ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Amikacin B. Braun 2,5 mg/ml διάλυμα για έγχυση
Amikacin B. Braun 5 mg/ml διάλυμα για έγχυση
Amikacin B. Braun 10 mg/ml διάλυμα για έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
2,5 mg/ml διάλυμα για ενδοφλέβια έγχυση:
1 ml διαλύματος για έγχυση περιέχει 2,5 mg αμικασίνης, ως θειική αμικασίνη.
1 φιάλη των 100 ml περιέχει 250 mg αμικασίνης (ως θειική αμικασίνη).
5 mg/ml διάλυμα για ενδοφλέβια έγχυση:
1 ml διαλύματος για έγχυση περιέχει 5 mg αμικασίνης, ως θειική αμικασίνη.
1 φιάλη των 100 ml περιέχει 500 mg αμικασίνης (ως θειική αμικασίνη).
10 mg/ml διάλυμα για ενδοφλέβια έγχυση:
1 ml διαλύματος για έγχυση περιέχει 10 mg αμικασίνης, ως θειική αμικασίνη.
1 φιάλη των 100 ml περιέχει 1000 mg αμικασίνης (ως θειική αμικασίνη).
Έκδοχα με γνωστές δράσεις:
Κάθε 100 ml περιέχουν 15 mmol (354 mg) νάτριο.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Διάλυμα για έγχυση
Διαυγές άχρωμο υδατικό διάλυμα
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Για τη θεραπεία των παρακάτω σοβαρών λοιμώξεων που οφείλονται σε βακτήρια
ευαίσθητα στην αμικασίνη (βλέπε παράγραφο 5.1) όταν λιγότερο τοξικοί
αντιμικροβιακοί παράγοντες δεν είναι αποτελεσματικοί:
Νοσοκομειακές λοιμώξεις της κατώτερης αναπνευστικής οδού
συμπεριλαμβανομένου της βαριάς πνευμονίας,
Ενδοκοιλιακές λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένου περιτονίτιδας
Επιπλεγμένες και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού,
Λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων συμπεριλαμβανομένων
λοιμώξεων εγκαυμάτων-τραυμάτων,
Bακτηριακή ενδοκαρδίτιδα
Μετεγχειρητικές ενδοκοιλιακές λοιμώξεις,
Το Amikacin B. Braun 2,5 mg/ml, 5 mg/ml, και 10 mg/ml διάλυμα για έγχυση μπορεί
να χρησιμοποιηθεί επίσης για τη θεραπεία ασθενών με βακτηριαιμία, η οποία
1
σχετίζεται, ή είναι ύποπτη να σχετίζεται με κάποια από τις λοιμώξεις που
απαριθμούνται παραπάνω.
Το Amikacin B. Braun 2,5 mg/ml, 5 mg/ml, και 10 mg/ml διάλυμα για έγχυση
χρησιμοποιείται συνήθως σε συνδυασμό με άλλα κατάλληλα αντιβιοτικά, ώστε να
καλύπτεται το φάσμα των βακτηρίων της αντίστοιχης μόλυνσης.
Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες για την ορθολογική χρήση των
αντιβακτηριακών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Το προ της θεραπείας σωματικό βάρος του ασθενούς θα λαμβάνεται για τον
υπολογισμό της σωστής δοσολογίας.
Παρακολούθηση της συγκέντρωσης του φαρμάκου
Η κατάσταση της νεφρικής λειτουργίας θα πρέπει να εκτιμηθεί μέσω μέτρησης της
συγκέντρωσης κρεατινίνης του ορρού ή τον υπολογισμό του ενδογενούς ρυθμού
κάθαρσης κρεατινίνης. Το άζωτο ουρίας αίματος (BUN) είναι πολύ λιγότερο
αξιόπιστο για αυτόν το σκοπό. Επανεκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας θα πρέπει να
γίνεται περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Όποτε είναι δυνατό θα πρέπει να μετρούνται οι συγκεντρώσεις αμικασίνης στον
ορρό προκειμένου να διασφαλίζεται η ύπαρξη επαρκών, αλλά όχι υπερβολικών,
επιπέδων. Είναι επιθυμητό να μετριέται τόσο οι μέγιστες όσο και οι κατώτατες
συγκεντρώσεις ορρού περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις (30-90 λεπτά μετά την ένεση) πάνω από 35 mcg/mL και
οι κατώτατες συγκεντρώσεις (αμέσως πριν από την επόμενη δόση) πάνω από
10 mcg/mL θα πρέπει να αποφεύγονται.
Η δοσολογία θα πρέπει να ρυθμίζεται όπως υποδεικνύεται. Σε ασθενείς με
φυσιολογική νεφρική λειτουργία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί δοσολογία μία φορά
ημερησίως. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις σε αυτές τις περιπτώσεις ενδέχεται να
υπερβαίνουν τα 35 μικρογραμμάρια/ml.
Συνιστάται ένθερμα η παρακολούθηση των συγκεντρώσεων πλάσματος σε ασθενείς
με νεφρική δυσλειτουργία
Ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης
50 ml/λεπτό)
Δοσολογία σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία
Ενήλικες, έφηβοι και παιδιά άνω των 12 ετών (σωματικό βάρος άνω των 33 kg):
Η συνιστώμενη ενδοφλέβια δοσολογία για ενήλικες και εφήβους με φυσιολογική
νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης ≥50 ml/λεπτό) είναι 15 mg/kg σωματικού
βάρους την ημέρα, ή οποία μπορεί να χορηγηθεί ως μία μεμονωμένη ημερήσια δόση ή
διαιρεμένη σε 2 ίσες δόσεις π.χ. 7,5 mg/kg σωματικού βάρους κάθε 12 ώρες.
Η συνολική ημερήσια δόση δε θα πρέπει να ξεπερνάει τα 1,5 g. Στην ενδοκαρδίτιδα
και σε ουδετεροπενικούς ασθενείς με πυρετό, η δόση θα πρέπει να χορηγείται σε δύο
ημερήσιες δόσεις, καθότι δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα στοιχεία να υποστηρίζουν
τη δοσολογία μία φορά ημερησίως.
ΕL/1771_d210_τελικό 2
Βρέφη, νήπια και παιδιά (4 εβδομάδων έως 12 ετών):
Η συνιστώμενη ενδοφλέβια (αργή ενδοφλέβια έγχυση) δόση στα παιδιά με
φυσιολογική νεφρική λειτουργία είναι 15-20 mg/kg σωματικού βάρους/ημέρα, η
οποία μπορεί να χορηγηθεί ως 15-20 mg/kg σωματικού βάρους, μία φορά την ημέρα, ή
ως 7,5 mg/kg σωματικού βάρους κάθε 12 ώρες.
Στην ενδοκαρδίτιδα και σε ουδετεροπενικούς ασθενείς με πυρετό, η δόση θα πρέπει
να χορηγείται σε δύο ημερήσιες δόσεις, καθότι δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα
στοιχεία να υποστηρίζουν τη δοσολογία μία φορά ημερησίως.
Νεογνά:
Αρχική δόση εφόδου 10 mg/kg σωματικού βάρους ακολουθούμενη από 7,5 mg/kg
σωματικού βάρους κάθε 12 ώρες (βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.2).
Πρόωρα νεογνά:
Η συνιστώμενη δόση στα νεογνά είναι 7,5 mg/kg σωματικού βάρους κάθε 12 ώρες
(βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.2).
