ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ
Ozapex 10 mg κόνις για ενέσιμο διάλυμα
Ολανζαπίνη
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 10 mg ολανζαπίνη. Μετά την ανασύσταση κάθε ml
διαλύματος περιέχει 5 mg ολανζαπίνη.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα
Λυόφιλη κόνις κίτρινου χρώματος σε διαφανές γυάλινο φιαλίδιο
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Ενήλικες
Το Ozapex, κόνις για ενέσιμο διάλυμα, ενδείκνυται για τον γρήγορο έλεγχο της
διέγερσης και των διαταραχών της συμπεριφοράς σε ασθενείς με σχιζοφρένεια ή
μανιακά επεισόδια, όταν η από του στόματος θεραπεία δεν είναι πρόσφορη. Η
θεραπεία με Ozapex, κόνις για ενέσιμο διάλυμα, θα πρέπει να διακοπεί και η από
του στόματος χορήγηση της ολανζαπίνης πρέπει να αρχίζει, όσο σύντομα είναι
κλινικά εφικτό.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Ενήλικες
Για ενδομυϊκή χορήγηση. Να μην χορηγείται ενδοφλέβια ή υποδόρια. Το Ozapex,
κόνις για ενέσιμο διάλυμα, προορίζεται μόνο για βραχύχρονη χρήση, με μέγιστη
χρήση έως τριών διαδοχικών ημερών.
H μέγιστη ημερήσια δόση της ολανζαπίνης (περιλαμβανομένων όλων των
μορφών της ολανζαπίνης) είναι 20 mg.
H συνιστώμενη αρχική δoσολογία της ενέσιμης ολανζαπίνης είναι 10 mg,
χορηγούμενη ως μία εφάπαξ ενδομυϊκή ένεση. Μια μικρότερη δόση (5 mg ή 7.5
mg) μπορεί να χορηγηθεί, ανάλογα με την εκτίμηση της κλινικής κατάστασης
του ασθενούς καθώς επίσης, λαμβάνοντας υπόψιν τα φαρμακευτικά προϊόντα
που έχουν ήδη χορηγηθεί για συντήρηση ή αγωγή οξείας φάσης (βλέπε
παράγραφο 4.4). Μια δεύτερη ένεση, 5- 10 mg, μπορεί να χορηγηθεί μετά από
διάστημα 2 ωρών μετά την πρώτη ένεση, ανάλογα με την κλινική κατάσταση
του ασθενούς. Δεν θα πρέπει να χορηγούνται περισσότερες των τριών ενέσεων
ανά 24ωρο και η μέγιστη ημερήσια δόση της ολανζαπίνης, δεν θα πρέπει να
υπερβαίνει τα 20 mg (περιλαμβανομένων όλων των μορφών του προϊόντος).
Για την ανασύσταση του Ozapex, κόνις για ενέσιμο διάλυμα, θα πρέπει να
ακολουθείτε τις ενδεικνυόμενες οδηγίες της παραγράφου 6.6.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την συνέχιση της θεραπείας με από
του στόματος χορήγηση ολανζαπίνης (5 mg έως 20 mg, ημερησίως) βλέπε την
Περίληψη Χαρακτηριστικών Προϊόντος για Ozapex δισκία επικαλυμμένα με
λεπτό υμένιο, ή Ozapex, δισκία διασπειρόμενα στο στόμα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχει εμπειρία στα παιδιά. Το Ozapex, κόνις για ενέσιμο διάλυμα, δεν
συνιστάται για χρήση σε παιδιά και εφήβους λόγω ανεπαρκών στοιχείων για την
ασφάλεια και αποτελεσματικότητα.
Hλικιωμένοι
Η συνιστώμενη αρχική δοσολογία στους ηλικιωμένους ασθενείς (> 60 ετών)
είναι 2,5- 5 mg. Aνάλογα με την κλινική κατάσταση του ασθενούς (βλέπε
παράγραφο 4.4), μία δεύτερη ένεση των 2,5- 5 mg είναι δυνατόν να χορηγηθεί 2
ώρες μετά την πρώτη ένεση. Δεν θα πρέπει να χορηγούνται περισσότερες των
τριών ενέσεων ανά 24ωρο και η μέγιστη ημερήσια δόση της ολανζαπίνης, δεν θα
πρέπει να υπερβαίνει, τα 20 mg (περιλαμβανομένων όλων των μορφών του
προϊόντος).
Νεφρική και/ή ηπατική δυσλειτουργία
Μια μικρότερη αρχική δοσολογία (5 mg), πρέπει να χορηγηθεί στους ασθενείς
αυτούς. Σε περιπτώσεις μέτριας ηπατικής ανεπάρκειας (κίρρωση, κατηγορίας Α
ή Β στην ταξινόμηση κατά Child-Pugh), η αρχική δοσολογία θα πρέπει να είναι 5
mg και να αυξάνεται με προσοχή.
