ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Sildenafil/Sandoz 25 mg υμένια διασπειρόμενα στο στόμα
Sildenafil/Sandoz 50 mg υμένια διασπειρόμενα στο στόμα
Sildenafil/Sandoz 75 mg υμένια διασπειρόμενα στο στόμα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Sildenafil/Sandoz 25 mg υμένια διασπειρόμενα στο στόμα
Ένα υμένιο διασπειρόμενο στο στόμα περιέχει 35,1 mg sildenafil citrate, που ισοδυναμεί με
25 mg sildenafil.
Sildenafil/Sandoz 50 mg υμένια διασπειρόμενα στο στόμα
Ένα υμένιο διασπειρόμενο στο στόμα περιέχει 70,2 mg sildenafil citrate, που ισοδυναμεί με
50 mg sildenafil.
Sildenafil/Sandoz 75 mg υμένια διασπειρόμενα στο στόμα
Ένα υμένιο διασπειρόμενο στο στόμα περιέχει 105,4 mg sildenafil citrate, που ισοδυναμεί με
75 mg sildenafil.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Υμένιο διασπειρόμενο στο στόμα
Sildenafil/Sandoz 25 mg υμένια διασπειρόμενα στο στόμα
Ορθογώνια, εύκαμπτη, γαλάζια λωρίδα μεμβράνης (14 mm x 25 mm)
Sildenafil/Sandoz 50 mg υμένια διασπειρόμενα στο στόμα
Ορθογώνια, εύκαμπτη, γαλάζια λωρίδα μεμβράνης (28 mm x 25 mm)
Sildenafil/Sandoz 75 mg υμένια διασπειρόμενα στο στόμα
Ορθογώνια, εύκαμπτη, γαλάζια λωρίδα μεμβράνης (42 mm x 25 mm)
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία ανδρών με δυσλειτουργία στύσης, η οποία είναι η ανικανότητα να επιτύχει ή να
διατηρήσει ο ασθενής επαρκή στύση, ώστε να έχει ικανοποιητική σεξουαλική
δραστηριότητα.
Για να έχει αποτέλεσμα το Sildenafil/Sandoz πρέπει να υπάρχει σεξουαλική διέγερση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Χρήση στους ενήλικες
1
Η συνιστώμενη δόση είναι 50 mg και λαμβάνεται κατά περίπτωση περίπου μία ώρα πριν από
τη σεξουαλική δραστηριότητα. Η δόση μπορεί να αυξηθεί έως 100 mg (δύο υμένια
διασπειρόμενα στο στόμα των 50 mg μπορούν να ληφθούν μαζί) ή να ελαττωθεί σε 25 mg
ανάλογα με την αποτελεσματικότητα και την ανοχή στο φάρμακο. Η μέγιστη συνιστώμενη
δόση είναι 100 mg. Η μέγιστη συνιστώμενη συχνότητα λήψης του φαρμάκου είναι μία φορά
την ημέρα. Εάν η σιλδεναφίλη λαμβάνεται μαζί με τροφή, η έναρξη της δράσης της μπορεί
να καθυστερήσει σε σχέση με την κατάσταση νηστείας (βλ. παράγραφο 5.2).
Χρήση σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (≥ 65 ετών).Δεν απαιτείται προσαρμογή της
δοσολογίας στους ηλικιωμένους ασθενείς
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Η συνιστώμενη δοσολογία, που περιγράφεται στο «Χρήση σε ενήλικες», ισχύει και για
ασθενείς με ήπιου έως μέτριου βαθμού νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης = 30-80
ml/min).
Δεδομένου ότι σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία η κάθαρση της σιλδεναφίλης
είναι μειωμένη (κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min), θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο
χορήγησης δόσης 25 mg. Με βάση την αποτελεσματικότητα και την ανοχή έναντι του
φαρμάκου, η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 50 mg, 75 mg και 100 mg (δύο υμένια
διασπειρόμενα στο στόμα των 50 mg μπορούν να ληφθούν μαζί) όπως είναι απαραίτητο.
Ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
Δεδομένου ότι σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία (π.χ. κίρρωση) η κάθαρση της
σιλδεναφίλης είναι μειωμένη, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης δόσης 25
mg. Με βάση την αποτελεσματικότητα και την ανεκτικότητα,, η δόση μπορεί να αυξηθεί σε
50 mg, 75 mg και 100 mg (δύο υμένια διασπειρόμενα στο στόμα των 50 mg μπορούν να
ληφθούν μαζί), όπως είναι απαραίτητο.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η σιλδεναφίλη δεν ενδείκνυται σε άτομα κάτω των 18 χρόνων.
Χρήση σε ασθενείς που χρησιμοποιούν άλλα φάρμακα
Με εξαίρεση τη ριτοναβίρη, για την οποία δεν ενδείκνυται η συγχορήγηση με σιλδεναφίλη
(βλ. κεφ. 4.4), θα πρέπει να εξετάζεται η περίπτωση χορήγησης αρχικής δόσης ίσης με 25 mg
σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα θεραπεία με αναστολείς του CYP3A4 (βλ.
παράγραφο 4.5).
Προκειμένου να μειωθεί το ενδεχόμενο εμφάνισης ορθοστατικής υπότασης, σε ασθενείς που
λαμβάνουν θεραπεία με α-αποκλειστές, οι ασθενείς θα πρέπει να είναι σταθεροποιημένοι σε
θεραπεία με άλφα-αποκλειστές πριν από την έναρξη θεραπείας με σιλδεναφίλη. Επιπλέον, θα
πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο έναρξης σιλδεναφίλης στη δόση των 25 mg (βλ.
παραγράφους 4.4 και 4.5).
Τρόπος χορήγησης
Τα Sildenafil/Sandoz υμένια διασπειρόμενα στο στόμα προορίζονται για από του στόματος
χρήση και λαμβάνονται χωρίς νερό.
Εάν το επιθυμείτε, το Sildenafil/Sandoz μπορεί επίσης να ληφθεί με νερό.
Οδηγίες χειρισμού του Sildenafil/Sandoz
Σημαντικό: Δεν πρέπει να χειρίζεστε το διασπειρόμενο στο στόμα υμένιο με υγρά χέρια!
α) Πάρτε το φακελίσκο, εντοπίστε το διακριτικό σημάδι με το βέλος σε μια από τις
στενότερες πλευρές του και κρατήστε το με την πλευρά αυτή να κοιτάζει προς τα πάνω. Ο
φακελίσκος δεν είναι σφραγισμένος σε αυτό το σημείο.
2
β) Τραβήξτε απαλά και τα δύο μέρη του φακελίσκου στο σημείο που φέρει το βέλος, ώστε να
ξεκολλήσουν. Τώρα μπορείτε να κρατήσετε κάθε μέρος μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη,
χρησιμοποιώντας το ένα χέρι, για να κρατήσετε το κάθε μέρος.
γ) Με προσοχή, τραβήξτε με αντίθετη κατεύθυνση και τα δύο μέρη του φακελίσκου, μέχρι να
διαχωριστούν. Το διασπειρόμενο στο στόμα υμένιο είναι τώρα ορατό και βρίσκεται σε ένα
από τα δύο μέρη του φακελίσκου που έχουν χωριστεί.
δ) Βγάλτε από το φακελίσκο το διασπειρόμενο στο στόμα υμένιο με στεγνά δάχτυλα και
τοποθετήστε το στο στόμα σας απευθείας επάνω στη γλώσσα σας. Θα διαλυθεί ταχύτατα και
έτσι θα μπορεί να καταποθεί με ευκολία.
3
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην
παράγραφο 6.1.
