Δράσεις στη γαστρίνη του ορού:
Σε κλινικές μελέτες, οι ασθενείς έλαβαν νατριούχο ραβεπραζόλη 10 mg ή 20
mg άπαξ ημερησίως έως και για 43 μήνες. Τα επίπεδα της γαστρίνης του ορού
αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων 2 έως 8 εβδομάδων
αντικατοπτρίζοντας την ανασταλτική δράση στην έκκριση του οξέος και
παρέμειναν σταθερά για το υπόλοιπο της θεραπείας. Οι τιμές της γαστρίνης
επέστρεψαν στα προ-θεραπείας επίπεδα, 1 έως 2 εβδομάδες συνήθως μετά τη
διακοπή της θεραπείας.
Ανθρώπινα δείγματα γαστρικής βιοψίας από το άντρο και το θόλο του
στομάχου από περισσότερους από 500 ασθενείς που έλαβα ραβεπραζόλη ή
αντίστοιχη θεραπεία για έως και 8 εβδομάδες δεν υπέξειξαν αλλαγές στην
ιστολογία των εντεροχρωμιόφιλων κυττάρων (ECL), στο βαθμό της
γαστρίτιδας, την εμφάνιση της ατροφικής γαστρίτιδας, της διαμέσου
μεταπλασίας ή της κατανομής της λοίμωξης με
H. pylori.
Σε πάνω από 250
ασθενείς που παρακολουθήθηκαν για 36 μήνες συνεχούς θεραπείας, δεν
παρατηρήθηκαν αλλαγές στα ευρήματα των βασικών τιμών.
Άλλες δράσεις:
Δεν έχουν βρεθεί συστηματικές δράσεις της νατριούχου ραβεπραζόλης στο
ΚΝΣ, και στο καρδιαγγειακό και αναπνευστικό σύστημα. Η νατριούχος
ραβεπραζόλη, σε δόσεις των 20 mg από του στόματος για 2 εβδομάδες, δεν
είχε κάποια επίδραση στη λειτουργία του θυρεοειδή αδένα, στο μεταβολισμό
των υδατανθράκων ή στα επίπεδα της παραθυρεοειδικής ορμόνης, κορτιζόλης,
οιστρογόνων, τεστοστερόνης, προλακτίνης, χοληκυστοκινίνης, σεκρετίνης,
γλυκαγόνης, ωθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH), ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH),
ρενίνης, αλδοστερόνης ή εκλυτικής ορμόνης της αυξητικής ορμόνης στην
κυκλοφορία του αίματος.
Μελέτες σε υγιείς εθελοντές υπέδειξαν ότι η νατριούχος ραβεπραζόλη δεν
έχει κλινικά σημαντική αλληλεπίδραση με την αμοξικιλλίνη. Η ραβεπραζόλη
δεν επηρεάζει αρνητικά τις συγκεντρώσεις αμοξικιλλίνης ή κλαριθρομυκίνης
στο πλάσμα όταν γίνεται συγχορήγηση με σκοπό την εκρίζωση της λοίμωξης
με H
.
pylori του άνω γαστρεντερικού συστήματος.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Τα AIRCODOS γαστροανθεκτικά δισκία είναι εντερικά επικαλυμμένα
(γαστροανθεκτικά) δισκία νατριούχου ραβεπραζόλης. Αυτή η παρουσίαση
είναι απαραίτητη γιατί η ραβεπραζόλη είναι ασταθής σε όξινο περιβάλλον.
Επομένως η απορρόφηση της ραβεπραζόλης ξεκινάει όταν το δισκίο
απομακρυνθεί από το στομάχι. Η απορρόφηση είναι γρήγορη και τα μέγιστα
επίπεδα στο πλάσμα επιτυγχάνονται σχεδόν 3,5 ώρες μετά τη δόση των 20 mg.
Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα της ραβεπραζόλης (C
max
) και η AUC είναι
γραμμικές στο εύρος δόσεων των 10 mg έως 40 mg. Η απόλυτη
βιοδιαθεσιμότητα μιας 20 mg δόσης από του στόματος (σε σύγκριση με την
ενδοφλέβια χορήγηση) είναι περίπου 52% εξαιτίας, κατά κύριο λόγο, του προ-
συστηματικού μεταβολισμού. Επιπλέον, η βιοδιαθεσιμότητα δεν φαίνεται να
αυξάνεται με επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Σε υγιή άτομα, η ημιζωή στο
SPC DK/H/1514/001-002/008/G
12/16