Οι ασθενείς θα πρέπει να αποτραπούν από την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τροφών με
υψηλή περιεκτικότητα τυραμίνης (βλ. Αλληλεπιδράσεις).
Μυελοκαταστολή (που περιλαμβάνει αναιμία, λευκοπενία, πανκυττοπενία και
θρομβοκυττοπενία) έχει αναφερθεί σε άτομα που λαμβάνουν linezolid. Σε περιπτώσεις όπου η
έκβαση είναι γνωστή, όταν διεκόπη η χορήγηση της linezolid, οι αιματολογικές παράμετροι
που είχαν επηρεασθεί αυξήθηκαν ως προς τα πριν από τη θεραπεία επίπεδά τους. Ο κίνδυνος
για τις επιδράσεις αυτές φαίνεται πως σχετίζεται με τη διάρκεια της θεραπείας.
Η θρομβοκυττοπενία μπορεί να παρατηρηθεί με μεγαλύτερη συχνότητα σε ασθενείς με
σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, ανεξάρτητα από το αν υποβάλλονται ή όχι σε αιμοκάθαρση.
Επομένως, συνίσταται η στενή παρακολούθηση της αιματολογικής εικόνας σε ασθενείς με
προϋπάρχουσα αναιμία, κοκκιοκυττοπενία ή θρομβοκυττοπενία, οι οποίοι λαμβάνουν
συγχορηγούμενα φάρμακα που θα μπορούσαν να μειώσουν τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης,
τον αριθμό ή τη λειτουργικότητα των αιμοπεταλίων, σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια ή σε ασθενείς που υποβάλλοντα σε θεραπεία για διάστημα άνω των 10-14
ημερών. Συνιστάται η χορήγηση της linezolid στους ασθενείς αυτούς να γίνεται μόνον όταν
υπάρχει δυνατότητα για στενή παρακολούθηση των επιπέδων της Επιπλέον, συνιστάται η
εβδομαδιαία παρακολούθηση της πλήρους αιματολογικής εικόνας (συμπεριλαμβανομένων
των επιπέδων αιμοσφαιρίνης, αιμοπεταλίων, συνολικού αριθμού λευκοκυττάρων και
λευκοκυτταρικού τύπου) σε ασθενείς που λαμβάνουν linezolid ανεξάρτητα από την
αιματολογική τους εικόνα κατά την έναρξη της θεραπείας.
Οι ελεγχόμενες κλινικές μελέτες δεν περιλάμβαναν ασθενείς με αλλοιώσεις διαβητικού ποδιού,
κατακλίσεων ή ισχαιμικές αλλοιώσεις, σοβαρά εγκαύματα ή γάγγραινα. Επομένως, η εμπειρία
στη χρήση της linezolid στη θεραπεία των καταστάσεων αυτών είναι περιορισμένη.
Η linezolid θα πρέπει να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια και μόνον όταν το αναμενόμενο όφελος θεωρείται ότι υπερκαλύπτει το θεωρητικό
κίνδυνο (βλ. Δοσολογία και τρόπο χορήγησης).
Συνιστάται η χορήγηση της linezolid σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια μόνον όταν
το αναμενόμενο όφελος υπερκαλύπτει το θεωρητικό κίνδυνο (βλ. Δοσολογία και τρόπο
χορήγησης).
Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα έχει αναφερθεί με σχεδόν όλους τους αντιμικροβιακούς
παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης και της linezolid.
Επομένως, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η διάγνωση αυτή σε ασθενείς που εμφανίζουν
διάρροια μετά τη χορήγηση οποιουδήποτε αντιβακτηριακού παράγοντα. Σε περίπτωση
υποψίας ή αποδεδειγμένης κολίτιδας που σχετίζεται με τη χορήγηση αντιβιοτικού, μπορεί να
απαιτηθεί η διακοπή της θεραπείας με linezolid και η εφαρμογή κατάλληλων μέτρων
αντιμετώπισης.
Οι επιδράσεις της θεραπείας με linezolid στη φυσιολογική χλωρίδα δεν έχουν αξιολογηθεί σε
κλινικές μελέτες.
Η χρήση αντιβιοτικών μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων
μικροοργανισμών. Για παράδειγμα, περίπου το 3% των ασθενών που λαμβάνουν τη
συνιστώμενη δόση της linezolid εμφανίζουν σχετιζόμενη μα το φάρμακο μονιλίαση κατά τη
διάρκεια κλινικών μελετών. Σε περίπτωση που παρατηρηθεί επιμόλυνση κατά τη διάρκεια της
θεραπείας, θα πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της linezolid όταν χορηγηθεί για διαστήματα
μακρύτερα των 28 ημερών δεν έχουν αξιολογηθεί. H linezolid μειώνει με αναστρέψιμο τρόπο
τη γονιμότητα και προκάλεσε μη φυσιολογική μορφολογία σπέρματος σε ενήλικες αρουραίους
σε επίπεδα έκθεσης περίπου ίσα με εκείνα που αναμένονται στον άνθρωπο. Η πιθανή
επίδραση της linezolid στο αναπαραγωγικό σύστημα του ανδρός δεν είναι γνωστή.
2.4.2 Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες οδηγίες.
4