Σύμφωνα με τη γνωστή επίδρασή της επί της μεταβολικής οδού μονοξειδίου του
αζώτου/κυκλικής μονοφωσφορικής γουανοσίνης (cGMP) (βλ. παράγραφο 5.1), η
σιλδεναφίλη έχει αποδειχτεί ότι ενισχύει το υποτασικό αποτέλεσμα των νιτρικών και
επομένως αντενδείκνυται η συγχορήγησή της με δότες μονοξειδίου του αζώτου (όπως το
νιτρώδες αμύλιο) ή τα νιτρικά σε οποιαδήποτε μορφή.
Παράγοντες για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της
σιλδεναφίλης, δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από άνδρες, στους οποίους δε συνιστάται η
σεξουαλική δραστηριότητα (π.χ. ασθενείς με σοβαρές καρδιοαγγειακές διαταραχές, όπως
ασταθή στηθάγχη ή σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια).
Η σιλδεναφίλη αντενδείκνυται σε ασθενείς με απώλεια όρασης στον ένα οφθαλμό λόγω μη
αρτηριτιδικής πρόσθιας ισχαιμικής οπτικής νευροπάθειας (ΝΑΙΟΝ), ανεξάρτητα από το εάν
το συμβάν αυτό έχει συσχετισθεί ή όχι με προηγούμενη χορήγηση ενός αναστολέα της PDE5
(βλ. παράγραφο 4.4).
Η ασφάλεια της σιλδεναφίλης δεν έχει μελετηθεί στις ακόλουθες υποκατηγορίες ασθενών και
επομένως η χρήση της αντενδείκνυται στους ασθενείς αυτούς: σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία, υπόταση (αρτηριακή πίεση < 90/50 mmHg), πρόσφατο ιστορικό εγκεφαλικού
επεισοδίου ή εμφράγματος του μυοκαρδίου και γνωστές κληρονομικές, εκφυλιστικές
αμφιβληστροειδοπάθειες, όπως η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια (μειοψηφία των
ασθενών αυτών παρουσιάζουν γενετικές ανωμαλίες στις αμφιβληστροειδικές
φωσφοδιεστεράσες).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Πρέπει να προηγείται λήψη ιατρικού ιστορικού και φυσική εξέταση του ασθενή, ούτως ώστε
να διαγνωστεί η στυτική δυσλειτουργία και να καθοριστούν τα πιθανά υποκείμενα αίτια, πριν
εξεταστεί το ενδεχόμενο χορήγησης φαρμακευτικής αγωγής.
Καρδιαγγειακοί παράγοντες κινδύνου
Ο ιατρός πρέπει να κάνει εκτίμηση της καρδιαγγειακής κατάστασης του ασθενούς πριν από
την έναρξη οποιασδήποτε θεραπείας για τη στυτική δυσλειτουργία, εφόσον υπάρχει κάποια
πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων σε συσχετισμό με τη σεξουαλική
δραστηριότητα. Η σιλδεναφίλη παρουσιάζει αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες που προκαλούν
ήπια και παροδική μείωση της αρτηριακής πίεσης (βλ. παράγραφο 5.1). Πριν από τη
συνταγογράφηση σιλδεναφίλης, ο ιατρός θα πρέπει να εξετάζει με προσοχή εάν ασθενείς με
4
ορισμένες υποκείμενες νόσους θα μπορούσαν να επηρεαστούν δυσμενώς από παρόμοια
αγγειοδιασταλτική επίδραση του φαρμάκου και ιδιαίτερα σε συσχετισμό με σεξουαλική
δραστηριότητα. Στους ασθενείς με αυξημένη ευαισθησία στα αγγειοδιασταλτικά
συμπεριλαμβάνονται και αυτοί με αποφρακτικές παθήσεις του χώρου εξόδου της αριστεράς
κοιλίας (π.χ. στένωση της αορτής ή υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια) ή εκείνοι
με το σπάνιο σύνδρομο ατροφίας πολλαπλών οργανικών συστημάτων, που παρουσιάζουν
σοβαρή αδυναμία αυτόνομου ελέγχου της αρτηριακής πίεσης.
Η σιλδεναφίλη ενισχύει το υποτασικό αποτέλεσμα των νιτρικών (βλ. παράγραφο 4.3).
Μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά αναφέρθηκαν σοβαρά καρδιαγγειακά
συμβάντα, συσχετιζόμενα με ταυτόχρονη χρήση της σιλδεναφίλης, συμπεριλαμβανομένων
εμφράγματος του μυοκαρδίου, ασταθούς στηθάγχης, αιφνίδιου καρδιακού θανάτου,
κοιλιακής αρρυθμίας, αγγειακής εγκεφαλικής αιμορραγίας, παροδικού ισχαιμικού επεισοδίου,
υπέρτασης και υπότασης. Οι περισσότεροι, αλλά όχι όλοι, από τους ασθενείς αυτούς είχαν
προϋπάρχοντες καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου. Πολλά από τα συμβάντα αναφέρθηκε
ότι συνέβησαν κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής ή αμέσως έπειτα από αυτή και
μερικά αναφέρθηκε ότι συνέβησαν μετά τη χρήση της σιλδεναφίλης, χωρίς σεξουαλική
δραστηριότητα. Δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί εάν τα συμβάντα αυτά συσχετίζονται
άμεσα με τους παράγοντες αυτούς ή με άλλους παράγοντες.
Πριαπισμός
Παράγοντες για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της
σιλδεναφίλης, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με ανατομικές
δυσμορφίες του πέους (όπως γωνίωση, ίνωση των σηραγγωδών σωμάτων ή νόσο του
Peyronie) ή σε ασθενείς που η κατάστασή τους μπορεί να προδιαθέτει για πριαπισμό (όπως
σε δρεπανοκυτταρική αναιμία, πολλαπλό μυέλωμα ή λευχαιμία).
Έχουν αναφερθεί παρατεταμένες στύσεις και πριαπισμός με τη χρήση σιλδεναφίλης κατά την
εμπειρία μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά. Σε περίπτωση που μία στύση
διαρκεί για διάστημα μεγαλύτερο των 4 ωρών, ο ασθενής θα πρέπει να αναζητήσει άμεση
ιατρική βοήθεια. Εάν ο πριαπισμός δεν θεραπευτεί άμεσα, ενδέχεται να προκληθεί βλάβη των
ιστών του πέους και μόνιμη απώλεια της σεξουαλικής ικανότητας.
Ταυτόχρονη χρήση με άλλους αναστολείς PDE5 ή άλλες θεραπείες της στυτικής
δυσλειτουργίας
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της σιλδεναφίλης, σε συνδυασμό με με άλλους
Αναστολείς PDE5 ή άλλες θεραπείες για την πνευμονική αρτηριακή υπέρταση (ΠΑΥ) που
περιέχουν σιλδεναφίλη ή άλλες μεθόδους θεραπείας της στυτικής δυσλειτουργίας, δεν έχουν
μελετηθεί. Κατά συνέπεια η εφαρμογή τέτοιων συνδυασμών δε συνιστάται.
Επιδράσεις στην όραση
Έχουν αναφερθεί αυθόρμητα, περιπτώσεις διαταραχών της όρασης με τη χορήγηση της
σιλδεναφίλης και των άλλων αναστολέων της PDE5 (βλ. παράγραφο 4.8). Έχουν αναφερθεί,
αυθόρμητα και σε μια μελέτη παρατήρησης, περιπτώσεις μη αρτηριτιδικής πρόσθιας
ισχαιμικής οπτικής νευροπάθειας, μιας σπάνιας κατάστασης, με τη χορήγηση της
σιλδεναφίλης και άλλων αναστολέων της PDE5 (βλ. παράγραφο 4.8).
Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται ότι σε περίπτωση αιφνίδιας διαταραχής της όρασης, θα
πρέπει να σταματήσουν τη λήψη της σιλδεναφίλης και να συμβουλευτούν άμεσα ιατρό (βλ.
