία
Σπάνιες: ασυστολία/καρδιακή ανακοπή, των οποίων
συνήθως προηγείται βραδυκαρδία έχουν αναφερθεί
σε ασθενείς που λαμβάνουν ρεμιφαιντανύλη σε
συνδυασμό με άλλους αναισθητικούς παράγοντες
Αγγειακές διαταραχές
Πολύ συχνές: υπόταση
Συχνές: μετεγχειρητική υπέρταση
Αναπνευστικές διαταραχές, διαταραχές του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Συχνές: οξεία αναπνευστική καταστολή, άπνοια
Όχι συχνές: υποξία
Γαστρεντερικές διαταραχές
Πολύ συχνές: ναυτία, έμετος
Όχι συχνές: δυσκοιλιότητα
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές: κνησμός
Γενικές διαταραχές και ενοχλήσεις στη θέση χορήγησης
Συχνές: μετεγχειρητικά ρίγη
Όχι συχνές: μετεγχειρητικά άλγη
4.9 Υπερδοσολογία
Οπως με όλα τα ισχυρά οπιοειδή αναλγητικά, η υπερδοσολογία μπορεί να εκδηλωθεί
με επέκταση των αναμενόμενων φαρμακολογικών επιδράσεων της ρεμιφαιντανύλης.
Δεδομένου ότι η ρεμιφαιντανύλη έχει πολύ μικρή διάρκεια δράσης, το ενδεχόμενο
βλαβερών επιδράσεων λόγω υπερδοσολογίας περιορίζεται στο σύντομο χρονικό
διάστημα αμέσως μετά τη χορήγηση του φαρμάκου. Η ανταπόκριση στη διακοπή του
φαρμάκου είναι ταχεία με επαναφορά στη φυσιολογική κατάσταση εντός δέκα
λεπτών.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας ή υποψίας υπερδοσολογίας, κάνετε τις ακόλουθες
ενέργειες: διακοπή χορήγησης της ρεμιφαιντανύλης, διατήρηση ανοικτών των
αεραγωγών οδών, εφαρμογή υποστηρικτικής ή ελεγχόμενης αναπνοής με οξυγόνο
και ικανοποιητική συντήρηση της καρδιαγγειακής λειτουργίας. Αν η μείωση της
αναπνευστικής λειτουργίας συνδυάζεται με μυϊκή δυσκαμψία μπορεί να χρειασθεί
χορήγηση νευρομυϊκού αποκλειστού για να διευκολύνει την υποστηρικτική ή
ελεγχόμενη αναπνευστική λειτουργία. Ενδοφλέβια διαλύματα και αγγειοσυσπαστικά
για τη θεραπεία υπότασης και άλλα υποστηρικτικά μέσα είναι δυνατόν να
χορηγηθούν.
Ενδοφλέβια χορήγηση ενός ανταγωνιστή των οπιοειδών όπως η ναλοξόνη είναι
δυνατόν να χορηγηθεί σαν ειδικό αντίδοτο επιπροσθέτως της μηχανικής υποστήριξης
της αναπνοής για να ρυθμίσει τη σοβαρή αναπνευστική καταστολή. Η διάρκεια της
22
αναπνευστικής καταστολής μετά την υπερδοσολογία με ρεμιφαιντανύλη είναι απίθανο
να υπερβεί τη διάρκεια δράσης του ανταγωνιστή των οπιοειδών.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Οπιοειδή αναισθητικά, Κωδικός ATC: N01A H06
Η ρεμιφαιντανύλη είναι ένας εκλεκτικός μ-οπιοειδής αγωνιστής με ταχεία έναρξη και
πολύ βραχεία διάρκεια δράσης. Η μ-οπιοειδής δράση της ρεμιφαιντανύλης
ανταγωνίζεται από τους ανταγωνιστές ναρκωτικών, όπως η ναλοξόνη.
Προσδιορισμοί ισταμίνης σε ασθενείς και υγιείς εθελοντές δεν έχουν δείξει άνοδο στα
επίπεδα της ισταμίνης μετά από χορήγηση ρεμιφαιντανύλης σε δόσεις εφόδου έως
30 μg/kg.