Όγκοι έγχυσης σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία:
Δοσολογία mg ανά kg βάρους σώματος
Βάρος σώματος
Amikacin B. Braun 2,5 mg / ml (100 ml = 250 mg)
2,5kg 5kg 10kg 12,5kg 20kg 30kg 40kg 50kg 60kg 70kg 80kg 90kg 100kg
Amikaci
n σε mg
7,5 7,50 15,0
0
30,0
0
37,50 60,00 90,00 120,0
0
150,0
0
180,0
0
210,0
0
240,0
0
270,
00
300,0
0
ml
15 15,0
0
30,0
0
60,0
0
75,00 120,0
0
180,0
0
240,0
0
300,0
0
360,0
0
420,0
0
480,0
0
540,
00
600,0
0
20 20,0
0
40,0
0
80,0
0
100,00 160,0
0
240,0
0
320,0
0
400,0
0
480,0
0
560,0
0
640,0
0
720,
00
800,0
0
Βάρος σώματος
Amikacin B. Braun 5 mg / ml (100 ml = 500 mg)
2,5kg 5kg 10k
g
12,5kg 20kg 30kg 40kg 50kg 60kg 70kg 80kg 90kg 100k
g
Amikaci
n σε mg
7,5 3,75 7,50 15,0
0
18,75 30,00 45,00 60,00 75,0
0
90,00 105,0
0
120,0
0
135,
00
150,0
0
ml
15 7,50 15,00 30,0
0
37,50 60,00 90,00 120,0
0
150,
00
180,0
0
210,0
0
240,0
0
270,
00
300,0
0
20 10,00 20,00 40,0
0
50,00 80,00 120,0
0
160,0
0
200,
00
240,0
0
280,0
0
320,0
0
360,
00
400,0
0
Βάρος σώματος
Amikacin B. Braun 10 mg / ml (100 ml = 1.000 mg)
2,5k
g
5kg 10k
g
12,5kg 20kg 30kg 40kg 50kg 60kg 70kg 80kg 90kg 100k
g
Amikaci
n σε mg
7,5 1,88 3,75 7,5
0
9,38 15,00 22,50 30,00 37,50 45,00 52,50 60,00 67,5
0
75,00 ml
15 3,75 7,50 15,0
0
18,75 30,00 45,00 60,00 75,00 90,00 105,0
0
120,0
0
135,
00
150,0
0
20 5,00 10,00 20,0
0
25,00 40,00 60,00 80,00 100,0
0
120,0
0
140,0
0
160,0
0
180,
00
200,0
0
Η ακρίβεια της δοσολογίας βελτιώνεται όταν το Amikacin B. Braun 2,5 mg/ml,
5 mg/ml, και 10 mg/ml διάλυμα για έγχυση χορηγείται με μία αντλία έγχυσης.
Είναι μία έτοιμη προς χρήση σύνθεση, η οποία δεν πρέπει να αραιωθεί πριν από τη
χορήγηση και η οποία προορίζεται για μία μόνο χρήση.
ΕL/1771_d210_τελικό 2
Για να αποφευχθεί η υπερδοσολογία, ιδιαίτερα στα παιδιά, θα πρέπει να επιλέγεται η
καταλληλότερη διαθέσιμη περιεκτικότητα.
Μέγιστη ημερήσια δόση:
Η συνολική ημερήσια δόση μέσω όλων των οδών χορήγησης δεν θα πρέπει να
υπερβαίνει τα 15-20 mg/kg σωματικού βάρους/ημέρα
Λόγω της ανάγκης για προσαρμογές της δόσης, δε συνιστάται η χορήγηση της
αμικασίνης μία φορά ημερησίως σε ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό
σύστημα, νεφρική ανεπάρκεια, κυστική ίνωση, ασκίτη, ασθενείς με εκτεταμένα
εγκαύματα (πάνω από 20% του δέρματος), ηλικιωμένοι ασθενείς, και στην
εγκυμοσύνη.
Διάρκεια της θεραπείας
Η συνολική διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να περιορίζεται σε 7 με 10 ημέρες,
ανάλογα με τη βαρύτητα της λοίμωξης. Σε βαριές και επιπλεγμένες λοιμώξεις, όπου
η θεραπεία με αμικασίνη υπερβαίνει τις 10 ημέρες, θα πρέπει να επανεξετάζεται η
καταλληλότητα της θεραπείας με αμικασίνη, καθότι η πιθανή συνέχιση της
θεραπείας απαιτεί πέραν της παρακολούθησης των επιπέδων αμικασίνης του ορρού
και την παρακολούθηση της νεφρικής, ακουστικής και της αιθουσαίας λειτουργίας.
Ασθενείς με λοιμώξεις οι οποίες οφείλονται σε ευαίσθητα μικρόβια θα πρέπει να
ανταποκριθούν στη θεραπεία εντός 24 έως 48 ωρών με το συνιστώμενο δοσολογικό
σχήμα. Σε περίπτωση που δεν φανεί σαφής κλινική ανταπόκριση εντός τριών έως
πέντε ημερών, θα πρέπει η θεραπεία να διακόπτεται και να επανελέγχεται το
πρότυπο ευαισθησίας σε αντιβιοτικά του οργανισμού που εισβάλλει. Η αποτυχία
ανταπόκρισης της λοίμωξης πιθανώς να οφείλεται σε αντίσταση του οργανισμού ή
την παρουσία σηπτικών εστιών που απαιτούν χειρουργική παροχέτευση.
Ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης
< 50 ml/λεπτό)
Δοσολογία σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία
Να σημειωθεί:
Η χορήγηση αμικασίνης μία φορά την ημέρα δε συνιστάται σε
ασθενείς με νεφρικές διαταραχές (κάθαρση κρεατινίνης < 50 ml/min) καθώς αυτοί οι
ασθενείς θα έχουν παρατεταμένη έκθεση σε υψηλές κατώτατες συγκεντρώσεις.
Βλέπε παρακάτω ρυθμίσεις δοσολογίας σε ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική
λειτουργία.
Για ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία οι οποίοι λαμβάνουν τη συνήθη
δοσολογία δύο ή τρεις φορές ημερησίως, όποτε είναι δυνατόν, οι συγκεντρώσεις
αμικασίνης στον ορρό θα πρέπει να παρακολουθούνται μέσω κατάλληλων
διαδικασιών δοκιμασιών. Οι δόσεις θα πρέπει να ρυθμίζονται σε ασθενείς με
διαταραγμένη νεφρική λειτουργία είτε μέσω χορήγησης φυσιολογικών δόσεων σε
παρατεταμένα χρονικά διαστήματα ή μέσω χορήγησης μειωμένων δόσεων σε τακτά
χρονικά διαστήματα, προκειμένου να αποφευχθεί συσσώρευση αμικασίνης.
Και οι δύο μέθοδοι βασίζονται στην κάθαρση κρεατινίνης του ασθενούς ή τις τιμές
κρεατινίνης στον ορρό καθώς αυτές έχει βρεθεί ότι συσχετίζονται με τους χρόνους
ημιζωής των αμινογλυκοσιδών σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία. Αυτά τα
δοσολογικά σχήματα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με προσεκτικές
κλινικές και εργαστηριακές παρατηρήσεις του ασθενούς και θα πρέπει να
τροποποιούνται όπως απαιτείται, συμπεριλαμβάνοντας τροποποίηση όταν
πραγματοποιείται αιμοκάθαρση.
ΕL/1771_d210_τελικό 2
Παράταση του δοσολογικού μεσοδιαστήματος με φυσιολογικές δόσεις
Εάν ο ρυθμός κάθαρσης της κρεατινίνης δεν είναι διαθέσιμος και η κατάσταση του
ασθενούς είναι σταθερή, το δοσολογικό μεσοδιάστημα σε ώρες για τη φυσιολογική
μεμονωμένη δόση (δηλ. εκείνη που θα δίνεται σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική
λειτουργία δύο φορές ημερησίως, 7,5 mg/kg) υπολογίζεται ως 9 φορές το επίπεδο
κρεατινίνης του ορρού. Εάν για παράδειγμα η κάθαρση κρεατινίνης είναι
2 mg/100 ml, τότε η συνιστώμενη εξατομικευμένη μεμονωμένη δόση (7,5 mg/kg
βάρος σώματος) πρέπει να χορηγείται κάθε 2 x 9 = 18 ώρες.
Μείωση δόσης με φυσιολογικά δοσολογικά μεσοδιαστήματα
Εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμοι προσδιορισμοί δοκιμασιών ορρού, και η κατάσταση
του ασθενούς είναι σταθερή, οι τιμές κρεατινίνης ορρού και κάθαρσης της
κρεατινίνης είναι οι πιο άμεσα διαθέσιμοι δείκτες του βαθμού νεφρικής
δυσλειτουργίας για να χρησιμοποιηθούν ως οδηγός για τη δοσολογία.
Για ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και γνωστή κάθαρση κρεατινίνης, η
δόση εφόδου είναι αμικασίνη 7,5 mg/kg σωματικού βάρους. Η δόση συντήρησης
χορηγούμενη σε διαστήματα 12 ωρών θα πρέπει να μειώνεται αναλογικά με τη
μείωση στο ρυθμό κάθαρσης της κρεατινίνης του ασθενούς και υπολογίζεται με τον
τύπο:
κάθαρση κρεατινίνης
τρέχουσα
[ml/λεπτό]
μειωμένη δόση αμικασίνης = x
υπολογισμένη δόση [mg] κάθαρση
κρεατινίνης
φυσιολογική
[ml/λεπτό] εφόδου αμικασίνης
Οι τιμές που παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα θα πρέπει να θεωρούνται
κατευθυντήριες:
Κάθαρση
κρεατινίν
ης Ημερήσια δόση αμικασίνης
Δόση αμικασίνης ανά 12
ώρες για έναν ασθενή
70 kg βάρος σώματος
[ml/min]
[mg/kg βάρος σώματος ανά
ημέρα]
[mg]
70 80 7,6 8 266 280
60 69 6,4 7,6 224 266
50 59 5,4 6,4 186 224
40 49 4,2 5,4 147 186
30 39 3,2 4,2 112 147
20 29 2,1 3,1 77 112
15 19 1,6 2,0 56 77
Τα παραπάνω σχήματα δοσολογίας δεν προορίζονται να αποτελούν αυστηρές
συστάσεις, αλλά παρέχονται ως οδηγοί για τη δοσολογία όταν η μέτρηση των
επιπέδων αμικασίνης στον ορρό δεν είναι εφικτή.