Φύλο
Η δοσολογία έναρξης και το δοσολογικό εύρος δεν απαιτείται συνήθως να
τροποποιούνται για γυναίκες ασθενείς σε σχέση με άνδρες ασθενείς.
Καπνιστές
Η δοσολογία έναρξης και το δοσολογικό εύρος δεν απαιτείται, συνήθως, να
τροποποιούνται σε μη καπνιστές σε σχέση με καπνιστές.
Σε περίπτωση, όπου συνυπάρχουν περισσότεροι από έναν παράγοντες, οι οποίοι
μπορεί να επηρεάσουν και να επιβραδύνουν το μεταβολισμό (θήλυ φύλο,
ηλικιωμένος ασθενής, μη καπνιστής), θα πρέπει να εξετάζεται η πιθανότητα
μείωσης της δόσης. H σταδιακή αύξηση της δόσης, όταν ενδείκνυται, πρέπει να
είναι συντηρητική, στους ασθενείς αυτούς.
(Βλέπε παραγράφους 4.5 και 5.2)
4.3 Aντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα συστατικά του
φαρμάκου. Σε ασθενείς με κίνδυνο εμφάνισης γλαυκώματος κλειστής γωνίας.
4.4 Eιδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η αποτελεσματικότητα της ενδομυϊκά χορηγούμενης (ΕΜ) ολανζαπίνης δεν έχει
αποδειχθεί σε ασθενείς με διέγερση και διαταραχές της συμπεριφοράς, στo
πλαίσιo καταστάσεων πέραν της σχιζοφρένειας ή των μανιακών επεισοδίων.
Ασταθείς κλινικές καταστάσεις
Η ενδομυϊκά χορηγούμενη (ΕΜ) ολανζαπίνη δεν θα πρέπει να χορηγείται σε
ασθενείς με ασταθείς κλινικές καταστάσεις, όπως οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου,
ασταθή στηθάγχη, σοβαρή υπόταση με/ή χωρίς βραδυκαρδία, σύνδρομο
νοσούντος φλεβοκόμβου ή μετά από καρδιοχειρουργική επέμβαση. Εάν το
ιατρικό ιστορικό του ασθενούς δεν μπορεί να προσδιορισθεί σχετικά με αυτές
τις ασταθείς κλινικές καταστάσεις, οι κίνδυνοι και τα οφέλη της ενδομυϊκής
χορήγησης (ΕΜ) ολανζαπίνης, θα πρέπει να εξετάζονται συγκριτικά με άλλες
θεραπείες.
Συγχορήγηση με βενζοδιαζεπίνες και με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Ειδική μέριμνα είναι απαραίτητη σε ασθενείς οι οποίοι έχουν ήδη λάβει θεραπεία
με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα με αιμοδυναμικές ιδιότητες παρόμοιες εκείνων
της ενδομυϊκά χορηγούμενηςολανζαπίνης, περιλαμβανομένων άλλων
αντιψυχωτικών φαρμάκων (από του στόματος και/ή ενδομυϊκά χορηγούμενων)
και βενζοδιαζεπινών (βλέπε παράγραφο 4.5). Παροδική συσχέτιση, της
θεραπείας της ενδομυϊκά χορηγούμενης (ΕΜ) ολανζαπίνης με υπόταση,
βραδυκαρδία, αναπνευστική καταστολή και θάνατο, έχει αναφερθεί, πολύ σπάνια
(<0,01%), ιδιαίτερα σε ασθενείς οι οποίοι έχουν λάβει θεραπεία με
βενζοδιαζεπίνες και/ή άλλα αντιψυχωτικά φάρμακα (βλέπε παράγραφο 4.8).
Η ταυτόχρονη ένεση της ενδομυϊκά χορηγούμενης ολανζαπίνης και παρεντερικά
χορηγούμενων βενζοδιαζεπινών δεν συνιστάται (βλέπε επίσης, παράγραφο 4.5
και 6.2). Εάν κρίνεται απαραίτητη η παρεντερική χορήγηση βενζοδιαζεπίνης
στον ασθενή, θα πρέπει να χορηγείται τουλάχιστον μία ώρα μετά την ενδομυϊκή
ένεση (ΕΜ) ολανζαπίνης. Εάν ο ασθενής έχει ήδη λάβει παρεντερικά
βενζοδιαζεπίνη, η ενδομυϊκή χορήγηση (ΕΜ) ολανζαπίνης θα πρέπει να
πραγματοποιείται μετά την προσεκτική εκτίμηση της κλινικής κατάστασης και ο
ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται στενά για έντονη καταστολή και
καρδιοαναπνευστική καταστολή.
