5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανάλογο πυριμιδίνης, κωδικός ATC: L01BC05
Κυτταροτοξική δράση σε μοντέλα κυτταρικών καλλιεργειών
Η γεμσιταβίνη παρουσιάζει σημαντική κυτταροτοξική δράση ως προς ένα ευρύ φάσμα κυτταρικών
καλλιεργειών από ποντίκια και ανθρώπινα καρκινικά κύτταρα. Παρουσιάζει εκλεκτικότητα ως
προς το στάδιο του κυτταρικού κύκλου, καταστρέφοντας κυρίως εκείνα τα κύτταρα που
βρίσκονται στη φάση σύνθεσης του DNA (S phase) και εμποδίζοντας, κάτω από ορισμένες
συνθήκες, τη μετάβαση των κυττάρων από τη φάση G1 στη φάση S του κυτταρικού κύκλου. In
vitro, η κυτταροτοξική δράση της γεμσιταβίνης εξαρτάται από τη συγκέντρωση και το χρόνο.
Αντικαρκινική δράση σε προκλινικά μοντέλα
Σε μοντέλα όγκων σε πειραματόζωα, η αντικαρκινική δράση της γεμσιταβίνης εξαρτάται από τη
συχνότητα-χορήγησης. Όταν χορηγείται σε καθημερινή βάση, η γεμσιταβίνη προκαλεί θάνατο στα
πειραματόζωα με ελάχιστη αντικαρκινική δραστικότητα. Ωστόσο, όταν η χορήγηση γίνεται κάθε
τρίτη ή τετάρτη ημέρα, η γεμσιταβίνη μπορεί να χορηγηθεί σε μη θανατηφόρες δόσεις οι οποίες
παρουσιάζουν άριστη αντικαρκινική δραστικότητα έναντι ευρέος φάσματος όγκων σε ποντίκια.
Μηχανισμός δράσης
Κυτταρικός μεταβολισμός και μηχανισμοί δράσης: Η γεμσιταβίνη (dFdC), η οποία είναι
αντιμεταβολίτης της πυριμιδίνης, μεταβολίζεται ενδοκυτταρικά από νουκλεοτιδικές κινάσες σε
ενεργά διφωσφορικά (dFdCDP) και τριφωσφορικά (dFdCTP) νουκλεοτίδια. Η κυτταροτοξική
δράση της γεμσιταβίνης φαίνεται να οφείλεται στην αναστολή της σύνθεσης του DNA μέσω δύο
δράσεων των dFdCDP και dFdCTP. Πρώτον, η dFdCDP αναστέλλει την αναγωγάση των
ριβονουκλεοτιδίων, η οποία είναι ο μοναδικός καταλύτης των αντιδράσεων σύνθεσης των
τριφωσφορικών δεσοξυνουκλεοτιδίων (dNTPs), τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούνται στη
σύνθεση του DNA. Η αναστολή αυτού του ενζύμου από την dFdCDP ελαττώνει τη συγκέντρωση
των δεσοξυνουκλεοτιδίων και ειδικότερα του dCTP. Δεύτερον, η dFdCTP ανταγωνίζεται το dCTP
για ενσωμάτωση στο νεοσυντιθέμενο DNA (αυτοενίσχυση).
Ομοίως, μία μικρή ποσότητα γεμσιταβίνης μπορεί επίσης να ενσωματωθεί στο RNA. Ετσι, η
μείωση στην ενδοκυτταρική συγκέντρωση του dCTP καθιστά δυνατή την ενσωμάτωση της
dFdCTP στο DNA. Η DNA πολυμεράση έψιλον είναι ουσιαστικά ανίκανη να αφαιρέσει την
γεμσιταβίνη και να επιδιορθώσει τους αντιγραφόμενους κλώνους του DNA. Μετά την
ενσωμάτωση της γεμσιταβίνης στο DNA, προστίθεται ένα επιπλέον νουκλεοτίδιο στους
αναπτυσσόμενους κλώνους του DNA. Μετά την προσθήκη αυτή, υπάρχει ουσιαστικά πλήρης
αναστολή της περαιτέρω συνθέσεως DNA (κρυφός τερματισμός αλυσίδας). Μετά την
ενσωμάτωση στο DNA, η γεμσιταβίνη φαίνεται να προάγει την διαδικασία κυτταρικού θανάτου,
που είναι γνωστή ως απόπτωση (apoptosis).
Κλινικά στοιχεία
Καρκίνος ουροδόχου κύστεως
Σε μια τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης III σε 405 ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό
καρκίνωμα από μεταβατικό επιθήλιο, δεν παρουσιάστηκε καμία διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων
θεραπείας, γεμσιταβίνης/σισπλατίνης έναντι μεθοτρεξάτη/βινμπλαστίνη/αδριαμικίνη/σισπλατίνη
(MVAC), ως προς τη μέση επιβίωση (12.8 και 14.8 μήνες αντίστοιχα, p=0.547), το χρόνο έως την
υποτροπή (7.4 και 7.6 μήνες αντίστοιχα, p=0.842) και με ποσοστό ανταπόκρισης (49.4 % και 45.7
% αντίστοιχα, p=0.512). Παρόλα αυτά, η συνδυασμένη αγωγή της γεμσιταβίνης με σισπλατίνη
είχε καλύτεροο προφίλ τοξικότητας από ότι με MVAC.
Καρκίνος παγκρέατος
Σε μια τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης III σε 126 ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό
καρκίνο του παγκρέατος, η χορήγηση της γεμσιταβίνης έδειξε στατιστικά σημαντικά υψηλότερο
ποσοστό κλινικής ανταπόκρισης από την 5- φλουορουρακίλη (23,8 % και 4.8 % αντίστοιχα,
ρ=0.0022). Επίσης, στατιστικά σημαντική αύξηση του χρόνου ως την υποτροπή από 0.9 έως 2,3
13