Ασιατικής καταγωγής πληθυσμοί, και οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης. Οι
θεραπείες υποκατάστασης γενικά αναστρέφουν την υπερβολική οστική
απορρόφηση. Στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση, η
ραλοξιφένη μειώνει την συχνότητα των σπονδυλικών καταγμάτων, διατηρεί
την οστική μάζα και αυξάνει την οστική πυκνότητα (BMD).
Με βάση αυτούς τους παράγοντες κινδύνου, η πρόληψη της οστεοπόρωσης με
τη ραλοξιφένη ενδείκνυται σε γυναίκες εντός των δέκα ετών μετά την
εμμηνόπαυση, με οστική πυκνότητα (BMD) της σπονδυλικής στήλης από 1,0
έως 2,5 SD κάτω της μέσης τιμής του υγιούς νεαρού πληθυσμού, λαμβανομένου
υπ' όψιν του υψηλού κινδύνου εμφάνισης καταγμάτων οφειλομένων σε
οστεοπόρωση κατά την διάρκεια της ζωής. Επίσης, η ραλοξιφένη ενδείκνυται
για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης ή της εγκατεστημένης οστεοπόρωσης σε
γυναίκες με οστική πυκνότητα (BMD) της σπονδυλικής στήλης 2,5 SD κάτω
της μέσης τιμής του υγιούς νεαρού πληθυσμού και/ή με σπονδυλικά
κατάγματα, ανεξάρτητα της οστικής πυκνότητας (ΒΜΟ).
ί) Συχνότητα καταγμάτων. Σε μία μελέτη με 7.705 μετεμμηνοπαυσιακές
γυναίκες με μέση ηλικία των 66 ετών με οστεοπόρωση ή με οστεοπόρωση και
ένα υπαρκτό κάταγμα, η θεραπεία με ραλοξιφένη για τρία (3) χρόνια ελάττωσε
την συχνότητα των σπονδυλικών καταγμάτων σε ποσοστό 47 % (RR 0.53; CI
0.35, 0.79; P <0.001) και σε ποσοστό 31 % (RR 0.69; CI 0.56, 0.86; p <0.001)
αντίστοιχα. Σαράντα πέντε γυναίκες με οστεοπόρωση ή 15 γυναίκες με
οστεοπόρωση και υπαρκτό κάταγμα απαιτείται να λαμβάνουν θεραπεία με
ραλοξιφένη για 3 έτη, για την πρόληψη ενός ή περισσοτέρων σπονδυλικών
καταγμάτων. Η θεραπεία με ραλοξιφένη για 4 έτη ελάττωσε την συχνότητα
των σπονδυλικών καταγμάτων σε ποσοστό 46% (RR 0.54; CI 0.38, 0.75) και σε
ποσοστό 32% (RR 0.68; CI 0.56, 0.83) σε ασθενείς με οστεοπόρωση ή με
οστεοπόρωση και υπαρκτό κάταγμα, αντίστοιχα. Στο 4° έτος της μελέτης μόνο,
η θεραπεία με ραλοξιφένη μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης νέου σπονδυλικού
κατάγματος κατά 39% (RR 0.61; CI 0.43, 0.88). Αποτελεσματικότητα στα μη-
σπονδυλικά κατάγματα δεν έχει αποδειχθεί. Από το 4° έως το 8° έτος της
μελέτης, οι ασθενείς μπορούσαν να λάβουν ταυτόχρονα διφωσφονικά,
καλσιτονίνη και φθοριούχα άλατα και όλες οι ασθενείς στην μελέτη αυτή
έλαβαν συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D
.
Στη μελέτη RUTH τα συνολικά κλινικά κατάγματα συλλέχθησαν ως
δευτερεύοντα τελικά σημεία. Η ραλοξιφένη μείωσε τη συχνότητα των κλινικών
σπονδυλικών καταγμάτων κατά 35% σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (HR
0.65, CI 0.47, 0.89). Τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να έχουν επηρεαστεί από
διαφορές της BMD κατά την έναρξη της μελέτης καθώς και από σπονδυλικά
κατάγματα. Δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των ομάδων θεραπείας, όσον αφορά τη
συχνότητα των νέων μη σπονδυλικών καταγμάτων. Η συγχορήγηση άλλων
φαρμάκων με δράση στα οστά ήταν επιτρεπτή καθ' όλη τη διάρκεια της
μελέτης.
ii) Οστική Πυκνότητα (ΒΜD). Η αποτελεσματικότητα της ραλοξιφένης
χορηγουμένης άπαξ ημερησίως σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ηλικίας έως
60 ετών, με ή χωρίς αφαίρεση μήτρας, έχει τεκμηριωθεί σε διάστημα θεραπείας
δύο ετών. Οι γυναίκες αυτές ήταν 2 έως 8 έτη μετεμμηνοπαυσιακές. Τρεις
μελέτες περιελάμβαναν 1.764 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οι οποίες
ελάμβαναν αγωγή με ραλοξιφένη και συμπληρώματα ασβεστίου ή εικονικό
φάρμακο και συμπληρώματα ασβεστίου. Σε μία από αυτές τις μελέτες οι
γυναίκες είχαν προηγουμένως υποβληθεί σε υστερεκτομή. Η ραλοξιφένη
προκάλεσε σημαντικές αυξήσεις στην πυκνότητα της οστικής μάζας του ισχίου
και της σπονδυλικής στήλης καθώς και της συνολικής οστικής πυκνότητας
12