παράγραφο 4.3).
Ταυτόχρονη χρήση με ριτοναβίρη
Δε συνιστάται η συγχορήγηση σιλδεναφίλης με ριτοναβίρη (βλ. παράγραφο 4.5).
Ταυτόχρονη χρήση με α-αποκλειστές
5
Συνιστάται προσοχή, όταν η σιλδεναφίλη χορηγείται σε ασθενείς που λαμβάνουν έναν άλφα-
αποκλειστή, καθώς η συγχορήγηση μπορεί να οδηγήσει σε συμπτωματική υπόταση σε
ορισμένα ευπαθή άτομα (βλ. παράγραφο 4.5). Αυτό είναι πιθανότερο να συμβεί μέσα σε
διάστημα 4 ωρών έπειτα από τη χορήγηση σιλδεναφίλης. Προκειμένου να μειωθεί το
ενδεχόμενο εμφάνισης ορθοστατικής υπότασης, οι ασθενείς θα πρέπει να είναι αιμοδυναμικά
σταθεροποιημένοι στη θεραπεία με άλφα-αποκλειστές πριν από την έναρξη θεραπείας με
σιλδεναφίλη. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο έναρξης χορήγησης της σιλδεναφίλης
στη δόση των 25 mg (βλ. παράγραφο 4.2). Επιπλέον, οι γιατροί θα πρέπει να συμβουλεύουν
τους ασθενείς τι να κάνουν σε περίπτωση που εμφανιστούν συμπτώματα ορθοστατικής
υπότασης.
Επίδραση στην αιμορραγία
Μελέτες με ανθρώπινα αιμοπετάλια δείχνουν ότι η σιλδεναφίλη ενισχύει την
αντισυγκολλητική επίδραση του νιτροπρωσσικού νατρίου in vitro. Δεν υπάρχουν στοιχεία για
την ασφάλεια στη χρήση όσον αφορά τη χορήγηση σιλδεναφίλης σε ασθενείς με προβλήματα
αιμορραγίας ή με ενεργό πεπτικό έλκος. Επομένως, σε αυτούς τους ασθενείς η σιλδεναφίλη
πρέπει να χορηγείται μόνο έπειτα από προσεκτική αξιολόγηση των αναμενόμενων ωφελειών
σε σχέση προς τους πιθανούς κινδύνους.
Γυναίκες
Δεν ενδείκνυται η χρήση της σιλδεναφίλης από γυναίκες.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Επιδράσεις άλλων φαρμακευτικών προϊόντων στη σιλδεναφίλη
Μελέτες in vitro
Η σιλδεναφίλη μεταβολίζεται κατά κύριο λόγο μέσω των ισομορφών 3A4 (κύρια οδός) και
2C9 (δευτερεύουσα οδός) του κυτοχρώματος P450 (CYP). Επομένως, οι αναστολείς αυτών
των ισοενζύμων μπορεί να μειώσουν την κάθαρση της σιλδεναφίλης και οι επαγωγείς αυτών
των ισοενζύμων μπορεί να αυξήσουν την κάθαρση της σιλδεναφίλης.
Μελέτες in vivo
Πληθυσμιακή φαρμακοκινητική ανάλυση των δεδομένων κλινικής δοκιμής έδειξε ελάττωση
της κάθαρσης της σιλδεναφίλης, όταν συγχορηγήθηκε με αναστολείς του CYP3A4 (όπως
κετοκοναζόλη, ερυθρομυκίνη, σιμετιδίνη). Αν και δεν παρατηρήθηκε αυξημένη συχνότητα
ανεπιθύμητων ενεργειών σε αυτούς τους ασθενείς, όταν η σιλδεναφίλη χορηγείται
ταυτόχρονα με αναστολείς του CYP3A4, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης
αρχικής δόσης των 25 mg.
Η συγχορήγηση του αναστολέα της πρωτεάσης του HIV, της ριτοναβίρης, που αποτελεί έναν
ισχυρό αναστολέα του κυτοχρώματος P450, σε σταθεροποιημένη κατάσταση (500 mg δύο
φορές ημερησίως) με σιλδεναφίλη (εφάπαξ δόση 100 mg) είχε ως αποτέλεσμα μια
ποσοστιαία αύξηση της C
max
της σιλδεναφίλης ίση με 300% (4 φορές υψηλότερη) και της
AUC της σιλδεναφίλης στο πλάσμα ίση με 1.000% (11 φορές υψηλότερη). Μέσα σε 24 ώρες
τα επίπεδα της σιλδεναφίλης στο πλάσμα παρέμειναν ίσα με 200 ng/ml περίπου, σε σύγκριση
με την τιμή των 5 ng/ml περίπου για την περίπτωση που η σιλδεναφίλη χορηγήθηκε μόνη της.
Αυτό συμφωνεί με τις ισχυρές επιδράσεις της ριτοναβίρης σε ένα μεγάλο αριθμό
υποστρωμάτων του κυτοχρώματος P450. Η σιλδεναφίλη δεν είχε επίδραση στη
φαρμακοκινητική της ριτοναβίρης. Με βάση αυτά τα φαρμακοκινητικά αποτελέσματα η
συγχορήγηση σιλδεναφίλης με ριτοναβίρη δε συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4) και σε κάθε
περίπτωση η μέγιστη δόση σιλδεναφίλης δε θα πρέπει να υπερβαίνει σε καμία περίπτωση τα
25 mg μέσα σε 48 ώρες.
6
Η συγχορήγηση του αναστολέα της πρωτεάσης του HIV, της σακουιναβίρης, ενός αναστολέα
του CYP3A4, σε σταθεροποιημένη κατάσταση (1200 mg τρεις φορές ημερησίως) με
σιλδεναφίλη (εφάπαξ δόση 100 mg) είχε ως αποτέλεσμα μια ποσοστιαία αύξηση της C
max
της
σιλδεναφίλης ίση με 140% και της AUC της σιλδεναφίλης ίση με 210%. Η σιλδεναφίλη δεν
είχε επίδραση στη φαρμακοκινητική της σακουιναβίρης (βλ. παράγραφο 4.2). Ισχυρότεροι
αναστολείς του CYP3A4, όπως η κετοκοναζόλη και η ιτρακοναζόλη αναμένεται να έχουν
μεγαλύτερες επιδράσεις.
Όταν μια εφάπαξ δόση 100 mg σιλδεναφίλης χορηγήθηκε με ερυθρομυκίνη, έναν μέτριας
ισχύος αναστολέα του CYP3A4, σε σταθεροποιημένη κατάσταση (500 mg δύο φορές
ημερησίως για 5 ημέρες), υπήρξε μια ποσοστιαία αύξηση της συστηματικής έκθεσης (AUC)
στη σιλδεναφίλη ίση με 182%. Σε φυσιολογικούς υγιείς άρρενες εθελοντές δεν υπήρχε
ένδειξη για οποιαδήποτε επίδραση της αζιθρομυκίνης (σε δόση 500 mg ημερησίως για 3
ημέρες) στην AUC, στη C
max
, στον t
max
, στη σταθερά του ρυθμού αποβολής ή στον
επακόλουθο χρόνο ημίσειας ζωής της σιλδεναφίλης ή του κύριου κυκλοφορούντος
μεταβολίτη της. Η σιμετιδίνη (800 mg), ένας αναστολέας του κυτοχρώματος P450 και μη
ειδικός αναστολέας του CYP3A4, προκάλεσε 56% αύξηση των συγκεντρώσεων της
σιλδεναφίλης στο πλάσμα, όταν συγχορηγήθηκε με σιλδεναφίλη (50 mg) σε υγιείς εθελοντές.
