ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Perindopril / Actavis
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Περινδοπρίλη 8 mg:
Κάθε δισκίο περιέχει 8 mg perindopril tert-butylamine salt που ισοδυναμούν με 6,676 mg περινδοπρίλης
Έκδοχο: 125,56 mg μονοϋδρικής λακτόζης / δισκίο
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
Λευκό, στρογγυλό, αμφίκυρτο δισκίο και το εντύπωμα «PP» στη μία πλευρά και το «8» στην άλλη πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Υπέρταση:
Θεραπεία της υπέρτασης
Σταθεροποιημένη Στεφανιαία Νόσος
Μείωση του κινδύνου καρδιακών συμβαμάτων σε ασθενείς με ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου ή/και
επαναγγείωσης.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Συνιστάται η περινδοπρίλη να λαμβάνεται άπαξ ημερησίως το πρωί πριν από ένα γεύμα.
Η δόση θα πρέπει να εξατομικεύεται σύμφωνα με το προφίλ του ασθενούς (βλ. 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη χρήση») και την ανταπόκριση της αρτηριακής πίεσης.
Υπέρταση
Η περινδοπρίλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλες κατηγορίες αντιυπερτασικής
θεραπείας.
Η συνιστώμενη δόση έναρξης είναι 4 mg χορηγούμενα άπαξ ημερησίως το πρωί.
Οι ασθενείς με ένα ισχυρώς ενεργοποιημένο σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (πιο συγκεκριμένα,
νεφραγγειακή υπέρταση, ένδεια νατρίου ή/και μείωση του κυκλοφορούντος όγκου αίματος, ανεπαρκής καρδιακή
αντιρρόπηση ή σοβαρή υπέρταση) μπορεί να εμφανίσουν μία υπερβολική πτώση της αρτηριακής πίεσης μετά την
αρχική δόση. Σε αυτούς τους ασθενείς συνιστάται μία δόση έναρξης 2 mg και η έναρξη της θεραπείας θα πρέπει να
πραγματοποιείται υπό ιατρική παρακολούθηση.
Η δόση μπορεί να αυξηθεί στα 8 mg άπαξ ημερησίως μετά από έναν μήνα θεραπείας.
Συμπτωματική υπόταση μπορεί να εμφανιστεί μετά την έναρξη της θεραπείας με περινδοπρίλη. Αυτό είναι
περισσότερο πιθανό να συμβεί σε ασθενείς που λαμβάνουν παράλληλα θεραπεία με διουρητικά. Συνεπώς,
συνιστάται προσοχή καθώς αυτοί οι ασθενείς μπορεί να εμφανίζουν ένδεια νατρίου ή/και μείωση του όγκου αίματος.
Εάν είναι δυνατόν, η θεραπεία με διουρητικά θα πρέπει να διακόπτεται 2 έως 3 ημέρες πριν την έναρξη της θεραπείας
με περινδοπρίλη (βλ. παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
Σε υπερτασικούς ασθενείς στους οποίους η θεραπεία με διουρητικά δεν μπορεί να διακοπεί, η θεραπεία με
περινδοπρίλη θα πρέπει να ξεκινά με μία δόση 2 mg. Η νεφρική λειτουργία και τα επίπεδα καλίου στον ορό θα πρέπει
να παρακολουθούνται. Η επακόλουθη δοσολογία της περινδοπρίλης θα πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με την
ανταπόκριση της αρτηριακής πίεσης. Εάν απαιτείται, η θεραπεία με διουρητικά μπορεί να ξεκινήσει εκ νέου.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς, η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά με μία δόση 2 mg, η οποία μπορεί προοδευτικά να αυξηθεί
στα 4 mg μετά από έναν μήνα και στη συνέχεια στα 8 mg, εάν είναι απαραίτητο, ανάλογα με τη νεφρική λειτουργία
(βλ. πίνακα πιο κάτω).
Σταθεροποιημένη στεφανιαία νόσος
Η θεραπεία με περινδοπρίλη θα πρέπει να ξεκινά σε μία δόση 4 mg άπαξ ημερησίως επί δύο εβδομάδες και μετά
μπορεί να αυξηθεί στα 8 mg άπαξ ημερησίως, ανάλογα με τη νεφρική λειτουργία και υπό την προϋπόθεση ότι η δόση
των 4 mg είναι καλά ανεκτή.
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν 2 mg άπαξ ημερησίως για μια εβδομάδα, στη συνέχεια 4 mg άπαξ
ημερησίως την επόμενη εβδομάδα, πριν την αύξηση της δόσης έως τα 8 mg άπαξ ημερησίως ανάλογα με τη νεφρική
λειτουργία (βλ. Πίνακα 1 «Ρύθμιση της δοσολογίας επί νεφρικής ανεπάρκειας»). Η δόση θα πρέπει να αυξάνεται
μόνον εφόσον η προηγούμενη χαμηλότερη δόση είναι καλά ανεκτή.
Ρύθμιση της δοσολογίας επί νεφρικής ανεπάρκειας:
Η δοσολογία σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια θα πρέπει να βασίζεται στην κάθαρση της κρεατινίνης, όπως
περιγράφεται στον Πίνακα 1 πιο κάτω:
Πίνακας 1: Ρύθμιση της δοσολογίας επί νεφρικής ανεπάρκειας
Κάθαρση κρεατινίνης (ml/min) συνιστώμενη δόση
Cl
CR
≥ 60 4 mg την ημέρα
30 < Cl
CR
< 60 2 mg την ημέρα
15 < Cl
CR
< 30 2 mg κάθε δεύτερη ημέρα
Ασθενείς υπό αιμοκάθαρση*
Cl
CR
< 15 2 mg κατά την ημέρα της αιμοκάθαρσης
* Η απέκκριση της περινδοπριλάτης μέσω αιμοκάθαρσης είναι 70 ml/min. Για ασθενείς που υποβάλλονται σε
αιμοκάθαρση, η δόση θα πρέπει να λαμβάνεται μετά την αιμοκάθαρση.
Ρύθμιση της δοσολογίας επί ηπατικής ανεπάρκειας:
Δεν απαιτείται καμία ρύθμιση της δοσολογίας σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια (βλ. παραγράφους 4.4 «Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση» και 5.2 «Φαρμακοκινητικές ιδιότητες»).
Παιδιά και έφηβοι (ηλικίας μικρότερης των 18 ετών)
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της χρήσης σε παιδιά και εφήβους δεν έχει τεκμηριωθεί. Συνεπώς, η χρήση σε
παιδιά και εφήβους δεν συνιστάται.
4.3 Αντενδείξεις
• Υπερευαισθησία στην περινδοπρίλη, σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα ή σε άλλους αναστολείς ΜΕΑ.