Νεογνά/βρέφη (ηλικίας κάτω του 1 έτους):
Σε μία τυχαιοποιημένη (αναλογία 2:1, ρεμιφαιντανύλη:αλοθάνιο), ανοιχτή,
παραλλήλων ομάδων, πολυκεντρική μελέτη σε 60 μικρά βρέφη και νεογνά ηλικίας ≤8
εβδομάδων (μέση ηλικία 5,5 εβδομάδες) με φυσική κατάσταση ASA I-II, τα οποία
υποβλήθηκαν σε πυλωρομυοτομή, η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της
ρεμιφαιντανύλης (χορηγούμενης ως αρχική συνεχής έγχυση 0,4 μg/kg/min με
συμπληρωματικές δόσεις ή μεταβολές στο ρυθμό έγχυσης ανάλογα με τις ανάγκες)
συγκρίθηκε με του αλοθανίου (χορηγούμενου σε 0,4% με συμπληρωματικές αυξήσεις
ανάλογα με τις ανάγκες). Η συντήρηση της αναισθησίας επιτεύχθηκε με επιπρόσθετη
χορήγηση 70% νιτρικού οξειδίου (N20) συν 30% οξυγόνου. Οι χρόνοι ανάνηψης
υπερείχαν στην ομάδα της ρεμιφαιντανύλης συγκριτικά με την ομάδα του αλοθανίου
(μη στατιστικά σημαντική διαφορά).
Χρήση σε Ολική Ενδοφλέβια αναισθησία (TIVA) – παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 16
ετών
Η TIVA με ρεμιφαιντανύλη στην παιδιατρική χειρουργική συγκρίθηκε με την
εισπνεόμενη αναισθησία σε τρεις τυχαιοποιημένες ανοιχτές μελέτες. Τα
αποτελέσματα συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα.
Χειρουργική
επέμβαση
Ηλικία (y), (N) Συνθήκη Μελέτης
(συντήρηση)
Αποσωλήνωση (min)
(μέση (SD))
Επεμβάσεις κάτω
κοιλίας/ουρολογικές
0,5-16 (120) TIVA: προποφόλη (5
- 10 mg/kg/h) +
ρεμιφαιντανύλη
(0,125 – 1,0
μg/kg/min)
Εισπνεόμενη
αναισθησία:
σεβοφλουράνιο (1,0 –
1,5 MAC) και
ρεμιφαιντανύλη
(0,125 – 1,0
11,8 (4,2)
15,0 (5,6)
(p<0,05)
23
μg/kg/min)
ΩΡΛ επεμβάσεις 4-11
(50)
TIVA: προποφόλη
(3 mg/kg/h) +
ρεμιφαιντανύλη
(0,5 μg/kg/min)
Εισπνεόμενη
αναισθησία: μίγμα
δεσφλουρανίου (1,3
MAC) και N
2
O
11 (3,7)
9,4 (2,9)
Μη στατιστικά
σημαντική διαφορά
Γενική χειρουργική ή
ΩΡΛ επεμβάσεις
2-12 (153) TIVA: ρεμιφαιντανύλη
(0,2 – 0,5 μg/kg/min)
+ προποφόλη (100 –
200 μg/kg/min)
Εισπνεόμενη
αναισθησία: μίγμα
σεβοφλουρανίου (1 –
1,5 MAC) + N
2
O
Συγκρίσιμοι χρόνοι
αποσωλήνωσης
(βάσει
περιορισμένων
δεδομένων)
Σε μία μελέτη χειρουργικών επεμβάσεων κάτω κοιλίας/ουρολογικών επεμβάσεων
που συνέκρινε ρεμιφαιντανύλη/προποφόλη με ρεμιφαιντανύλη/σεβοφλουράνιο,
υπόταση εμφανίσθηκε με σημαντικά μεγαλύτερη συχνότητα με
ρεμιφαιντανύλη/σεβοφλουράνιο και βραδυκαρδία εμφανίσθηκε με σημαντικά
μεγαλύτερη συχνότητα με ρεμιφαιντανύλη/προποφόλη. Σε μία μελέτη ΩΡΛ
επεμβάσεων που συνέκρινε ρεμιφαιντανύλη/προποφόλη με δεσφλουράνιο/νιτρικό
οξείδιο, παρατηρήθηκε σημαντικά υψηλότερη καρδιακή συχνότητα στα άτομα που
έλαβαν δεσφλουράνιο/νιτρικό οξείδιο συγκριτικά με ρεμιφαιντανύλη/προποφόλη,
καθώς και με τις αρχικές τιμές.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά από χορήγηση των συνιστώμενων δόσεων ρεμιφαιντανύλης, ο πραγματικός