Ένας εναλλακτικός γενικός οδηγός για τον καθορισμό μειωμένης δοσολογίας σε
μεσοδιαστήματα δώδεκα ωρών (για ασθενείς των οποίων οι τιμές κρεατινίνης ορρού
σε σταθερή κατάσταση είναι γνωστές) είναι να διαιρεθεί η φυσιολογικά
συνιστώμενη δόση με την κρεατινίνη ορρού του ασθενούς.
Ασθενείς οι οποίοι υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση
Η αιμοκάθαρση καθαρίζει εύκολα το αίμα από την αμικασίνη, με 90% της δόσης να
αποβάλλεται εντός 4 ωρών.
Σε ασθενή με ανουρία, χορηγείται μια κανονική αρχική δόση (7,5 mg/kg). Οι επόμενες
ΕL/1771_d210_τελικό 2
δόσεις, χορηγούμενες μετά την αιμοκάθαρση, θα είναι περίπου 2,5 έως 3,75 mg/kg.
Η παρακολούθηση των επιπέδων στον ορρό είναι απαραίτητη.
Ασθενείς οι οποίοι υποβάλλονται σε περιτοναϊκή κάθαρση
Είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματική, με 30% μιας χορηγηθείσας δόσης να μπορεί να
εξαχθεί σε 12 ώρες.
Δοσολογία μία φορά ημερησίως
Σε κλινικές καταστάσεις με αυξημένο όγκο κατανομής, η πρώτη δόση, η δόση
εφόδου, θα είναι μεταξύ 20 και 30 mg/kg και χρειάζεται στη συνέχεια να
προσαρμοστεί σύμφωνα με την C
max
.
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να χρειάζονται χαμηλότερες δόσεις συντήρησης απ’
ότι οι νεότεροι ενήλικες, ώστε να επιτευχθούν θεραπευτικές συγκεντρώσεις στο
πλάσμα.
Παχύσαρκοι ασθενείς
Η αμικασίνη διαχέεται ελάχιστα στο λιπώδη ιστό. Η κατάλληλη δόση μπορεί να
υπολογιστεί χρησιμοποιώντας το εκτιμούμενο ιδανικό βάρος σώματος του ασθενή,
συν 40 % του επιπλέον βάρους, ως το βάρος με το οποίο υπολογίζονται τα mg/kg
Δεν πρέπει να υπερβαίνεται η μέγιστη δόση των 1,5 g ανά ημέρα.
Για παχύσαρκους ασθενείς, συνιστάται ο υπολογισμός της δόσης με βάση το ξηρό
βάρος.
Τύπος για τον υπολογισμό του βάρους ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον
προσδιορισμό της δοσολογίας σε παχύσαρκους ασθενείς (P1):
P1 = PI + (PA - PI) x 0,4
PI = ιδανικό βάρος
PA = τρέχον βάρος
Ασθενείς με ασκίτη
Υψηλότερες δόσεις πρέπει να χορηγούνται για να επιτευχθούν επαρκείς
συγκεντρώσεις ορρού εν όψει της σχετικά μεγαλύτερης κατανομής στο τμήμα του
εξωκυττάριου υγρού.
Τρόπος χορήγησης
Ενδοφλέβια χρήση.
Το προτιμώμενο χρονικό διάστημα για μια έγχυση σε ενήλικες είναι 30 λεπτά αλλά
ενδέχεται να διαρκέσει έως 60 λεπτά.
Σε παιδιατρικούς ασθενείς, το διάλυμα θα πρέπει φυσιολογικά να εγχέεται επί 30 ή
60 λεπτά. Τα βρέφη θα πρέπει να λαμβάνουν έγχυση διάρκειας 1 έως 2 ωρών.
4.3 Αντενδείξεις
-
Υπερευαισθησία στην αμικασίνη ή σε άλλες αμινογλυκοσίδες ή σε κάποιο από
τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
- Με ιστορικό υπερευαισθησίας ή σοβαρών τοξικών αντιδράσεων σε
αμινογλυκοσίδες ενδέχεται να αντενδείκνυται η χρήση οποιασδήποτε
αμινογλυκοσίδης εξαιτίας των γνωστών διασταυρούμενων ευαισθησιών των
ασθενών σε φάρμακα αυτής της κατηγορίας.
ΕL/1771_d210_τελικό 2
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Απαιτείται προσοχή κατά τη χορήγηση σε ασθενείς με:
νεφρική βλάβη
ακουστική ή αιθουσαία διαταραχή
νευρομυϊκές διαταραχές (π.χ. μυασθένεια gravis, παρκινσονισμός ως μυϊκή
αδυναμία ενδέχεται να επιδεινωθούν εξαιτίας της ενδεχόμενης επίδρασης
τύπου κουραρίου που έχουν οι αμινογλυκοσίδες στη νευρομυϊκή σύναψη),
και
σε εκείνους που έχουν λάβει θεραπεία με άλλες αμινογλυκοσίδες άμεσα πριν
από την αμικασίνη.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με παρεντερικές αμινογλυκοσίδες θα πρέπει να
βρίσκονται υπό στενή κλινική παρακολούθηση εξαιτίας της ενδεχόμενης
ωτοτοξικότητας και νεφροτοξικότητας που σχετίζεται με τη χρήση τους.
Οι τοξικές επιδράσεις των αμινογλυκοσίδων, συμπεριλαμβανομένου της
αμικασίνης, είναι συχνότερες σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, εάν
χορηγούνται υψηλές δόσεις, και εάν η διάρκεια της θεραπείας είναι
παρατεταμένη.
Δεν έχει επιβεβαιωθεί η ασφάλεια της θεραπείας για περιόδους άνω των 14 ημερών.
Άλλοι παράγοντες οι οποίοι αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης τοξικότητας από τις
αμινογλυκοσίδες είναι η προχωρημένη ηλικία και η αφυδάτωση.
Νευρο/ωτοτοξικότητα
Νευροτοξικότητα, που εκδηλώνεται ως αιθουσαία ή/και αμφοτερόπλευρη ακουστική
ωτοτοξικότητα, μπορεί να παρουσιαστεί σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με
αμινογλυκοσίδες. Ο κίνδυνος ωτοτοξικότητας που προκαλείται από τις
αμινογλυκοσίδες είναι μεγαλύτερος σε ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική
λειτουργία, ή σε εκείνους των οποίων η αγωγή παρατείνεται επί 5-7 ημέρες
θεραπείας, ακόμα και σε υγιείς ασθενείς.
Κώφωση υψηλής συχνότητας συνήθως παρουσιάζεται πρώτα και μπορεί να
ανιχνευτεί μόνο μέσω ακοομετρικής εξέτασης. Ίλιγγος ενδέχεται να παρουσιαστεί
και μπορεί να αποτελεί απόδειξη αιθουσαίας κάκωσης. Άλλες εκδηλώσεις
νευροτοξικότητας ενδέχεται να περιλαμβάνουν αιμωδία, μυρμηκίαση στο δέρμα,
μυϊκές συσπάσεις και σπασμούς.
Οι ασθενείς που αναπτύσσουν κοχλιακή ή αιθουσαία βλάβη ενδέχεται να μην έχουν
συμπτώματα κατά τη διάρκεια της θεραπείας που να τους προειδοποιούν για την
ανάπτυξη τοξικότητας του όγδοου νεύρου, και ολική ή μερική μη αναστρέψιμη
αμφοτερόπλευρη κώφωση ή αναπηριογόνος ίλιγγος ενδέχεται να παρουσιαστούν
αφότου έχει διακοπεί η χορήγηση του φαρμάκου. Βλ. επίσης παράγραφο 4.8.
Η ωτοτοξικότητα που προκαλείται από τις αμινογλυκοσίδες είναι συνήθως μη
αναστρέψιμη.
Νευρομυϊκή τοξικότητα
Νευρομυϊκός αποκλεισμός και αναπνευστική παράλυση έχουν αναφερθεί έπειτα από
παρεντερική ένεση, τοπική ενστάλαξη (όπως σε ορθοπεδική και κοιλιακή καταιόνηση
ή σε τοπική θεραπεία εμπυήματος), και έπειτα από στόματος χρήση
αμινογλυκοσιδών.
