Η λεβοφλοξασίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία της οξείας
παραρρινοκολπίτιδας και της οξείας έξαρσης της χρόνιας βρογχίτιδας
όταν αυτές οι λοιμώξεις είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.
Η ανθεκτικότητα του E. Coli (το πιο συχνό παθογόνο που εμπλέκεται
στις λοιμώξεις του ουροποιητικού) στις φθοριοκινολόνες, ποικίλει στην
Ευρωπαϊκή Ένωση. Συστήνεται στους επαγγελματίες της υγείας που
συνταγογραφούν να λαμβάνουν υπόψη τους την τοπική συχνότητα
εμφάνισης της ανθεκτικότητας του E. Coli στις φθοριοκινολόνες.
Εισπνοή βακτηριακού άνθρακα: η χρήση του στους ανθρώπους βασίζεται
στα στοιχεία ευαισθησίας του
Bacillus anthracis
in vitro και σε δεδομένα
από μελέτες σε ζώα μαζί με περιορισμένα στοιχεία σε ανθρώπους. Οι
γιατροί που συνταγογραφούν θα πρέπει να ανατρέχουν στα εθνικά
έγγραφα ή/και στις διεθνείς συμφωνίες ειδικών σχετικά με τη θεραπεία
του βακτηριακού άνθρακα.
Τενοντίτιδα και ρήξη τένοντα
Σπάνια μπορεί να εκδηλωθεί τενοντίτιδα. Πιο συχνά παρουσιάζεται στον
Αχίλλειο τένοντα και μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη τένοντα. Τενοντίτιδα
και ρήξη τένοντα, μερικές φορές αμφοτερόπλευρη, μπορεί να εμφανιστεί
εντός 48 ωρών από την έναρξη της θεραπείας με λεβοφλοξασίνη και έχει
αναφερθεί για αρκετούς μήνες μετά τη διακοπή της αγωγής. Ο κίνδυνος
εμφάνισης τενοντίτιδας και ρήξης τένοντα είναι αυξημένος σε ασθενείς
ηλικίας μεγαλύτερης των 60 ετών, σε ασθενείς που λαμβάνουν ημερήσιες
δόσεις των 1000 mg και σε ασθενείς που χρησιμοποιούν
κορτικοστεροειδή. Η ημερήσια δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται σε
ηλικιωμένους ασθενείς με βάση την κάθαρση κρεατινίνης (βλ.
παράγραφο 4.2). Στενή ιατρική παρακολούθηση αυτών των ασθενών
είναι συνεπώς απαραίτητη στην περίπτωση που υπόκεινται σε αγωγή με
λεβοφλοξασίνη. Όλοι οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται το γιατρό
τους αν εμφανίσουν συμπτώματα τενοντίτιδας.
Αν πιθανολογείται τενοντίτιδα, η θεραπεία με λεβοφλοξασίνη θα πρέπει
να διακοπεί αμέσως και να αρχίσει η κατάλληλη αγωγή ( π.χ.
ακινητοποίηση) για τον τένοντα που προσβλήθηκε (βλ. παραγράφους 4.3
και 4.8).
Νόσος που σχετίζεται με το
Clostridium
Difficile
.
Η διάρροια, ιδιαίτερα αν είναι σοβαρή, εμμένουσα ή και αιμορραγική,
κατά τη διάρκεια ή μετά τη θεραπεία με λεβοφλοξασίνη
(συμπεριλαμβανομένων μερικών εβδομάδων μετά την αγωγή), μπορεί να
είναι σύμπτωμα της νόσου που σχετίζεται με Clostridium Difficile (CDAD). Η
σοβαρότητα της CDAD κυμαίνεται από ήπια έως απειλητική για τη ζωή, η
σοβαρότερη μορφή της οποίας είναι η ψευτομεμβρανώδης κολίτιδα (βλ.
παράγραφο 4.8). Είναι, συνεπώς, σημαντικό να ληφθεί υπόψη αυτή η
διάγνωση σε ασθενείς που παρουσιάζουν σοβαρή διάρροια κατά τη
διάρκεια ή μετά την αγωγή με λεβοφλοξασίνη. Αν υπάρχει υποψία CDAD
ή εάν επιβεβαιωθεί , πρέπει να διακόπτεται αμέσως η χορήγηση
λεβοφλοξασίνης και να ξεκινάει η κατάλληλη θεραπεία χωρίς
καθυστέρηση. Σε αυτές τις κλινικές καταστάσεις αντενδείκνυνται τα
φαρμακευτικά προϊόντα που αναστέλλουν την περισταλτικότητα του
εντέρου.
Ασθενείς με προδιάθεση για επιληπτικούς σπασμούς.
Οι κινολόνες μπορεί να μειώσουν τον ουδό των επιληπτικών σπασμών
και μπορεί να προκαλέσουν επιληπτικούς σπασμούς. Η λεβοφλοξασίνη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό επιληψiας (βλ. παράγραφο 4.3)
και όπως οι άλλες κινολόνες, πρέπει να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη
προσοχή σε ασθενείς με προδιάθεση για επιληπτικούς σπασμούς, ή
ασθενείς στους οποίους συγχορηγούνται δραστικές ουσίες που μειώνουν