• Ιστορικό αγγειοoιδήματος που σχετίζεται με προηγούμενη θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ.
• Κληρονομικό ή ιδιοπαθές αγγειοοίδημα.
• Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.6).
4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Σταθεροποιημένη στεφανιαία νόσος
Εάν ένα επεισόδιο ασταθούς στηθάγχης (μείζων ή όχι) εμφανιστεί κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα της θεραπείας
με περινδοπρίλη, θα πρέπει να διεξάγεται μία προσεκτική εκτίμηση της αναλογίας οφέλους/κινδύνου πριν τη
συνέχιση της θεραπείας.
Υπόταση
Οι αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να προκαλέσουν μία πτώση της αρτηριακής πίεσης. Συμπτωματική υπόταση
παρατηρείται σπάνια σε μη επιπλεγμένους υπερτασικούς ασθενείς και είναι περισσότερο πιθανό να εμφανιστεί σε
ασθενείς που παρουσιάζουν μείωση του όγκου αίματος, π.χ. λόγω διουρητικής θεραπείας, διατροφικού περιορισμού
της πρόσληψης νατρίου, αιμοκάθαρσης, διάρροιας ή εμέτου ή σε ασθενείς που πάσχουν από σοβαρή, εξαρτώμενη
από τη ρενίνη, υπέρταση (βλ. παραγράφους 4.5 «Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης» και 4.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»). Σε ασθενείς με συμπωματική καρδιακή ανεπάρκεια, με ή χωρίς
σχετιζόμενη νεφρική ανεπάρκεια, έχει παρατηρηθεί συμπτωματική υπόταση. Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί σε
εκείνους τους ασθενείς με περισσότερο σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια, όπως αντανακλάται από τη χρήση υψηλών
δόσεων διουρητικών της αγκύλης, με υπονατριαιμία ή λειτουργική νεφρική βλάβη. Σε ασθενείς σε αυξημένο κίνδυνο
συμπτωματικής υπότασης, η έναρξη της θεραπείας και η ρύθμιση της δοσολογίας θα πρέπει να παρακολουθούνται
στενά (βλ. 4.2 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης» και 4.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»). Παρόμοια ζητήματα
υφίστανται και για ασθενείς με ισχαιμική καρδιοπάθεια ή αγγειακή εγκεφαλική νόσο στους οποίους μία υπερβολική
πτώση της αρτηριακής πίεσης θα μπορούσε να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό
επεισόδιο.
Εάν εμφανιστεί υπόταση, ο ασθενής θα πρέπει να τοποθετείται σε ύπτια θέση, και, εάν είναι απαραίτητο, θα πρέπει
να λαμβάνει μία ενδοφλέβια έγχυση διαλύματος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%). Μία παροδική υποτασική
ανταπόκριση δεν αποτελεί αντένδειξη για τη χορήγηση περαιτέρω δοσολογίας, η οποία μπορεί να χορηγηθεί
συνήθως χωρίς δυσκολία, μόλις η αρτηριακή πίεση αυξηθεί μετά την αύξηση του όγκου του κυκλοφορούντος αίματος.
Σε ορισμένους ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια που παρουσιάζουν φυσιολογική ή χαμηλή αρτηριακή
πίεση, μπορεί να εμφανιστεί επιπρόσθετη μείωση της συστηματικής αρτηριακής πίεσης με τη χρήση περινδοπρίλης.
Αυτή η επίδραση είναι αναμενόμενη και συνήθως δεν αποτελεί αιτία διακοπής της θεραπείας. Εάν η υπόταση
καταστεί συμπτωματική, μπορεί να είναι απαραίτητη μία ελάττωση της δόσης ή διακοπή της θεραπείας με
περινδοπρίλη.
Στένωση αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας / υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια
Όπως και με όλους τους αναστολείς ΜΕΑ, η περινδοπρίλη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με
στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας και απόφραξη του χώρου εκροής της αριστερής κοιλίας, όπως αορτική στένωση ή
υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
Νεφρική βλάβη
Σε περιπτώσεις νεφρικής βλάβης (κάθαρση κρεατινίνης <60 ml/min), η αρχική δοσολογία της περινδοπρίλης θα
πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με την κάθαρση κρεατινίνης του ασθενούς (βλ. 4.2 «Δοσολογία και τρόπος
χορήγησης») και στη συνέχεια σε συνάρτηση της ανταπόκρισης του ασθενούς στη θεραπεία. Η τακτική
παρακολούθηση των επιπέδων καλίου και κρεατινίνης αποτελεί μέρος της συνήθους ιατρικής πρακτικής για αυτούς
τους ασθενείς (βλ. 4.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»).
Σε ασθενείς με συμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια, η εμφάνιση υπότασης μετά την έναρξη της θεραπείας με
αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω βλάβη της νεφρικής λειτουργίας. Οξεία νεφρική ανεπάρκεια,
συνήθως αναστρέψιμη, έχει αναφερθεί σε αυτή την κατάσταση.
Σε ορισμένους ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση των νεφρικών αρτηριών ή με στένωση της αρτηρίας σε μονήρη
νεφρό που έχουν λάβει θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, έχουν παρατηρηθεί αυξήσεις των επιπέδων ουρίας αίματος και
κρεατινίνης ορού, συνήθως αναστρέψιμες με τη διακοπή της θεραπείας. Αυτό είναι ιδιαιτέρως πιθανό σε ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια. Εάν υφίσταται νεφραγγειακή υπέρταση, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σοβαρής υπότασης και
νεφρικής ανεπάρκειας. Σε αυτούς τους ασθενείς, η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά υπό στενή ιατρική παρακολούθηση
με χαμηλές δόσεις και προσεκτική τιτλοποίηση της δόσης. Καθώς η θεραπεία με διουρητικά μπορεί να αποτελεί έναν
παράγοντα που συμβάλλει στα πιο πάνω, θα πρέπει να διακόπτεται και η νεφρική λειτουργία θα πρέπει να
παρακολουθείται κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων της θεραπείας με περινδοπρίλη.
Ορισμένοι υπερτασικοί ασθενείς χωρίς καμία έκδηλη προϋπάρχουσα νεφραγγειακή νόσο έχουν αναπτύξει αυξήσεις
στα επίπεδα ουρίας αίματος και κρεατινίνης ορού, συνήθως ελάσσονες και παροδικές, ιδιαίτερα όταν η περινδοπρίλη
έχει χορηγηθεί παράλληλα με ένα διουρητικό.
Αυτό είναι περισσότερο πιθανό να εμφανιστεί σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική βλάβη. Μπορεί να απαιτηθεί
ελάττωση της δοσολογίας ή/και διακοπή της θεραπείας με διουρητικά ή/και περινδοπρίλη.
Αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση µε µεµβράνες
υψηλής ροής και λαμβάνουν ταυτόχρονα θεραπεία µε έναν αναστολέα ΜΕΑ. Σε αυτούς τους ασθενείς πρέπει να
εξετάζεται το ενδεχόμενο χρήσης μίας μεμβράνης αιμοκάθαρσης διαφορετικού τύπου ή ένας αντιυπερτασικός
παράγοντας άλλης κατηγορίας.
Μεταμόσχευση νεφρού
Δεν υπάρχει πείρα σε σχέση τη χορήγηση της περινδοπρίλης σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε πρόσφατη
μεταμόσχευση νεφρού.
Υπερευαισθησία / Αγγει o οίδημα
Αγγειοοίδημα προσώπου, άκρων, χειλέων, γλώσσας, γλωττίδας ή/και λάρυγγα έχει αναφερθεί σπανίως σε ασθενείς
που λαμβάνουν θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένης της περινδοπρίλης (βλ. 4.8 «Ανεπιθύμητες
ενέργειες»). Αυτό μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Σε τέτοιες
περιπτώσεις, η περινδοπρίλη θα πρέπει να διακόπτεται εγκαίρως και θα πρέπει να ξεκινά κατάλληλη
παρακολούθηση, η οποία θα συνεχίζεται έως την πλήρη υποχώρηση των συμπτωμάτων. Σε εκείνες τις περιπτώσεις
στις οποίες το οίδημα περιορίζεται στο πρόσωπο και στα χείλη, η πάθηση εν γένει υποχωρεί χωρίς θεραπεία, αν και
τα αντιισταμινικά έχουν αποδειχτεί χρήσιμα για την ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Το αγγειοοίδημα που σχετίζεται με λαρυγγικό οίδημα μπορεί να είναι θανατηφόρο. Όπου υφίσταται προσβολή της
γλώσσας, της γλωττίδας ή του λάρυγγα, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει απόφραξη των αεραγωγών,
θα πρέπει να χορηγείται εγκαίρως θεραπεία έκτατης ανάγκης. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει τη χορήγηση
αδρεναλίνης ή/και τη διατήρηση ανοιχτών αεραγωγών. Ο ασθενής θα πρέπει να βρίσκεται υπό στενή ιατρική
παρακολούθηση έως την πλήρη και παρατεταμένη υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Οι ασθενείς με ιστορικό αγγειοιδήματος που δεν σχετίζεται με τη θεραπεία με τους αναστολείς ΜΕΑ, μπορεί να
βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο αγγειοοιδήματος ενώ λαμβάνουν έναν αναστολέα ΜΕΑ (βλ. 4.3 «Αντενδείξεις»).
Αγγειοοίδημα του εντέρου έχει αναφερθεί σπάνια σε ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ. Οι ασθενείς αυτοί
εμφάνισαν κοιλιακό άλγος (με ή χωρίς ναυτία και έμετο). Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν προηγήθηκε αγγειοοίδημα
προσώπου και τα επίπεδα της C1 εστεράσης ήταν φυσιολογικά. Το αγγειοιοίδημα διαγνώστηκε με διαδικασίες που
περιελάμβαναν αξονική τομογραφία της κοιλιακής χώρας ή υπέρηχο ή κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης και
τα συμπτώματα παρήλθαν μετά τη διακοπή του αναστολέα ΜΕΑ. Το εντερικό αγγειοοοίδημα πρέπει να
συμπεριλαμβάνεται στη διαφορική διάγνωση ασθενών υπό θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ που εμφανίζουν κοιλιακό
άλγος.
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις κατά τη διάρκεια αφαίρεσης λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας ( LDL )
Σπανίως, ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια αφαίρεσης των λιποπρωτεϊνών χαμηλής
πυκνότητας (LDL) με θειϊκή δεξτράνη παρουσίασαν απειλητικές για τη ζωή αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις. Αυτές οι
αντιδράσεις αποφεύγονται με προσωρινή διακοπή της θεραπείας με αναστολείς ΜΕΑ πριν από κάθε αφαίρεση.
Αναφυλακτικές αντιδράσεις κατά τη διάρκεια απευαισθητοποίησης
Ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια αγωγής απευαισθητοποίησης (π.χ. με δηλητήριο
υμενόπτερων) παρουσιάζουν αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις. Στους ίδιους ασθενείς, αυτές οι αντιδράσεις έχουν
αποφευχθεί όταν η θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ διεκόπη προσωρινά, αλλά επανεμφανίστηκαν κατά την ακούσια
επαναπρόκληση.
Ηπατική ανεπάρκεια
Σπανίως, οι αναστολείς ΜΕΑ έχουν συσχετιστεί με ένα σύνδρομο που ξεκινά με χολοστατικό ίκτερο και εξελίσσεται
σε κεραυνοβόλο ηπατική νέκρωση και (ορισμένες φορές) σε θάνατο. Ο μηχανισμός αυτού του συνδρόμου δεν είναι
κατανοητός. Οι ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς ΜΕΑ και αναπτύσσουν ίκτερο ή σημαντικές αυξήσεις των
ηπατικών ενζύμων θα πρέπει να διακόπτουν τη θεραπεία με τον αναστολέα ΜΕΑ και να υποβάλλονται στην
κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση (4.8 «Ανεπιθύμητες ενέργειες»).
Ουδετεροπενία / Ακοκκιοκυττάρωση / Θρομβοκυτταροπενία / Αναιμία
Ουδετεροπενία / ακοκκιοκυττάρωση, θρομβοκυτταροπενία και αναιμία έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν
αναστολείς ΜΕΑ. Σε ασθενείς µε φυσιολογική νεφρική λειτουργία και χωρίς άλλους παράγοντες επιπλοκών, η
ουδετεροπενία εμφανίζεται σπάνια. Η περινδοπρίλη θα πρέπει να χρησιμοποιείται µε ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς
µε αγγειακή νόσο του κολλαγόνου, υπό ανοσοκατασταλτική θεραπεία, θεραπεία µε αλλοπουρινόλη ή προκαϊναµίδη ή
έναν συνδυασμό αυτών των παραγόντων επιπλοκών, ιδιαίτερα όταν προϋπάρχει βλάβη της νεφρικής λειτουργίας.
Ορισμένοι από αυτούς τους ασθενείς ανέπτυξαν σοβαρές λοιμώξεις, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις δεν
ανταποκρίθηκαν σε εντατική αντιβιοτική θεραπεία. Εάν η περινδοπρίλη χορηγείται σε τέτοιους ασθενείς, συνιστάται
περιοδικός έλεγχος του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων και οι ασθενείς θα πρέπει να καθοδηγούνται να
αναφέρουν οποιοδήποτε σημείο λοίμωξης (π.χ. πονόλαιμο, πυρετό).
