ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Gemcirena 38 mg/ml κόνις για διάλυμα προς έγχυση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ένα φιαλίδιο περιέχει υδροχλωρική γεμσιταβίνη ισοδύναμη με 200 mg γεμσιταβίνης.
Ένα φιαλίδιο περιέχει υδροχλωρική γεμσιταβίνη ισοδύναμη με 1.000 mg γεμσιταβίνης.
Ένα φιαλίδιο περιέχει υδροχλωρική γεμσιταβίνη ισοδύναμη με 1.500 mg γεμσιταβίνης.
Ένα φιαλίδιο περιέχει υδροχλωρική γεμσιταβίνη ισοδύναμη με 2.000mg γεμσιταβίνης
Μετά την ανασύσταση, το διάλυμα περιέχει 38 mg/ml γεμσιταβίνης.
Έκδοχα:
Κάθε φιαλίδιο 200 mg περιέχει 3.5 mg (<1mmol) νατρίου.
Κάθε φιαλίδιο 1.000 mg περιέχει 17.5 mg (<1mmol) νατρίου.
Κάθε φιαλίδιο 1.500 mg περιέχει 26.3 mg (1.1 mmol) νατρίου.
Κάθε φιαλίδιο 2.000 mg περιέχει 35 mg (1,5mmol) νατρίου.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για διάλυμα προς έγχυση.
Λευκή έως υπόλευκη κόνις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία του τοπικά προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου της
ουροδόχου κύστεως σε συνδυασμό με σισπλατίνη.
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό
αδενοκαρκίνωμα του παγκρέατος.
Η γεμσιταβίνη, σε συνδυασμό με σισπλατίνη, ενδείκνυται για τη θεραπεία πρώτης γραμμής, ασθενών με
τοπικά προχωρημένο η μεταστατικό μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC). Η γεμσιταβίνη ως
μονοθεραπεία εφαρμόζεται σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς με κατάσταση ικανότητας 2.
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό επιθηλιακό
καρκίνο ωοθηκών, σε συνδυασμό με καρβοπλατίνη, σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα ασθένεια μετά από
διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών χωρίς υποτροπή μετά από θεραπεία πρώτης γραμμής με πλατίνη.
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται, σε συνδυασμό με πακλιταξέλη, για τη θεραπεία ασθενών με ανεγχείρητο, τοπικά
υποτροπιάζοντα ή μεταστατικό καρκίνο μαστού, οι οποίοι έχουν υποτροπιάσει σε συνέχεια
βοηθητικής/επικουρικής χημειοθεραπείας. Η αρχική χημειοθεραπεία θα πρέπει να περιλαμβάνει θεραπεία με
ανθρακυκλίνες, εκτός εάν αντενδείκνυται η χρήση τους.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η γεμσιταβίνη πρέπει να συνταγογραφείται μόνο από γιατρό εκπαιδευμένο στη χρήση της αντικαρκινικής
χημειοθεραπείας.
Συνιστώμενη δοσολογία:
Καρκίνος ουροδόχου κύστεως
Συνδυασμένη αγωγή
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1.000 mg/m
2
, χορηγούμενη με έγχυση διάρκειας 30 λεπτών. Η
δόση θα πρέπει να χορηγείται κατά την 1
η
, 8
η
και 15
η
ημέρα κάθε 28ήμερου κύκλου χορήγησης σε
συνδυασμό με σισπλατίνη. Η συνιστώμενη δόση σισπλατίνης είναι 70 mg/m
2
χορηγούμενη μετά τη
γεμσιταβίνη την 1
η
ημέρα ή την 2
η
ημέρα κάθε 28ήμερου κύκλου. Αυτός ο κύκλος των 4 εβδομάδων
χορήγησης, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται. Μείωση της δόσης σε κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια κύκλου
χορήγησης μπορεί να γίνει ανάλογα με το βαθμό τοξικότητας που παρουσιάζεται στον ασθενή.
- 1 -
Καρκίνος παγκρέατος
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1.000 mg/m
2
, χορηγούμενη με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30
λεπτών. Η δόση αυτή θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μια φορά την εβδομάδα και έως 7 εβδομάδες
ακολουθούμενη από μια περίοδο διακοπής, διάρκειας μιας εβδομάδας. Οι επόμενοι κύκλοι θα πρέπει να
αφορούν εγχύσεις εβδομαδιαίες για 3 διαδοχικές εβδομάδες κάθε 4 εβδομάδες. Μείωση της δόσης σε κάθε
κύκλο ή κατά τη διάρκεια κύκλου χορήγησης μπορεί να γίνει ανάλογα με το βαθμό τοξικότητας του
φαρμάκου που παρουσιάζεται στον ασθενή.
Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα
Μονοθεραπεία
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1.000 mg/m
2
, χορηγούμενη με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30
λεπτών. Αυτή θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μια φορά την εβδομάδα, επί 3 εβδομάδες,ακολουθούμενη από
μια περίοδο διακοπής, διάρκειας μιας εβδομάδας. Αυτός ο κύκλος των 4 εβδομάδων, θα πρέπει να
επαναλαμβάνεται. Μείωση της δόσης σε κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια κύκλου χορήγησης μπορεί να γίνει
με βάση το βαθμό τοξικότητας του φαρμάκου που παρουσιάζεται στον ασθενή.
Συνδυασμένη αγωγή
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1.250 mg/m
2
, χορηγούμενη με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30
λεπτών, την 1
η
και 8
η
ημέρα του κύκλου χορήγησης (21 ημέρες). Μείωση της δόσης σε κάθε κύκλο ή κατά
τη διάρκεια του κύκλου χορήγησης γίνεται με βάση το βαθμό τοξικότητας του φαρμάκου που παρουσιάζεται
στον ασθενή.
Η σισπλατίνη έχει χρησιμοποιηθεί σε δόσεις μεταξύ 75-100 mg/m
2
, μια φορά κάθε 3 εβδομάδες.
Καρκίνος Μαστού
Συνδυασμένη αγωγή
Ο συνδυασμός γεμσιταβίνης με πακλιταξέλη συστήνεται να χρησιμοποιείται με πακλιταξέλη (175 mg/m
2 )
)
χορηγούμενη την 1
η
ημέρα με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας περίπου 3 ωρών ακολουθούμενη από χορήγηση
γεμσιταβίνης (1.250 mg/m
2
) με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30 λεπτών κατά την 1
η
και 8
η
ημέρα κάθε 21-
ήμερου κύκλου χορήγησης. Μείωση της δόσης σε κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια κύκλου χορήγησης μπορεί
να γίνει με βάση το βαθμό τοξικότητας του φαρμάκου που παρουσιάζεται στον ασθενή. Οι ασθενείς θα
πρέπει να έχουν απόλυτο αριθμό κοκκιοκυττάρων τουλάχιστον 1.500 (x 10
6
/1), πριν από την έναρξη
χορήγησης του συνδυασμού της γεμσιταβίνης με πακλιταξέλη.
Καρκίνος Ωοθηκών
Συνδυασμένη αγωγή
Η γεμσιταβίνη, σε συνδυασμό με καρβοπλατίνη, συνιστάται με την γεμσιταβίνη να είναι 1.000 mg/m
2
,
χορηγούμενη την 1
η
και την 8
η
ημέρα κάθε 21ήμερου κύκλου χορήγησης, με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας
30 λεπτών,. Μετά την έγχυση της γεμσιταβίνης, η καρβοπλατίνη χορηγείται την 1
η
ημέρα συνεχώς και μέχρι
επίτευξης περιοχής υπό την καμπύλη συγκεντρώσεων-χρόνου (AUC) των 4,0 mg/ml.min. Μείωση της
δόσης σε κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια κύκλου χορήγησης γίνεται με βάση το βαθμό τοξικότητας του
φαρμάκου που παρουσιάζεται στον ασθενή.
Παρακολούθηση της τοξικότητας και δοσολογικές μεταβολές λόγω τοξικότητας
Δοσολογικές μεταβολές λόγω μη αιματολογικής τοξικότητας
Για την ανίχνευση μη-αιματολογικής τοξικότητας πρέπει να γίνεται περιοδικά, φυσική εξέταση και έλεγχοι
της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας. Μείωση της δόσης σε κάθε κύκλο χορήγησης ή μέσα σε κάθε κύκλο
μπορεί να γίνει με βάση το βαθμό τοξικότητας που εμφανίζεται σε κάθε ασθενή. Γενικά, η θεραπεία με
γεμσιταβίνη πρέπει να αναστέλλεται ή να μειώνεται, για μείζονα (Βαθμού 3 ή 4) μη-αιματολογική
τοξικότητα, εκτός της ναυτίας/έμετου, ανάλογα με την κρίση του θεράποντος ιατρού. Η χορήγηση των
δόσεων πρέπει να ανασταλεί έως ότου η τοξικότητα εξαλειφθεί, σύμφωνα με τη γνώμη του θεράποντος
ιατρού.
