Η οφθαλμική και η συστηματική τοξικότητα του latanoprost έχει
ερευνηθεί σε διάφορα είδη ζώων. Γενικά, η latanoprost είναι καλά
ανεκτή με περιθώριο ασφάλειας μεταξύ κλινικής οφθαλμικής δόσης
και συστηματικής τοξικότητας τουλάχιστον 1000 φορές. Υψηλές
δόσεις latanoprost, περίπου 100 φορές την κλινική δόση/κιλό βάρος
σώματος, χορηγηθείσα ενδοφλεβίως σε μη αναισθητοποιημένους
πιθήκους καταδείχθηκε να αυξάνει το ρυθμό αναπνοής πιθανώς
αντανακλώντας βρογχόσπασμους βραχείας διάρκειας. Σε μελέτες σε
ζώα, η latanoprost φαίνεται να έχει ευαισθητοποιητικές ιδιότητες.
Στον οφθαλμό δεν εντοπίστηκαν τοξικές δράσεις με δόσεις μέχρι 100
μικρογραμμάρια/ οφθαλμός/ ημέρα σε κουνέλια ή πιθήκους (η κλινική
δόση είναι περίπου 1,5 μικρογραμμάρια/ οφθαλμός/ημέρα). Σε
πιθήκους, ωστόσο, η latanoprost φαίνεται να προκαλεί αυξημένη χρώση
της ίριδας.
Ο μηχανισμός της αυξημένης χρώσης φαίνεται να είναι η διέγερση
της παραγωγής μελανίνης στα μελανοκύτταρα της ίριδας χωρίς να
παρατηρούνται αλλαγές πολλαπλασιασμού. Η αλλαγή στο χρώμα της
ίριδας ενδέχεται να είναι μόνιμη.
Σε μελέτες χρόνιας οφθαλμολογικής τοξικότητας, η χορήγηση
6 μικρογραμμάρια/ οφθαλμό/ημέρα latanoprost φαίνεται να προκαλεί
αύξηση της μεσοβλεφάριας σχισμής. Αυτή η δράση είναι αναστρέψιμη
και παρατηρείται σε δόσεις που υπερβαίνουν τα επίπεδα της κλινικής
δόσης. Η δράση αυτή δεν έχει παρατηρηθεί σε ανθρώπους.
Η latanoprost βρέθηκε αρνητική σε δοκιμή ανάστροφης μετάλλαξης σε
βακτήρια, σε μετάλλαξη γονιδίων σε λέμφωμα ποντικών και σε
μικροπυρηνική δοκιμή ποντικών. Χρωμοσωμικές διαταραχές
παρατηρήθηκαν σε in vitro μελέτες με ανθρώπινα λεμφοκύτταρα.
Παρόμοιες δράσεις παρατηρήθηκαν και με προσταγλαδίνη F2
a
, μια
φυσική προσταγλαδίνη, και καταδεικνύει ότι αυτή είναι class effect.
Επιπρόσθετες μεταλλαξιογόνες μελέτες σε in vitro/in vivo μη
προγραμματισμένη σύνθεση DNA σε αρουραίους ήταν αρνητικές και
κατέδειξαν ότι η latanoprost δεν έχει μεταλλαξιογόνο δράση. Μελέτες
καρκινογένεσης σε ποντίκια και αρουραίους ήταν αρνητικές.
Η latanoprost δεν βρέθηκε να έχει δράση στην ανδρική και γυναικεία
γονιμότητα σε μελέτες σε πειραματόζωα. Σε μελέτη
εμβρυοτοξικότητας σε αρουραίους, δεν παρατηρήθηκε
εμβρυοτοξικότητα σε ενδοφλέβιες δόσεις (5, 50 και
250 μικρογραμμάρια/κιλό/ ημέρα) latanoprost. Ωστόσο, η latanoprost είχε
θανατηφόρο δράση για τα έμβρυα στα κουνέλια σε δόσεις των 5
μικρογραμμαρίων/κιλό/ημέρα και ως άνω.
Η δόση των 5 μικρογραμμαρίων/κιλό/ημέρα (περίπου 100 φορές η
κλινική δόση) προκάλεσε σημαντική εμβρυϊκή τοξικότητα που
χαρακτηρίζεται από αύξηση περιστατικών αργής επαναπορρόφησης
και αποβολής και μειωμένο εμβρυϊκό βάρος.
Δεν έχει εντοπιστεί δυνητική τερατογένεση.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Σελίδα 12 από
14