Φυλή
Οι αναστολείς ΜΕΑ προκαλούν ένα υψηλότερο ποσοστό εμφάνισης αγγειοοιδήματος σε ασθενείς της μαύρης φυλής
σε σχέση με ασθενείς άλλης φυλής.
Όπως και με άλλους αναστολείς ΜΕΑ, η περινδοπρίλη μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματική στη μείωση της
αρτηριακής πίεσης σε άτοματης μαύρης φυλής από ό,τι σε άτομαάλλης φυλής, πιθανώς εξαιτίας ενός υψηλότερου
επιπολασμού παθήσεων με χαμηλή ρενίνη στον πληθυσμό μαύρων υπερτασικών ασθενών.
Βήχας
Έχει αναφερθεί βήχας µε τη χρήση αναστολέων ΜΕΑ. Χαρακτηριστικά, ο βήχας είναι µη παραγωγικός βήχας,
επίμονος και υποχωρεί μετά τη διακοπή της θεραπείας. Ο επαγόμενος από τους αναστολείς ΜΕΑ βήχας θα πρέπει να
λαμβάνεται υπ’ όψιν ως μέρος της διαφορικής διάγνωσης του βήχα.
Χειρουργική επέμβαση / Αναισθησία
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε μείζονα χειρουργική επέμβαση ή κατά τη διάρκεια αναισθησίας µε παράγοντες που
προκαλούν υπόταση, η περινδοπρίλη ενδέχεται να αναστείλει τον σχηματισμό της αγγειοτασίνης ΙΙ λόγω της
αντιρροπιστικής απελευθέρωσης ρενίνης. Η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται μία ημέρα πριν τη χειρουργική
επέμβαση. Εάν εμφανισθεί υπόταση και θεωρηθεί ότι οφείλεται στον μηχανισμό αυτόν, μπορεί να διορθωθεί µε την
αύξηση του όγκου του αίματος.
Υπερκαλιαιμία
Αυξήσεις στα επίπεδα καλίου στον ορό έχουν παρατηρηθεί σε ορισμένους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία µε
αναστολείς ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένης της περινδοπρίλης. Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη υπερκαλιαιµίας,
συμπεριλαμβάνουν νεφρική ανεπάρκεια, επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, προχωρημένη ηλικία (>70 ετών),
σακχαρώδη διαβήτη, παρεμπίπτοντα συμβάντα, ιδιαίτερα αφυδάτωση, οξεία ρήξη καρδιακής αντιρροπήσεως,
μεταβολική οξέωση και ταυτόχρονη χρήση καλιοσυντηρητικών διουρητικών (π.χ. σπιρονολακτόνη, επλερενόνη,
τριαμτερένη ή αμιλορίδη), υποκατάστατων καλίου ή υποκατάστατων αλάτων που περιέχουν κάλιο, ή εκείνους τους
ασθενείς που λαμβάνουν άλλα φάρμακα που σχετίζονται µε αυξήσεις στα επίπεδα καλίου στον ορό (π.χ. ηπαρίνη). Η
χρήση συμπληρωμάτων καλίου, καλιοσυντηρητικών διουρητικών ή υποκατάστατων αλάτων που περιέχουν κάλιο,
ιδιαίτερα σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του καλίου ορού. Η
υπερκαλιαιμία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές, ορισμένες φορές θανατηφόρες αρρυθμίες Εάν κριθεί απαραίτητη η
χρήση των προαναφερθέντων παραγόντων, πρέπει να χρησιμοποιούνται προσεκτικά και με συχνή παρακολούθηση
των επιπέδων του καλίου στον ορό (βλέπε παράγραφο 4.5 Αλληλεπίδραση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης).
Διαβητικοί ασθενείς
Στους διαβητικούς ασθενείς που λαμβάνουν από του στόματος χορηγούµενους αντιδιαβητικούς παράγοντες ή ινσουλίνη,
ο γλυκαιµικός έλεγχος θα πρέπει να παρακολουθείται στενά κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα της θεραπείας µε
έναν αναστολέα ΜΕΑ (βλ. 4.5 «Αλληλεπίδραση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης,
Αντιδιαβητικά»).
Λίθιο
Ο συνδυασμός λιθίου και περινδοπρίλης εν γένει δεν συνιστάται (βλ. 4.5 «Αλληλεπίδραση με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης»).
Καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα άλατος που περιέχουν κάλιο
Ο συνδυασμός περινδοπρίλης και καλιοσυντηρητικών διουρητικών, συμπληρωμάτων καλίου ή υποκατάστατων
άλατος που περιέχουν κάλιο εν γένει δεν συνιστάται (βλ. 4.5 «Αλληλεπίδραση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης»).
Κύηση:
Η χορήγηση αναστολέων ΜΕΑ δεν θα πρέπει να ξεκινά κατά τη διάρκεια της κύησης. Εκτός εάν η συνέχιση της
θεραπείας με αναστολείς ΜΕΑ κρίνεται απαραίτητη, οι ασθενείς που σχεδιάζουν να μείνουν έγκυοι θα πρέπει να
αλλάζουν σε εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες που έχουν εδραιωμένο προφίλ ασφαλείας για χρήση κατά την
κύηση. Όταν διαγνωσθεί κύηση, η θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ θα πρέπει να διακόπτεται αμέσως και, εάν κρίνεται
κατάλληλο, θα πρέπει να ξεκινά εναλλακτική θεραπεία (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.6).
Λακτόζη
Αυτό το προϊόν περιέχει μονοϋδρική λακτόζη. Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα, όπως δυσανεξία στη
γαλακτόζη, ανεπάρκεια της λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφηση της γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν θα πρέπει να λαμβάνουν
αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπίδραση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Διουρητικά
Οι ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά και ιδιαίτερα όσοι είναι υποογκαιμικοί ή/και εμφανίζουν ένδεια νατρίου,
μπορεί να παρουσιάσουν υπερβολική μείωση της αρτηριακής πίεσης μετά την έναρξη της θεραπείας με ένα
αναστολέα ΜΕΑ. Η πιθανότητα υποτασικών επιδράσεων μπορεί να μειωθεί μέσω διακοπής του διουρητικού, μέσω
αύξησης του όγκου του αίματος ή της πρόσληψης άλατος πριν την έναρξη της θεραπείας με χαμηλές και προοδευτικές
δόσεις περινδοπρίλης.
Καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα άλατος που περιέχουν κάλιο
Αν και τα επίπεδα καλίου στον ορό συνήθως παραμένουν εντός των φυσιολογικών ορίων, υπερκαλιαιμία μπορεί να
εμφανιστεί σε ορισμένους ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με περινδοπρίλη. Καλιοσυντηρητικά διουρητικά (π.χ.