βιολογικός χρόνος ημίσειας ζωής κυμαίνεται από 3 έως 10 λεπτά. Η μέση κάθαρση
της ρεμιφαιντανύλης σε νέους υγιείς ενήλικες είναι 40 ml/min/kg, ο κύριος όγκος
κατανομής είναι 100 ml/kg και ο όγκος κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση
είναι 350 ml/kg. Οι συγκεντρώσεις αίματος σε ρεμιφαιντανύλη είναι ανάλογες με τη
χορηγούμενη δόση για όλο το συνιστώμενο δοσολογικό εύρος. Σε κάθε 0,1 μg/kg/min
αύξηση του ενδοφλέβιου ρυθμού έγχυσης, η συγκέντρωση στο αίμα της
ρεμιφαιντανύλης θα αυξηθεί κατά 2,5 ng/ml. Η ρεμιφαιντανύλη δεσμεύεται περίπου
70% με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Μεταβολισμός
Η ρεμιφαιντανύλη είναι οπιοειδές που μεταβολίζεται από την εστεράση, το οποίο είναι
ευαίσθητο στο μεταβολισμό από μη εξειδικευμένες εστεράσες του αίματος και των
ιστών. Ο μεταβολισμός της ρεμιφαιντανύλης έχει σαν αποτέλεσμα τον σχηματισμό
ενός ουσιαστικά ανενεργού μεταβολίτη του καρβοξυλικού οξέος (1/4600 φορές τόσο
ισχυρό όσο η ρεμιφαιντανύλη). Μελέτες στον άνθρωπο απέδειξαν ότι όλες οι
φαρμακολογικές ενέργειες σχετίζονται με την μητρική ουσία. Επομένως, η
δραστικότητα αυτού του μεταβολίτη δεν έχει κανένα κλινικό αποτέλεσμα. Ο χρόνος
24
ημίσειας ζωής του μεταβολίτη σε υγιείς ενήλικες είναι 2 ώρες. Σε ασθενείς με
φυσιολογική νεφρική λειτουργία, περίπου 95% της ρεμιφαιντανύλης ανακτάται στα
ούρα ως μεταβολίτης του καρβοξυλικού οξέος. Η ρεμιφαιντανύλη δεν είναι
υπόστρωμα της χολινεστεράσης πλάσματος.
Μεταφορά στον πλακούντα και στο μητρικό γάλα
Σε μία κλινική μελέτη με ανθρώπους, οι μέσες συγκεντρώσεις της ρεμιφαιντανύλης
στο μητρικό αίμα ήταν περίπου διπλάσιες σε σύγκριση με αυτές των εμβρύων. Σε
ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, οι εμβρυϊκές συγκεντρώσεις ήταν παρόμοιες με
αυτές της μητέρας. Η ομφαλική αρτηριοφλεβώδης αναλογία της συγκέντρωσης της
ρεμιφαιντανύλης ήταν περίπου 30% το οποίο υποδηλώνει μεταβολισμό της
ρεμιφαιντανύλης στο νεογνό. Σχετικές ουσίες με τη ρεμιφαιντανύλη μεταφέρονται στο
γάλα των αρουραίων που θηλάζουν.
Καρδιακή Αναισθησία
Η κάθαρση της ρεμιφαιντανύλης μειώνεται κατά περίπου 20% κατά τη διάρκεια
υποθερμικής (28 °C) καρδιοπνευμονικής παράκαμψης. Η πτώση της θερμοκρασίας
του σώματος μειώνει την κάθαρση κατά 3% ανά βαθμό Κελσίου.
Νεφρική δυσλειτουργία
H ταχεία ανάνηψη από την καταστολή και αναλγησία με ρεμιφαιντανύλη δεν
επηρεάζεται από την νεφρική λειτουργία.
Η φαρμακοκινητική της ρεμιφαιντανύλης δεν μεταβάλλεται σημαντικά σε ασθενείς με
διαφόρους βαθμούς νεφρικής δυσλειτουργίας, ακόμη και μετά από χορήγηση για
διάστημα έως και 3 ημερών στη μονάδα εντατικής θεραπείας.