Η πιθανότητα αναπνευστικής παράλυσης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη εάν οι
αμινογλυκοσίδες χορηγούνται μέσω οποιασδήποτε οδού, ιδιαίτερα σε ασθενείς που
λαμβάνουν φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία ασκούν ταυτόχρονα νευρομυϊκούς
αποκλεισμούς. Βλ. επίσης παράγραφο 4.5.
Εάν παρουσιαστεί νευρομυϊκός αποκλεισμός, τα άλατα ασβεστίου ενδέχεται να
αναστρέψουν την αναπνευστική παράλυση, αλλά ενδέχεται να απαιτείται μηχανική
ΕL/1771_d210_τελικό 2
αναπνευστική υποστήριξη. Ο νευρομυϊκός αποκλεισμός και η μυϊκή παράλυση έχουν
καταδειχθεί σε εργαστηριακά ζώα στα οποία δόθηκαν υψηλές δόσεις αμικασίνης.
Νεφρική τοξικότητα
Οι αμινογλυκοσίδες είναι δυνητικά νεφροτοξικές. Η νεφρική τοξικότητα είναι
ανεξάρτητη από τη συγκέντρωση στο πλάσμα που λαμβάνεται στο μέγιστο επίπεδο
(Cmax). Ο κίνδυνος νεφροτοξικότητας είναι μεγαλύτερος σε ασθενείς με
διαταραγμένη νεφρική λειτουργία, και σε εκείνους οι οποίοι λαμβάνουν υψηλές
δόσεις, ή σε εκείνους των οποίων η θεραπεία είναι παρατεταμένη.
Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι καλά ενυδατωμένοι κατά τη διάρκεια της θεραπείας
και η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να αξιολογείται με τις συνήθεις μεθόδους προτού
ξεκινήσει η θεραπεία και καθημερινά κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Βλέπε
παράγραφο 4.2.
Οι ημερήσιες δόσεις θα πρέπει να μειώνονται ή/και το διάστημα μεταξύ των δόσεων
να επεκτείνεται σε περίπτωση εμφάνισης σημείων νεφρικής δυσλειτουργίας, όπως:
κυλινδρουρία, η εμφάνιση λευκών αιμοσφαιρίων ή ερυθρών αιμοσφαιρίων,
λευκωματουρία, μείωση της κάθαρσης κρεατινίνης, μειωμένο ειδικό βάρος ούρων,
υπεραζωταιμία, αυξημένο BUN, αύξηση της κρεατινίνης ορρού και ολιγουρία. Η
θεραπεία πρέπει να διακόπτεται σε περίπτωση αύξησης της αζωταιμίας ή εάν ο
όγκος των ούρων μειώνεται βαθμιαία.
Παρακολούθηση του ασθενούς
Η νεφρική λειτουργία και η λειτουργία του όγδοου κρανιακού νεύρου θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά ιδιαίτερα σε ασθενείς με γνωστή ή πιθανολογούμενη
νεφρική δυσλειτουργία κατά την έναρξη της θεραπείας, καθώς επίσης και σε
εκείνους των οποίων η νεφρική λειτουργία είναι αρχικά φυσιολογική αλλά
αναπτύσσουν σημεία νεφρικής δυσλειτουργίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Οι
συγκεντρώσεις αμικασίνης στον ορρό θα πρέπει να παρακολουθούνται όταν είναι
εφικτό προκειμένου να διασφαλίζονται επαρκή επίπεδα και να αποφεύγονται
δυνητικά τοξικά επίπεδα. Τα ούρα θα πρέπει να εξετάζονται για μειωμένο ειδικό
βάρος, αυξημένη απέκκριση πρωτεϊνών, και για την παρουσία κυττάρων ή
κυλίνδρων. Το άζωτο ουρίας αίματος, η κρεατινίνη ορρού, ή η κάθαρση κρεατινίνης
θα πρέπει να μετρούνται περιοδικά. Διαδοχικά ακουγράμματα θα πρέπει να
λαμβάνονται όταν είναι εφικτό σε ασθενείς οι οποίοι είναι σε ηλικία που να
επιτρέπει την εξέτασή τους, ιδιαίτερα σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Αποδείξεις
ωτοτοξικότητας (ζάλη, ίλιγγος, εμβοές, βούισμα στα αυτιά, και απώλεια της ακοής)
ή νεφροτοξικότητας απαιτούν διακοπή του φαρμάκου ή ρύθμιση της δοσολογίας.
Βλέπε παράγραφο 4.8.
Η θεραπεία με αμικασίνη θα πρέπει να διακόπτεται εάν εξελιχθεί εμβοή ή
υποκειμενική απώλεια ακοής ή εάν τα ακουογράμματα παρακολούθησης εμφανίσουν
σημαντική απώλεια της απάντησης υψηλών συχνοτήτων.
Όπως με άλλα αντιβιοτικά, η χρήση αμικασίνης ενδέχεται να καταλήξει σε
υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων οργανισμών. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να
εφαρμόζεται κατάλληλη θεραπεία. Οι αμινογλυκοσίδες οι οποίες εφαρμόζονται
τοπικά ως μέρος της χειρουργικής διαδικασίας, απορροφούνται σύντομα και σχεδόν
πλήρως (με εξαίρεση την ουροδόχο κύστη). Σε σχέση με την πλύση του χειρουργικού
πεδίου χρησιμοποιώντας παρασκευάσματα αμινογλυκοσίδης (ανεξάρτητα από την
έκταση) έχουν αναφερθεί εξέλιξη μη αναστρέψιμης κώφωσης, νεφρική ανεπάρκεια
και θάνατος λόγω νευρομυϊκού αποκλεισμού.
Έμφρακτο ωχράς κηλίδας που ορισμένες φορές οδηγεί σε μόνιμη απώλεια της
όρασης έχει αναφερθεί έπειτα από ενδοϋαλώδη χορήγηση (ένεση μέσα στο μάτι)
αμικασίνης.
Ηλικιωμένοι ασθενείς
ΕL/1771_d210_τελικό 2
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς ενδέχεται να έχουν μειωμένη νεφρική λειτουργία η οποία
ενδέχεται να μην είναι εμφανής στους προσυµπτωµατικούς ελέγχους ρουτίνας όπως
το BUN ή η κρεατινίνη ορρού. Ένας προσδιορισμός κάθαρσης κρεατινίνης πιθανώς
να είναι πιο χρήσιμος. Η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας σε ηλικιωμένους
ασθενείς κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αμινογλυκοσίδες είναι ιδιαίτερα
σημαντική.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Οι αμινογλυκοσίδες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε πρόωρα νεογνά
και σε νεογνά λόγω της νεφρικής ανωριμότητας αυτών των ασθενών και την
παράταση του χρόνου ημιζωής στο πλάσμα αυτών των φαρμάκων που προκύπτει από
αυτό.
Ειδικές προειδοποιήσεις/προφυλάξεις σχετικά με τα έκδοχα
Το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει 15 mmol (ή 354 mg) νάτριο ανά 100 ml. Αυτό
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από ασθενείς οι οποίοι ακολουθούν δίαιτα ελεγχόμενη
για νάτριο.
Παρέμβαση στις εργαστηριακές εξετάσεις
Οι δοκιμασίες κρεατινίνης ορρού ενδέχεται να καταλήξουν σε λανθασμένα υψηλές
τιμές όταν χορηγούνται κεφαλοσπορίνες ταυτοχρόνως.
Η αμοιβαία αδρανοποίηση της αμικασίνης και αντιβιοτικών της β-λακτάμης
ενδέχεται να συνεχίζεται σε δείγματα (π.χ. ορρό, εγκεφαλονωτιαίο υγρό κλπ.) που
έχουν ληφθεί για τη δοκιμασία αμινογλυκοσιδών οδηγώντας επομένως σε
λανθασμένα αποτελέσματα. Επομένως, τα δείγματα θα πρέπει είτε να αναλύονται
αμέσως μετά τη λήψη τους ή θα πρέπει να ψύχονται ή το αντιβιοτικό της β-λακτάμης
θα πρέπει να αδρανοποιείται μέσω προσθήκης β-λακταμάσης. Η αδρανοποίηση της
αμινογλυκοσίδης είναι κλινικά σημαντική μόνο σε ασθενείς με σοβαρά
διαταραγμένη νεφρική λειτουργία.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Αντιβιοτικά φάρμακα της β-λακτάμης
Μείωση στη δραστικότητα του ορού ενδέχεται να παρουσιαστεί όταν η
αμινογλυκοσίδη ή κάποιο φάρμακο τύπου πενικιλίνης χορηγούνται ταυτοχρόνως με
αμικασίνη in vivo μέσω ξεχωριστών οδών χορήγησης.
