μπορεί να αναπτυχθεί ταχυκαρδία και προσωρινή μείωση της πίεσης του
αίματος. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί κυκλοφορική
ανεπάρκεια, ως συνέπεια της μεγάλης πτώσης της πίεσης του αίματος. Η
έγχυση πρέπει να διακόπτεται αμέσως αν παρουσιαστεί κατά την διάρκεια της
έγχυσης της λεβοφλοξασίνης (l-ισομερές της οφλοξασίνης) εμφανής πτώση της
πίεσης του αίματος.
Περιεκτικότητα σε νάτριο
Το φαρμακευτικό αυτό προϊόν περιέχει 7,7 mmol (177,1 mg) νάτριο ανά 50 ml
δόσης και 15,4 mmol (354,2 mg) ανα 100 ml δόσης. Πρέπει να λαμβάνεται υπ’οψη
από ασθενείς που ακολουθούν διατροφή ελεγχόμενη σε νάτριο.
Τενοντίτιδα
και
ρήξη
τένοντα
Σπάνια μπορεί να εκδηλωθεί τενοντίτιδα. Πιο συχνά παρουσιάζεται στον
Αχίλλειο τένοντα και μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη τένοντα. Η τενοντίτιδα και η
ρήξη τένοντα, μερικές φορές διμερής, μπορεί να παρουσιαστεί εντός 48 ωρών
από την έναρξη της θεραπείας με λεβοφολαξασίνη και έχει αναφερθεί έως και
μερικούς μήνες μετά την διακοπή της θεραπείας. Ο κίνδυνος τενοντίτιδας και
ρήξης τένοντα αυξάνεται σε ασθενείς ηλικίας άνω των 60 ετών, σε ασθενείς
που λαμβάνουν ημερήσιες δόσεις 1000mg και σε ασθενείς που λαμβάνουν
κορτικοστεροειδή. Η ημερήσια δόση πρέπει να προσαρμόζεται στους
ηλικιωμένους ασθενείς με βάση την κάθαρση κρεατινίνης (βλ. παράγραφο 4.2).
Στενή παρακολούθηση αυτών των ασθενών είναι για το λόγο αυτό απαραίτητη
στην περίπτωση που τους έχει συνταγογραφηθεί λεβοφλοξασίνη. Όλοι οι
ασθενείς πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους αν παρατηρήσουν
συμπτώματα τενοντίτιδας. Αν πιθανολογείται τενοντίτιδα, η θεραπεία με
Levofloxacin Kabi θα πρέπει να διακοπεί αμέσως, και να αρχίσει η κατάλληλη
θεραπεία (π.χ. ακινητοποίηση) για τον τένοντα που προσβλήθηκε (βλ.
παράγραφο 4.3 και 4.8).
Νόσος που σχετίζεται με το
Clostridium
difficile
Διάρροια, ιδιαίτερα αν είναι σοβαρή, επιμένουσα και/ή αιμορραγική, κατά την
διάρκεια ή έπειτα από θεραπεία με Levofloxacin Kabi (συμπεριλαμβανομένου
μερικών εβδομάδων μετά την θεραπεία), μπορεί να είναι σύμπτωμα της νόσου
που σχετίζεται με το Clostridium
difficile
(CDAD). H CDAD μπορεί να κυμαίνεται σε
σοβαρότητα από ήπια έως απειλητική για τη ζωή, η πιο σοβαρή μορφή της
οποίας είναι η ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα (βλ. παράγραφο 4.8). Για το λόγο
αυτό είναι σημαντικό να ληφθεί αυτή η διάγνωση υπόψη σε ασθενείς που
εμφανίζουν σοβαρή διάρροια κατά την διάρκεια ή μετά την θεραπεία με
λεβοφλοξασίνη. Αν υπάρχει υποψία ή έχει επιβεβαιωθεί CDAD η λεβοφλοξασίνη
πρέπει να διακοπεί αμέσως και να ξεκινήσει η κατάλληλη θεραπεία χωρίς
διακοπή. Σε αυτή την κλινική κατάσταση αντενδείκνυνται τα προϊόντα που
αναστέλλουν την περισταλτικότητα του εντέρου.
EL&CY_V-SPC-NL-H-1308-001-IB-006 Σελίδα 5 από 26