Ο χυμός γκρέιπ φρουτ είναι ασθενής αναστολέας της μεταβολικής δράσης του CYP3A4 στο
τοίχωμα του εντέρου και μπορεί να προκαλέσει ήπιες αυξήσεις των επιπέδων της
σιλδεναφίλης στο πλάσμα.
Χορήγηση απλών δόσεων αντιόξινων (υδροξείδιο του μαγνησίου/υδροξείδιο του αργιλίου)
δεν επηρέασαν τη βιοδιαθεσιμότητα της σιλδεναφίλης.
Αν και δεν έχουν πραγματοποιηθεί ειδικές μελέτες αλληλεπίδρασης για όλα τα φαρμακευτικά
προϊόντα, η πληθυσμιακή φαρμακοκινητική ανάλυση δεν έδειξε κάποια επίδραση στη
φαρμακοκινητική της σιλδεναφίλης, όταν χορηγήθηκε ταυτόχρονα με αναστολείς του
CYP2C9 (όπως τολβουταμίδη, βαρφαρίνη, φαινυτοΐνη), με αναστολείς του CYP2D6 (όπως
εκλεκτικούς αναστολείς της επαναπρόσληψης σεροτονίνης, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά), με
θειαζίδη και παρόμοιας δράσης διουρητικά, διουρητικά της αγκύλης και καλιοσυντηρητικά
διουρητικά, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, αναστολείς των
διαύλων ασβεστίου, β-αδρενεργικούς ανταγωνιστές ή επαγωγείς μεταβολισμού μέσω του
CYP450 (όπως η ριφαμπικίνη και τα βαρβιτουρικά). Σε μία μελέτη σε υγιείς άρρενες
εθελοντές, η συγχορήγηση του ανταγωνιστή της ενδοθελίνης, της βοσεντάνης (ενός
επαγωγέα του CYP3A4 [μέτριας ισχύος)], του CYP2C9 και πιθανόν του CYP2C19) σε
σταθεροποιημένη κατάσταση (125 mg δύο φορές ημερησίως) με σιλδεναφίλη σε
σταθεροποιημένη κατάσταση (80 mg τρεις φορές ημερησίως) είχε ως αποτέλεσμα μία μείωση
της AUC και της Cmax της σιλδεναφίλης, κατά 62,6 % και 55,4%, αντιστοίχως. Συνεπώς,
ταυτόχρονη χορήγηση ισχυρών επαγωγέων του CYP3A4, όπως η ριφαμπικίνη, αναμένεται να
προκαλέσει μεγαλύτερες μειώσεις στις συγκεντρώσεις της σιλδεναφίλης στο πλάσμα.
Η νικορανδίλη είναι υβριδικός συνδυασμός ενεργοποιητή των διαύλων καλίου και νιτρικού.
Εξαιτίας της νιτρικής ομάδας που περιέχει έχει πιθανότητα σοβαρής αλληλεπίδρασης με τη
σιλδεναφίλη.
Επιδράσεις της σιλδεναφίλης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Μελέτες in vitro
Η σιλδεναφίλη αποτελεί έναν ασθενή αναστολέα των ισομορφών 1A2, 2C9, 2C19, 2D6, 2E1
και 3A4 (IC50 > 150μΜ) του κυτοχρώματος P450. Δεδομένου ότι οι μέγιστες συγκεντρώσεις
της σιλδεναφίλης στο πλάσμα, έπειτα από λήψη των συνιστώμενων δόσεων, είναι ίσες με 1
μΜ περίπου, δεν είναι πιθανό η σιλδεναφίλη να μεταβάλει την κάθαρση των υποστρωμάτων
αυτών των ισοενζύμων.
7
Δεν υπάρχουν δεδομένα που να αφορούν την αλληλεπίδραση μεταξύ σιλδεναφίλης και μη
ειδικών αναστολέων της φωσφοδιεστεράσης, όπως η θεοφυλλίνη ή η διπυριδαμόλη.
Μελέτες in vivo
Σύμφωνα με τη γνωστή επίδρασή της στην οδό μονοξειδίου του αζώτου/cGMP (βλ.
παράγραφο 5.1), η σιλδεναφίλη έχει αποδειχτεί ότι ενισχύει το υποτασικό αποτέλεσμα των
νιτρικών και επομένως αντενδείκνυται η συγχορήγησή της με δότες μονοξειδίου του αζώτου
ή νιτρικά σε οποιαδήποτε μορφή (βλ. παράγραφο 4.3).
Η ταυτόχρονη χορήγηση σιλδεναφίλης σε ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή με α- αποκλειστές,
μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση συμπτωματικής υπότασης σε ορισμένα ευπαθή
άτομα. Αυτό είναι πιθανότερο να συμβεί μέσα σε διάστημα 4 ωρών έπειτα από τη χορήγηση
της σιλδεναφίλης (βλ. παραγράφους 4.2 και 4.4). Σε τρεις συγκεκριμένες μελέτες
αλληλεπίδρασης φαρμάκων, ο α-αποκλειστής δοξαζοσίνη (4 mg και 8 mg) και η σιλδεναφίλη
(25 mg, 50 mg ή 100 mg) χορηγήθηκαν ταυτόχρονα σε ασθενείς με καλοήθη υπερπλασία του
προστάτη (BPH) σταθεροποιημένους σε θεραπεία με δοξαζοσίνη. Στον πληθυσμό αυτών των
μελετών παρατηρήθηκαν κατά μέσο όρο επιπλέον μειώσεις στην πίεση του αίματος σε ύπτια
θέση κατά 7/7 mmHg, 9/5 mmHg και 8/4 mmHg και κατά μέσο όρο επιπλέον μειώσεις στην
πίεση του αίματος σε όρθια θέση κατά 6/6 mmHg, 11/4 mmHg και 4/5 mmHg αντίστοιχα.
Όταν η σιλδεναφίλη και η δοξαζοσίνη χορηγήθηκαν ταυτόχρονα σε ασθενείς
σταθεροποιημένους σε θεραπεία με δοξαζοσίνη, υπήρξαν σπάνιες αναφορές ασθενών στους
οποίους εμφανίστηκε συμπτωματική ορθοστατική υπόταση. Οι αναφορές συμπεριλάμβαναν
ζάλη και καρηβαρία, αλλά όχι συγκοπή.
Δε βρέθηκαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις, όταν η σιλδεναφίλη (50 mg) συγχορηγήθηκε με
τολβουταμίδη (250 mg) ή βαρφαρίνη (40 mg), οι οποίες μεταβολίζονται από το CYP2C9.
Η σιλδεναφίλη (50 mg) δεν ενίσχυσε την αύξηση στο χρόνο ροής του αίματος που
προκλήθηκε από το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (150 mg).
Η σιλδεναφίλη (50 mg) δεν ενίσχυσε την υποτασική δράση του οινοπνεύματος σε υγιείς
εθελοντές με μέση μέγιστη τιμή οινοπνεύματος στο αίμα ίση με 80 mg/dl.
Η συγκεντρωτική ανάλυση των ακόλουθων κατηγοριών αντιυπερτασικών φαρμάκων:
διουρητικά, β-αναστολείς, αναστολείς του ΜΕΑ, ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης ΙΙ,
αντιυπερτασικά φαρμακευτικά προϊόντα (αγγειοδιασταλτικά και αντιυπερτασικά με κεντρική
δράση), αναστολείς των αδρενεργικών νευρώνων, αναστολείς των διαύλων ασβεστίου και α-
αδρενεργικοί αποκλειστές, δεν έδειξε διαφορές στο προφίλ των ανεπιθύμητων ενεργειών σε
ασθενείς που έπαιρναν σιλδεναφίλη σε σύγκριση με αυτούς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο.
