την ανάπτυξη CVAE, σε συνδυασμό με θεραπεία με ολανζαπίνη. Η
αποτελεσματικότητα της ολανζαπίνης δεν τεκμηριώθηκε στις μελέτες αυτές.
Νόσος του Parkinson
Δεν συνιστάται η χρήση της ολανζαπίνης στη θεραπεία ψύχωσης, που
σχετίζεται με αγωνιστές ντοπαμίνης, σε ασθενείς με νόσο Parkinson.. Σε
κλινικές μελέτες, αναφέρθηκε επιδείνωση των παρκινσονικών συμπτωμάτων
και ψευδαισθήσεις πολύ συχνά και σε μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με το
εικονικό φάρμακο (βλέπε παράγραφο 4.8), και η ολανζαπίνη δεν ήταν
αποτελεσματικότερη από το εικονικό φάρμακο στη θεραπεία των ψυχωσικών
συμπτωμάτων. Στις μελέτες αυτές, οι ασθενείς έπρεπε να είναι αρχικά
σταθεροποιημένοι στη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση αντιπαρκινσονικών
φαρμακευτικών προϊόντων (αγωνιστής ντοπαμίνης) και να παραμένουν στα
ίδια αντιπαρκινσονικά φαρμακευτικά προϊόντα και δοσολογίες, καθ’όλη τη
διάρκεια της μελέτης. Η ολανζαπίνη χορηγήθηκε σε αρχική δόση 2,5 mg/ημέρα
και τιτλοποιήθηκε σε μέγιστη δόση των 15 mg/ημέρα, κατά την κρίση του
ερευνητή.
Κακόηθες Νευροληπτικό Σύνδρομο (NMS)
Το ΝΜS είναι μία δυνητικά απειλητική για τη ζωή κατάσταση, η οποία
σχετίζεται με τα αντιψυχωσικά φαρμακευτικά προϊόντα. Έχουν επίσης
αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις χαρακτηριζόμενες ως ΝΜS σε συνδυασμό με
ολανζαπίνη. Οι κλινικές εκδηλώσεις του ΝΜS περιλαμβάνουν υπερπυρεξία,
μυϊκή δυσκαμψία, μεταβολές της νοητικής κατάστασης και σημεία αστάθειας
του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ακανόνιστος σφυγμός ή αρτηριακή πίεση,
ταχυκαρδία, εφίδρωση και καρδιακή δυσρυθμία). Επιπρόσθετα σημεία πιθανώς
περιλαμβάνουν αύξηση της κρεατινικής φωσφοκινάσης, μυοσφαιρινουρία
(ραβδομυόλυση) και οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Εάν ένας ασθενής εμφανίσει
σημεία και συμπτώματα ενδεικτικά ΝΜS ή
παρουσιασθεί με ανεξήγητο υψηλό πυρετό χωρίς επιπρόσθετες κλινικές
εκδηλώσεις του ΝΜS, συνιστάται διακοπή όλων των αντιψυχωσικών
φαρμάκων, συμπεριλαμβανομένης της ολανζαπίνης.
Υπεργλυκαιμία και διαβήτης
Υπεργλυκαιμία και/ή εμφάνιση ή επιδείνωση του διαβήτη συσχετιζόμενη
περιστασιακά με κετοξέωση ή κώμα, έχουν αναφερθεί σπάνια,
περιλαμβανομένων ορισμένων θανατηφόρων περιπτώσεων (βλ. παράγραφο 4.8).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει αναφερθεί προηγούμενη αύξηση του σωματικού
βάρους, που μπορεί να είναι προδιαθεσικός παράγοντας. Συνιστάται
κατάλληλος κλινικός έλεγχος, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες
οδηγίες για τα αντισυχωσικά π.χ. μέτρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα
κατά την έναρξη, 12 εβδομάδες μετά την έναρξη θεραπείας με ολανζαπίνη και
εν συνεχεία σε ετήσια βάση.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με οποιουσδήποτε αντιψυχωσικούς
παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του Caprilon OD, θα πρέπει να
παρακολουθούνται για σημεία και συμπτώματα υπεργλυκαιμίας (όπως
πολυδιψία, πολυουρία, πολυφαγία και αδυναμία) και οι ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη ή με παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη θα
πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά για επιδείνωση του ελέγχου της
γλυκόζης. Το σωματικό βάρος θα πρέπει να παρακολουθείται τακτικά, π.χ. πριν
την έναρξη της θεραπείας, 4, 8, και 12 εβδομάδες μετά την έναρξη της
θεραπείας με ολανζαπίνη και εν συνεχεία ανά τρίμηνο.
Διαταραχές των λιπιδίων