Η κάθαρση του καρβοξυλικού μεταβολίτη είναι ελαττωμένος σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία. Σε ασθενείς με μέτρια / σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία οι οποίοι
υποβάλλονται σε εντατική θεραπεία, η συγκέντρωση του καρβοξυλικού μεταβολίτη
αναμένεται να φθάσει περίπου στο εκατονταπλάσιο των επιπέδων της
ρεμιφαιντανύλης σε σταθεροποιημένη κατάσταση. Kλινικά δεδομένα υποδεικνύουν
ότι στους ασθενείς αυτούς η συσσώρευση του μεταβολίτη δεν συνεπάγεται κλινικώς
συναφή δράση μ-οπιοειδών ακόμη και μετά από έγχυση ρεμιφαιντανύλης για
διάστημα έως και 3 ημερών. Μέχρι τώρα, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την
ασφάλεια και τη φαρμακοκινητική δράση των μεταβολιτών μετά από εγχύσεις
ρεμιφαιντανύλης διάρκειας μεγαλύτερης των 3 ημερών.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις για απομάκρυνση της ρεμιφαιντανύλης κατά την θεραπεία
νεφρικής υποκατάστασης.
Κατά την διάρκεια της αιμοδιάλυσης, ο καρβοξυλικός μεταβολίτης απομακρύνεται
κατά 25 - 35 %. Σε ασθενείς με ανουρία, ο χρόνος ημίσειας ζωής του καρβοξυλικού
μεταβολίτη αυξάνεται σε 30 ώρες.
Ηπατική δυσλειτουργία
Η φαρμακοκινητική της ρεμιφαιντανύλης δεν μεταβάλλεται σε ασθενείς με σοβαρή
ηπατική δυσλειτουργία, οι οποίοι αναμένουν ηπατικό μόσχευμα ή κατά τη διάρκεια
μεταμόσχευσης του ήπατος. Ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία μπορεί να
είναι ελαφρά περισσότερο ευαίσθητοι στις κατασταλτικές επιδράσεις της
ρεμιφαιντανύλης στο αναπνευστικό σύστημα. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να ελέγχονται
στενά και η δοσολογία της ρεμιφαιντανύλης πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα με τις
ανάγκες κάθε ασθενούς.
25
Παιδιατρικοί ασθενείς
Η μέση κάθαρση και ο όγκος κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση της
ρεμιφαιντανύλης είναι αυξημένοι στις μικρές ηλικίες και μειώνεται στους νεαρούς
υγιείς ενήλικες από την ηλικία των 17 ετών. Ο χρόνος ημίσειας ζωής αποβολής της
ρεμιφαιντανύλης στα νεογνά δεν είναι σημαντικά διαφορετική από αυτή των νεαρών
υγιών ενηλίκων. Μεταβολές στην αναλγητική δράση μετά τις μεταβολές στον ρυθμό
έγχυσης της ρεμιφαιντανύλης πρέπει να είναι ταχείες και παρόμοιες με αυτές των
νεαρών υγιών ενηλίκων. Η φαρμακοκινητική του μεταβολίτη του καρβοξυλικού οξέος
σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 και 17 ετών είναι παρόμοια με αυτή των ενηλίκων
μετά τη διόρθωση της διαφοράς του σωματικού βάρους.
Ηλικιωμένοι
Η κάθαρση της ρεμιφαιντανύλης είναι ελαφρά μειωμένη (περίπου 25%) σε
ηλικιωμένους ασθενείς (ηλικίας άνω των 65 ετών) σε σύγκριση με αυτή των νεαρών
ασθενών. Η φαρμακοδυναμική δράση της ρεμιφαιντανύλης αυξάνεται με την αύξηση
της ηλικίας. Ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν ρεμιφαιντανύλη EC50 για σχηματισμό δέλτα
κυμάτων στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα που είναι κατά 50% χαμηλότερος σε σχέση
με νεαρούς ασθενείς. Επομένως η αρχική δόση της ρεμιφαιντανύλης πρέπει να
μειωθεί κατά 50% στους ηλικιωμένους ασθενείς και στη συνέχεια να ρυθμισθεί
προσεκτικά σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε ασθενούς.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οξεία τοξικότητα
Τα αναμενόμενα σημεία τοξικότητας των μ-οπιοειδών παρατηρήθηκαν σε ποντίκια,
αρουραίους και σκυλιά χωρίς αναπνευστική υποστήριξη, μετά από μεγάλη εφάπαξ
ενδοφλέβια δόση εφόδου ρεμιφαιντανύλης. Στις μελέτες αυτές, τα περισσότερο
ευαίσθητα είδη, οι αρσενικοί αρουραίοι, επέζησαν μετά από χορήγηση 5 mg/kg.