Για τη ρύθμιση της δοσολογίας στη συνδυασμένη θεραπεία με σισπλατίνη, καρβοπλατίνη και πακλιταξέλη,
παρακαλείστε να ανατρέξετε στην αντίστοιχη Περίληψη των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος.
- 2 -
Δοσολογικές μεταβολές λόγω αιματολογικής τοξικότητας
Έναρξη ενός κύκλου
Για όλες τις ενδείξεις, ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται πριν από την χορήγηση κάθε δόσης με
μέτρηση των αιμοπεταλίων και των κοκκιοκυττάρων. Οι ασθενείς πρέπει να έχουν απόλυτο αριθμό
κοκκιοκυττάρων τουλάχιστον 1.500 (x 10
6
/1), και απόλυτο αριθμό αιμοπεταλίων 100.000 500 (x 10
6
/1), πριν
από την έναρξη του κύκλου θεραπείας.
Κατά τη διάρκεια του κύκλου χορήγησης
Οι δοσολογικές μεταβολές της γεμσιταβίνης μέσα σε κάθε κύκλο πρέπει να γίνονται σύμφωνα με τους
ακόλουθους πίνακες:
Δοσολογικές μεταβολές της γεμσιταβίνης μέσα στον κύκλο θεραπείας καρκίνου της
ουροδόχου κύστεως, του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (NSCLC) και
καρκίνου του παγκρέατος, χορηγούμενης ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμένη αγωγή με
σιπλατίνη
Απόλυτος αριθμός
κοκκιοκυττάρων (x 10
6
/1)
Αριθμός αιμοπεταλίων
(x 10
6
/1)
Ποσοστό της συνήθους
δόσης γεμσιταβίνης (%)
> 1.000 και > 100.000 100
500-1.000 ή 50.000-100.000 75
<500 ή <50.000 Αναστολή δόσης *
* Η θεραπεία που παραλείφθηκε δεν θα ξαναρχίζει κατά τη διάρκεια του κύκλου χορήγησης, προτού ο
απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων είναι τουλάχιστον 500 (x 10
6
/1) και ο αριθμός αιμοπεταλίων 50.000 (x
10
6
/1).
Μεταβολή της δόσης της γεμσιταβίνης μέσα στον κύκλο θεραπείας καρκίνου του
μαστού, χορηγούμενης σε συνδυασμένη αγωγή με πακλιταξέλη
Απόλυτος αριθμός
κοκκιοκυττάρων (x 10
6
/1)
Αριθμός αιμοπεταλίων
(x 10
6
/1)
Ποσοστό της συνήθους
δόσης γεμσιταβίνης (%)
≥ 1.200 και > 75.000 100
1.000 - <1.200 ή 50.000-75.000 75
700<1.000 και ≥50.000 50
<700 ή <50.000 Αναστολή δόσης *
* Η θεραπεία που παραλείφτηκε δεν θα ξαναρχίζει κατά τη διάρκεια του κύκλου χορήγησης. Η θεραπεία θα
αρχίσει την 1
η
μέρα του επόμενου κύκλου και όταν ο απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων είναι τουλάχιστον
1.500 (x 10
6
/1) και ο αριθμός αιμοπεταλίων φτάσει τα 100.000 (x 10
6
/1).
Μεταβολή της δόσης της γεμσιταβίνης μέσα στον κύκλο θεραπείας καρκίνου των
ωοθηκών, χορηγούμενης σε συνδυασμένη αγωγή με καρβοπλατίνη
Απόλυτος αριθμός
κοκκιοκυττάρων (x 10
6
/1)
Αριθμός αιμοπεταλίων
(x 10
6
/1)
Ποσοστό της συνήθους
δόσης γεμσιταβίνης (%)
≥ 1.500 και ≥ 100.000 100
1.000 - 1.500 ή 75.000-100.000 50
<1.000 ή <75.000 Αναστολή δόσης *
* Η θεραπεία που παραλείφτηκε δεν θα ξαναρχίζει κατά τη διάρκεια του κύκλου χορήγησης. Η θεραπεία θα
αρχίσει την 1
η
μέρα του επόμενου κύκλου και όταν ο απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων είναι τουλάχιστον
1.500 (x 10
6
/1) και ο αριθμός αιμοπεταλίων φτάσει τα 100.000 (x 10
6
/1).
Δοσολογικές μεταβολές εξαιτίας αιματολογικής τοξικότητας σε διαδοχικούς κύκλους για όλες τις ενδείξεις
Η δόση της γεμσιταβίνης θα πρέπει να μειωθεί στο 75% της αρχικής δόσης του πρώτου κύκλου της
θεραπείας, σε περίπτωση των παρακάτω αιματολογικών τοξικοτήτων:
Απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων <500 x 10
6
/1 για περισσότερο από 5 ημέρες
Απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων <100 x 10
6
/1 για περισσότερο από 3 ημέρες
Εμπύρετη ουδετεροπενία
- 3 -
Αιμοπετάλια <25.000 x 10
6
/1
Καθυστέρηση του κύκλου χορήγησης για περισσότερο από 1 εβδομάδα λόγω τοξικότητας
Μέθοδος χορήγησης
Το Gemcirena είναι καλά ανεκτό κατά τη διάρκεια της έγχυσης και μπορεί να χορηγηθεί και σε
περιπατητικούς. Εάν παρατηρηθεί εξαγγείωση, γενικά, η έγχυση θα πρέπει να διακοπεί αμέσως και να
ξεκινήσει πάλι σε άλλο αιμοφόρο αγγείο. Ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται στενά μετά τη χορήγηση.
Για οδηγίες ανασύστασης, βλέπε παράγραφο 6.6.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια
Η γεμσιταβίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια καθώς δεν
υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες από κλινικές μελέτες που να οδηγούν σε ξεκάθαρες δοσολογικές συστάσεις
για αυτόν τον πληθυσμό ασθενών (βλέπε παράγραφο 4.4. και 5.2).
Ηλικιωμένοι ασθενείς (>65 ετών)
Η γεμσιταβίνη είναι καλά ανεκτή σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να
υποδεικνύουν ότι δοσολογικές αναπροσαρμογές εκτός από εκείνες που συστήνονται για όλους τους ασθενείς,
είναι απαραίτητες στους ηλικιωμένους ασθενείς. (βλέπε παράγραφο 5.2).
Παιδιά
Η γεμσιταβίνη έχει μελετηθεί σε περιορισμένο αριθμό κλινικών μελετών Φάσης Ι και ΙΙ σε παιδιά για
διάφορες μορφές όγκων. Οι μελέτες αυτές δεν προσέφεραν επαρκή δεδομένα για να αποδειχθεί η ασφάλεια
και η αποτελεσματικότητα της γεμσιταβίνης στα παιδιά.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.
Θηλασμός κατά την διάρκεια της θεραπείας με γεμσιταβίνη.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η επέκταση του χρόνου έγχυσης και η αύξηση της συχνότητας λήψης των δόσεων έχουν δείξει ότι αυξάνουν
την τοξικότητα.
Αιματολογική τοξικότητα
Η γεμσιταβίνη μπορεί να καταστείλει τη λειτουργία του μυελού των οστών και εκδηλώνεται με λευκοπενία,
θρομβοκυττοπενία και αναιμία.
Ο ασθενείς που θα λάβουν γεμσιταβίνη πρέπει να παρακολουθούνται, πριν από την χορήγηση κάθε δόσης,
με μετρήσεις του αριθμού των αιμοπεταλίων, λευκοκυττάρων και κοκκιοκυττάρων. Αναστολή ή
τροποποίηση της θεραπείας πρέπει να ληφθεί υπόψη αν οι μετρήσεις αυτές δείξουν καταστολή του μυελού
των οστών (βλέπε παράγραφο 4.2). Παρόλα αυτά, η καταστολή του μυελού έχει βραχεία διάρκεια και
συνήθως δεν οδηγεί σε μείωση της δοσολογίας και σπάνια σε διακοπή της.
