Τα κυστεϊνυλικά λευκοτριένια (LTC
4
, LTD
4
, LTE
4
) είναι ισχυρά εικοσανοειδή
που προκαλούν φλεγμονή και απελευθερώνονται από διάφορα κύτταρα,
συμπεριλαμβανομένων των μαστοκυττάρων και των ηωσινοφίλων. Αυτοί οι
σημαντικοί προ-ασθματικοί μεταβιβαστές συνδέονται με τους κυστεϊνυλικούς
υποδοχείς των λευκοτριενίων (CysLT). Ο υποδοχέας CysLT τύπου-1 (CysLT
1
)
εντοπίζεται στους αεραγωγούς στον άνθρωπο (συμπεριλαμβανομένων των
κυττάρων των λείων μυϊκών ινών των αεραγωγών και των μακροφάγων που
εντοπίζονται στους αεραγωγούς) και σε άλλα προ-φλεγμονώδη κύτταρα
(συμπεριλαμβανομένων των ηωσινόφιλων και ορισμένων βλαστικών κυττάρων
του μυελού των οστών). Οι υποδοχείς CysLT έχουν συσχετισθεί με την
παθοφυσιολογία του άσθματος και της αλλεργικής ρινίτιδας. Στο άσθμα, οι
επιδράσεις που προκαλούνται από τα λευκοτριένια περιλαμβάνουν
βρογχοσύσπαση, έκκριση βλέννας, αγγειακή διαπερατότητα και συσσώρευση
ηωσινοφίλων. Κατά την αλλεργική ρινίτιδα, οι CysLT απελευθερώνονται από
τον ρινικό βλεννογόνο μετά από την έκθεση σε αλλεργιογόνο κατά τη διάρκεια
τόσο των πρώιμων όσο και των όψιμων αντιδράσεων και έχουν συσχετισθεί με
τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας. Η ενδορινική πρόκληση με CysLT έχει
δείξει ότι αυξάνει την αντίσταση των ρινικών αεραγωγών και τα συμπτώματα
της ρινικής απόφραξης.
Το montelukast είναι μία από το στόμα χορηγούμενη ενεργή ένωση που
συνδέεται με υψηλή συγγένεια και εκλεκτικότητα με τον υποδοχέα CysLT
1
. Σε
κλινικές μελέτες το montelukast αναστέλλει σε χαμηλές δόσεις έως 5 mg τη
βρογχοσύσπαση από εισπνοή LTD
4
. Bρογχοδιαστολή παρατηρήθηκε εντός 2
ωρών μετά την από του στόματος χορήγηση. Η προκαλούμενη
βρογχοδιασταλτική επίδραση από ένα β-αγωνιστή ήταν αθροιστική σε αυτή που
προκλήθηκε από το montelukast. H θεραπεία με montelukast ανέστειλε τόσο
την πρώιμη όσο και την όψιμη φάση της βρογχοσύσπασης που προκαλείται από
αντιγόνο. Το montelukast, συγκρινόμενο με εικονικό φάρμακο, μείωσε την
περιφερική συγκέντρωση ηωσινοφίλων στο αίμα σε ενήλικες και παιδιατρικούς
ασθενείς. Σε μία ξεχωριστή μελέτη, η θεραπεία με montelukast μείωσε σημαντικά
τα ηωσινόφιλα στους αεραγωγούς (όπως μετρήθηκαν στα πτύελα) και στο
περιφερικό αίμα, ενώ βελτίωσε τον κλινικό έλεγχο του άσθματος.
Σε μελέτες με ενήλικες, το montelukast 10 mg εφάπαξ ημερησίως,
συγκρινόμενο με το εικονικό φάρμακο, επέδειξε σημαντικές βελτιώσεις στην
πρωινή FEV
1
(10,4% έναντι 2,7% μεταβολή από το αρχικό στάδιο), στην ΠΜ
μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR) (24,5 L/min έναντι 3,3 L/min μεταβολή από το
αρχικό στάδιο) και σημαντική μείωση στη συνολική χορήγηση β-αγωνιστών (-
26,1% έναντι
-4,6% μεταβολή από το αρχικό στάδιο). Η βελτίωση στη βαθμολογία
συμπτωμάτων του άσθματος κατά την ημέρα και τη νύχτα όπως αναφέρθηκαν
από τους ασθενείς ήταν σημαντικά καλύτερη από το εικονικό φάρμακο.
Mελέτες σε ενήλικες επέδειξαν την ικανότητα του montelukast να δρα
αθροιστικά στην κλινική επίδραση των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο για εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη συν
montelukast έναντι βεκλομεθαζόνης, έδειξαν αντίστοιχα για την FEV
1
: 5,43%
έναντι 1,04%, χρήση β-αγωνιστών: -8,70% έναντι 2,64%). Συγκρινόμενο με την
εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη (200 μg δύο φορές την ημέρα χορηγούμενη με
δοσιμετρική συσκευή), το montelukast επέδειξε μια πιο γρήγορη αρχική
ανταπόκριση, παρόλο που κατά τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων, η
βεκλομεθαζόνη παρείχε μια μεγαλύτερη μέση θεραπευτική επίδραση (%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο για το montelukast έναντι της βεκλομεθαζόνης,
αντίστοιχα για την FEV
1
: 7,49% έναντι 13,3%, χρήση β-αγωνιστή: -28,28%
9