Ενδοκρανιακές αιμορραγίες που προκλήθηκαν λόγω της υποξίας σε σκυλιά,
υποχώρησαν εντός 14 ημερών μετά τη διακοπή χορήγησης ρεμιφαιντανύλης.
Χρονία Τοξικότητα
Δόσεις εφόδου ρεμιφαιντανύλης που χορηγήθηκαν σε αρουραίους και σκυλιά χωρίς
αναπνευστική υποστήριξη, κατέληξαν σε αναπνευστική καταστολή σε όλες τις ομάδες
δόσεων και σε αναστρέψιμες ενδοκρανιακές αιμορραγίες στα σκυλιά.
Μεταγενέστερες έρευνες έδειξαν ότι οι μικροαιμορραγίες προέρχονταν από υποξία
και δεν ήταν ειδικές για τη ρεμιφαιντανύλη. Δεν παρατηρήθηκαν εγκεφαλικές
μικροαιμορραγίες στις μελέτες έγχυσης σε αρουραίους και σκυλιά χωρίς
αναπνευστική υποστήριξη επειδή αυτές οι μελέτες έγιναν με δόσεις οι οποίες δεν
προκαλούσαν σοβαρή αναπνευστική καταστολή. Από τις προκλινικές μελέτες
συμπεραίνεται ότι η αναπνευστική καταστολή και οι σχετικές συνέπειες είναι η
περισσότερο πιθανή αιτία των δυνητικά σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών στους
ανθρώπους.
Ενδοραχιαία χορήγηση γλυκίνης σε σκυλιά (χωρίς ρεμιφαιντανύλη) προκάλεσε
διέγερση, πόνο, δυσλειτουργία και έλλειψη συντονισμού των οπίσθιων άκρων.
Πιστεύεται ότι οι επιδράσεις αυτές οφείλονται στο έκδοχο γλυκίνη. Επειδή το αίμα έχει
καλύτερες ιδιότητες ρυθμιστικού διαλύματος, η αραίωση είναι ταχύτερη και η
συγκέντρωση της γλυκίνης στο Remifentanil Teva χαμηλή, το εύρημα αυτό δεν έχει
κλινική σχέση με την ενδοφλέβια χορήγηση του Remifentanil Teva.
Μελέτες τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή
26
Μελέτες μεταφοράς στον πλακούντα σε αρουραίους και σε κουνέλια έδειξαν ότι τα
νεογνά εκτίθενται στη ρεμιφαιντανύλη και/ή στους μεταβολίτες της κατά την διάρκεια
της ανάπτυξης. Ουσίες σχετιζόμενες με τη ρεμιφαιντανύλη μεταφέρονται στο γάλα
των αρουραίων που θηλάζουν.
Η ρεμιφαιντανύλη έχει αποδειχθεί ότι μειώνει τη γονιμότητα σε αρσενικούς
αρουραίους όταν χορηγείται καθημερινώς με ενδοφλέβια ένεση τουλάχιστον επί 70
ημέρες σε δοσολογία των 0,5 mg/kg, ή περίπου 250 φορές η μέγιστη συνιστώμενη
δόση εφόδου σε ανθρώπους των 2 microgram/kg. Η γονιμότητα των θηλυκών
αρουραίων δεν επηρεάστηκε σε δόσεις μέχρι 1 mg/kg χορηγούμενες για τουλάχιστον
15 ημέρες πριν το ζευγάρωμα. Δεν παρατηρήθηκαν τερατογενετικές επιδράσεις με
ρεμιφαιντανύλη σε δόσεις μέχρι 5 mg/kg σε αρουραίους και 0,8 mg/kg σε κουνέλια.
Χορήγηση ρεμιφαιντανύλης σε αρουραίους καθ΄όλη τη διάρκεια της προχωρημένης
κύησης και καθ΄όλη τη διάρκεια του θηλασμού σε δόσεις μέχρι 5 mg/kg ενδοφλεβίως
δεν επηρέασε σημαντικά την επιβίωση, την ανάπτυξη ή την αναπαραγωγική
λειτουργία της πρώτης γενεάς.