Υπόταση
Είναι εξαιρετικά σημαντικό, οι ασθενείς, οι οποίοι λαμβάνουν ενδομυϊκά
χορηγούμενη ολανζαπίνη θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για τυχόν
εμφάνιση υπότασης συμπεριλαμβανομένης της ορθοστατικής υπότασης,
βραδυαρρυθμίας και/ή υποαερισμού, ιδιαίτερα τις πρώτες 4 ώρες μετά την
ένεση και η στενή παρακολούθηση θα πρέπει να συνεχίζεται μετά τη περίοδο
αυτή, εάν κλινικά ενδείκνυται. Η αρτηριακή πίεση, οι σφύξεις, ο αναπνευστικός
ρυθμός και το επίπεδο συνείδησης του ασθενούς θα πρέπει να παρακολουθούνται
τακτικά, και εάν απαιτείται να εξασφαλίζεται η φαρμακευτική τους
αντιμετώπιση. Οι ασθενείς θα πρέπει να παραμένουν κατακεκλιμένοι εάν
αισθανθούν ζάλη ή υπνηλία μετά την ένεση μέχρι η κλινική εξέταση να
εξασφαλίσει ότι δεν εμφανίζουν υπόταση περιλαμβανομένης της ορθοστατικής
υπότασης, βραδυαρρυθμία και/ή υποαερισμό.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της ενδομυϊκά (ΕΜ) χορηγούμενης
ολανζαπίνης, δεν έχει εκτιμηθεί σε ασθενείς με αλκοολική ή φαρμακευτική
τοξίκωση (μέθη), με χρήση είτε συνταγογραφούμενων ή παρανόμων φαρμάκων
(βλέπε επίσης παράγραφο 4.5).
Ψύχωση σχετιζόμενη με άνοια και/ή διαταραχές συμπεριφοράς
Η ολανζαπίνη δεν αποτελεί εγκεκριμένη θεραπεία ασθενών με ψύχωση
σχετιζόμενη με άνοια και/ή διαταραχές συμπεριφοράς και δεν συνιστάται η
χρήση της, ειδικά σε αυτή την ομάδα ασθενών λόγω μιας αύξησης στη
θνησιμότητα και κινδύνου εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Σε
ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο (placebo) κλινικές δοκιμές (διάρκειας 6-12
εβδομάδων), σε ηλικιωμένους ασθενείς (μέσης ηλικίας 78 ετών) με ψύχωση
σχετιζόμενη με άνοια και/ή διαταραχές συμπεριφοράς, παρατηρήθηκε διπλάσια
αύξηση της επίπτωσης θανάτου στους ασθενείς υπό ολανζαπίνη συγκριτικά με
εκείνη για τους ασθενείς υπό εικονικό φάρμακο (placebo) (3,5% έναντι 1,5%
αντιστοίχως). H υψηλότερη επίπτωση θανάτου δεν σχετιζόταν με τη δοσολογία
της ολανζαπίνης (μέση ημερήσια δόση 4,4 mg) ή τη διάρκεια της αγωγής. Οι
παράγοντες κινδύνου που ενδέχεται να προδιαθέτουν τον πληθυσμό αυτό των
ασθενών σε αυξημένη θνησιμότητα περιλαμβάνουν: ηλικία > 65 ετών, δυσφαγία,
καταστολή, πλημμελής θρέψη και αφυδάτωση, πνευμονικές καταστάσεις (π.χ.
πνευμονία μετά από ή χωρίς εισρόφηση) ή συγχορήγηση βενζοδιαζεπινών.
Ωστόσο, η επίπτωση θανάτου ήταν υψηλότερη στους ασθενείς σε θεραπεία με
ολανζαπίνη συγκριτικά με τους ασθενείς υπό εικονικό φάρμακο (placebo),
ανεξάρτητα από αυτούς τους παράγοντες κινδύνου.
Στις ίδιες κλινικές δοκιμές,, αναφέρθηκαν αγγειακές εγκεφαλικές ανεπιθύμητες
ενέργειες (CVAE π.χ., αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, παροδικό ισχαιμικό
επεισόδιο), περιλαμβανομένων εκείνων με θανατηφόρα έκβαση. Παρατηρήθηκε
μία τριπλάσια αύξηση σε CVAE σε ασθενείς που έλαβαν ολανζαπίνη συγκριτικά
με ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (placebo) (1,3% έναντι 0,4%
αντιστοίχως). Όλοι οι ασθενείς σε θεραπεία με ολανζαπίνη και εικονικό φάρμακο
(placebo) που εμφάνισαν CVAE, είχαν προϋπάρχοντες παράγοντες κινδύνου.