σπειρονολακτόνη, τριατμερένη ή αμιλορίδη), συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα άλατος που περιέχουν κάλιο
μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των επιπέδων καλίου ορού. Συνεπώς, ο συνδυασμός περινδοπρίλης με
τα προαναφερθέντα φάρμακα δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4). Εάν η ταυτόχρονη χρήση ενδείκνυται λόγω
αποδεδειγμένης υποκαλιαιμίας, θα πρέπει να γίνεται με προσοχή και με συχνή παρακολούθηση του καλίου ορού.
Λίθιο
Αναστρέψιμες αυξήσεις των συγκεντρώσεων λιθίου στον ορό και τοξικότητα έχουν αναφερθεί κατά τη διάρκεια της
ταυτόχρονης χρήσης λιθίου και αναστολέων ΜΕΑ. Η ταυτόχρονη χρήση διουρητικών θειαζίδης μπορεί να αυξήσει τον
κίνδυνο εμφάνισης τοξικότητας λιθίου και να ενισχύσει τον ήδη αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης τοξικότητας λιθίου με
τους αναστολείς ΜΕΑ. Η χρήση περινδοπρίλης και λιθίου δεν συνιστάται, αλλά εάν ο συνδυασμός αποδειχθεί
απαραίτητος, θα πρέπει να πραγματοποιείται προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων λιθίου στον ορό (βλ.
παράγραφο 4.4).
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), συμπεριλαμβανομένης της ασπιρίνης ≥ 3 g /ημέρα
Όταν οι αναστολείς ΜΕΑ συγχορηγούνται με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (δηλαδή ακετυλοσαλικυλικό οξύ
σε αντιφλεγμονώδη δοσολογικά σχήματα, αναστολείς COX-2 και μη εκλεκτικά ΜΣΑΦ), μπορεί να εμφανιστεί
ενίσχυση του αντιυπερτασικού αποτελέσματος. Η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων ΜΕΑ και ΜΣΑΦ μπορεί να
οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας, περιλαμβανομένης ενδεχόμενης οξείας
νεφρικής ανεπάρκειας, καθώς και σε αύξηση του νατρίου στον ορό, ιδιαίτερα σε ασθενείς με προϋπάρχουσα
έκπτωση νεφρικής λειτουργίας. Ο συνδυασμός πρέπει να χορηγείται προσεκτικά, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Οι
ασθενείς πρέπει να ενυδατώνονται επαρκώς και να δίνεται προσοχή στην παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας
μετά την έναρξη της ταυτόχρονης θεραπείας και περιοδικά στη συνέχεια.
Αντιυπερτασικοί παράγοντες και αγγειοδιασταλτικά
Η ταυτόχρονη χρήση αυτών των παραγόντων μπορεί να αυξήσει τις υποτασικές επιδράσεις της περινδοπρίλης. Η
ταυτόχρονη χρήση με νιτρογλυκερίνη και άλλα νιτρώδη ή άλλα αγγειοδιασταλτικά, μπορεί να μειώσει περαιτέρω την
αρτηριακή πίεση.
Αντιδιαβητικοί παράγοντες
Επιδημιολογικές μελέτες υποδηλώνουν ότι η συγχορήγηση αναστολέων ΜΕΑ και αντιδιαβητικών φαρμάκων
(ινσουλίνες, αντιδιαβητικοί παράγοντες από το στόμα), μπορεί να προκαλέσει αυξημένη, μειωτική της γλυκόζης,
επίδραση στο αίμα με κίνδυνο εμφάνισης υπογλυκαιμίας. Tο φαινόμενο αυτό φάνηκε να είναι περισσότερο πιθανό να
εμφανιστεί κατά τις πρώτες εβδομάδες της συνδυαστικής θεραπείας και σε ασθενείς με νεφρική βλάβη.
Ακετυλοσαλικυλικό οξύ, θρομβολυτικά, β-αποκλειστές, νιτρώδη
Η περινδοπρίλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα με ακετυλοσαλικυλικό οξύ (όταν χρησιμοποιείται ως
θρομβολυτικό), θρομβολυτικά, β-αποκλειστές ή/και νιτρώδη.
Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά / Αντιψυχωσικά / Αναισθητικά
Η ταυτόχρονη χρήση συγκεκριμένων αναισθητικών φαρμακευτικών προϊόντων, τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών και
αντιψυχωσικών παραγόντων με αναστολείς ΜΕΑ μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω μείωση της αρτηριακής πίεσης
(βλ. παράγραφο 4.4).
Χρυσός:
Έχουν αναφερθεί σπάνια νιτροειδείς κρίσεις (τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ερυθρότητα προσώπου, ναυτία, έμετο
και υπόταση) σε ασθενείς υπό θεραπεία με ενέσιμο χρυσό (χρυσοθειομηλικό νάτριο) και ταυτόχρονη θεραπεία με
αναστολείς ΜΕΑ περιλαμβανομένης της περινδοπρίλης.
Συμπαθητικομιμητικά
Τα συμπαθητικομιμητικά ενδέχεται να ελαττώσουν τις αντιυπερτασικές επιδράσεις των αναστολέων ΜΕΑ.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Η χρήση αναστολέων ΜΕΑ δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης (βλ. παράγραφο 4.4). Η
χρήση των αναστολέων ΜΕΑ αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του 2
ου
και 3
ου
τριμήνου της κύησης (βλ. παράγραφο 4.3
και 4.4).
Οι επιδημιολογικές ενδείξεις σχετικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης μετά από έκθεση σε αναστολείς ΜΕΑ κατά τη
διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης ήταν αμφιλεγόμενες. Ωστόσο, μία μικρή αύξηση του κινδύνου δεν μπορεί
να αποκλειστεί. Εκτός εάν η συνέχιση της θεραπείας με αναστολείς ΜΕΑ κρίνεται απαραίτητη, οι ασθενείς που
σχεδιάζουν να μείνουν έγκυοι θα πρέπει να αλλάζουν σε εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες που έχουν
εδραιωμένο προφίλ ασφαλείας για χρήση κατά την κύηση. Όταν διαγνωσθεί κύηση, η θεραπεία με αναστολείς ΜΕΑ
θα πρέπει να διακόπτεται αμέσως και, εάν κρίνεται κατάλληλο, θα πρέπει να ξεκινά εναλλακτική θεραπεία.