Σε συγκεκριμένη μελέτη αλληλεπίδρασης, στην οποία συγχορηγήθηκε σιλδεναφίλη (100 mg)
μαζί με αμλοδιπίνη σε υπερτασικούς ασθενείς, παρουσιάστηκε μια επιπρόσθετη μείωση της
συστολικής πίεσης σε ύπτια θέση κατά 8 mmHg. Η αντίστοιχη επιπρόσθετη μείωση της
διαστολικής πίεσης σε ύπτια θέση ήταν 7 mmHg. Αυτές οι επιπρόσθετες μειώσεις της
αρτηριακής πίεσης ήταν παρόμοιου βαθμού με αυτές που παρατηρήθηκαν, όταν η
σιλδεναφίλη χορηγήθηκε ως μονοθεραπεία σε υγιείς εθελοντές (βλ. παράγραφο 5.1).
Η σιλδεναφίλη (100 mg) δεν επηρέασε τη φαρμακοκινητική σε σταθεροποιημένη κατάσταση
των αναστολέων της πρωτεάσης του HIV, της σακουιναβίρης και της ριτοναβίρης, που
αποτελούν υποστρώματα του CYP3A4.
Σε υγιείς άρρενες εθελοντές, η σιλδεναφίλη σε σταθεροποιημένη κατάσταση (80 mg τρεις
φορές ημερησίως) είχε ως αποτέλεσμα μία αύξηση κατά 49,8% στην AUC της βοσεντάνης
και μία αύξηση κατά 42% στη Cmax της βοσεντάνης (125 mg δύο φορές ημερησίως).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
8
Η σιλδεναφίληδεν ενδείκνυται για χρήση στις γυναίκες.
Δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε εγκύους ή σε γυναίκες που
θηλάζουν. Σε μελέτες αναπαραγωγής σε αρουραίους και κουνέλια, έπειτα από χορήγηση
σιλδεναφίλης από το στόμα, δεν παρουσιάστηκαν σχετιζόμενες με το φάρμακο ανεπιθύμητες
ενέργειες. Δεν διαπιστώθηκαν επιδράσεις στην κινητικότητα ή τη μορφολογία του
σπέρματος μετά από χορήγηση, από του στόματος, μονών δόσεων 100 mg σιλδεναφίλης σε
υγιείς εθελοντές (βλ. παράγραφο 5.1).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες για τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών.
Καθώς έχουν αναφερθεί ζάλη και διαταραχές της όρασης σε κλινικές δοκιμές με σιλδεναφίλη,
οι ασθενείς θα πρέπει να γνωρίζουν την αντίδρασή τους στη σιλδεναφίλη, πριν οδηγήσουν ή
χειριστούν μηχανήματα.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σύνοψη του προφίλ ασφαλείας
Το προφίλ ασφαλείας της σιλδεναφίλης βασίζεται σε 9570 ασθενείς σε 74 διπλά τυφλές,
ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, κλινικές μελέτες. Οι πιο συχνά αναφερθείσες
ανεπιθύμητες ενέργειες σε κλινικές μελέτες σε ασθενείς υπό θεραπεία με σιλδεναφίλη ήταν
κεφαλαλγία, έξαψη, δυσπεψία, ρινική συμφόρηση, ζάλη, ναυτία, εξάψεις, οπτική διαταραχή,
κυανοψία και όραση θαμπή .
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην
αγορά έχουν συγκεντρωθεί, καλύπτοντας μία περίοδο > 10 χρόνων, κατ’ εκτίμηση. Επειδή
δεν αναφέρονται όλες οι ανεπιθύμητες ενέργειες στον Κάτοχο Άδειας Κυκλοφορίας και δε
συμπεριλαμβάνονται όλες στη βάση δεδομένων ασφαλείας, οι συχνότητες αυτών των
συμβαμάτων δεν μπορούν να καθοριστούν με αξιοπιστία.
Παράθεση ανεπιθύμητων αντιδράσεων σε μορφή πίνακα
Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται ανά κατηγορία οργανικού συστήματος και ανά
συχνότητα (πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως
<1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), όλες οι κλινικά σημαντικές ανεπιθύμητες
αντιδράσεις, οι οποίες παρατηρήθηκαν σε κλινικές μελέτες, με επίπτωση μεγαλύτερη από
αυτή του εικονικού φαρμάκου.
Επιπρόσθετα, καταγράφονται ως μη γνωστές οι συχνότητες των κλινικά σημαντικών
ανεπιθύμητων ενεργειών που αναφέρθηκαν από την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του
προϊόντος στην αγορά.
Σε κάθε ομάδα συχνότητας, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρουσιάζονται με φθίνουσα σειρά
σημαντικότητας.
Πίνακας 1: Κλινικά σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν με επίπτωση
μεγαλύτερη απ’ ό,τι το εικονικό φάρμακο σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες, καθώς και
κλινικά σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν μετά την κυκλοφορία του
προϊόντος στην αγορά.
9
Κατηγορία
οργανικού
συστήματος
Πολύ
συχνές
(≥ 1/10)
Συχνές
(≥ 1/100 και
<1/10)
Όχι συχνές
(≥ 1/1000 και
<1/100)
Σπάνιες (≥
1/10000 και
<1/1000)
Λοιμώξεις και
Παρασιτώσεις
Ρινίτιδα
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Υπερευαισθησία
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία Ζάλη Υπνηλία,
Υπαισθησία
Αγγειακό
εγκεφαλικό
επεισόδιο,
Παροδικό
ισχαιμικό
επεισόδιο,
Επιληπτική
κρίση,*
Υποτροπή
επιληπτικής
κρίσης, * Συγκοπή
Οφθαλμικές
διαταραχές
Οπτικές
χρωματικές
παραμορφώ-
σεις**,
Οπτική
διαταραχή,
Όραση
θαμπή
Διαταραχές
δακρύρροιας
***, Πόνος του
οφθαλμού,
Φωτοφοβία,
Φωτοψία,
Υπεραιμία του
οφθαλμού,
Λάμπον
βλέμμα,
Επιπεφυκίτιδα
Μη αρτηριτιδική
πρόσθια
ισχαιμική οπτική
νευροπάθεια
(NAION), *
Απόφραξη των
αμφιβληστροειδι-
κών αγγείων,*
Αιμορραγία του
Αμφιβληστροειδ-
ούς,
Αρτηριοσκληρυντι-
κή
αμφιβληστροπά-
θεια, Διαταραχή
του
αμφιβληστροει-
δούς, Γλαύκωμα,
Έλλειμμα στα
οπτικά πεδία,
Διπλωπία,
Οπτική οξύτητα
μειωμένη,
Μυωπία,
Ασθενωπία,
Εξιδρώματα του
υαλοειδούς
σώματος,
Διαταραχή της
ίριδας,
Μυδρίαση,
10
Όραση δίκην
φωτοστεφάνου,
Οίδημα του
οφθαλμού,
Διόγκωση του
οφθαλμού,
Οφθαλμική
διαταραχή,
Υπεραιμία του
επιπεφυκότα,
Ερεθισμός του
οφθαλμού, Μη
φυσιολογικό
αίσθημα στον
οφθαλμό,
Οίδημα
βλεφάρου,
Δυσχρωματισμός
του σκληρού
Διαταραχές του
ωτός και του
λαβυρίνθου
Ίλιγγος,
Εμβοές
Κώφωση
Καρδιακές
διαταραχές
Ταχυκαρδία,
Αίσθημα
παλμών
Αιφνίδιος
καρδιακός
θάνατος,*
Έμφραγμα του
μυοκαρδίου,
Κοιλιακή
αρρυθμία,*
Κολπική
μαρμαρυγή,
Ασταθής
στηθάγχη
Αγγειακές
διαταραχές
Παροδικό
ερύθημα
(flushing),
Εξάψεις
Υπέρταση,
Υπόταση
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος,
του θώρακα και
του
μεσοθωράκιου
Ρινική
συμφόρηση
Επίσταξη,
Συμφόρηση
κόλπων του
προσώπου
