Η ανθεκτικότητα του E. Coli (το πιο συχνό παθογόνο που εμπλέκεται
στις λοιμώξεις του ουροποιητικού) στις φθοριοκινολόνες, ποικίλει στην
Ευρωπαϊκή Ένωση. Συστήνεται στους επαγγελματίες της υγείας που
συνταγογραφούν να λαμβάνουν υπόψη τους την τοπική συχνότητα
εμφάνισης της ανθεκτικότητας του E. Coli στις φθοριοκινολόνες.
Εισπνοή βακτηριακού άνθρακα: η χρήση του στους ανθρώπους βασίζεται
στα στοιχεία ευαισθησίας του Bacillus anthracis in vitro και σε δεδομένα
από μελέτες σε ζώα μαζί με περιορισμένα στοιχεία σε ανθρώπους. Οι
γιατροί που συνταγογραφούν θα πρέπει να ανατρέχουν στα εθνικά
έγγραφα ή/και στις διεθνείς συμφωνίες ειδικών σχετικά με τη θεραπεία
του βακτηριακού άνθρακα.
Χρόνος έγχυσης
Η συνιστώμενη διάρκεια της έγχυσης είναι τουλάχιστον 30 λεπτά για τα
250 mg ή 60 λεπτά για τα 500mg Evoxil διαλύματος για έγχυση. Είναι
γνωστό ότι για την οφλοξασίνη, μπορεί να εμφανιστεί ταχυκαρδία κατά
τη διάρκεια της έγχυσης και προσωρινή μείωση της πίεσης του αίματος.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί να συμβεί βαθιά πτώση της αρτηριακής
πίεσης και κυκλοφορική καταπληξία. Αν γίνει εμφανής πτώση της πίεσης
του αίματος κατά τη διάρκεια της έγχυσης της λεβοφλοξασίνης, (/-
ισομερές της οφλοξασίνη) η έγχυση πρέπει να σταματήσει αμέσως.
Τενοντίτιδα και ρήξη τένοντα
Σπάνια μπορεί να εκδηλωθεί τενοντίτιδα. Πιο συχνά παρουσιάζεται
στον Αχίλλειο τένοντα και μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη τένοντα.
Τενοντίτιδα και ρήξη τένοντα, μερικές φορές αμφοτερόπλευρη, μπορεί να
εμφανιστεί εντός 48 ωρών από την έναρξη της θεραπείας με
λεβοφλοξασίνη και έχει αναφερθεί για αρκετούς μήνες μετά τη διακοπή
της αγωγής. Πιο επιρρεπείς στην τενοντίτιδα και στη ρήξη τένοντα είναι
οι ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 60 ετών, οι ασθενείς που
λαμβάνουν ημερήσιες δόσεις των 1000 mg και όσοι ασθενείς υπόκεινται
σε θεραπεία με κορτικοστεροειδή. Η ημερήσια δοσολογία πρέπει να
προσαρμόζεται σε ηλικιωμένους ασθενείς με βάση την κάθαρση
κρεατινίνης (βλ. παράγραφο 4.2). Στενή ιατρική παρακολούθηση αυτών
των ασθενών είναι συνεπώς απαραίτητη στην περίπτωση που υπόκεινται
σε αγωγή με λεβοφλοξασίνη. Όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να
συμβουλεύονται το γιατρό τους αν εμφανίσουν συμπτώματα
τενοντίτιδας.
Αν πιθανολογείται τενοντίτιδα, η θεραπεία με λεβοφλοξασίνη θα πρέπει
να διακοπεί αμέσως και να αρχίσει η κατάλληλη αγωγή ( π.χ.
ακινητοποίηση) για τον τένοντα που προσβλήθηκε (βλ. παραγράφους 4.3
και 4.8).
Νόσος που σχετίζεται με το
Clostridium
Difficile
.
Διάρροια, ιδιαίτερα αν είναι σοβαρή, επιμένουσα ή και αιμορραγική,
κατά τη διάρκεια ή μετά την αγωγή με λεβοφλοξασίνη
(συμπεριλαμβανομένων μερικών εβδομάδων μετά την αγωγή), μπορεί να
είναι σύμπτωμα της νόσου που σχετίζεται με Clostridium Difficile (CDAD). Η
σοβαρότητα της CDAD κυμαίνεται από ήπια έως απειλητική για τη ζωή η
σοβαρότερη μορφή της οποίας είναι η ψευτομεμβρανώδης κολίτιδα. Αν
υπάρχει υποψία ψευτομεμβρανώδους κολίτιδας (βλ. παράγραφο 4.8).
Είναι, συνεπώς, σημαντικό να ληφθεί υπόψη αυτή η διάγνωση σε
ασθενείς που παρουσιάζουν σοβαρή διάρροια κατά τη διάρκεια ή μετά
την αγωγή με λεβοφλοξασίνη. Εάν υπάρχει υποψία CDAD ή εάν
επιβεβαιωθεί, πρέπει να διακόπτεται τελείως η χορήγηση
λεβοφλοξασίνης και να χορηγούνται στους ασθενείς βοηθητικά μέτρα
4