Οι τιμές των έμμορφων στοιχείων του αίματος είναι δυνατό να εξακολουθήσουν να παρουσιάζουν μείωση
και μετά τη διακοπή χορήγησης της γεμσιταβίνης. Η έναρξη της θεραπείας σε ασθενείς με επιβαρημένη
λειτουργία του μυελού των οστών, πρέπει να γίνεται με προσοχή. Όπως συμβαίνει και με άλλα
κυτταροτοξικά φάρμακα, όταν η γεμσιταβίνη συγχορηγείται με άλλη χημειοθεραπεία, θα πρέπει να ληφθεί
υπόψη ο κίνδυνος αθροιστικής καταστολής του μυελού των οστών.
Ηπατική ανεπάρκεια
Η χορήγηση της γεμσιταβίνης σε ασθενείς με συνυπάρχουσες ηπατικές μεταστάσεις ή με προϋπάρχον
ιατρικό ιστορικό ηπατίτιδας, αλκοολισμού ή κίρρωσης του ήπατος, μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της
προϋπάρχουσας ηπατικής ανεπάρκειας.
Θα πρέπει να εκτελείται περιοδικά η εργαστηριακή αξιολόγηση της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας
(συμπεριλαμβανομένων και ιολογικών εξετάσεων).
Η γεμσιταβίνη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια ή με ανεπάρκεια
στην νεφρική λειτουργία καθώς δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες από κλινικές μελέτες που να οδηγούν
- 4 -
σε μια ξεκάθαρη δοσολογική σύσταση για αυτόν τον πληθυσμό ασθενών (βλέπε παράγραφο 4.2).
Συνδυασμένη ακτινοθεραπεία
Συνδυασμένη ακτινοθεραπεία (χορηγούμενη ταυτόχρονα ή με ≤ 7 ημέρες διαφορά): Τοξικότητα έχει
αναφερθεί (βλέπε παράγραφο 4.5 για λεπτομέρειες και συστάσεις για την χρήση)
Εμβόλια από εξασθενημένους ιούς
Χρήση του εμβολίου κίτρινου πυρετού και άλλων ζώντων αδρανοποιημένων εμβολίων δε συστήνεται σε
ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με γεμσιταβίνη (βλέπε παράγραφο 4.5).
Καρδιαγγειακό
Λόγω του κινδύνου καρδιακών και/ή αγγειακών διαταραχών τη γεμσιταβίνη, πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερη
προσοχή στους ασθενείς που παρουσιάζουν ιστορικό καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Αναπνευστικό
Η θεραπεία με γεμσιταβίνη έχει συσχετιστεί με περιπτώσεις αναπνευστικών συμβαμάτων, μερικές φορές
σοβαρών (όπως πνευμονικό οίδημα, διάμεση πνευμονία ή σύνδρομο της αναπνευστικής δυσχέρειας
ενηλίκων (ARDS)). Σε περίπτωση εμφάνισης τέτοιων συμβαμάτων, θα πρέπει να εξετασθεί η διακοπή της
θεραπείας με γεμσιταβίνη. Η άμεση χορήγηση υποστηρικτικής αγωγής μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση
αυτής της κατάστασης.
Νεφροί
Κλινικά ευρήματα σχετικά με το αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο (HUS) έχουν αναφερθεί σπάνια σε
ασθενείς που λάμβαναν γεμσιταβίνη (βλέπε παράγραφο 4.8). Η χορήγηση της γεμσιταβίνης θα πρέπει να
διακόπτεται με την εμφάνιση αρχικών συμπτωμάτων μικοαγγειοπαθητικής αιμολυτικής αναιμίας, όπως είναι
η ταχεία πτώση αιμοσφαιρίνης με συνοδό θρομβοπενία, αύξηση χολερυθρίνης του ορού, κρεατινίνης,
αζώτου ουρίας αίματος ή LDH. Η νεφρική ανεπάρκεια μπορεί να μην είναι αναστρέψιμη ακόμη και μετά την
διακοπή της αγωγής και μπορεί να χρειασθεί αιμοδιϋλυση.
Γονιμότητα
Σε μελέτες γονιμότητας, η χορήγηση της γεμσιταβίνης προκάλεσε υποσπερματογένεση σε αρσενικά
ποντίκια (βλέπε παράγραφο 5.3). Επομένως, οι άνδρες που λαμβάνουν θεραπεία με γεμσιταβίνη
συμβουλεύονται να μην τεκνοποιήσουν κατά τη διάρκεια και έως 6 μήνες μετά τη θεραπεία και να ζητήσουν
περαιτέρω συμβουλές σχετικά με την κρυοσυντήρηση σπέρματος πριν από την θεραπεία εξαιτίας της
πιθανότητας για στειρότητα που οφείλεται στη θεραπεία με γεμσιταβίνη (βλέπε παράγραφο 4.6).
Νάτριο
Το φιαλίδιο των 200mg περιέχει 3.5 mg (<1mmol) νατρίου ανά φιαλίδιο.
Το φιαλίδιο των 1.000mg περιέχει 17.5 mg (<1mmol) νατρίου ανά φιαλίδιο.
Το φιαλίδιο των 1.500mg περιέχει 26.3 mg (1.1 mmol) νατρίου ανά φιαλίδιο.
Το φιαλίδιο των 2.000mg περιέχει 35 mg (1,5mmol) νατρίου ανά φιαλίδιο.
Αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σε ασθενείς υπό ελεγχόμενη δίαιτα με νάτριο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί συγκεκριμένες μελέτες αλληλεπιδράσεων (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ακτινοθεραπεία
Ταυτόχρονη (χορηγούμενη ταυτόχρονα ή με ≤ 7 ημέρες διαφορά) – Τοξικότητα που συνδέεται με αυτή την
συνδυασμένη θεραπεία εξαρτάται από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων της δόσης
της γεμσιταβίνης, τη συχνότητα χορήγησης της γεμσιταβίνης, τη δόση της ακτινοβολίας, τη τεχνική
προγραμματισμού της ακτινοθεραείας, τον στοχευόμενο ιστό, και τον στοχευόμενο όγκο χορήγησης.
Προκλινικές και κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η γεμσιταβίνη έχει ακτινοευαισθητοποιό δραστηριότητα.
Στη μοναδική μελέτη όπου η γεμσιταβίνη σε δόσεις των 1.000 mg/m
2
, χορηγήθηκε ταυτόχρονα με
θεραπευτική ακτινοβολία θωρακικής χώρας, έως και 6 διαδοχικές εβδομάδες, σε ασθενείς με μη
- 5 -
μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, παρτηρήθηκε αξιοσημείωτη τοξικότητα με τη μορφή σοβαρής έως
απειλητικής για τη ζωή βλεννογονιδίτιδας, κυρίως οισοφαγίτιδας, και πνευμονίτιδας, ιδιαίτερα σε ασθενείς
οι οποίοι ελάμβαναν μεγάλες ποσότητες ακτινοθεραπείας [μέσος όγκος δόσης 4.795 cm
3
]. Οι μελέτες που
έχουν διεξαχθεί μετέπειτα, αναφέρουν πως είναι εφικτό να χορηγηθεί η γεμσιταβίνη σε μικρότερες δόσεις
ταυτόχρονα με ακτινοθεραπεία και προβλεπόμενη τοξικότητα, όπως σε μια φάσης ΙΙ μελέτη με μη
μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, όπου εφαρμόστηκαν θωρακικές δόσεις ακτινοβολίας των 66 Gy σε
συνδυασμό με γεμσιταβίνη (600
mg/m
2
, 2 φορές) κατά τη διάρκεια 6 εβδομάδων. Το βέλτιστο σχήμα για
ασφαλή χορήγηση γεμσιταβίνης σε συνδυασμό με θεραπευτικές δόσεις ακτινοβολίας δεν έχει τεκμηριωθεί
σε όλους τους τύπους καρκίνου.
Μη ταυτόχρονη (χορηγούμενη με > 7 ημέρες διαφορά) – Η ανάλυση των δεδομένων δεν δείχνει ενίσχυση
της τοξικότητας όταν η γεμσιταβίνη χορηγείται περισσότερες από 7 ημέρες πριν ή μετά την ακτινοθεραπεία,
εκτός από την αναμνησική ακτινοβολία. Τα στοιχεία προτείνουν ότι η χορήγηση της γεμσιταβίνης μπορεί να
ξεκινήσει αμέσως μόλις εξαλειφθούν τα οξεία συμπτώματα της ακτινοθεραπείας ή τουλάχιστον μια
εβδομάδα μετά την ακτινοθεραπεία.