Συσφιγκτικό
αίσθημα λαιμού,
Ρινικό οίδημα,
Ξηρότητα ρινικού
βλεννογόνου
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Ναυτία,
Δυσπεψία
Νόσος
Γαστροοισοφαγι
-
κής
παλινδρόμησης,
Έμετος,
Άλγος άνω
Υπαισθησία
στόματος
11
κοιλιακής
χώρας,
Ξηροστομία
Διαταραχές του
δέρματος και
του υποδόριου
ιστού
Εξάνθημα Σύνδρομο
Stevens-Johnson
(SJS),* Τοξική
επιδερμική
νεκρόλυση
(TEN)*
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και
του συνδετικού
ιστού
Μυαλγία,
Άλγος στα άκρα
Διαταραχές των
νεφρών και των
ουροφόρων
οδών
Αιματουρία
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος
και του μαστού
Αιμορραγία
πέους,
Πριαπισμός,*
Αιματοσπερμία,
Στύση αυξημένη,
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις της
οδού χορήγησης
Θωρακικό
άλγος,
Κόπωση,
Αίσθηση
Θερμού
Ευερεθιστότητα
Παρακλινικές
Εξετάσεις
Καρδιακός
ρυθμός
αυξημένος
*Έχει αναφερθεί μόνο κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης μετά την κυκλοφορία στην
αγορά
**Οπτικές χρωματικές παραμορφώσεις: Πρασινοψία, Χρωματοψία, Κυανοψία, Ερυθροψία
και Ξανθοψία
*** Διαταραχές δακρύρροιας: Ξηροφθαλμία, Δακρυϊκή διαταραχή και Δακρύρροια αυξημένη
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας
κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή
παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από
τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς: Εθνικός
Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: + 30 21
32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
4.9 Υπερδοσολογία
12
Σε μελέτες εφάπαξ δόσεων έως 800 mg, με εθελοντές, οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν
παρόμοιες με αυτές που παρατηρήθηκαν με χορήγηση χαμηλότερων δόσεων, αλλά οι
συχνότητες εμφάνισης και η σοβαρότητά τους ήταν αυξημένες. Δόσεις των 200 mg δεν
αύξησαν την αποτελεσματικότητα, αλλά αυξήθηκε η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών
(κεφαλαλγία, έξαψη, ζάλη, δυσπεψία, ρινική συμφόρηση, διαταραχές της όρασης).
Σε περιπτώσεις λήψης υπερβολικής δόσης, θα πρέπει να εφαρμόζονται τα απαιτούμενα
συνήθη υποστηρικτικά μέτρα. Ο τεχνητός νεφρός δεν αναμένεται να επιταχύνει την
απέκκριση του φαρμάκου, γιατί η σιλδεναφίλη δεσμεύεται σε υψηλό ποσοστό από τις
πρωτεΐνες του πλάσματος και δεν αποβάλλεται με τα ούρα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία:
Ουρολογικά, Φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας
Κωδικός ATC: G04B E03
Μηχανισμός δράσης
Η σιλδεναφίλη αποτελεί μία από του στόματος θεραπεία για τη στυτική δυσλειτουργία. Σε
φυσιολογικές συνθήκες, δηλαδή σε κατάσταση σεξουαλικής διέγερσης, αποκαθιστά την
ανεπαρκή στύση αυξάνοντας τη ροή του αίματος στο πέος.
Ο φυσιολογικός μηχανισμός που είναι υπεύθυνος για τη στύση του πέους περιλαμβάνει την
απελευθέρωση μονοξειδίου του αζώτου (ΝΟ) στα σηραγγώδη σώματα κατά τη διάρκεια της
σεξουαλικής διέγερσης. Στη συνέχεια, το μονοξείδιο του αζώτου (ΝΟ) ενεργοποιεί το ένζυμο
γουανυλική κυκλάση, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα επίπεδα της κυκλικής
μονοφωσφορικής γουανοσίνης (cGMP) και να προκαλείται χαλάρωση των λείων μυών στο
σηραγγώδες σώμα επιτρέποντας την εισροή του αίματος.
Η σιλδεναφίλη αποτελεί έναν ισχυρό και εκλεκτικό αναστολέα της cGMP εξειδικευμένης
φωσφοδιεστεράσης τύπου 5 (PDE5) στο σηραγγώδες σώμα, όπου η PDE5 είναι υπεύθυνη για
την αποικοδόμηση της cGMP. Η δράση της σιλδεναφίλης επί της στύσης είναι περιφερική. Η
σιλδεναφίλη δεν έχει άμεση χαλαρωτική επίδραση σε ιστό που απομονώθηκε από
σηραγγώδες σώμα ανθρώπου, αλλά ενισχύει σε μεγάλο βαθμό τη χαλαρωτική επίδραση του
ΝΟ σε αυτό τον ιστό. Όταν η οδός ΝΟ/cGMP ενεργοποιείται, όπως συμβαίνει με τη
σεξουαλική διέγερση, η αναστολή της PDE5 από τη σιλδεναφίλη έχει ως αποτέλεσμα την
αύξηση των επιπέδων της cGMP στο σηραγγώδες σώμα. Επομένως, προκειμένου η
σιλδεναφίλη να παράγει τα προσδοκώμενα φαρμακολογικά της αποτελέσματα, απαιτείται
σεξουαλική διέγερση.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Μελέτες in vitro έχουν δείξει ότι η σιλδεναφίλη δρα εκλεκτικά ως προς την PDE5, η οποία
εμπλέκεται στη διαδικασία της στύσης. Η επίδρασή της στην PDE5 είναι περισσότερο ισχυρή
σε σχέση με άλλες γνωστές φωσφοδιεστεράσες. Παρουσιάζει 10 φορές μεγαλύτερη
εκλεκτικότητα ως προς την PDE6, που συμμετέχει στη μεταβολική οδό της φωτομετατροπής
στον αμφιβληστροειδή. Στις μέγιστες συνιστώμενες δόσεις εμφανίζεται 80 φορές μεγαλύτερη
εκλεκτικότητα ως προς την PDE1 και μεγαλύτερη από 700 φορές ως προς τις PDE2, 3, 4, 7,
8, 9, 10 και 11. Ειδικότερα, η σιλδεναφίλη παρουσιάζει μεγαλύτερη από 4.000 φορές
εκλεκτικότητα ως προς την PDE5 σε σχέση με την PDE3, την cAMP-εξειδικευμένη
ισομορφή της φωσφοδιεστεράσης, που συμμετέχει στον έλεγχο της καρδιακής
συσπαστικότητας.
13
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Δύο κλινικές μελέτες σχεδιάστηκαν ειδικά, για να αξιολογήσουν το χρονικό διάστημα, μετά
τη χορήγηση δόσης, κατά τη διάρκεια του οποίου η σιλδεναφίλη θα μπορούσε να προκαλέσει
στύση σε ανταπόκριση σεξουαλικής διέγερσης. Σε μια μελέτη κατά την οποία
χρησιμοποιήθηκε πληθυσμογραφία του πέους (RigiScan) σε ασθενείς σε κατάσταση
νηστείας, ο διάμεσος χρόνος έναρξης για όσους απέκτησαν στύση με 60% σκληρότητα
(ικανοποιητική για σεξουαλική επαφή) ήταν 25 λεπτά (διακύμανση 12-37 λεπτά) μετά τη
χορήγηση της σιλδεναφίλης. Σε μία διαφορετική RigiScan μελέτη 4-5 ώρες μετά τη δόση, η
σιλδεναφίλη ήταν ακόμη ικανή να προκαλεί στύση σε ανταπόκριση σεξουαλικής διέγερσης.