Άλλες νευροτοξικές, ωτοτοξικές ή νεφροτοξικές ουσίες
Η ταυτόχρονη ή διαδοχική χορήγηση, τόσο συστηματική όσο και τοπική, άλλων
νευροτοξικών, ωτοτοξικών ή νεφροτοξικών ουσιών θα πρέπει να αποφεύγεται εν
όψει της πιθανότητας εμφάνισης αθροιστικών φαινομένων.
Η τοξικότητα της αμικασίνης μπορεί να αυξηθεί από τις παρακάτω νευρο- ή/και ωτο-
ή/και νεφροτοξικές ουσίες:
Άλλες παρεντερικές αμινογλυκοσίδες (π.χ. καναμυκίνη, παρομομυκίνη)
Άλλα αντιλοιμώδη (χημειοθεραπευτικά) φάρμακα π.χ.
βακιτρακίνη,
αμφοτερικίνη Β,
κεφαλοσπορίνες (π.χ. κεφαλοριδίνη),
βανκομυκίνη,
πολυμυξίνες (πολυμυξίνη Β, κολιστίνη)
βιοµυκίνη
Κυτταροστατικά που περιέχουν πλατίνη:
καρβοπλατίνη (σε υψηλές δόσεις), σισπλατίνη, οξαλιπλατίνη (ιδιαίτερα σε
ΕL/1771_d210_τελικό 2
περιπτώσεις προϋπάρχουσας νεφρικής ανεπάρκειας)
Ανοσοκατασταλτικά:
κυκλοσπορίνη,
τακρολίμους
Διουρητικά με ταχεία δράση π.χ.
φουροσεμίδη
αιθακρινικό οξύ (ενδεχόμενη εγγενής ωτοτοξικότητα, συμπληρωματική
τοξικότητα αμινογλυκοσιδών που ενδέχεται να είναι αυξημένη λόγω της
επίδρασης αφυδάτωσης των διουρητικών και ενισχυμένη συγκέντρωση
αμινογλυκοσιδών στον ορρό και σε ιστούς)
Αμικασίνη / αναισθησία με μεθοξυφλουράνιο
Οι αμινογλυκοσίδες ενδέχεται να αυξήσουν τη βλαπτική επίδραση του
μεθοξυφλουρανίου στους νεφρούς. Όταν χρησιμοποιείται ταυτοχρόνως, είναι
πιθανή η εμφάνιση εξαιρετικά βαριών νευροπαθειών.
Σε περίπτωση που η αμικασίνη συνδυάζεται με ένα δυνητικά νεφρο- ή ωτοτοξικό
σκεύασμα, η ικανότητα ακοής και η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθούνται
πολύ στενά. Σε περίπτωση ταυτόχρονης χρήσης με ένα διουρητικό με ταχεία δράση,
θα πρέπει να παρακολουθείται η κατάσταση ενυδάτωσης του ασθενή.
Αμικασίνη/ μυοχαλαρωτικά και άλλες ουσίες με νευρομυϊκές επιδράσεις
Κατά την ταυτόχρονη θεραπεία με αμικασίνη και:
παράγοντες νευρομυϊκού αποκλεισμού (π.χ. σουκινυλοχολίνη, δεκαμεθόνιο,
ατρακούριο, ροκουρόνιο, βεκουρόνιο),
μεγάλες ποσότητες αίματος με κιτρικό άλας ή
αναισθητικά,
πρέπει να αναμένεται ότι θα αυξηθεί ο νευρομυϊκός αποκλεισμός, ο οποίος
ασκείται από αυτά τα φάρμακα και ενδέχεται να οδηγήσει σε αναπνευστική
παράλυση.
Σε περίπτωση χειρουργείου ο αναισθησιολόγος θα πρέπει να πληροφορηθεί ότι
έχει χορηγηθεί αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
Η ένεση αλάτων ασβεστίου είναι δυνατό να αναστρέψουν το νευρομυϊκό
αποκλεισμό που οφείλεται στις αμινογλυκοσίδες (βλέπε παράγραφο 4.9).
Ινδομεθακίνη
Η ινδομεθακίνη είναι δυνατό να αυξήσει τη συγκέντρωση της αμικασίνης στο
πλάσμα, στα νεογνά.
Διφωσφωνικά
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υπασβεστιαιμίας όταν χορηγούνται αμινογλυκοσίδες με
διφωσφωνικά.
ΕL/1771_d210_τελικό 2
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Υπάρχει περιορισμένη ποσότητα στοιχείων από τη χρήση αμινογλυκοσίδων σε έγκυες
γυναίκες. Οι αμινογλυκοσίδες είναι δυνατό να προκαλέσουν βλάβη στο έμβρυο. Οι
αμινογλυκοσίδες διαπερνούν τον πλακούντα και υπάρχουν αναφορές πλήρους, μη
αναστρέψιμης, αμφοτερόπλευρης εκ γενετής κώφωσης σε παιδιά των οποίων οι
μητέρες έλαβαν στρεπτομυκίνη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αν και, δεν
αναφέρθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες στο έμβρυο ή σε νεογέννητα εγκύων γυναικών
οι οποίες έλαβαν θεραπεία με άλλες αμινογλυκοσίδες, η πιθανότητα βλάβης
δυνητικά υπάρχει. Εάν χρησιμοποιηθεί η αμικασίνη κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης ή εάν η ασθενής μείνει έγκυος κατά τη διάρκεια λήψης αυτού του
φαρμάκου, η ασθενής θα πρέπει να πληροφορείται σχετικά με τον ενδεχόμενο
κίνδυνο του εμβρύου.
Το Amikacin B. Braun 2,5 mg/ml, 5 mg/ml, και 10 mg/ml διάλυμα για έγχυση δε θα
πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης, εκτός αν η κλινική
κατάσταση της γυναίκας απαιτεί τη θεραπεία με αμικασίνη. Εάν η θεραπεία κριθεί
απαραίτητη αυτό θα πρέπει να συμβεί μόνο υπό ιατρική επίβλεψη (βλέπε παράγραφο
4.4).
Θηλασμός
Είναι άγνωστο εάν η αμικασίνη/μεταβολίτες εκκρίνονται στο ανθρώπινο μητρικό
γάλα. Πρέπει να λαμβάνεται απόφαση για διακοπή του μητρικού θηλασμού ή για
διακοπή/αποχή από τη θεραπεία με Amikacin B. Braun 2,5 mg/ml, 5 mg/ml, και 10
mg/ml διάλυμα για έγχυση, αξιολογώντας το όφελος του μητρικού θηλασμού για το
παιδί και το όφελος της θεραπείας για τη γυναίκα.
Γονιμότητα
Σε μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας σε ποντίκια και αρουραίους, δεν
αναφέρθηκαν επιδράσεις στη γονιμότητα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Σε περίπτωση χορήγησης σε εξωτερικούς ασθενείς, πρέπει να δίδεται προσοχή κατά
την οδήγηση και το χειρισμό μηχανημάτων λόγω των πιθανών ανεπιθύμητων
ενεργειών όπως διαταραχές της ισορροπίας (βλ. Παράγραφο 4.8) καθώς αυτές
ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Όλες οι αμινογλυκοσίδες έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν ωτοτοξικότητα,
νεφρική τοξικότητα και νευρομυϊκό αποκλεισμό. Αυτές οι τοξικότητες
παρουσιάζονται πιο συχνά σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία, σε ασθενείς που
έλαβαν θεραπεία με άλλα ωτοτοξικά ή νεφροτοξικά φάρμακα και σε ασθενείς που
έλαβαν θεραπεία για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα ή/και με υψηλότερες δόσεις
από τις συνιστώμενες (βλ. Παράγραφο 4.4).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που θεωρήθηκαν τουλάχιστον πιθανώς σχετιζόμενες με
τη θεραπεία, απαριθμούνται παρακάτω ανά κατηγορία οργανικού συστήματος και
απόλυτη συχνότητα.
Πολύ συχνές 1/10 από ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
Συχνές 1/100 έως <1/10 από ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
Όχι συχνές 1/1.000 έως <1/100 από ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
ΕL/1771_d210_τελικό 2
Σπάνιες 1/10.000 έως <1/1.000 από ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
Πολύ σπάνιες <1/10.000 από ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
Μη γνωστές Η συχνότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα
Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με ειδικές ανεπιθύμητες ενέργειες με δείκτη
«α»
ή
«β»
βλέπε παράγραφο 4.8.
