αναπνευστική υποστήριξη. Ο νευρομυϊκός αποκλεισμός και η μυϊκή παράλυση έχουν
καταδειχθεί σε εργαστηριακά ζώα στα οποία δόθηκαν υψηλές δόσεις αμικασίνης.
Νεφρική τοξικότητα
Οι αμινογλυκοσίδες είναι δυνητικά νεφροτοξικές. Η νεφρική τοξικότητα είναι
ανεξάρτητη από τη συγκέντρωση στο πλάσμα που λαμβάνεται στο μέγιστο επίπεδο
(Cmax). Ο κίνδυνος νεφροτοξικότητας είναι μεγαλύτερος σε ασθενείς με
διαταραγμένη νεφρική λειτουργία, και σε εκείνους οι οποίοι λαμβάνουν υψηλές
δόσεις, ή σε εκείνους των οποίων η θεραπεία είναι παρατεταμένη.
Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι καλά ενυδατωμένοι κατά τη διάρκεια της θεραπείας
και η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να αξιολογείται με τις συνήθεις μεθόδους προτού
ξεκινήσει η θεραπεία και καθημερινά κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Βλέπε
παράγραφο 4.2.
Οι ημερήσιες δόσεις θα πρέπει να μειώνονται ή/και το διάστημα μεταξύ των δόσεων
να επεκτείνεται σε περίπτωση εμφάνισης σημείων νεφρικής δυσλειτουργίας, όπως:
κυλινδρουρία, η εμφάνιση λευκών αιμοσφαιρίων ή ερυθρών αιμοσφαιρίων,
λευκωματουρία, μείωση της κάθαρσης κρεατινίνης, μειωμένο ειδικό βάρος ούρων,
υπεραζωταιμία, αυξημένο BUN, αύξηση της κρεατινίνης ορρού και ολιγουρία. Η
θεραπεία πρέπει να διακόπτεται σε περίπτωση αύξησης της αζωταιμίας ή εάν ο
όγκος των ούρων μειώνεται βαθμιαία.
Παρακολούθηση του ασθενούς
Η νεφρική λειτουργία και η λειτουργία του όγδοου κρανιακού νεύρου θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά ιδιαίτερα σε ασθενείς με γνωστή ή πιθανολογούμενη
νεφρική δυσλειτουργία κατά την έναρξη της θεραπείας, καθώς επίσης και σε
εκείνους των οποίων η νεφρική λειτουργία είναι αρχικά φυσιολογική αλλά
αναπτύσσουν σημεία νεφρικής δυσλειτουργίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Οι
συγκεντρώσεις αμικασίνης στον ορρό θα πρέπει να παρακολουθούνται όταν είναι
εφικτό προκειμένου να διασφαλίζονται επαρκή επίπεδα και να αποφεύγονται
δυνητικά τοξικά επίπεδα. Τα ούρα θα πρέπει να εξετάζονται για μειωμένο ειδικό
βάρος, αυξημένη απέκκριση πρωτεϊνών, και για την παρουσία κυττάρων ή
κυλίνδρων. Το άζωτο ουρίας αίματος, η κρεατινίνη ορρού, ή η κάθαρση κρεατινίνης
θα πρέπει να μετρούνται περιοδικά. Διαδοχικά ακουγράμματα θα πρέπει να
λαμβάνονται όταν είναι εφικτό σε ασθενείς οι οποίοι είναι σε ηλικία που να
επιτρέπει την εξέτασή τους, ιδιαίτερα σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Αποδείξεις
ωτοτοξικότητας (ζάλη, ίλιγγος, εμβοές, βούισμα στα αυτιά, και απώλεια της ακοής)
ή νεφροτοξικότητας απαιτούν διακοπή του φαρμάκου ή ρύθμιση της δοσολογίας.
Βλέπε παράγραφο 4.8.
Η θεραπεία με αμικασίνη θα πρέπει να διακόπτεται εάν εξελιχθεί εμβοή ή
υποκειμενική απώλεια ακοής ή εάν τα ακουογράμματα παρακολούθησης εμφανίσουν
σημαντική απώλεια της απάντησης υψηλών συχνοτήτων.
Όπως με άλλα αντιβιοτικά, η χρήση αμικασίνης ενδέχεται να καταλήξει σε
υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων οργανισμών. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να
εφαρμόζεται κατάλληλη θεραπεία. Οι αμινογλυκοσίδες οι οποίες εφαρμόζονται
τοπικά ως μέρος της χειρουργικής διαδικασίας, απορροφούνται σύντομα και σχεδόν
πλήρως (με εξαίρεση την ουροδόχο κύστη). Σε σχέση με την πλύση του χειρουργικού
πεδίου χρησιμοποιώντας παρασκευάσματα αμινογλυκοσίδης (ανεξάρτητα από την
έκταση) έχουν αναφερθεί εξέλιξη μη αναστρέψιμης κώφωσης, νεφρική ανεπάρκεια
και θάνατος λόγω νευρομυϊκού αποκλεισμού.
Έμφρακτο ωχράς κηλίδας που ορισμένες φορές οδηγεί σε μόνιμη απώλεια της
όρασης έχει αναφερθεί έπειτα από ενδοϋαλώδη χορήγηση (ένεση μέσα στο μάτι)
αμικασίνης.
Ηλικιωμένοι ασθενείς
ΕL/1771_d210_τελικό 2