Τραύματα από ακτινοθεραπεία έχουν αναφερθεί στους στοχευόμενους ιστούς (π.χ. οισοφαγίτιδα, κολίτιδα
και πνευμονίτιδα) σε συνδυασμό με ταυτόχρονη και μη-ταυτόχρονη χορήγηση γεμσιταβίνης.
Άλλα
Η χρήση του εμβολίου του κίτρινου πυρετού και άλλων ζώντων αδρανοποιημένων εμβολίων δεν
συνιστώνται λόγω του κινδύνου συστηματικής, ενδεχομένως θανατηφόρας, ασθένειας, ιδιαίτερα σε
ανοσοκατασταλμένους ασθενείς.
4.6 Kύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τη χρήση της γεμσιταβίνης σε έγκυες γυναίκες. Μελέτες σε ζώα έδειξαν
τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα (βλέπε παράγραφο 5.3). Σύμφωνα με την αξιολόγηση των
αποτελεσμάτων από μελέτες σε πειραματόζωα και το μηχανισμό δράσης της γεμσιταβίνης, αυτή δεν πρέπει
να χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εκτός εάν είναι σαφώς απαραίτητο. Οι γυναίκες θα πρέπει
να συμβουλεύονται να μη προχωρήσουν σε εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της θεραπείας με γεμσιταβίνη και
να ενημερώσουν άμεσα τον θεράποντα ιατρό τους στην περίπτωση που αυτό τελικά συμβεί.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό αν η γεμσιταβίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα και δεν μπορούν να αποκλεισθούν
ανεπιθύμητες αντιδράσεις στο βρέφος που θηλάζει. Συνεπώς, συνιστάται η γαλουχία κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με γεμσιταβίνη να διακόπτεται.
Γονιμότητα
Σε μελέτες γονιμότητας, η χορήγηση της γεμσιταβίνης προκάλεσε υποσπερματογένεση σε αρσενικά
ποντίκια (βλέπε παράγραφο 5.3). Επομένως, οι άνδρες που λαμβάνουν θεραπεία με γεμσιταβίνη
συμβουλεύονται να μην τεκνοποιήσουν κατά τη διάρκεια και για χρονικό διάστημα έως και 6 μηνών μετά τη
θεραπεία και να ζητήσουν περαιτέρω συμβουλές σχετικά με την κρυοσυντήρηση σπέρματος πριν από την
έναρξη της θεραπείας εξαιτίας της πιθανότητας για στειρότητα που οφείλετε στη θεραπεία με γεμσιταβίνη.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες για τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
Ωστόσο, έχει αναφερθεί ότι η γεμσιταβίνη ενδέχεται να προκαλέσει από ήπια έως μέτρια υπνηλία ιδιαίτερα
σε συνδυασμό με την κατανάλωση αλκοόλ. Οι ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν την οδήγηση ή το
χειρισμό μηχανών μέχρι να εξακριβωθεί ότι δεν θα υποστούν υπνηλία.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνά αναρερόμενες ανεπιθύμητες ενέργεις που σχετίζονται με τη θεραπεία με γεμσιταβίνη
περιλαμβάνουν: ναυτία με ή χωρίς έμετο, αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών (AST/ALT) και αλκαλικής
φωσφατάσης, που αναφέρθηκαν σε ποσοστό περίπου 60% των ασθενών, πρωτεϊνουρία και αιματουρία που
αναφέρθηκαν σε ποσοστό περίπου 50% των ασθενών, δύσπνοια που αναφέρθηκε σε ποσοστό 10-40% των
ασθενών (υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης σε ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα), αλλεργικά δερματικά
- 6 -
εξανθήματα που αναφέρθηκαν σε ποσοστό περίπου 25% των ασθενών και που σχετίζονται με κνησμό σε
ποσοστό 10% των σθενών.
Η συχνότητα και η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών επηρεάζονται από τη δοσολογία, τον ρυθμό
έγχυσης και τα διαστήματα μεταξύ των δόσεων (βλέπε παράγραφο 4.4.). Ανεπιθύμητες ενέργειες με
δοσοπεριοριστική τοξικότητα, είναι η μείωση του αριθμού των θρομβοκυττάρων, των λευκοκυττάρων και
των κοκκιοκυττάρων (βλέπε παράγραφο 4.2.).
Δεδομένα κλινικών δοκιμών
Οι συχνότητες ορίζονται ως: Πολύ συχνές (≥1/10), Συχνές (≥1/100 έως < 1/10), Μη Συχνές (≥1/1000 έως <
1/100), Σπάνιες (≥1/10.000 έως < 1/1000), Πολύ Σπάνιες (< 1/10.000).
Ο ακόλουθος πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών και συχνοτήτων βασίζεται στα δεδομένα κλινικών δοκιμών.
Μέσα σε κάθε ομάδα συχνοτήτων, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρουσιάζονται κατά σειρά φθίνουσας
σοβαρότητας.
Κατηγορία Οργανικού Συστήματος Ομάδα συχνοτήτων
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Πολύ συχνές
Λευκοπενία (Ουδετεροπενία Βαθμού
3 =19.3%, Βαθμού 4 =6%
Καταστολή του μυελού των οστών
είναι συνήθως ήπια έως μέτρια και
επηρεάζει κυρίως τον αριθμό των
κοκκιοκυττάρων (βλέπε παράγραφο
4.2)
Θρομβοπενία
Αναιμία
Συχνές
Εμπύρετη ουδετεροπενία
Πολύ σπάνια
Θρομβοπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος Πολύ Σπάνιες
Αναφυλακτοειδής αντίδραση
Διαταραχές του μεταβολισμού και της
θρέψης
Συχνές
Ανορεξία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος Συχνές
Πονοκέφαλος
Αϋπνία
Υπνηλία
Καρδιακές διαταραχές Σπάνιες
Έμφραγμα του μυοκαρδίου
Αγγειακές διαταραχές Σπάνιες
Υπόταση
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος,
του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Πολύ συχνές
Δύσπνοια – συνήθως ήπια και μικρή
σε διάρκεια, υποχωρεί χωρίς
θεραπεία
Συχνές
Βήχας
Ρινίτιδα
Μη συχνές
Διάμεση πνευμονία (βλέπε
- 7 -
παράγραφο 4.4.)
Βρογχόσπασμος –συνήθως ήπιος και
παροδικός αλλά μπορεί να χρειαστεί
παρεντερική θεραπεία.
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος Πολύ συχνές
Έμετος
Ναυτία
Συχνές
Διάρροια
Στοματίτιδα και εξέλκωση στόματος
Δυσκοιλιότητα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων Πολύ συχνές
Αύξηση των ηπατικών
τρανσαμινάσων (AST και ALT) και
της αλκαλικής φωσφατάσης
Συχνές
Αυξημένη χολερυθρίνη
Σπάνιες
Αυξημένη – γ-
γλουταμυλτρανσφεράση (GGT)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου
ιστού
Πολύ συχνές
Συχνά αλλεργικά δερματικά
εξανθήματα που σχετίζονται με
κνησμό
Αλωπεκία
Συχνές
Κνησμός
Εφίδρωση
Σπάνιες
Εξέλκωση
Κύστη και δημιουργία έλκους
Απολέπιση
Πολύ σπάνιες
Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις,
που περιλαμβάνουν απολέπιση και
πομφολυγώδη δερματικά εξανθήματα
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος
και του συνδετικού ιστού
Συχνές
Οσφυαλγία
Μυαλγία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων
οδών
Πολύ συχνές
Αιματουρία
Ήπια πρωτεϊνουρία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Πολύ συχνές
Συμπτώματα γρίπης – τα πιο συχνά
συμπτώματα είναι πυρετός,
κεφαλαλγία, ρίγη, μυαλγία,
- 8 -
εξασθένιση και ανορεξία. Βήχας
ρινίτιδα, αίσθημα κακουχίας,
εφίδρωση, και δυσκολίες στον ύπνο
έχουν επίσης αναφερθεί.