ΕL/1771_d210_τελικό 2
Λοιμώξεις και μολύνσεις:
Όχι
συχνές:
Επιμόλυνση ή αποικισμός με ανθεκτικά βακτήρια ή ζυμομύκητες
α
Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος:
Σπάνιες: Αναιμία, ηωσηνοφιλία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Μη
γνωστές:
Αναφυλακτικές αντιδράσεις (αναφυλακτικές αντιδράσεις,
αναφυλακτικό σοκ, αναφυλακτοειδής αντίδραση), εκδηλώσεις
υπερευαισθησίας, βλέπε επίσης παραγράφους
«Διαταραχές του
δέρματος και του υποδόριου ιστού»
και
«Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού χορήγησης»
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Σπάνιες: Υπομαγνησιαιμία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Όχι
συχνές:
Ζάλη
α
, ίλιγγος
α
Σπάνιες: Κεφαλαλγία, παραισθησία
α
, τρόμος
α
, διαταραχή ισορροπίας
α
Μη
γνωστές:
Παράλυση
α
Οφθαλμικές διαταραχές:
Σπάνιες: Τύφλωση
β
, Έμφρακτο του αμφιβληστροειδούς
β
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου:
Σπάνιες: Εμβοή
a
, υποακοΐα
α
Μη
γνωστές:
Κώφωση
α
, νευροαισθητήρια κώφωση
α
Αγγειακές διαταραχές:
Σπάνιες: Υπόταση
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωρακίου:
Μη
γνωστές:
Άπνοια, βρογχόσπασμος
Πολύ
σπάνιες:
Αναπνευστική παράλυση (μεμονωμένες περιπτώσεις)
Γαστρεντερικές διαταραχές:
Όχι
συχνές:
Nαυτία, έμετος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Όχι
συχνές:
Εξάνθημα
Σπάνιες: Κνησμός, κνίδωση
Μυοσκελετικές διαταραχές και διαταραχές του συνδετικού ιστού:
Σπάνιες: Αρθραλγία, μυϊκές συσπάσεις
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Όχι
συχνές:
Βλάβη των νεφρικών σωληναρίων
Μη
γνωστές:
Οξεία νεφρική ανεπάρκεια, τοξική νεφροπάθεια, κύτταρα στα
ούρα
α
Σπάνιες: Ολιγουρία
α
, αυξημένη κρεατινίνη αίματος
α
, λευκωματινουρία
α
,
αζωθαιμία
α
, ερυθρά αιμοσφαίρια στα ούρα
α
, λευκά αιμοσφαίρια
στα ούρα
α
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις στο σημείο χορήγησης:
Σπάνιες: Πυρεξία
Πληροφορίες σχετικά με ιδιαίτερες ανεπιθύμητες ενέργειες
a
Βλέπε παράγραφο 4.4
ΕL/1771_d210_τελικό 2
β
Η αμικασίνη δεν είναι μορφοποιημένη για ενδοϋαλώδη ένεση. Τύφλωση και
έμφρακτο του αμφιβληστροειδούς έχουν αναφερθεί έπειτα από ενδοϋαλώδη χορήγηση
(ένεση μέσα στο μάτι) αμικασίνης.
Οι αλλαγές στη νεφρική λειτουργία είναι συνήθως αναστρέψιμες όταν το φάρμακο
διακόπτεται. Οι τοξικές επιδράσεις στο όγδοο κρανιακό νεύρο μπορούν να
καταλήξουν σε απώλεια της ακοής, απώλεια της ισορροπίας, ή και στα δύο. Η
αμικασίνη επηρεάζει κυρίως την ακουστική λειτουργία. Η κοχλιακή βλάβη
περιλαμβάνει κώφωση υψηλής συχνότητας και συνήθως παρουσιάζεται προτού
μπορέσει να ανιχνευτεί η κλινική απώλεια της ακοής μέσω ακοομετρικής εξέτασης
(βλ. Παράγραφο 4.4).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος.
Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να
αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του
εθνικού συστήματος αναφοράς: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284,
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: +30 213 2040380/337, Φαξ: +30 210 6549585,
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
Μέσω της αναφοράς ανεπιθύμητων ενεργειών μπορείτε να βοηθήσετε στη συλλογή
περισσότερων πληροφοριών σχετικά με την ασφάλεια του παρόντος φαρμάκου.
4.9 Υπερδοσολογία
Η υπερδοσολογία είναι δυνατό να προκαλέσει νεφροτοξικότητα, ωτοτοξικότητα ή
μία δράση όμοια με το κουράριο (νευρομυϊκός αποκλεισμός).
Θεραπεία
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας ή τοξικών αντιδράσεων, πρέπει να διακόπτεται η
έγχυση της αμικασίνης και μπορεί να εφαρμοστεί περιτοναϊκή κάθαρση ή
αιμοκάθαρση ώστε να επιταχύνεται η απομάκρυνση της αμικασίνης από το αίμα.
Συνεχής αρτηριοφλεβική αιμοδιήθηση είναι δυνατό επίσης να βοηθήσει στην αποβολή
της αμικασίνης, η οποία συσσωρεύεται στο αίμα.
Μία αφαιμαξομετάγγιση μπορεί να είναι σκόπιμη σε νεογνά, ωστόσο, πρέπει να
λαμβάνεται συμβουλή από ειδικό πριν υλοποιηθεί ένα τέτοιο μέτρο.
Ο νευρομυϊκός αποκλεισμός με αναπνευστική ανακοπή χρειάζεται κατάλληλη
θεραπεία συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής ιονικού ασβεστίου (π.χ. ως
γλυκονικό ή γαλακτοβιονικό σε 10-20% διάλυμα). Η μηχανική υποστήριξη της
αναπνοής μπορεί να είναι απαραίτητη σε περίπτωση αναπνευστικής παράλυσης.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Άλλες αμινογλυκοσίδες, κωδικός ATC: J01GB06
Η αμικασίνη είναι ένα ημισυνθετικό αντιβιοτικό αμινογλυκοσίδης που προέρχεται
από την καναμυκίνη. Προκύπτει από την ακυλίωση με ένα αμινο-υδροξυβουτυρικό
οξύ στην αμινομάδα C-1 στο τμήμα της 2-δεοξυστρεπταμίνης.
Μηχανισμός δράσης
Η αμικασίνη δρα μέσω καταστολής της πρωτεϊνοσύνθεσης στα βακτηριακά
ριβοσωμάτια δια μέσου αλληλεπίδρασης με το ριβοσωμιακά RNA και διαδοχική
ΕL/1771_d210_τελικό 2
καταστολή της μετάφρασης σε ευαίσθητα μικρόβια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μία
βακτηριοκτόνο δράση.
Σχέση PK / PD
Οι σημαντικότερες παράμετροι PK/PD για την πρόβλεψη της βακτηριοκτόνου δράσης
της αμικασίνης είναι η αναλογία της μέγιστης συγκέντρωσης στον ορρό (C
max
) και η
ελάχιστη συγκέντρωση αναστολής (MIC) του αντίστοιχου παθογόνου. Η αναλογία A
C
max
/MIC των 8:1 ή 10:1 θεωρείται ότι δίνει αποτελεσματικό βακτηριακό θάνατο και
πρόληψη της βακτηριακής επανανάπτυξης.
Η αμικασίνη παρουσιάζει μετα-αντιβιοτική δράση in
vitro και in
vivo. Η μετα-
αντιβιοτική δράση επιτρέπει την παράταση του δοσολογικού μεσοδιαστήματος χωρίς
την απώλεια της αποτελεσματικότητας έναντι των περισσότερων Gram-αρνητικών
βακίλων.
Μηχανισμός αντoχής
Η αντοχή στην αμικασίνη μπορεί να οφείλεται στους ακόλουθους μηχανισμούς:
Ενζυματική απενεργοποίηση: Μία ενζυματική τροποποίηση των μορίων της
αμινογλυκοσίδης είναι ο πιο επικρατής μηχανισμός αντοχής. Σε αυτό
μεσολαβούν ακετυλοτρανσφεράσες, φωσφοτρανσφεράσες ή
νουκλεοτιδυλοτρανσφεράσες, οι οποίες κωδικοποιούνται συνήθως από
πλασμίδια. Η αμικασίνη
έχει καταδειχτεί ότι είναι αποτελεσματική έναντι σε
πολλά ανθεκτικά στις αμινογλυκοσίδες στελέχη
λόγω της ικανότητάς της να
ανθίσταται στην αποδόμηση από ένζυμα απενεργοποίησης των
αμινογλυκοσίδων.
Μειωμένη διείσδυση και ενεργή εκροή: Αυτός ο μηχανισμός ανθεκτικότητας
παρατηρείται στην ψευδομονάδα (
Pseudomonas aeruginosa)
. Πρόσφατα
δεδομένα καταδεικνύουν την εμφάνιση όμοιων μηχανισμών ανθεκτικότητας σε
στελέχη
Acinetobacter.
Μετατροπή της δομής-στόχου: Τροποποιήσεις εντός των ριβοσωμάτων
παρατηρούνται μόνο περιστασιακά ως λόγος της ανθεκτικότητας.