Γονοτοξικότητα
Η ρεμιφαιντανύλη δεν έδειξε θετικά ευρήματα σε μία σειρά in vitro και in vivo μελετών
γονοτοξικότητας, με εξαίρεση την in vitro δοκιμασία λεμφώματος tk ποντικού, το
οποίο έδωσε θετικό αποτέλεσμα με μεταβολική ενεργοποίηση. Αφού τα
αποτελέσματα για το λέμφωμα του ποντικού δεν μπόρεσαν να επιβεβαιωθούν με
περαιτέρω in vivo και in vitro δοκιμασίες, η θεραπεία με τη ρεμιφαιντανύλη δεν
θεωρείται ότι αποτελεί κίνδυνο γονοτοξικότητας στους ασθενείς.
Καρκινογένεση
Δεν έχουν διεξαχθεί μακροχρόνιες μελέτες καρκινογένεσης σε ζώα με τη
ρεμιφαιντανύλη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Γλυκίνη (E640)
Υδροχλωρικό οξύ (E507), για τη ρύθμιση του pH
Υδροξείδιο του νατρίου (E524), για τη ρύθμιση του pH
6.2 Ασυμβατότητες
Το Remifentanil Teva δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
εκτός αυτών που αναφέρονται στη παράγραφο 6.6.
Δεν πρέπει να αναμειγνύεται με Lactated Ringer's ενέσιμο διάλυμα, Lactated Ringer's
και ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%).
Το Remifentanil Teva δεν πρέπει να αναμειγνύεται με προποφόλη στο ίδιο
ενδοφλέβιο διάλυμα ανάμειξης. Για συμβατότητα όταν χορηγείται με ρέοντα
ενδοφλέβιο καθετήρα, παρακαλείσθε όπως ανατρέξετε στη παράγραφο 6.6
Δεν συνιστάται η χορήγηση του Remifentanil Teva στην ίδια ενδοφλέβια παροχή
αίματος/ορού/πλάσματος, καθώς μη εξειδικευμένη εστεράση των προϊόντων αίματος
27
μπορεί να οδηγήσει στην υδρόλυση της ρεμιφαιντανύλης στον ανενεργό της
μεταβολίτη.
Το Remifentanil Teva δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλους θεραπευτικούς
παράγοντες πριν την χορήγηση.
6.3 Διάρκεια ζωής
Σύμφωνα με τη συσκευασία πώλησης:
Remifentanil Teva 1 mg: 2 χρόνια
Remifentanil Teva 2 mg: 2 χρόνια
Remifentanil Teva 5 mg: 2 χρόνια
Μετά την ανασύσταση / διάλυση:
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχει αποδειχθεί για 24 ώρες σε 25°C
μετά την αρχική ανασύσταση με:
Ύδωρ για ενέσιμα
Ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%)
Ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%) και ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου
νατρίου 9 mg/ml (0,9%)
Ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%)
Ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 4,5 mg/ml (0,45%)
Lactated Ringer’s ενέσιμο διάλυμα
Lactated Ringer’s και ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%)
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχει αποδειχθεί για 24 ώρες σε 25°C
έπειτα από περαιτέρω αραίωση με:
Ύδωρ για ενέσιμα
Ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%)
Ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%) και ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου
νατρίου 9 mg/ml (0,9%)
Ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%)
Ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 4,5 mg/ml (0,45%)
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχει αποδειχθεί για 8 ώρες σε 25°C
έπειτα από περαιτέρω αραίωση με:
Lactated Ringer’s ενέσιμο διάλυμα
Lactated Ringer’s και ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%)
Από μικροβιολογική άποψη, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται άμεσα. Εάν δεν
χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι χρόνοι φύλαξης και οι συνθήκες πριν τη χρήση είναι
ευθύνη του χρήστη και κανονικά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 24 ώρες σε 2 έως
8°C, εκτός εάν η ανασύσταση / διάλυση έλαβε χώρα σε ελεγχόμενες και
τεκμηριωμένα άσηπτες συνθήκες.
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν αραιωμένο διάλυμα πρέπει να απορρίπτεται.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
28
Για τις συνθήκες φύλαξης του ανασυσταμένου / αραιωμένου φαρμακευτικού
προϊόντος, βλέπε παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Remifentanil Teva 1 mg: φιαλίδια των 4 ml από άχρωμη ύαλο τύπου I με ελαστικό
πώμα εισχώρησης από βρωμοβουτύλιο και λευκό πώμα.