Η έκθεση σε αναστολείς ΜΕΑ / AIIRA κατά τη διάρκεια του δευτέρου και τρίτου τριμήνου της κύησης, είναι γνωστό ότι
προκαλεί εµβρυοτοξικότητα στον άνθρωπο (μειωμένη νεφρική λειτουργία, ολιγοϋδράµνιο, καθυστέρηση της
οστεοποίησης του κρανίου) και νεογνική τοξικότητα (νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιµία). (Βλ. επίσης
παράγραφο 5.3). Εάν υπάρχει έκθεση σε αναστολείς ΜΕΑ από το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, συνιστάται
υπερηχογραφικός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας και του κρανίου του εμβρύου. Βρέφη των οποίων οι μητέρες
έχουν λάβει αναστολείς ΜΕΑ θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για την εμφάνιση υπότασης (βλ. επίσης
παραγράφους 4.3 και 4.4).
Γαλουχία
Επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του Perindopril/Actavis κατά τη διάρκεια της
γαλουχίας, η χρήση του Perindopril/Actavis δεν συνιστάται και προτιμώνται εναλλακτικές θεραπείες με καλύτερα
τεκμηριωμένα προφίλ ασφαλείας κατά τη διάρκεια της γαλουχίας, ιδιαιτέρως κατά τον θηλασμό ενός νεογέννητου ή
πρόωρου βρέφους.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και τον χειρισμό μηχανών
Η περινδοπρίλη δεν έχει άμεση επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και το χειρισμό μηχανών, ωστόσο
εξατομικευμένες αντιδράσεις σχετικές με τη χαμηλή αρτηριακή πίεση μπορεί να εμφανιστούν σε ορισμένους ασθενείς,
ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας ή σε συνδυασμό με άλλες αντιυπερτασικές θεραπείες.
Ως αποτέλεσμα η ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανημάτων μπορεί να είναι μειωμένη.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας με περινδοπρίλη και
ταξινομούνται υπό τις ακόλουθες συχνότητες:
Πολύ συνήθεις (≥1/10), συνήθεις (≥1/100 και <1/10), ασυνήθεις (1/1000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10000 έως
<1/1000) και πολύ σπάνιες (<1/10000), όχι γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης:
Μη γνωστές: υπογλυκαιμία (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.5).
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος:
Μειώσεις των επιπέδων αιμοσφαιρίνης και αιματοκρίτη, θρομβοκυτταροπενία, λευκοπενία/ουδετεροπενία και
περιπτώσεις ακοκκιοκυττάρωσης ή πανκυτταροπενίας έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια. Σε ασθενείς με συγγενή
ανεπάρκεια του G-6PDH, έχουν αναφερθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις αιμολυτικής αναιμίας (βλ. παράγραφο 4.4
Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Ψυχιατρικές διαταραχές:
Ασυνήθεις: διαταραχές της διάθεσης ή του ύπνου
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Συνήθεις: κεφαλαλγία, ζάλη, ίλιγγος, παραισθησία
Πολύ σπάνιες: σύγχυση
Οφθαλμικές διαταραχές:
Συνήθεις: διαταραχές της όρασης
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου:
Συνήθεις: εμβοές
Καρδιακές διαταραχές:
Πολύ σπάνιες: αρρυθμία, στηθάγχη και έμφραγμα του μυοκαρδίου, πιθανώς οφειλόμενα σε υπερβολική υπόταση σε
ασθενείς υψηλού κινδύνου (βλ. παράγραφο 4.4).
Αγγειακές διαταραχές:
Συχνές: υπόταση και επιδράσεις οφειλόμενες σε υπόταση
Πολύ σπάνιες: αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, πιθανώς οφειλόμενο σε υπερβολική υπόταση σε ασθενείς υψηλού
κινδύνου (βλ. παράγραφο 4.4).
Μη γνωστές: αγγειίτιδα
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου:
Συνήθεις: βήχας, δύσπνοια
Ασυνήθεις: βρογχόσπασμος
Πολύ σπάνιες: ηωσινοφιλική πνευμονία, ρινίτιδα
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος:
Συνήθεις: ναυτία, έμετος, κοιλιακό άλγος, δυσγευσία, δυσπεψία, διάρροια, δυσκοιλιότητα
Ασυνήθεις: ξηροστομία
Πολύ σπάνιες: παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Πολύ σπάνιες: ηπατίτιδα είτε κυτταρολυτική είτε χολοστατική (βλ. παράγραφο 4.4 «Ειδικές προεδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη χρήση»)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Συνήθεις: εξάνθημα, κνησμός
Ασυνήθεις: αγγειοοίδημα του προσώπου, των άκρων, των χειλέων, των βλεννογόνων, της γλώσσας, της γλωττίδας
ή/και του λάρυγγα, κνίδωση (βλ. 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
Πολύ σπάνιες: πολύμορφο ερύθημα
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, του συνδετικού ιστού και των οστών:
Συνήθεις: μυϊκές κράμπες
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών:
Ασυνήθεις: νεφρική ανεπάρκεια
Πολύ σπάνιες: οξεία νεφρική ανεπάρκεια
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού:
Ασυνήθεις: ανικανότητα
Γενικές διαταραχές:
Συνήθεις: εξασθένηση
Ασυνήθεις: εφίδρωση
Διερευνήσεις:
Αύξηση των επιπέδων ουρίας αίματος και κρεατινίνης πλάσματος, μπορεί επίσης να εμφανιστεί υπερκαλιαιμία
αναστρέψιμη κατά τη διακοπή της θεραπείας, ιδιαίτερα στην παρουσία νεφρικής ανεπάρκειας, σοβαρής καρδιακής
ανεπάρκειας και νεφραγγειακής υπέρτασης. Έχουν αναφερθεί σπανίως αύξηση των ηπατικών ενζύμων και της
χολερυθρίνης ορού.
Κλινικές δοκιμές
Κατά τη διάρκεια της τυχαιοποιημένης περιόδου της μελέτης EUROPA συλλέχθηκαν μόνο οι σοβαρές ανεπιθύμητες
ενέργειες. Ελάχιστοι ασθενείς εμφανίζουν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες: 16 (0,3%) από τους 6122 ασθενείς που
λάμβαναν περινδοπρίλη και 12 (0,2%) από τους 6107 ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Σε ασθενείς που
λάμβαναν περινδοπρίλη, παρατηρήθηκε υπόταση σε 6 ασθενείς, αγγειοοίδημα σε 3 ασθενείς και αιφνίδια καρδιακή
ανακοπή σε 1 ασθενή. Περισσότεροι ασθενείς που λάμβαναν περινδοπρίλη διέκοψαν τη θεραπεία λόγω βήχα,
υπότασης ή άλλης δυσανεξίας σε σχέση με εκείνους που λάμβαναν εικονικό φάρμακο, 6,0% (n=366) έναντι 2,1%
(n=129), αντίστοιχα.