Η σιλδεναφίλη προκαλεί μικρές και παροδικές μειώσεις της αρτηριακής πίεσης, οι οποίες,
στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν εμφανίζονται ως κλινικές εκδηλώσεις. Η μέση
μέγιστη μείωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης σε ύπτια θέση έπειτα από 100 mg δόση
σιλδεναφίλης από το στόμα ήταν 8,4 mmHg. Η αντίστοιχη μεταβολή στη διαστολική
αρτηριακή πίεση σε ύπτια θέση ήταν 5,5 mmHg. Οι μειώσεις αυτές στην αρτηριακή πίεση
είναι συμβατές με την αγγειοδιασταλτική επίδραση της σιλδεναφίλης, πιθανά λόγω των
αυξημένων cGMP επιπέδων στις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων. Εφάπαξ δόσεις έως 100 mg
σιλδεναφίλης από το στόμα σε υγιείς εθελοντές δεν είχαν κλινικά σημαντικές επιδράσεις στο
ΗΚΓ.
Σε μία μελέτη των αιμοδυναμικών αποτελεσμάτων μίας εφάπαξ από του στόματος δόσης 100
mg σιλδεναφίλης σε 14 ασθενείς με σοβαρή νόσο των στεφανιαίων αγγείων (CAD) (> 70%
στένωση τουλάχιστον μίας στεφανιαίας αρτηρίας), η μέση συστολική και διαστολική
αρτηριακή πίεση σε κατάσταση ηρεμίας μειώθηκε κατά 7% και 6% αντίστοιχα, συγκριτικά
με τις τιμές αναφοράς. Η μέση πνευμονική συστολική αρτηριακή πίεση μειώθηκε κατά 9%.
Η σιλδεναφίλη δεν έδειξε καμία επίδραση στην καρδιακή παροχή και δεν επηρέασε
δυσμενώς τη ροή του αίματος διαμέσου των στενωμένων στεφανιαίων αρτηριών.
Μία διπλά- τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη άσκησης αξιολόγησε144
ασθενείς με στυτική δυσλειτουργία και χρόνια σταθερή στηθάγχη, οι οποίοι λάμβαναν
τακτικά τα αντιστηθαγχικά τους φαρμακευτικά προϊόντα (εκτός από νιτρώδη). Τα
αποτελέσματα δεν κατέδειξαν κλινικά σημαντικές διαφορές μεταξύ της σιλδεναφίλης και του
εικονικού φαρμάκου στο χρόνο έως την εμφάνιση σοβαρής στηθάγχης που περιορίζει την
συνήθη σωματική δραστηριότητα.
Ήπιες και παροδικές διαφορές στην αντίληψη των χρωμάτων (μπλε/πράσινο) ανιχνεύτηκαν
σε κάποιους ασθενείς χρησιμοποιώντας το Farnsworth-Munsell 100 hue test μία ώρα μετά τη
χορήγηση μίας δόσης 100 mg, ενώ καμιά επίδραση δεν ήταν ανιχνεύσιμη 2 ώρες μετά τη
χορήγηση της δόσης. Ο πιθανολογούμενος μηχανισμός αυτής της διαταραχής στην αντίληψη
των χρωμάτων σχετίζεται με αναστολή του PDE6, το οποίο εμπλέκεται στις αλυσιδωτές
αντιδράσεις φωτομετατροπής στον αμφιβληστροειδή. Η σιλδεναφίλη δεν επηρεάζει την
οπτική οξύτητα ή την ευαισθησία αντίθεσης. Σε μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη
με μικρό πληθυσμό ασθενών με τεκμηριωμένη πρώιμη εκφύλιση της ωχράς κηλίδας που
σχετίζεται με την ηλικία (n= 9), η σιλδεναφίλη (εφάπαξ δόση 100 mg) δεν εμφάνισε
σημαντικές μεταβολές στις οφθαλμολογικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν (οπτική οξύτητα,
Amsler grid, διάκριση των χρωμάτων σε προσομοίωση των φαναριών κυκλοφορίας,
περιμετρία Humphrey και φωτοστρές).
Δε διαπιστώθηκαν επιδράσεις στην κινητικότητα ή τη μορφολογία του σπέρματος έπειτα από
χορήγηση από το στόμα απλών δόσεων 100 mg σιλδεναφίλης σε υγιείς εθελοντές (βλ.
παράγραφο 4.6).
Πρόσθετες πληροφορίες από κλινικές δοκιμές
14
Σε κλινικές δοκιμές η σιλδεναφίλη χορηγήθηκε σε περισσότερους από 8.000 ασθενείς ηλικίας
19-87 ετών. Οι ακόλουθες ομάδες ασθενών αντιπροσωπεύτηκαν: ηλικιωμένοι (19,9%),
ασθενείς με υπέρταση (30,9%), με σακχαρώδη διαβήτη (20,3%), με ισχαιμική καρδιακή νόσο
(5,8%), με υπερλιπιδαιμία (19,8%), με τραυματισμό του νωτιαίου μυελού (0,6%), με
κατάθλιψη (5,2%), με διουρηθρική προστατεκτομή (3,7%) και με ριζική προστατεκτομή
(3,3%). Οι ακόλουθες ομάδες ασθενών αντιπροσωπεύτηκαν ανεπαρκώς ή αποκλείστηκαν
τελείως από τις κλινικές δοκιμές: ασθενείς που χειρουργήθηκαν για παθήσεις της πυέλου,
ασθενείς έπειτα από ακτινοθεραπεία, ασθενείς με σοβαρή νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία
και ασθενείς με ορισμένες καρδιαγγειακές καταστάσεις (βλ. παράγραφο 4.3).
Σε μελέτες με σταθερή δόση, τα ποσοστά των ασθενών που ανέφεραν ότι η θεραπεία
βελτίωσε τη στύση τους ήταν 62% (25 mg), 74% (50 mg) και 82% (100 mg) σε σύγκριση με
το 25% για τους ασθενείς που έπαιρναν εικονικό φάρμακο. Σε ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές,
το ποσοστό των ασθενών που διέκοψαν τη θεραπεία λόγω της σιλδεναφίλης ήταν χαμηλό και
παρόμοιο με το αντίστοιχο ποσοστό στους ασθενείς που έπαιρναν εικονικό φάρμακο. Στο
σύνολο των κλινικών δοκιμών, τα ποσοστά των ασθενών που ανέφεραν βελτίωση από τη
θεραπεία με σιλδεναφίλη ήταν: σε ψυχογενή δυσλειτουργία στύσης (84%), σε μικτή
δυσλειτουργία στύσης (77%), σε οργανική δυσλειτουργία στύσης (68%), σε ηλικιωμένους
ασθενείς (67%), σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη (59%), σε ασθενείς με ισχαιμική
καρδιακή νόσο (69%), σε ασθενείς με υπέρταση (68%), σε ασθενείς με διουρηθρική
προστατεκτομή (61%), σε ασθενείς με ριζική προστατεκτομή (43%), σε ασθενείς με
τραυματισμό του νωτιαίου μυελού (83%) και σε ασθενείς με κατάθλιψη (75%). Η ασφάλεια
και η αποτελεσματικότητα της σιλδεναφίλης διατηρήθηκε σταθερή κατά τη διάρκεια
μακροχρόνιων μελετών.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει δώσει απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής
των αποτελεσμάτων των μελετών με τη σιλδεναφίλη σε όλες τις υποκατηγορίες του
παιδιατρικού πληθυσμού, για τη θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας. Βλέπε παράγραφο
4.2 για πληροφορίες σχετικά με την παιδιατρική χρήση.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η σιλδεναφίλη απορροφάται ταχέως. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις που παρατηρήθηκαν στο
πλάσμα επιτυγχάνονται μέσα σε 30 με 120 λεπτά (διάμεσος χρόνος 60 λεπτά) έπειτα από
χορήγηση από το στόμα σε κατάσταση νηστείας. Η μέση απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα, έπειτα
από χορήγηση από το στόμα, είναι 41% (με διακύμανση από 25-63%). Έπειτα από χορήγηση
σιλδεναφίλης από το στόμα η AUC και η C
max
αυξάνουν ανάλογα με τη δόση σε όλο το
συνιστώμενο φάσμα δόσης (25-100 mg).