Οίδημα/περιφερικό οίδημα-
περιλαμβανομένου και του
οιδήματος του προσώπου. Η
εμφάνιση οιδήματος είναι
αναστρέψιμη μετά τη διακοπή της
θεραπείας
Συχνές
Πυρετός
Εξασθένιση
Ρίγη
Σπάνιες
Αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης-
κυρίως ήπιας φύσης
Κακώσεις, δηλητηριάσεις και επιπλοκές
θεραπευτικών χειρισμών
Τοξικότητα ακτινοθεραπείας (βλέπε
παράγραφο 4.5).
Μετά την κυκλοφορία του προϊόντος (αυθόρμητες αναφορές) άγνωστη συχνότητα (δεν μπορεί να
υπολογιστεί από τα διαθέσιμα δεδομένα)
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο
Καρδιακές διαταραχές
Αρρυθμίες, επικρατέστερα υπερκοιλιακής φύσεως
Καρδιακή ανεπάρκεια
Αγγειακές διαταραχές
Κλινικά σημεία περιφερικής αγγειίτιδας και γάγγραινας
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Πνευμονικό οίδημα
Σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας σε ενήλικες (βλέπε παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του γαστρεν τ ερικού συστήματος
Ισχαιμική κολίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Σοβαρή ηπατοτοξικότητα, σμπεριλαμβανομένης της ηπατικής ανεπάρκειας και του θανάτου
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης της απολέπισης και των πομφολυγωδών
δερματικών εξανθημάτων, Σύνδρομο Lyell’s, Σύνδρομο Steven-Johnson.
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Νεφρική ανεπάρκεια (βλέπε παράγραφο 4.4)
Ουραιμικό αιμολυτικό σύνδρομο (βλέπε παράγραφο 4.4)
Κακώσεις, δηλητηριάσεις και επιπλοκές θεραπευτικών χειρισμών
- 9 -
Αναμνηστική ακτινοβολία
Συνδυασμένη αγωγή στον καρκίνο του μαστού
Η συχνότητα των αιματολογικών τοξικοτήτων βαθμού 3 και 4, ιδιαίτερα της ουδετεροπενίας, αυξάνεται
όταν η γεμσιταβίνη χορηγείται σε συνδυασμό με πακλιταξέλη. Παρόλα αυτά, η αύξηση αυτών των
ανεπιθύμητων ενεργειών δεν συνδέεται με αύξηση της επίπτωσης των μούνσεων ή των αιμορραγικών
επεισοδίων. Η κόπωση και η εμπύρετη ουδετεροπενία εμφανίζεται πιο συχνά όταν η γεμσιταβίνη
χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με πακλιταξέλη. Η κόπωση η οποία δεν σχετίζεται με αναιμία, συνήθως
σταματάει μετά τον πρώτο κύκλο χορήγησης.
Ανεπιθύμητες ενέργειες με Βαθμό Τοξικότητας 3 και 4
Πακλιταξέλη έναντι γεμσιταβίνης και πακλιταξέλης
Αριθμός (%) των Ασθενών
Ομάδα
θεραπείας με
Πακλιταξέλη
(Ν=259)
Ομάδα θεραπείας με
Γεμσιταβίνη και Πακλιταξέλη
(Ν=262)
Βαθμός 3 Βαθμός 4 Βαθμός 3 Βαθμός 4
Εργαστηριακές
Αναιμία 5 (1.9) 1 (0.4) 15 (5.7) 3 (1.1)
Θρομβοπενία 0 0 14 (5.3) 1 (0.4)
Ουδετεροπενία 11 (4.2) 17 (6.6) 82 (31.3) 45 (17.2)*
Μη-εργαστηριακές
Εμπύρετη ουδετεροπενία 3 (1.2) 0 12 (4.6) 1 (0.4)
Κόπωση 3 (1.2) 1 (0.4) 15 (5.7) 2 (0.8)
Διάρροια 5 (1.9) 0 8 (3.1) 0
Κινητική νευροπάθεια 2 (0.8) 0 6 (2.3) 1 (0.4)
Αισθητική νευροπάθεια 9(3.5) 0 14 (5.3) 1 (0.4)
*Ουδετεροπενία με Βαθμό τοξικότητας 4 που διαρκεί περισσότερες από 7 ημέρες παρατηρήθηκε σε 12.6%
των ασθενών στην συνδυασμένη ομάδα θεραπείας και 5.0% στην ομάδα θεραπείας με πακλιταξέλη.
Συδυασμένη αγωγή στον καρκίνο ουροδόχου κύστεως
Ανεπιθύμητες ενέργειες με Βαθμό Τοξικότητας 3 και 4
MVAC έναντι γεμσιταβίνης και σισπλατίνης
Αριθμός (%) των Ασθενών
MVAC
(μεθοτρεξάνη,βι
νμπλαστίνη,
δοξορουμπικίνη
και σισπλατίνη)
ομάδα
θεραπείας
(Ν=196)
Ομάδα θεραπείας με
Γεμσιταβίνη και σισπλατίνη
(Ν=200)
Βαθμός 3 Βαθμός 4 Βαθμός 3 Βαθμός 4
Εργαστηριακές
Αναιμία 30 (16) 4 (2) 47 (24) 7 (4)
Θρομβοπενία 15 (8) 25 913) 57 (29) 57 (29)
Μη-εργαστηριακές
Ναυτία και έμετος 37 (19) 3 (2) 4 (22) 0 (0)
Διάρροια 15 (8) 1 (1) 6 (3) 0 (0)
Μόλυνση 19 (10) 10 (5) 4 (2) 1 (1)
Στοματίτιδα 34 (18) 8 (4) 2 (1) 0 (0)
Συνδυασμένη αγωγή στον καρκίνο ωοθηκών
- 10 -
Ανεπιθύμητες ενέργειες με Βαθμό Τοξικότητας 3 και 4
Καρβοπλατίνη έναντι Γεμσιταβίνης και καρβοπλατίνης
Αριθμός (%) των Ασθενών
Ομάδα
θεραπείας
καρβοπλατίνης
(Ν=174)
Ομάδα θεραπείας με
Γεμσιταβίνη και καρβοπλατίνης
(Ν=175)
Βαθμός 3 Βαθμός 4 Βαθμός 3 Βαθμός 4
Εργαστηριακές
Αναιμία 10 (5.7) 4 (2.3) 39 (22.3) 9 (5.1)
Ουδετεροπενία 19 (10.9) 2 (1.1) 73 (41.7) 50 (28.6)
Θρομβοπενία 18 (10.3) 2 (1.1) 53(30.3) 8 (4.6)
Λευκοπενία 11 (6.3) 1 (0.6) 84 (48.0) 9 (5.1)
Μη-εργαστηριακές
Ναυτία και έμετος
Διάρροια 0 (0.0) 0 (0.0) 3 (1.8) 0
Μόλυνση 0 (0.0) 0 (0.0) 2 (1.1) 0
Στοματίτιδα 0 (0) 0 (0) 0 (0) 1 (0.6)
Αισθητική νευροπάθεια αναφέρθηκε επίσης πιο συχνά στη συνδυασμένη αγωγή σε σύγκριση με τη
μονοθεραπεία καρβοπλατίνης.
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχει αντίδοτο για περιστατικά υπερδοσολογίας της γεμσιταβίνης. Δόσεις υψηλές έως 5.700 mg/m
2
,
έχουν χορηγηθεί σε ασθενείς ενδοφλεβίως για διάστημα διάρκειας τουλάχιστον 30 λεπτών κάθε δύο
εβδομάδες, με κλινικά αποδεκτή τοξικότητα. Σε περίπτωση που υποπτεύεστε υπερδοσολογία, ο ασθενής θα
πρέπει να παρακολουθείται με κατάλληλες μετρήσεις των έμμορφων συστατικών του αίματος και θα πρέπει
αν κριθεί απαραίτητη, να χορηγηθεί υποστηρικτική θεραπεία.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανάλογο πυριμιδίνης, κωδικός ATC: L01BC05
Κυτταροτοξική δράση σε μοντέλα κυτταρικών καλλιεργειών
Η γεμσιταβίνη παρουσιάζει σημαντικές κυτταροτοξικές δράσεις ως προς ένα ευρύ φάσμα κυτταρικών
καλλιεργειών από ποντίκια και ανθρώπινα καρκινικά κύτταρα. Παρουσιάζει εκλεκτικότητα ως προς το
στάδιο του κυτταρικού κύκλου, καταστρέφοντας κυρίως εκείνα τα κύτταρα που βρίσκονται στη φάση
σύνθεσης του DNA (S phase) και εμποδίζοντας, κάτω από ορισμένες συνθήκες, τη μετάβαση των κυττάρων
στο σημείο της G1/S φάσης. In vitro, η κυτταροξική δράση της γεμσιταβίνης εξαρτάται από τη συγκέντρωση
και το χρόνο.