4.9 Υπερδοσολογία
Διατίθενται περιορισμένα δεδομένα για την υπερδοσολογία σε ανθρώπους. Συμπτώματα που σχετίζονται με
υπερδοσολογία αναστολέων ΜΕΑ μπορεί να περιλαμβάνουν υπόταση, κυκλοφορικό σοκ, ηλεκτρολυτικές διαταραχές,
νεφρική ανεπάρκεια, υπεραερισμός, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, βραδυκαρδία, ζάλη, άγχος και βήχας.
Η συνιστώμενη θεραπεία της υπερδοσολογίας είναι η ενδοφλέβια έγχυση διαλύματος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml
(0,9%). Εάν εμφανιστεί υπόταση, ο ασθενής θα πρέπει να τοποθετηθεί στη θέση αντιμετώπισης της καταπληξίας.
Εάν διατίθεται, η θεραπεία με έγχυση αγγειοτασίνης ΙΙ ή/και ενδοφλέβιες κατεχολαμίνες μπορεί επίσης να ληφθεί υπ'
όψιν. Η περινδοπρίλη μπορεί να απομακρυνθεί από την κυκλοφορία με αιμοκάθαρση. (Βλ. 4.4 Ειδικές
προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση, Αιμοκαθαιρόμενοι Ασθενείς.) Η θεραπεία με βηματοδότη
ενδείκνυται για την ανθεκτική στη θεραπεία βραδυκαρδία. Τα ζωτικά σημεία, οι συγκεντρώσεις ηλεκτρολυτών και
κρεατινίνης στον ορό θα πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: αναστολείς ΜΕΑ και διουρητικά.
Κωδικός ATC: C09A A04
Η περινδοπρίλη είναι ένας αναστολέας του ενζύμου που μετατρέπει την αγγειοτασίνη Ι σε αγγειοτασίνη ΙΙ
(Μετατραπτικό Ένζυμο Αγγειοτασίνης, ΜΕΑ). Το μετατρεπτικό ένζυμο, ή κινάση, είναι μία εξωπεπτιδάση που
επιτρέπει τη μεταροπή της αγγειοτασίνης Ι στην αγγειοσυσπαστική αγγειοτασίνη ΙΙ, όπως επίσης προκαλεί την
αποδόμηση της αγγειοδιασταλτικής βραδυκινίνης σε ένα αδρανές επταπεπτίδιο.
Η αναστολή του ΜΕΑ προκαλεί μία μείωση της αγγειοτασίνης ΙΙ στο πλάσμα, η οποία οδηγεί σε αυξημένη
δραστηριότητα της ρενίνης πλάσματος (μέσω αναστολής της αρνητικής ανάδρασης της απελευθέρωσης ρενίνης) και
μειωμένη έκκριση αλδοστερόνης. Καθώς το ΜΕΑ ενεργοποιεί τη βραδυκινίνη, η αναστολή του ΜΕΑ οδηγεί επίσης σε
αυξημένη δραστηριότητα των κυκλοφορούντων και τοπικών συστημάτων καλλικρεΐνης-κινίνης (και συνεπώς επίσης
στην ενεργοποίηση του συστήματος της προσταγλανδίνης). Είναι πιθανό ότι αυτός ο μηχανισμός συμβάλλει στη
μειωτική της αρτηριακής πίεσης δράση των αναστολέων ΜΕΑ και είναι μερικώς υπεύθυνο για ορισμένες από τις
ανεπιθύμητες ενέργειές τους (π.χ. βήχας).
Η περινδοπρίλη δρα μέσω του δραστικού μεταβολίτη της, της περινδοπριλάτης. Οι άλλοι μεταβολίτες δεν
καταδεικνύουν αναστολή της δραστηριότητας του ΜΕΑ in vitro.
Υπέρταση
Η περινδοπρίλη είναι δραστική σε όλους τους βαθμούς βαρύτητας της υπέρτασης. ήπια, μέτρια, σοβαρή.
Παρατηρείται μία μείωση της συστολικής και της διαστολικής αρτηριακής πίεσης τόσο σε ύπτια όσο και σε όρθια
θέση.
Η περινδοπρίλη μειώνει τις περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις, οδηγώντας σε μείωση της αρτηριακής πίεσης. Ως
αποτέλεσμα αυτού, η ροή του περιφερικού αίματος αυξάνεται, χωρίς καμία επίδραση στον καρδιακό ρυθμό.
Η νεφρική ροή του αίματος κατά κανόνα αυξάνεται, ενώ ο ρυθμός σπειραματικής διήθησης (GFR) είναι συνήθως
αμετάβλητος.
Η αντιυπερτασική δραστηριότητα είναι μέγιστη μεταξύ 4 και 6 ωρών μετά από μία μονή δόση και διατηρείται για
τουλάχιστον 24 ώρες: η επίδραση στη φάση ύφεσης είναι περίπου το 87-100% της επίδρασης στη φάση αιχμής
Η μείωση της αρτηριακής πίεσης πραγματοποιείται ταχέως. Στους ανταποκριθέντες ασθενείς, η ομαλοποίηση
επιτυγχάνεται εντός ενός μήνα και εμμένει χωρίς την εμφάνιση ταχυφύλαξης.
Η διακοπή της θεραπείας δεν οδηγεί σε φαινόμενο υποτροπής (rebound effect).
Η περινδοπρίλη μειώνει την υπερτροφία της αριστερής κοιλίας.
Στον άνθρωπο, η περινδοπρίλη έχει επιβεβαιωθεί ότι επιδεικνύει αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες. Βελτιώνει την
ελαστικότητα των μεγάλων αρτηριών και μειώνει το λόγο μέσου χιτώνα/αυλού των μικρών αρτηριών.
Η συμπληρωματική θεραπεία με θειαζιδικό διουρητικό έχει ως αποτέλεσμα συνεργία αθροιστικού τύπου. Ο
συνδυασμός ενός αναστολέα ΜΕΑ με μία θειαζίδη μειώνει επίσης τον κίνδυνο υποκαλιαιμίας που προκαλείται από τη
θεραπεία με διουρητικά.
Ασθενείς με σταθεροποιημένη στεφανιαία νόσο
Η μελέτη EUROPA ήταν μία πολυκεντρική, διεθνής, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο
κλινική δοκιμή διάρκειας 4 ετών.
Τυχαιοποιήθηκαν δώδεκα χιλιάδες διακόσιοι δέκα οκτώ (12.218) ασθενείς ηλικίας άνω των 18 ετών για να λάβουν
είτε περινδοπρίλη 8 mg (n=6.110) είτε εικονικό φάρμακο (n=6108).
Ο πληθυσμός της δοκιμής είχε ενδείξεις στεφανιαίας νόσου χωρίς ενδείξεις κλινικών σημείων καρδιακής ανεπάρκειας.