Όταν η σιλδεναφίλη λαμβάνεται μαζί με γεύμα, ο βαθμός απορρόφησης είναι μειωμένος, με
μέση καθυστέρηση του t
max
ίση προς 60 λεπτά και μέση μείωση της C
max
ίση προς 29% .
Κατανομή
Ο μέσος όγκος κατανομής (V
d
) της σιλδεναφίλης σε σταθεροποιημένη κατάσταση είναι 105 l,
γεγονός που φανερώνει κατανομή της στους ιστούς. Έπειτα από εφάπαξ δόση 100 mg από το
στόμα, η μέση μέγιστη συνολική συγκέντρωση της σιλδεναφίλης στο πλάσμα είναι περίπου
440 ng/ml (CV 40%). Καθώς η σιλδεναφίλη (και ο κύριος μεταβολίτης της στην κυκλοφορία,
ο N-απομεθυλιωμένος μεταβολίτης) δεσμεύεται από τις πρωτεΐνες του πλάσματος σε
ποσοστό ίσο με 96%, αυτό έχει ως αποτέλεσμα η μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα της
ελεύθερης σιλδεναφίλης να είναι 18 ng/ml (38 nM). Η δέσμευση από τις πρωτεΐνες του
πλάσματος είναι ανεξάρτητη από τις συνολικές συγκεντρώσεις του φαρμάκου.
15
Σε υγιείς εθελοντές που έλαβαν σιλδεναφίλη (100 mg εφάπαξ δόση), ποσοστό μικρότερο από
το 0,0002% (μέσος όρος 188 ng) της χορηγηθείσης δόσης βρέθηκε στο σπερματικό υγρό 90
λεπτά μετά τη δόση.
Βιομετασχηματισμός
Η σιλδεναφίλη απομακρύνεται κυρίως μέσω των ισοενζύμων των ηπατικών μικροσωμάτων
CYP3A4 (κύρια οδός) και CYP2C9 (δευτερεύουσα οδός). Ο κύριος μεταβολίτης της
σιλδεναφίλης στην κυκλοφορία προέρχεται από τη Ν-απομεθυλίωσή της. Ο μεταβολίτης
αυτός έχει εκλεκτικότητα ως προς τις φωσφοδιεστεράσες ανάλογη αυτής της σιλδεναφίλης
και παρουσιάζει περίπου 50% δραστικότητα, in vitro, ως προς την PDE5 σε σχέση με την
αρχική ένωση. Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα αυτού του μεταβολίτη αποτελούν το 40%
περίπου των συγκεντρώσεων που παρατηρήθηκαν για τη σιλδεναφίλη. Ο Ν-
απομεθυλιωμένος μεταβολίτης μεταβολίζεται περαιτέρω με τελικό χρόνο ημίσειας ζωής 4
ώρες περίπου.
Αποβολή
Η ολική κάθαρση της σιλδεναφίλης από το σώμα είναι ίση με 41 l/h με επακόλουθο τελικό
χρόνο ημίσειας ζωής ίσο με 3-5 ώρες. Έπειτα από του στόματος ή ενδοφλέβια χορήγηση, η
σιλδεναφίλη απεκκρίνεται με τη μορφή μεταβολιτών κυρίως στα κόπρανα (περίπου το 80%
της δόσης που χορηγήθηκε από το στόμα) και σε μικρότερο βαθμό στα ούρα (περίπου το
13% της δόσης που χορηγήθηκε από το στόμα).
Φαρμακοκινητικά στοιχεία σε ειδικές ομάδες ασθενών
Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας
Υγιείς ηλικιωμένοι εθελοντές (65 ετών και άνω) εμφάνισαν μειωμένη κάθαρση της
σιλδεναφίλης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση κατά 90% περίπου υψηλότερων συγκεντρώσεων
της σιλδεναφίλης και του ενεργού Ν-απομεθυλιωμένου μεταβολίτη της στο πλάσμα σε
σύγκριση με εκείνες που εμφανίζονται σε νεότερους υγιείς εθελοντές (18-45 ετών). Λόγω
διαφορών στο βαθμό δέσμευσης από τις πρωτεΐνες του πλάσματος, που οφείλονται στην
ηλικία, η αντίστοιχη αύξηση στη συγκέντρωση της ελεύθερης σιλδεναφίλης στο πλάσμα ήταν
περίπου 40%.
Νεφρική ανεπάρκεια
Σε εθελοντές με ήπιου έως μέτριου βαθμού νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης =
30-80 ml/min), η φαρμακοκινητική της σιλδεναφίλης δε μεταβλήθηκε έπειτα από χορήγηση
μιας εφάπαξ από το στόμα δόσης των 50 mg. Η μέση AUC και C
max
του Ν-απομεθυλιωμένου
μεταβολίτη αυξήθηκε κατά 126% και 73% αντίστοιχα, σε σύγκριση με τους εθελοντές της
ίδιας ηλικίας χωρίς νεφρική δυσλειτουργία. Ωστόσο, λόγω της υψηλής διαφοροποίησης
μεταξύ των ατόμων που μελετήθηκαν, οι διαφορές αυτές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές. Σε
εθελοντές με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/min), η κάθαρση
της σιλδεναφίλης ήταν μειωμένη και είχε ως αποτέλεσμα μέση αύξηση των AUC και C
max
ίση
με 100% και 88% αντίστοιχα, σε σύγκριση με τους εθελοντές ίδιας ηλικίας χωρίς νεφρική
δυσλειτουργία. Επιπλέον, οι τιμές AUC και C
max
για το Ν-απομεθυλιωμένο μεταβολίτη
αυξήθηκαν σημαντικά και ήταν ίσες με 79% και 200% αντίστοιχα.
Ηπατική ανεπάρκεια
Σε εθελοντές με ήπιου έως μέτριου βαθμού κίρρωση του ήπατος (Child-Pugh Α & Β), η
κάθαρση της σιλδεναφίλης ήταν μειωμένη και είχε ως αποτέλεσμα αύξηση της AUC (84%)
και της C
max
(47%) σε σύγκριση με τους εθελοντές της ίδιας ηλικίας χωρίς ηπατική
δυσλειτουργία. Η φαρμακοκινητική της σιλδεναφίλης σε ασθενείς με σοβαρή διαταραχή της
ηπατικής λειτουργίας δεν έχει μελετηθεί.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
16
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο με βάση τις
συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων,
γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης και τοξικότητας στην αναπαραγωγή και
στην ανάπτυξη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Hydroxypropylcellulose
Glycerol 85%
Sucralose
Peppermint flavour (SYM 353592)
Levomenthol
Sodium chloride
Contramarum forte (SYM 225023)
Indigocarmin E132
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία. Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες
συνθήκες θερμοκρασίας για τη φύλαξή του.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κάθε διασπειρόμενο στο στόμα υμένιο είναι συσκευασμένο σε φακελίσκο PET/Alu/PE.
Συσκευασίες των 1, 2, 4, 8, 10, 12, 16, 20, 24 ή 28 διασπειρόμενων στο στόμα υμένιων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Καμία ειδική υποχρέωση.
Κάθε αχρησιμοποίητο προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με τις ισχύουσες
σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Sandoz GmbH
Biochemiestrasse 10
6250 Kundl
Aυστρία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
17
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
18