Αντικαρκινική δράση σε προκλινικά μοντέλα
Σε μοντέλα όγκων σε πειραματόζωα, η αντικαρκινική δράση της γεμσιταβίνης εξαρτάται από τη συχνότητα-
χορήγησης. Όταν χορηγείται σε καθημερινή βάση, η γεμσιταβίνη προκαλεί θάνατο στα πειραματόζωα με
ελάχιστη αντικαρκινική δραστικότητα. Ωστόσο, όταν η χορήγηση γίνεται κάθε Τρίτη ή Τετάρτη ημέρα, η
γεμσιταβίνη μπορεί να χορηγηθεί σε μη θανατηφόρες δόσεις οι οποίες παρουσιάζουν άριστη αντικαρκινική
δραστικότητα έναντι ευρέος φάυσματος όγκων σε ποντίκια.
Μηχανισμός δράσης
Κυτταρικός μεταβολισμός και μηχανισμοί δράσης: Η γεμσιταβίνη (dFdC), η οποία είναι αντιμεταβολίτης της
πυριμιδίνης, μεταβολίζεται ενδοκυτταρικά από νουκλεοτιδικές κινάσες σε ενεργά διφωσφορικά dFdCDP)
και τριφωσφορικά (dFdCTP) νουκλεοτίδια. Η κυτταροτοξική δράση της γεμσιταβίνης φαίνεται να οφείλεται
στην αναστολή της σύνθεσης του DNA μέσω δύο δράσεων των dFdCDP και dFdCTP. Πρώτον, η dFdCDP
αναστέλλει την αναγωγάση των ριβονουκλεοτιδίων, η οποία είναι ο μοναδικός καταλύτης των αντιδράσεων
σύνθεσης των τριφωσφορικών δεσοξυνουκλεοτιδίων (dNTPs), τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούνται
- 11 -
στην σύνθεση του DNA. Η αναστολή αυτού του ενζύμου από την dFdCDP ελαττώνει τη συγκέντρωση των
δεσοξυνουκλεοτιδίων και ειδικότερα του dCTP. Δεύτερον, η dFdCTP ανταγωνίζεται το dCTP για
ενσωμάτωση στο νεοσυντιθέμενο DNA (αυτοενίσχυση).
Ομοίως, μία μικρή ποσότητα γεμσιταβίνης μπορεί επίσης να ενσωματωθεί στο RNA. Έτσι, η μείωση στην
ενδοκυτταρική συγκέντρωση του dCTP καθιστά δυνατή την ενσωμάτωση της dFdCTP στο DNA. H DNA
πολυμεράση έψιλον είναι ουσιαστικά ανίκανη να αφαιρέση την γεμσιταβ΄νη και να επιδιορθώσει τους
ανιγραφόμενους κλώνους του DNA. Μετά την προσθήκη αυτή, υπάρχει ουσιαστικά πλήρης αναστολή της
περαιτέρω συνθέσεως DNA (κρυφός τερματισμός αλυσίδας). Μετά την ενσωμάτωση στο DNA, η
γεμσιταβίνη φαίνεται να προάγει την διαδικασία κυτταρικού θανάτου, που είναι γνωστή ως απόπτωση
(apoptosis).
Κλινικά στοιχεία
Καρκίνος ουροδόχου κύστεως
Σε μια τυχαιοποημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 405 ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνωμα
από μεταβατικό επιθήλιο, δεν παρουσιάστηκε καμία διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων θεραπείας,
γεμσιταβίνης/σισπλατίνης έναντι μεθοτρεξάτη/βινμπλαστίνη/ αδριαμικίνη/σισπλατίνη (μωαψ), ως προς τη
μέση επιβίωση (12.8 και 14.8 μήνες αντίστοιχα, p=0.842) και με ποσοστό ανταπόκρισης (49.4% και 45.7%
αντίστοιχα, p =0.512). Παρόλα αυτά, η σνδυασμένη αγωγή της γεμσιταβίνης με σισπλατίνη είχε καλύτερο
προφίλ τοξικότητας από ότι με MVAC.
Καρκίνος παγκρέατος
Σε μια τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 126 ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό καρκίνο
του παγκρέατος, η χορήγηση της γεμσιταβίνης έδειξε στατιστικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό κλινικής
αναπόκρισης από την 5- φλουορουρακίλη (23.8% και 4.8% αντίστοιχα, p= 0.0022). Επίσης, στατιστικά
σημαντική αύξηση του χρόνου ως την υποτροπή από 0.9 έως 2.3 μήνες (log-rank p<0.0024) παρατηρήθηκε
σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με γεμσιταβίνη σε σύγκριση με τους αθενείς που έλαβαν θεραπεία με 5-
φλουορουρακίλη.
Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα
Σε μια τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 522 ασθενείς με μη επιδεχόμενη χειρουργική επέμβαση, τοπικά
προχωρημένο ή μεταστατικό Μη Μικροκυτταρικό Καρκίνο του Πνεύμονα, η χορήγηση της γεμσιταβίνης σε
συνδυασμό με σισπλατίνη έδειξε στατικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ανταπόκρισης από ότι
μεμονωμένη χορήγηση της σισπλατίνης (31% και 12% αντίστοιχα, p<0.00001). Στατιστικά σημαντική
αύξηση του χρόνου ως την υποτροπή από 3.7 έως 5.6 μήνες (log-rank p<0.0012) και στατιστικά σημαντική
αύξηση της μέσης επιβίωσης από 7.6 έως 9.1 μήνες (log-rank p<0.0004) παρατηρήθηκε σε ασθενείς που
έλαβαν θεραπεία με γεμσιταβίνη/σισπλατίνη σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με
σισπλατίνη.
Σε μια άλλη τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 135 ασθενείς με Μη Μικροκυτταρικό Καρκίνο του
Πνεύμονα σταδίου ΙΙΙΒ ή IV η συνδυασμένη θεραπε΄.ια με γεμσιταβίνη και σισπλατίνη έδειξε στατιστικά
σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ανταπόκρισης από ότι η συνδυασμένη αγωγή με σισπλατίνη και ετοποσίδη
(40.6% και 21.2% αντίστοιχα, p= 0.025). Στατικά σημαντική αύξηση του χρόνου ως την υποτροπή από 4.3
έως 6.9 μήνες (p= 0.014) παρατηρήθηκε σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με γεμσιταβίνη/σισπλατίνη σε
σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με ετοποσίδη/σισπλατίνη. Και στις δύο μελέτες η
ανεκτικότητα ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες θεραπείας.
Καρκίνος ωοθηκών
Σε μια τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 356 ασθενείς με προχωρημένο επιθηλιακό καρκίνο ωοθηκών
που υποτροπίασαν τουλάχιστον 6 μήνες μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας με πλατίνη, τυχαιοποιήθηκαν
σε θεραπεία με γεμσιταβίνη και καρβοπλατίνη GCb), ή καρβοπλατίνη (Cb). Στατιστικά σημαντική αύηση
του χρόνου ως την υποτροπή από 5.8 έως 8.6 μήνες (log-rank p= 0.0038) παρατηρήθηκε σε ασθενείς που
έλαβαν θεραπεία με GCb σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με Cb. Οι διαφορές στα
ποσοστά ανταπόκρισης ήταν 47.2% στην ομάδα θεραπείας με GCb έναντι 30.9% στην ομάδα θεραπείας με
Cb(p= 0.0016) και της μέσης επιβίωσης, 18 μήνες (GCb) έναντι 17.3(Cb) (p= 0.73) που ευνοούσαν την
ομάδα θεραπείας με GCb.