Συνολικά, 90% των ασθενών είχαν υποστεί προηγούμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου ή/και είχαν υποβληθεί σε
προηγούμενη επαναγγείωση στεφανιαίων. Οι περισσότεροι ασθενείς έλαβαν τη φαρμακευτική αγωγή της μελέτης
επιπροσθέτως της συμβατικής θεραπείας, συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων αιμοπεταλίων, των
υπολιπιδαιμικών παραγόντων και των β-αποκλειστών.
Το κύριο κριτήριο αποτελεσματικότητας ήταν το σύνθετο σημείο της καρδιαγγειακής θνησιμότητας, του μη
θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου ή/και της καρδιακής ανακοπής με επιτυχή ανάνηψη. Η θεραπεία με
περινδοπρίλη 8 mg άπαξ ημερησίως είχε ως αποτέλεσμα μία σημαντική απόλυτη μείωση του κύριου τελικού σημείου
κατά 1,9%, ισοδύναμη με μία μείωση του σχετικού κινδύνου κατά 20% (95% CI [9,4 - 28,6] - p<0,001). Σε ασθενείς με
ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου ή/και επαναγγείωσης, παρατηρήθηκε μία απόλυτη μείωση κατά 2,2 % που
αντιστοιχεί σε μείωση του RRR κατά 22,4% (95% CI [12,0 - 31,6] - p<0,001) στο κύριο τελικό σημείο σε σύγκριση με
το εικονικό φάρμακο
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά την από του στόματος χορήγηση, η απορρόφηση της περινδοπρίλης είναι ταχεία και η μέγιστη συγκέντρωση
επιτυγχάνεται εντός 1 ώρας. Η βιοδιαθεσιμότητα είναι από 65 έως 70%.
Περίπου 20% της συνολικής ποσότητας της περινδοπρίλης που απορροφάται μετατρέπεται σε περινδοπριλάτη, τον
δραστικό μεταβολίτη της. Εκτός από τη δραστική περινδοπριλάτη, η περινδοπρίλη έχει άλλους πέντε μεταβολίτες, οι
οποίοι είναι στο σύνολό τους ανενεργοί. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της περινδοπρίλης στο πλάσμα είναι ίσος με 1 ώρα.
Η μέγιστη συγκέντρωση της περινδοπριλάτης στο πλάσμα επιτυγχάνεται εντός 3 έως 4 ωρών.
Καθώς η πρόσληψη τροφής μειώνει τη μετατροπή σε περινδοπριλάτη, και συνεπώς τη βιοδιαθεσιμότητα, η
περινδοπρίλη θα πρέπει να χορηγείται από του στόματος σε μία μονή ημερήσια δόση το πρωί πριν από ένα γεύμα.
Ο όγκος κατανομής είναι περίπου 0,2 l/kg για την αδέσμευτη περινδοπριλάτη. Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες είναι μικρή
(η σύνδεση της περινδοπριλάτης με το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης είναι μικρότερη από 30%), αλλά
εξαρτάται από τη συγκέντρωση.
Η περινδοπριλάτη απεκκρίνεται στα ούρα και ο χρόνος ημίσειας ζωής του αδέσμευτου κλάσματός της είναι περίπου 3
έως 5 ώρες. Ο διαχωρισμός της περινδοπριλάτης που είναι συνδεδεμένη με το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης
οδηγεί σε έναν «αποτελεσματικό» χρόνο ημίσειας ζωής απέκκρισης 25 ωρών, ενώ η σταθερή κατάσταση
επιτυγχάνεται εντός 4 ημερών.
Δεν παρατηρείται συσσώρευση περινδοπρίλης μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση.
Η αποβολή της περινδοπριλάτης είναι μειωμένη στους ηλικιωμένους, καθώς και σε ασθενείς με καρδιακή ή νεφρική
ανεπάρκεια. Η ρύθμιση της δοσολογίας στη νεφρική ανεπάρκεια είναι επιθυμητή ανάλογα με τον βαθμό της
ανεπάρκειας (κάθαρση κρεατινίνης).
Η νεφρική κάθαρση της περινδοπριλάτης είναι ίση με 70 ml/min.
Η κινητική της περινδοπρίλης μεταβάλλεται σε ασθενείς με κίρρωση: η ηπατική κάθαρση του μητρικού μορίου
μειώνεται στο ήμισυ. Ωστόσο, δεν μειώνεται η ποσότητα της σχηματισθείσας περινδοπριλάτης και συνεπώς δεν
απαιτείται καμία ρύθμιση της δοσολογίας (βλ. επίσης παραγράφους 4.2 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης» και 4.4
«Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
5.3 Προκλινικά δεδομένα ασφαλείας
Σε μελέτες χρόνιας τοξικότητας από του στόματος (επίμυες και πίθηκοι), το όργανο-στόχος είναι ο νεφρός, με
αναστρέψιμη βλάβη.
Δεν έχει παρατηρηθεί μεταλλαξιογόνος δράση σε in vitro ή in vivo μελέτες.
Οι μελέτες αναπαραγωγικής τοξικότητας (επίμυες, μύες, κόνικλοι και πίθηκοι) δεν κατέδειξαν σημεία
εμβρυοτοξικότητας ή τερατογένεσης. Ωστόσο, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, ως
κατηγορία, έχει καταδειχτεί ότι επάγουν ανεπιθύμητες ενέργειες στην όψιμη εμβρυϊκή ανάπτυξη, προκαλώντας
εμβρυϊκό θάνατο και συγγενείς επιδράσεις σε τρωκτικά και κονίκλους: έχουν παρατηρηθεί νεφρικές βλάβες και
αύξηση της περιγεννητικής και μεταγεννητικής θνησιμότητας.
Δεν έχει παρατηρηθεί καρκινογόνος δράση σε μακροχρόνιες μελέτες σε επίμυες και μύες.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Υδροφοβικό κολλοειδές διοξείδιο του πυριτίου
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Μονοϋδρική λακτόζη
Στεαρικό μαγνήσιο
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν έχει εφαρμογή.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 έτη
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία άνω των 30°C.
6.5 Φύση και περιεχόμενο του περιέκτη
Συσκευασίες blister Αλουμινίου/Αλουμινίου: 14, 20, 28, 30, 56, 60 και 90 δισκία.
Ενδέχεται να μην κυκλοφορούν στο εμπόριο όλα τα μεγέθη συσκευασίας.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την αποκομιδή του προϊόντος
Μη χρησιμοποιημένο υλικό ή απόβλητα θα πρέπει να απορρίπτονται σύμφωνα με τις τοπικές προδιαγραφές.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Actavis PTC ehf.
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
<[Πρέπει να συμπληρωθεί καταλλήλως, ανάλογα με τη χώρα]>
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