Υπάρχει μερική διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ της αμικασίνης και άλλων
αμινογλυκοσιδικών αντιβιοτικών.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Σημεία διακοπής
Σύμφωνα με την EUCAST, ισχύουν οι ακόλουθες οριακές τιμές για την αμικασίνη:
Οργανισμός
Σημεία διακοπής
EUCAST (mg/l)
S
R >
Enterobacteriace
ae;
Pseudomonas,
Acinetobacter
και
Staphylococcus
Σημεία διακοπής
που δε
σχετίζονται με
τα είδη
1
*
8
8
16
16
*Αυτό βασίζεται κυρίως στις φαρμακοκινητικές ιδιότητες του ορού.
1) τα σημεία διακοπής σχετίζονται με τη χορήγηση ενδοφλέβιας δόσης αμικασίνης 15 mg/kg την ημέρα
ΕL/1771_d210_τελικό 2
Φάσμα δραστηριότητας της αμικασίνης:
Η εμφάνιση επίκτητης αντοχής μπορεί να διαφοροποιείται γεωγραφικά και χρονικά
για επιλεγμένα είδη και είναι επιθυμητή η τοπική πληροφόρηση για την αντοχή,
ιδιαίτερα όταν θεραπεύονται σοβαρές λοιμώξεις. Εάν απαιτείται, θα πρέπει να
λαμβάνεται καθοδήγηση από ειδικούς όταν η τοπική επίπτωση αντοχής είναι τέτοια
ώστε να καθίσταται η χρησιμότητα του παράγοντα αμφισβητήσιμη σε τουλάχιστον
κάποιους τύπους λοιμώξεων.
Ευαίσθητα συνήθως είδη
Αερόβιοι Gram-θετικοί
μικροοργανισμοί
Staphylococcus aureus
Staphylococcus haemolyticus
Staphylococcus hominis
0
Αερόβιοι Gram-αρνητικοί
μικροοργανισμοί
Citrobacter freundii
Enterobacter aerogenes
Enterobacter cloacae
Escherichia coli
Klebsiella oxytoca
Klebsiella pneumoniae
Morganella morganii
Proteus mirabilis
Proteus vulgaris
0
Pseudomonas aeruginosa
1
Salmonella enterica
0
Serratia liquefaciens
0
Seratia marcescens
Shigella spp.
Είδη για τα οποία η επίκτητη
αντοχή είναι δυνατό να
αποτελέσει πρόβλημα
Αερόβιοι Gram-θετικοί
μικροοργανισμοί
Staphylococcus epidermidis
Αερόβιοι Gram-αρνητικοί
μικροοργανισμοί
Acinetobacter baumannii
Εγγενώς ανθεκτικοί οργανισμοί
Αερόβιοι Gram-θετικοί
μικροοργανισμοί
Enterococcus spp.
Streptococcus spp.
Αερόβιοι Gram-αρνητικοί
μικροοργανισμοί
Burkholderia cepacia
Stenotrophomonas maltophila
Αναερόβια
Bacteroides spp.
Prevotella spp.
Άλλοι μικροοργανισμοί
Chlamydia spp.
Chlamydophila spp.
Mycoplasma spp.
ΕL/1771_d210_τελικό 2
Ureaplasma urealyticum
1
Η αναλογία ανθεκτικότητας των απομονωμένων στελεχών από ειδικές ομάδες ασθενών π.χ. ασθενείς
με κυστική ίνωση, είναι ≥10%.
0
Κατά τη στιγμή της δημοσίευσης αυτών των πινάκων, δεν υπήρχαν διαθέσιμα επικαιροποιηµένα
δεδομένα. Στην πρωτογενή βιβλιογραφία, σε πρότυπα βιβλία αναφοράς και συστάσεις θεραπείας η
ευαισθησία θεωρείται δεδομένη.
Άλλες πληροφορίες:
Οι αμινογλυκοσίδες είναι κατάλληλες για συνδυασμό με άλλα αντιβιοτικά ενάντια σε
gram θετικούς κόκκους.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Συγκεντρώσεις πλάσματος:
Κατά την από του στόματος χορήγηση, δεν απορροφάται πρακτικά καθόλου η
αμικασίνη. Μπορεί να χορηγηθεί μόνο παρεντερικά. Τα μέγιστα επίπεδα στις
συγκεντρώσεις ορρού επιτυγχάνονται 1 2 ώρες μετά από την έγχυση. Ο χρόνος
ημιζωής ορρού είναι 2,2 2,4 ώρες. Ένας μεγαλύτερος χρόνος ημιζωής είναι
αναμενόμενος για ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια και σε πρόωρα ή σε νεογνά.
Η χορήγηση μίας δόσης 7,5 mg/kg με συνεχή 30λεπτη ενδοφλέβια έγχυση έχει ως
αποτέλεσμα μία συγκέντρωση ορρού 38 µg/ml στο τέλος της έγχυσης. Σε υγιείς
εθελοντές, η χορήγηση μίας δόσης των 15 mg/kg με συνεχή 30λεπτη ενδοφλέβια
έγχυση έχει ως αποτέλεσμα μία συγκέντρωση ορρού περίπου 77 µg/ml στο τέλος της
έγχυσης και 47 µg/ml και 1 µg/ml, 1 και 12 ώρες μετά το τέλος της έγχυσης,
αντίστοιχα.
Στους ηλικιωμένους με μέση κάθαρση κρεατινίνης 64 ml/min, η χορήγηση μίας δόσης
των 15 mg/kg με 30λεπτη ενδοφλέβια έγχυση έχει ως αποτέλεσμα μία συγκέντρωση
ορρού 55 µg/ml στο τέλος της έγχυσης και 5,4 µg/ml και 1,3 µg/ml, 12 και 24 ώρες
μετά το τέλος της έγχυσης, αντίστοιχα.
Σε μελέτες πολλαπλών δόσεων, δεν έχουν καταδειχτεί δράσεις συσσώρευσης σε
άτομα με φυσιολογική νεφρική λειτουργία οι οποίοι λάμβαναν μεμονωμένες
ημερήσιες δόσεις των 15 έως 20 mg/kg.
Κατανομή
Ο φαινομενικός όγκος κατανομής της αμικασίνης είναι περίπου 24 l (28% του
βάρους σώματος). Το ποσοστό πρωτεϊνικής σύνδεσης έχει ανιχνευτεί στα 4% - 10%.
Μετά από τη χορήγηση της συνιστώμενης δόσης, θεραπευτικά επίπεδα αμικασίνης
βρίσκονται στα οστά, την καρδιά, τη χοληδόχο κύστη, τον πνευμονικό ιστό, τα ούρα,
τη χολή, τα βρογχικά εκκρίματα, τα πτύελα, το ενδιάμεσο υγρό, το υπεζωκοτικό υγρό
και το αρθρικό υγρό.
Διαχέεται επαρκώς στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό σε φλεγμένουσες μήνιγγες. Περίπου
10% έως 20% της συγκέντρωσης ορού διαπερνά τις υγιείς μήνιγγες, το οποίο μπορεί
να αυξηθεί σε 50% όταν φλεγμαίνουν οι μήνιγγες.
Η ουσία συσσωρεύεται στο νεφρικό φλοιό και στο εσωτερικό υγρό του ωτός, και
αποβάλλεται μόνο αργά από αυτά τα εν τω βάθη διαμερίσματα.
Η αμικασίνη διαπερνά το φραγμό του πλακούντα και εκκρίνεται στο μητρικό γάλα.
Οι συγκεντρώσεις στο εμβρυικό αίμα και το αμνιακό υγρό φτάνουν το 20% αυτών
που έχουν βρεθεί στη μητέρα.
Βιομετατροπή:
Η αμικασίνη δε μεταβολίζεται στο ανθρώπινο σώμα.
Αποβολή:
Σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία η μέση κάθαρση ορρού της
αμικασίνης είναι 100 ml/min και η νεφρική κάθαρση είναι 94 ml/min. Η αμικασίνη
ΕL/1771_d210_τελικό 2
αποβάλλεται μέσω σπειραματικής διήθησης ως επικρατούσα οδό αποβολής. Το
μεγαλύτερο μέρος του όγκου (60% - 82%) απεκκρίνεται αμετάβλητο στα ούρα εντός
των 6 πρώτων ωρών. Μόνο πολύ μικρές ποσότητες απεκκρίνονται στη χολή. Σε
ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία 91% και 95% της δόσης αμικασίνης
(ενδομυϊκά) απεκκρίνεται αμετάβλητη στα ούρα εντός 8 και 24 ωρών, αντίστοιχα.
90% της αμικασίνης μπορεί να αποβληθεί μέσω αιμοκάθαρσης εντός τεσσάρων
ωρών.
Παιδιατρικοί ασθενείς:
Τα δεδομένα από μελέτες πολλαπλών ημερήσιων δόσεων κατέδειξαν ότι τα επίπεδα
στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό σε φυσιολογικά βρέφη είναι περίπου 10 έως 20% της
συγκέντρωσης ορρού και μπορεί να φτάσει στο 50% στη μηνιγγίτιδα.