- 12 -
Καρκίνος μαστού
Σε μια τυχαιομοιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 529 ασθενείς με μη επιδεχόμενη χειρουργική επέμβαση, τοπικά
υποτροπιάζον ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού, που υποτροπίασαν μετά από εισαγωγική/επικουρική
χημειοθεραπεία, η χορήγηση της γεμσιταβίνης σε συνδυασμό με πακλιταξέλη έδειξε στατιστικά σημαντική
αύξηση του χρόνου ως την υποτροπή από 3.98 έως 6.14 μήνες (log-rank p=0.0002) σε ασθενείς που έλαβαν
θεραπεία με γεμσιταβίνη/πακλιταξέλη σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με
παπακλιταξέλη. Μετά από 377 θανάτους, ο συνολικός χρόνος επιβίωσης ήταν 18.6 μήνες έναντι 15.8 μηνών
(log rank p=0.0489, HR 0.82) σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με γεμγιταβίνη/πακλιταξέλη σε σύγκριση με
τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με πακλιταξέλη και το συνολικό ποσοστό ανταπόκρισης ήταν 41.4% και
26.2% αντίστοιχα (p=0.0002).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η φαρμακοκινητική της γεμσιταβίνης έχει μελετηθεί σε 353 ασθενείς σε επτά (7) μελέτες. Οι 121 γυναίκες
και 232 άνδρες είχαν εύρος ηλικίας από 29 έως 79 ετών. Από αυτούς τους ασθενείς, περίπου 45% είχαν μη
μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα και 35% είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο παγκρέατος. Οι παρακάτω
φαρμακοκινητικές παράμετροι παρατηρήθηκαν με δόσεις από 500 έως 2.592 mg/m
2
, οι οποίες χορηγήθηκαν
με έγχυση διάρκειας από 0.4 έως 1.2 ώρες.
Μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (επιτυγχάνεται εντός 5 λεπτών μετά το τέλος της έγχυσης): 3.2 έως 45.5
μg/mL. Οι συγκεντρώσεις της μητρικής ένωσης στο πλάσμα μετά από δόση 1.000 mg/m
2
/30 λεπτά είναι
υψηλότερες από 5μg/ml για περίπου 30 λεπτά μετά το τέλος της έγχυσης και υψηλότερες από 0.4 μg/ml για
μία επιπλέον ώρα.
Κατανομή
Ο όγκος κατανομής στο κεντρικό διαμέρισμα ήταν 12.4 l/m
2
για τις γυναίκες και 17,5 l/m
2
για άνδρες (η
μεταξύ των ατόμων μεταβλητότητα ήταν 91.9%). Ο όγκος κατανομής στο περιφερικό διαμέρισμα ήταν 47.4
4 l/m
2
. Ο όγκος κατανομής στο περιφερικό διαμέρισμα δεν επηρεάζεται από το φύλο του ασθενούς.
Η σύνδεση με πρωτεϊνες του αίματος θεωρήθηκε πως είναι αμελητέα.
Χρόνος Ημιζωής: Εύρος από 42 έως 94 λεπτά, εξαρτώμενος από την ηλικία και το φύλο. Για το
συνιστώμενο θεραπευτικό σχήμα, η αποβολή της γεμσιταβίνης πρέπει ουσιαστικά να ολοκληρώνεται εντός 5
έως 11 ωρών από την έναρξη της έγχυσης. Η γεμσιταβίνη δεν συσσωρεύεται όταν χορηγείται άπαξ
εβδομαδιαίως.
Μεταβολισμός
Η γεμσιταβίνη μεταβολίζεται ταχέως από την απαμινάση της κυτιδίνης στο ήπαρ, στους νεφρούς, στο αίμα
και σε άλλους ιστούς. Ο ενδοκυττάριος μεταβολισμός της γεμσιταβίνης παράγει τα μόνο-, δι- και τρι-
φωσφορικά (dFdCMP,dFdCDP και dFdCTP, αντίστοιχα), από τα οποίες οι dFdCDP και dFdCTP θεωρούνται
δραστικές. Αυτοί οι ενδοκυττάριοι μεταβολίτες δεν έχουν ανιχνευθεί στο πλάσμα ή στα ούρα. Ο κύριος
μεταβολίτης 2/δεοξυ-2,2/-διφθοροουριδίνη (dFDU) δεν είναι δραστικός και ανιχνεύεται στο πλάσμα και στα
ούρα.
Αποβολή
Συστηματική κάθαρση με εύρος από 29.2 l/hr/m
2
έως 92.2 2 l/hr/m
2
είναι επηρεαζόμενη από το φύλο και την
ηλικία (η μεταξύ των ατόμων μεταβλητότητα ήταν 52.2%). Η κάθαρση στις γυναίκες είναι περίπου 25%
μικρότερη από αυτή στους άνδρες. Παρά τη γρήγορη κάθαρση, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις
γυναίκες, η κάθαρση εμφανίζεται να μειώνεται με την ηλικία. Για το συνιστώμενο θεραπευτικό σχήμα 1000
μg/m
2
με 30λεπτη έγχυση, η χαμηλότερη κάθαρση για τις γυναίκες και άνδρες δεν πρέπει να καθιστά
απαραίτητη τη μείωση της δόσης της γεμσιταβίνης.
Αποβολή δια των ούρων: Λιγότερο από 10% αποβάλλεται ως αμετάβλητο φάρμακο.
Νεφρική κάθαρση: 2 έως 71 l/hr//m
2
.
Κατά την διάρκεια της εβδομάδας μετά τη χορήγηση, 92% έως 98% της δόσης της γεμσιταβίνης που
χορηγήθηκε αποβάλλεται, 99% στα ούρα, κυρίως υπό τη μορφή dFdU και 1% της δόσης αποβάλλεται δια
των κοπράνων.
Κινητική της dFdCTP
Ο μεταβολίτης αυτός μπορεί να ανιχνευθεί στα περιφερικά μονοκύτταρα του αίματος και οι παρακάτω
- 13 -
πληροφορίες αναφέρονται σε αυτά τα κύτταρα. Οι ενδοκυτταρικές συγκεντρώσεις αυξάνονται κατ’αναλογία
με δόσεις γεμσιταβίνης των 35-350 mg/m
2
/ 30 λεπτά, που παράγουν συγκεντρώσεις σταθερών επιπέδων των
0.4-5 μg/ml. Σε συγκεντρώσεις γεμσιταβίνης στο πλάσμα υψηλότερες από 5 μg/ml, τα επίπεδα dFdCTP δεν
παρουσιάζουν αύξηση, πράγμα που δείχνει ότι ο σχηματισμός του μεταβολίτη μπορεί να κορεσθεί στα
κύτταρα αυτά.
Χρόνος ημιζωής τελικής αποβολής : 0.7 -12 ώρες.
Κινητική της dFdU
Η μέγιστη συγκέντρωση πλάσματος (3-15 λεπτά μετά το τέλος της 30λεπτης έγχυσης 1000 mg/m
2
): 28-52
μg/ml.
Διάμεση συγκέντρωση μετά από χορήγηση δόσης άπαξ εβδομαδιαίως : 0.07 – 1.12 μg/ml, χωρίς εμφανή
συσσώρευση.
Τριφασική καμπύλη συγκέντρωσης πλάσματος σε συνάρτηση με τον χρόνο, μέσος χρόνος ημιζωής της
τελικής φάσεως -65 ώρες (εύρος 33-84 ώρες).
Σχηματισμός της dFdU από την μητρική ένωση 91%-98%.
Μέσος όγκος κατανομής στο κεντρικό διαμέρισμα 18 ml/m
2
(εύρος 11-22 ml/m
2
).
Μέσος όγκος κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση (Vss): 150 ml/m
2
(εύρος 96-228 ml/m
2
).
Κατανομή στους ιστούς : Εκτεταμένη.
Μέση φαινίμενη κάθαρση : 2.5 l/hr/m
2
(εύρος 1-4 l/hr/m
2
).
Αποβολή μέσω των ούρων : Ολική.
Συνδυασμένη θεραπεία με γεμσιταβίνη και πακλιταξέλη
Η συνδυασμένη θεραπεία δεν μετέβαλε τις φαρμακοκινητικές ιδιότητες είτε της γεμσιταβίνης ή της
πακλιταξέλης.
Συνδυασμένη θεραπεία με γεμσιταβίνη και καρβοπλατίνη
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της γεμσιταβίνης δεν μεταβλήθηκαν σε συνδυασμένη θεραπεία με
καρβοπλατίνη.
Νεφρική ανεπάρκεια
Ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (GFR από 30ml/min έως 80ml/min) δεν παρουσιάζει καμία συνεπή,
σημαντική επίδραση στις φαρμακοκινητικές ιδιότητες της γεμσιταβίνης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε μελέτες επαναλαμβανόμενης δόσης διάρκειας έως 6 μηνών σε ποντίκια και σκύλους, το κύριο εύρημα
ήταν η εξαρτώμενη από το σχήμα και δοσο- εξαρτώμενη αιμοποιητική καταστολή η οποία ήταν
αναστρέψιμη.
