Ασθενείς με σταθεροποιημένη στεφανιαία νόσο
Η μελέτη EUROPA ήταν μία πολυκεντρική, διεθνής, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο
κλινική δοκιμή διάρκειας 4 ετών.
Τυχαιοποιήθηκαν δώδεκα χιλιάδες διακόσιοι δέκα οκτώ (12.218) ασθενείς ηλικίας άνω των 18 ετών για να λάβουν
είτε περινδοπρίλη 8 mg (n=6.110) είτε εικονικό φάρμακο (n=6108).
Ο πληθυσμός της δοκιμής είχε ενδείξεις στεφανιαίας νόσου χωρίς ενδείξεις κλινικών σημείων καρδιακής ανεπάρκειας.
Συνολικά, 90% των ασθενών είχαν υποστεί προηγούμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου ή/και είχαν υποβληθεί σε
προηγούμενη επαναγγείωση στεφανιαίων. Οι περισσότεροι ασθενείς έλαβαν τη φαρμακευτική αγωγή της μελέτης
επιπροσθέτως της συμβατικής θεραπείας, συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων αιμοπεταλίων, των
υπολιπιδαιμικών παραγόντων και των β-αποκλειστών.
Το κύριο κριτήριο αποτελεσματικότητας ήταν το σύνθετο σημείο της καρδιαγγειακής θνησιμότητας, του μη
θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου ή/και της καρδιακής ανακοπής με επιτυχή ανάνηψη. Η θεραπεία με
περινδοπρίλη 8 mg άπαξ ημερησίως είχε ως αποτέλεσμα μία σημαντική απόλυτη μείωση του κύριου τελικού σημείου
κατά 1,9%, ισοδύναμη με μία μείωση του σχετικού κινδύνου κατά 20% (95% CI [9,4 - 28,6] - p<0,001). Σε ασθενείς με
ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου ή/και επαναγγείωσης, παρατηρήθηκε μία απόλυτη μείωση κατά 2,2 % που
αντιστοιχεί σε μείωση του RRR κατά 22,4% (95% CI [12,0 - 31,6] - p<0,001) στο κύριο τελικό σημείο σε σύγκριση με
το εικονικό φάρμακο
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά την από του στόματος χορήγηση, η απορρόφηση της περινδοπρίλης είναι ταχεία και η μέγιστη συγκέντρωση
επιτυγχάνεται εντός 1 ώρας. Η βιοδιαθεσιμότητα είναι από 65 έως 70%.
Περίπου 20% της συνολικής ποσότητας της περινδοπρίλης που απορροφάται μετατρέπεται σε περινδοπριλάτη, τον
δραστικό μεταβολίτη της. Εκτός από τη δραστική περινδοπριλάτη, η περινδοπρίλη έχει άλλους πέντε μεταβολίτες, οι
οποίοι είναι στο σύνολό τους ανενεργοί. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της περινδοπρίλης στο πλάσμα είναι ίσος με 1 ώρα.
Η μέγιστη συγκέντρωση της περινδοπριλάτης στο πλάσμα επιτυγχάνεται εντός 3 έως 4 ωρών.
Καθώς η πρόσληψη τροφής μειώνει τη μετατροπή σε περινδοπριλάτη, και συνεπώς τη βιοδιαθεσιμότητα, η
περινδοπρίλη θα πρέπει να χορηγείται από του στόματος σε μία μονή ημερήσια δόση το πρωί πριν από ένα γεύμα.
Ο όγκος κατανομής είναι περίπου 0,2 l/kg για την αδέσμευτη περινδοπριλάτη. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες είναι μικρή
(η σύνδεση της περινδοπριλάτης με το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης είναι μικρότερη από 30%), αλλά
εξαρτάται από τη συγκέντρωση.
Η περινδοπριλάτη απεκκρίνεται στα ούρα και ο χρόνος ημίσειας ζωής του αδέσμευτου κλάσματός της είναι περίπου 3
έως 5 ώρες. Ο διαχωρισμός της περινδοπριλάτης που είναι συνδεδεμένη με το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης
οδηγεί σε έναν «αποτελεσματικό» χρόνο ημίσειας ζωής απέκκρισης 25 ωρών, ενώ η σταθερή κατάσταση
επιτυγχάνεται εντός 4 ημερών.
Δεν παρατηρείται συσσώρευση περινδοπρίλης μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση.
Η αποβολή της περινδοπριλάτης είναι μειωμένη στους ηλικιωμένους, καθώς και σε ασθενείς με καρδιακή ή νεφρική
ανεπάρκεια. Η ρύθμιση της δοσολογίας στη νεφρική ανεπάρκεια είναι επιθυμητή ανάλογα με τον βαθμό της
ανεπάρκειας (κάθαρση κρεατινίνης).
Η νεφρική κάθαρση της περινδοπριλάτης είναι ίση με 70 ml/min.
Η κινητική της περινδοπρίλης μεταβάλλεται σε ασθενείς με κίρρωση: η ηπατική κάθαρση του μητρικού μορίου
μειώνεται στο ήμισυ. Ωστόσο, δεν μειώνεται η ποσότητα της σχηματισθείσας περινδοπριλάτης και συνεπώς δεν
απαιτείται καμία ρύθμιση της δοσολογίας (βλ. επίσης παραγράφους 4.2 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης» και 4.4
«Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
5.3 Προκλινικά δεδομένα ασφαλείας
Σε μελέτες χρόνιας τοξικότητας από του στόματος (επίμυες και πίθηκοι), το όργανο-στόχος είναι ο νεφρός, με
αναστρέψιμη βλάβη.
Δεν έχει παρατηρηθεί μεταλλαξιογόνος δράση σε in vitro ή in vivo μελέτες.
Οι μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας (επίμυες, μύες, κόνικλοι και πίθηκοι) δεν κατέδειξαν σημεία
εμβρυοτοξικότητας ή τερατογένεσης. Ωστόσο, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, ως
κατηγορία, έχει καταδειχτεί ότι επάγουν ανεπιθύμητες ενέργειες στην όψιμη εμβρυϊκή ανάπτυξη, προκαλώντας
εμβρυϊκό θάνατο και συγγενείς επιδράσεις σε τρωκτικά και κονίκλους: έχουν παρατηρηθεί νεφρικές βλάβες και
αύξηση της περιγεννητικής και μεταγεννητικής θνησιμότητας.
Δεν έχει παρατηρηθεί καρκινογόνος δράση σε μακροχρόνιες μελέτες σε επίμυες και μύες.