Kowa Pharmaceutical Europe Co. Ltd Livazo 2mg
UK/H/1555/01/DC
Κλινική αποτελεσματικότητα
Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες όπου έλαβαν μέρος συνολικά 1687 ασθενείς
με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία και μικτή δυσλιπιδαιμία,
συμπεριλαμβανομένων 1239 ασθενών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία στις
θεραπευτικές δόσεις (μέση LDL-C κατά την έναρξη της θεραπείας περίπου
4,8 mmol/L), το Livazo μείωσε σταθερά τις συγκεντρώσεις LDL-C, TC, μη-HDL-
C, TG και Apo-B και αύξησε τις συγκεντρώσεις HDL-C και Apo-A1. Τα
κλάσματα TC/HDL-C και Apo-B/Apo-A1 μειώθηκαν. Η LDL-C μειώθηκε κατά 38
έως 39% με Livazo 2 mg και 44 έως 45% με Livazo 4 mg. Η πλειοψηφία των
ασθενών υπό θεραπεία με 2 mg πέτυχε το στόχο θεραπείας της Ευρωπαϊκής
Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης (EAS) για LDL-C (<3 mmol/L).
Σε μια ελεγχόμενη κλινική δοκιμή σε 942 ασθενείς ηλικίας ≥65 ετών (434
υποβλήθηκαν σε θεραπεία με Livazo 1 mg, 2 mg ή 4 mg) με πρωτοπαθή
υπερχοληστερολαιμία και μικτή δυσλιπιδαιμία (μέση LDL-C κατά την έναρξη
της θεραπείας περίπου 4,2 mmol/L), οι τιμές LDL-C μειώθηκαν κατά 31%,
39,0% και 44,3%, αντίστοιχα, και περίπου το 90% των ασθενών πέτυχε το
θεραπευτικό στόχο της EAS. Περισσότεροι από το 80% των ασθενών λάμβαναν
συγχορηγούμενα φάρμακα, όμως η επίπτωση των ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν
παρόμοια σε όλες τις ομάδες θεραπείας και λιγότεροι από το 5% των ασθενών
αποσύρθηκαν από τη μελέτη λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών. Τα ευρήματα ως
προς την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα ήταν παρόμοια σε ασθενείς
στις διαφορετικές ηλικιακές υποομάδες (65-69, 70-74 και ≥75 ετών).
Σε ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές όπου έλαβαν μέρος συνολικά 761 ασθενείς
(507 υποβλήθηκαν σε θεραπεία με Livazo 4 mg) οι οποίοι είχαν πρωτοπαθή
υπερχοληστερολαιμία ή μικτή δυσλιπιδαιμία, με 2 ή περισσότερους παράγοντες
καρδιαγγειακού κινδύνου (μέση LDL-C κατά την έναρξη της θεραπείας περίπου
4,1 mmol/L), ή μικτή δυσλιπιδαιμία με διαβήτη τύπου 2 (μέση LDL-C κατά την
έναρξη της θεραπείας περίπου 3,6 mmol/L), περίπου το 80% πέτυχε το σχετικό
στόχο της EAS (είτε 3 είτε 2,5 mmol/L, ανάλογα με τον κίνδυνο). Η LDL-C
μειώθηκε κατά 44% και 41%, αντίστοιχα, στις ομάδες ασθενών.
Σε μακροχρόνιες μελέτες διάρκειας έως 60 εβδομάδων σε πρωτοπαθή
υπερχοληστερολαιμία και μικτή δυσλιπιδαιμία, η επίτευξη του στόχου της EAS
διατηρήθηκε μέσω επιμένουσων και σταθερών μειώσεων της LDL-C ενώ οι
συγκεντρώσεις της HDL-C συνέχισαν να αυξάνονται. Σε μια μελέτη 1346
ασθενών που ολοκλήρωσαν 12 εβδομάδες θεραπείας με στατίνες (μείωση LDL-
C 42,3%, επίτευξη στόχου της EAS 69%, αύξηση της HDL-C 5,6%), οι τιμές μετά
από 52 επιπλέον εβδομάδες θεραπείας με πιταβαστατίνη 4 mg ήταν μείωση της
LDL-C 42,9%, επίτευξη στόχου της EAS 74%, αύξηση της HDL-C 14,3%.
Σε μια επέκταση της μελέτης παρακολούθησης διάρκειας δύο ετών που
διεξήχθη στην Ιαπωνία (LIVES-01, βλ. παράγραφο 4.8), 6.582 ασθενείς με
υπερχοληστερολαιμία που είχαν λάβει θεραπεία με πιταβαστατίνη 1, 2 ή 4 mg
για 2 χρόνια, συνέχισαν τη θεραπεία για επιπλέον 3 χρόνια (5 χρόνια
συνολικής θεραπείας). Κατά τη διάρκεια αυτής της μελέτης διάρκειας 5 ετών, η
μείωση της LDL-C (-30,5%) διατηρήθηκε από τους 3 μήνες και για όλη τη
διάρκεια της μελέτης, οι τιμές της HDL-C αυξήθηκαν κατά 1,7% στους 3 μήνες
έως 5,7% στα 5 χρόνια, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις σε HDL-C να
παρατηρούνται σε ασθενείς με χαμηλότερες αρχικές τιμές της HDL-C
(<40 mg/dL), π.χ. παρατηρήθηκαν αυξήσεις στα επίπεδα στον ορό κατά 11,9%
στους 3 μήνες έως 28,9% μετά από 5 χρόνια.
15