Ενδοφλέβια χορήγηση
Σε νεογνά και ιδιαίτερα σε πρόωρα μωρά, η νεφρική αποβολή της αμικασίνης είναι
μειωμένη.
Σε μία μεμονωμένη μελέτη σε νεογνά (ηλικίας 1-6 ημέρες μετά από τη γέννηση)
ομαδοποιημένα σύμφωνα με το βάρος γέννησης ( (<2000, 2000-3000 και >3000 g). Η
αμικασίνη χορηγήθηκε ενδομυϊκά ή/και ενδοφλέβια με δόση 7,5 mg/kg. Η κάθαρση σε
νεογνά >3000 g ήταν 0,84 ml/min/kg και ο τελικός χρόνος ημιζωής ήταν περίπου
7 ώρες. Σε αυτήν την ομάδα, ο αρχικός όγκος της κατανομής και ο όγκος κατανομής
στη σταθερή κατάσταση ήταν 0,3 ml/kg και 0,5 mg/kg, αντίστοιχα. Στις ομάδες με
χαμηλότερο βάρος γέννησης η κάθαρση/kg ήταν χαμηλότερη και ο χρόνος ημιζωής
μεγαλύτερος. Η επαναλαμβανόμενη δοσολογία κάθε 12 ώρες σε όλες τις παραπάνω
ομάδες δεν κατέδειξε συσσώρευση μετά από 5 ημέρες.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τοξικότητα μίας δόσης
Ο νευρομυϊκός αποκλεισμός και η μυϊκή παράλυση έχουν καταδειχθεί σε
εργαστηριακά ζώα στα οποία δόθηκαν υψηλές δόσεις αμικασίνης.
Τοξικότητα επαναλαμβανόμενων δόσεων
Σε μελέτες τοξικότητας επαναλαμβανόμενης δόσης, οι κύριες ενέργειες ήταν
νεφροτοξικότητα και ωτοτοξικότητα.
Μεταλλαξιογόνος και ογκογόνος δράση
Δεν έχουν διενεργηθεί μελέτες ενδεχόμενης μεταλλαξιογόνου και καρκινογόνου
δράσης της αμικασίνης.
Αναπαραγωγική τοξικότητα
Σε μελέτες της αναπαραγωγικής τοξικότητας, η αμικασίνη προκάλεσε σχετιζόμενη
με τη δόση νεφροτοξικότητα σε εγκύους αρουραίους και τα έμβρυά τους, και οι
μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας στους απογόνους ποντικιών, αρουραίων και
κουνελιών αποκάλυψαν αυξημένα ποσοστά εμβρυϊκού θανάτου. Υπάρχει δυνητικός
κίνδυνος βλάβης του εσωτερικού αυτιού και των νεφρών στο έμβρυο όπως
παρατηρήθηκε στην κατηγορία των αμινογλυκοσιδικών αντιβιοτικών.
Τοπική τοξικότητα
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
ΕL/1771_d210_τελικό 2
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Χλωριούχο νάτριο
Υδροξείδιο του νατρίου (για ρύθμιση pH)
Ενέσιμο ύδωρ
6.2 Ασυμβατότητες
Τα Amikacin B. Braun 2,5 mg/ml, 5 mg/ml, και 10 mg/ml είναι έτοιμα προς χρήση
συνθέσεις και δεν πρέπει να αναμειγνύονται με κανένα άλλο φαρμακευτικό προϊόν,
όμως πρέπει να χορηγούνται ξεχωριστά, σύμφωνα με τη συνιστώμενη δόση και τη
μέθοδο χορήγησης.
Σε καμία περίπτωση οι αμινογλυκοσίδες δεν πρέπει να αναμειγνύονται στο διάλυμα
προς έγχυση με αντιβιοτικά βήτα-λακτάμης (π.χ. πενικιλλίνες, κεφαλοσπορίνες),
καθότι αυτό μπορεί να προκαλέσει χημική-φυσική απενεργοποίηση των
συμμετεχόντων στο συνδυασμό.
Χημικές ασυμβατότητες είναι γνωστές για αμφοτερικίνη, χλωροθειαζίδες,
ερυθρομυκίνη, ηπαρίνη, νιτροφουραντοϊνη, νοβοβιοκίνη, φαινυτοϊνη, σουλφαδιαζίνη,
θειοπεντόνη, χλωρτετρακυκλινη, βιταμίνη Β και βιταμίνη C. Η αμικασίνη δεν πρέπει
να προ-αναμειγνύεται με αυτά τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Απενεργοποίηση μπορεί επίσης να διατηρηθεί όταν οι αμινογλυκοσίδες και τα
αντιβιοτικά βήτα-λακτάμης αναμειχθούν, όταν τα δείγματα λαμβάνονται για τη
μέτρηση των επιπέδων ορρού αντιβιοτικών και μπορεί να προκαλέσουν αξιοσημείωτη
υποεκτίμηση με δοσολογικά σφάλματα και κινδύνους τοξικότητας ως μία επίπτωση.
Τα δείγματα πρέπει να χειρίζονται σύντομα και να τοποθετούνται σε πάγο ή πρέπει
να προστίθεται βήτα-λακταμάση.
6.3 Διάρκεια ζωής
Κλειστό:
3 χρόνια.
Μετά το πρώτο άνοιγμα ο περιέκτης:
Από μικροβιολογικής άποψης, το προϊόν θα πρέπει να χρησιμοποιείται άμεσα. Εάν δε
χρησιμοποιηθεί άμεσα, οι χρόνοι και συνθήκες φύλαξης πριν από τη χρήση είναι
ευθύνη του χρήστη και δεν πρέπει κανονικά να υπερβαίνουν τις 24 ώρες στους 2 έως
C.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες φύλαξης.
Για τις συνθήκες διατήρησης του ανοιγμένου φαρμακευτικού προϊόντος, βλ.
παράγραφο 6.3
6.5 Φύση και περιεχόμενο του περιέκτη
Amikacin B. Braun 2,5 mg/ml:
Φιάλες χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλενίου, περιέχουν 100 ml, διαθέσιμες σε
μεγέθη συσκευασίας των
10 x 100 ml
ΕL/1771_d210_τελικό 2
20 x 100 ml
Amikacin B. Braun 5 mg/ml:
Φιάλες χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλενίου, περιέχουν 100 ml, διαθέσιμες σε
μεγέθη συσκευασίας των
10 x 100 ml
20 x 100 ml
Amikacin B. Braun 10 mg/ml:
Φιάλες χαμηλής πυκνότητας πολυαιθυλενίου, περιέχουν 100 ml, διαθέσιμες σε
μεγέθη συσκευασίας των
10 x 100 ml
20 x 100 ml
Μπορεί να μη κυκλοφορούν στην αγορά όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Κάθε αχρησιμοποίητο προϊόν ή άχρηστο υλικό πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με
τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις, άμεσα μετά από τη χρήση.
Για ενδοφλέβια μόνο χρήση.
Μία μόνο χρήση.
Το αχρησιμοποίητο διάλυμα πρέπει να απορρίπτεται.
Το διάλυμα πρέπει να ελέγχεται οπτικά ως προς σωματίδια και αποχρωματισμό πριν
από τη χορήγηση.
Μόνο διαυγή, άχρωμα διαλύματα, ελεύθερα σωματιδίων θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται.
Το διάλυμα θα πρέπει να χορηγείται με αποστειρωμένο εξοπλισμό χρησιμοποιώντας
άσηπτη τεχνική. Ο εξοπλισμός θα πρέπει να προετοιμάζεται με το διάλυμα ώστε να
προλαμβάνεται η εισχώρηση αέρα στο σύστημα.
Για περαιτέρω πληροφορίες παρακαλώ ανατρέξατε στην παράγραφο 4.2.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
B. Braun Melsungen AG
Carl-Braun-Strasse 1
34212 Melsungen
Γερμανία
τηλ: +49-5661-71-0
fax: +49-5661-71-4567
Ταχυδρομική διεύθυνση:
34209 Melsungen
Γερμανία
Αποκλειστικός αντιπρόσωπος για την Ελλάδα:
- ΒΙΟΣΕΡ ΑΕ ΤΡΙΚΑΛΑ
: 24310 83441,2Τηλ
ΕL/1771_d210_τελικό 2
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Amikacin B. Braun 2,5 mg/ml: 22848/30-03-2012,
Amikacin B. Braun 5 mg/ml: 23454/30-03-2012,
Amikacin B. Braun 10 mg/ml: 23455/30-03-2012.
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
30-03-2012
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
09/2015
ΕL/1771_d210_τελικό 2