Remifentanil Teva 2 mg: φιαλίδια των 6 ml από άχρωμη ύαλο τύπου I με ελαστικό
πώμα εισχώρησης από βρωμοβουτύλιο και γκρι πώμα.
Remifentanil Teva 5 mg: φιαλίδια των 12,5 ml από άχρωμη ύαλο τύπου I με ελαστικό
πώμα εισχώρησης από βρωμοβουτύλιο και μπλε πώμα.
Μεγέθη συσκευασίας:
Συσκευασίες που εγκρίθηκαν κατά την αποκεντρωμένη διαδικασία:
1 ή 5 φιαλίδια ανά συσκευασία
Συσκευασίες που θα κυκλοφορήσουν στην ελληνική αγορά:
5 φιαλίδια ανά συσκευασία
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Ανασύσταση:
Το Remifentanil Teva πρέπει να ετοιμάζεται για ενδοφλέβια χρήση προσθέτοντας τον
κατάλληλο όγκο (όπως δηλώνεται στο πίνακα παρακάτω) ενός από τους παρακάτω
αναφερόμενους διαλύτες προκειμένου να παραχθεί ένα ανασυσταθέν διάλυμα με
συγκέντρωση περίπου 1 mg/ml.
Εμφάνιση
συσκευασίας
Όγκος διαλύτη
που προστίθεται
Συγκέντρωση του
ανασυσταθέντος
διαλύματος
Remifentanil Teva 1 mg 1 ml 1 mg/ml
Remifentanil Teva 2 mg 2 ml 1 mg/ml
Remifentanil Teva 5 mg 5 ml 1 mg/ml
Ανακινήστε μέχρι να διαλυθεί πλήρως. Το ανασυσταθέν διάλυμα πρέπει να είναι
διαυγές, άχρωμο και ελεύθερο ορατών σωματιδίων.
Περαιτέρω αραίωση :
Μετά την ανασύσταση, το Remifentanil Teva 1 mg 2 mg 5 mg δεν πρέπει να
χορηγείται χωρίς περαιτέρω αραίωση σε συγκεντρώσεις των 20 έως 250 µg/ml.
(50 μg/ml είναι η συνιστώμενη αραίωση για ενήλικες και 20 έως 25 μg/ml για
παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 1 έτους και άνω) με ένα από από τα ακόλουθα
ενδοφλέβια υγρά που παρατίθενται κατωτέρω.
Για έγχυση προκαθορισμένου στόχου (TCI) η συνιστώμενη αραίωση του Remifentanil
Teva είναι 20 έως 50 μg/ml.
29
Η αραίωση εξαρτάται από τις τεχνικές δυνατότητες του συστήματος έγχυσης και τις
αναμενόμενες απαιτήσεις του ασθενούς.
Ένα από τα παρακάτω διαλύματα πρέπει να χρησιμοποιείται για την αραίωση:
Ύδωρ για ενέσιμα
Ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%)
Ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%) και ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου
νατρίου 9 mg/ml (0.9%)
Ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%)
Ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 4,5 mg/ml (0,45%)
Τα ακόλουθα ενδοφλέβια υγρά μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν όταν χορηγείται
με ρέοντα ενδοφλέβιο καθετήρα.
Lactated Ringer’s ενέσιμο διάλυμα
Lactated Ringer’s και ενέσιμο διάλυμα γλυκόζης 50 mg/ml (5%)
Το Remifentanil Teva είναι συμβατό με προποφόλη όταν χορηγείται με ρέοντα
ενδοφλέβιο καθετήρα.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται άλλοι διαλύτες.
Το διάλυμα πρέπει να ελέγχεται οπτικά για ξένα σωματίδια πριν τη χορήγηση. Το
διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο εάν το διάλυμα είναι διαυγές και ελεύθερο
σωματιδίων.
Ιδανικά, η ενδοφλέβια έγχυση της ρεμιφαιντανύλης πρέπει να προετοιμάζεται τη
στιγμή της χορήγησης (βλέπε παράγραφο 6.3).
Το περιεχόμενο του φιαλιδίου προορίζεται μόνο για εφάπαξ χρήση. Κάθε μη
χρησιμοποιηθέν προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά
τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Teva Pharma B.V.
Computerweg 10, 3542 DR Utrecht
Ολλανδία
Τηλέφωνο: +31 297 290 290
Fax: +31 297 290 299
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
30
31