Η γεμσιταβίνη έχει μεταλλαξιογόνο δράση σε in vitro δοκιμές μετάλλαξης και σε in vivo μικροπυρηνικά
τέστ του μυελού των οστών. Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μακράς διαρκείας μελέτες σε ζώα που να
αξιολογούν την πιθανότητα για καρκινογόνο δράση.
Σε μελέτες γονιμότητας, η χορήγηση της γεμσιταβίνης προκάλεσε ανστρέψιμη καταστολή της
σπερματογένεσης σε αρσενικά ποντίκια. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για επίδραση στην γονομότητα του θήλεως.
Η αξιολόγηση των μελετών σε πειραματόζωα έχει παρουσιάσει τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα
π.χ. γενετικές ανωμαλίες και άλλες επιδράσεις στην ανάπτυξη του εμβρύου τηνς πορεία της κύησης ή της
μεταγεννητικής ανάπτυξης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
To Gemcirena 38 mg/ml περιέχει :
Μαννιτόλη (Ε421)
Οξικό νάτριο (Ε262)
Υδροχλωρικό οξύ (Ε507) (για ρύθμιση του pH)
Υδροξείδιο του νατρίου (Ε524) (για ρύθμιση του pH)
- 14 -
6.2 Ασυμβατότητες
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν δεν πρέπει να αναμιχθεί με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα εκτός από αυτά που
αναφέρονται στην παράγραφο 6..6
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
Μετά την ανασύσταση:
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά την χρήση έχει αποδειχθεί για 35 ημέρες στους 25ºC. Από
μικροβιολογική άποψη το διάλυμα θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί αμέσως.
Εάν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι χρόνοι και οι συνθήκες πριν από τη χρήση είναι ευθύνη του χρήστη και
συνήθως δεν είναι μεγαλύτεροι από 24 ώρες στους 25ºC, εκτός εάν η ανασύσταση / διάλυση έχει
πραγματοποιηθεί σε ελεγχόμενες και αξιόπιστα άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν δεν απαιτεί ιδιαίτερες συνθήκες φύλαξης.
Ανασυσταμένο διάλυμα:
Να μην καταψύχεται (μπορεί να παρουσιαστεί κρυσταλλοποίηση).
Για τις συνθήκες φύλαξης και ανασύστασης του φαρμακευτικού προϊόντος βλέπε παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Τύπου Ι διαυγή γυάλινα φιαλίδια των 10ml, 50ml ή 100ml, κλεισμένα με λαστιχένιο πώμα χλωροβουτυλίου.
Μεγέθη συσκευασιών: κουτί που περιέχει ένα φιαλίδιο που περιέχει 200mg, 1.000mg, 1.500mg ή 2.000 mg
γεμσιταβίνη.
Κάθε συσκευασία περιέχει ένα φιαλίδιο.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Ανασύσταση
Για μια μόνον χρήση.
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν έχει δείξει να είναι συμβατό μόνον με ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου
0,9%. Επομένως, μόνον αυτός ο διαλύτης πρέπει να χρησιμοποιείται για την ανασύσταση. Συμβατότητα με
άλλες δραστικές ουσίες δεν έχει πραγματοποιηθεί. Για το λόγο αυτό, δεν συνιστάται η ανάμιξη αυτού του
φαρμακευτικού προϊόντος με άλλες δραστικές ουσίες κατά την ανασύσταση.
Η ανασύσταση σε συγκεντρώσεις άνω των 38mg/ml μπορεί να οδηγήσουν σε ατελή διάλυση, και πρέπει να
αποφεύγεται.
Για την ανασύσταση, προσθέσατε αργά τον κατάλληλο όγκο ενέσιμου διαλύματος χλωριούχου νατρίου
9mg/ml (0,9%) (όπως ναφέρεται στον παρακάτω πίνακα) και ανακινήστε για την διάλυση.
Παρουσίαση Προστιθέμενος
όγκος ενέσιμου
διαλύματος
χλωριούχου νατρίου
9mg/ml (0,9%)
Όγκος του
ανασυσταμένου
διαλύματος
Τελική συγκέντρωση
200mg 5 ml 5,26 ml 38 mg/ml
1.000 mg 25 ml 26,3 ml 38 mg/ml
1.500 mg 37,5 ml 39,5 ml 38 mg/ml
2.000 mg 50 ml 52,6 ml 38 mg/ml
H κατάληλη ποσότητα του φαρμακευτικού προϊόντος μπορεί να αραιωθεί περαιτέρω με ενέσιμο διάλυμα
χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%).
Παρεντερικώς χορηγούμενα φαρμακευτικά προϊόντα πρέπει να ελέγχονται οπτικά για παρουσία σωματιδίων
και αποχρωματισμό, πριν από την χορήγηση, όποτε το επιτρέπει το διάλυμα και ο περιέκτης.
Οποιοδήποτε μη χρησιμοποιημένο διάλυμα πρέπει να απορρίπτεται όπως περιγράφεται παρακάτω.
Οδηγίες για τον Ασφαλή Χειρισμό Κυτταροτοξικών Φαρμακευτικών Προϊόντων:
- 15 -
Πρέπει να ακολουθούνται οι τοπικές οδηγίες για την ασφαλή προετοιμασία και χειρισμό των
κυτταροτοξικών φαρμακευτικών προϊόντων. Τα κυτταροτοξικά παρασκευάσματα δεν πρέπει να τα
χειρίζονται προσωπικό σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Η προετοιμασία ενέσιμων διαλυμάτων κυτταροτοξικών
παραγόντωνπρέπει να διενεργείται από εκπαιδευμένο ειδικευμένο προσωπικό με γνώση των
χρησιμοποιούμενων φαρμάκων. Αυτό πρέπει να πραγματοποιείται σε οριοθετημένο χώρο. Η επιφάνεια
εργασίας πρέπει να καλύπτεται με μιας χρήσης απορροφητικό χαρτί με πλαστικό υπόστρωμα.
Πρέπει να χρησιμοποιείται κατάλληλη προστασία για τους οφθαλμούς, μιας χρήσης γάντια, μάσκα
προσώπου και μιας χρήσης ποδιά. Πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις για την αποφυγή τυχαίας επαφής
του φαρμακευτικού προϊόντος με τους οφθαλμούς. Εάν υπάρξει τυχαία επιμόλυνση, ο οφθαλμός πρέπει να
ξεπλυθεί επιμελώς και άμεσα με νερό. Οι σύριγγες και οι συσκευές έγχυσης πρέπει να χρησιμοποιούνται με
προσοχή προς αποφυγή διαρροής (συνιστάται η χρήση προσαρμοστών Luer lock). Συνιστώνται βελόνες
μεγάλης διαμέτρου για την ελαχιστοποίηση της πίεσης και την πιθανή δημιουργία αερολύματος. Το
τελευταίο μπορεί επίσης να ελαχιστοποιηθεί με την χρήση αεριζόμενης βελόνας.
Πραγματική έκχυση ή διαρροή πρέπει να καθαρισθεί φορώντας προστατευτικά γάντια. Η διαχείρηση των
εκκριμάτων και του εμέτου πρέπει να γίνεται με προσοχή.
Απόρριψη:
Πρέπει να λαμβάνεται φροντίδα και προφύλαξη κατά την απόρριψη των αντικειμένων που
χρησιμοποιήθηκαν στην ανασύσταση αυτού του φαρμακευτικού προϊόντος. Κάθε μη χρησιμοποιημένο ξηρό
προϊόν ή επιμολυσμένα υλικά πρέπει να τοποθετούνται σε σάκο απορριμάτων υψηλού κινδύνου. Αιχμηρά
αντικείμενα (βελόνες, σύριγγες, φιαλίδια, κ.λ.π.) πρέπει να τοποθετούνται σε κατάλληλο στερεό περιέκτη.
Το προσωπικό που ασχολείται με την συλλογή και απόρριψη αυτών των απορριμώτων πρέπι να γωρίζει τον
εμπλεκόμενο κίνδυνο. Το απορριφθέν υλικό πρέπει να καταστρέφεται με αποτέφρωση. Κάθε μη
χρησιμοποιηθέν προϊόν ή υλικό απόρριψης πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες
σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Fresenius Kabi Hellas A.E.
Λ. Μεσογείων 354
15341 Αγία Παρασκευή
Tel.: +30 210 6542909
Fax: +30 210 6548909
Email: FKHinfo@fresenius-kabi.com
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Πρώτη έγκριση: 19/01/2010
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
- 16 -