Ηλικία > 75 ετών και αγγειακού/μικτού τύπου άνοια –ταυτοποιήθηκαν ως
παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη CVAE που σχετίζεται με την αγωγή με
ολανζαπίνη. Η αποτελεσματικότητα της ολανζαπίνης δεν έχει διαπιστωθεί στις
δοκιμές αυτές.
Νόσος του Parkinson
Η χορήγηση της ολανζαπίνης για τη θεραπεία ψύχωσης που σχετίζεται με
αγωνιστή ντοπαμίνης σε ασθενείς με νόσο Parkinson δεσυνίσταται. Σε κλινικές
δοκιμές, επιδείνωση των παρκινσονικών συμπτωμάτων και των ψευδαισθήσεων
αναφέρθηκε πολύ συχνά και σε μεγαλύτερη συχνότητα από το εικονικό φάρμακο
(placebo) (βλέπε παράγραφο 4.8), και η ολανζαπίνη δεν ήταν περισσότερο
αποτελεσματική από το εικονικό φάρμακο (placebo) στη θεραπεία των
ψυχωτικών συμπτωμάτων. Στις δοκιμές αυτές, οι ασθενείς απαιτείτο αρχικά να
είναι σταθεροποιημένοι στη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση των αντι-
Παρκινσονικών φαρμακευτικών προϊόντων (αγωνιστής ντοπαμίνης) και να
παραμένουν στα ίδια αντι-Παρκινσονικά φαρμακευτικά προϊόντα και δοσολογίες,
καθ’όλη τη διάρκεια της μελέτης. Η αρχική δοσολογία της ολανζαπίνης ήταν 2,5
mg/ημερησίως και τιτλοποιήθηκε σε μέγιστη δοσολογία 15 mg/ημερησίως,
ανάλογα με την κρίση του ερευνητή.
Νευροληπτικό Kακόηθες Σύνδρομο (NMS)
Το ΝΜS είναι μία δυνητικά θανατηφόρα κατάσταση, η οποία σχετίζεται με την
αντιψυχωτική αγωγή. Σπάνιες περιπτώσεις χαρακτηρισθείσες σαν ΝΜS έχουν,
επίσης, σχετισθεί με την ολανζαπίνη. Oι κλινικές εκδηλώσεις του ΝΜS
περιλαμβάνουν: υπερπυρεξία, μυϊκή ακαμψία, μεταβολή στη νοητική κατάσταση
και σημεία αστάθειας του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ακανόνιστος
σφυγμός ή αρτηριακή πίεση, ταχυκαρδία, εφίδρωση και καρδιακή δυσρυθμία).
Eπιπρόσθετα σημεία πιθανώς περιλαμβάνουν αύξηση της
κρεατινοφωσφοκινάσης, μυοσφαιρινουρία (ραβδομυόλυση) και οξεία νεφρική
ανεπάρκεια. Εάν ένας ασθενής εμφανίσει σημεία και συμπτώματα ενδεικτικά του
ΝΜS ή ανεξήγητο υψηλό πυρετό χωρίς άλλες επιπρόσθετες κλινικές εκδηλώσεις
του ΝΜS, η χορήγηση όλων των αντιψυχωτικών φαρμάκων, περιλαμβανομένης
της ολανζαπίνης, θα πρέπει να διακόπτεται.
Υπεργλυκαιμία και διαβήτης
Υπεργλυκαιμία και/ή εμφάνιση ή επιδείνωση διαβήτη, η οποία περιστασιακά έχει
συσχετισθεί με κετοξέωση ή κώμα, έχει σπάνια αναφερθεί, περιλαμβανομένων
και μερικών θανατηφόρων περιπτώσεων (βλέπε παράγραφο 4.8). Σε ορισμένες
περιπτώσεις, μια προϋπάρχουσα αύξηση του
σωματκού βάρους έχει αναφερθεί, η οποία ίσως είναι ένας προδιαθεσικός
παράγοντας. Συνιστάται κατάλληλος κλινικός έλεγχος, σύμφωνα με τις
ενδεδειγμένες αντιψυχωτικές κατευθυντήριες οδηγίες π.χ. μέτρηση της
γλυκόζης του αίματος πριν την έναρξη της θεραπείας, 12 εβδομάδες μετά την
έναρξη της θεραπείας με ολανζαπίνη και εν συνεχεία, ετησίως. Οι ασθενείς που
λαμβάνουν θεραπεία με οποιαδήποτε αντιψυχωτικά φάρμακα,
περιλαμβανομένου του OZAPEX, θα πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία και
συμπτώματα υπεργλυκαιμίας (όπως πολυδιψία, πολυουρία, πολυφαγία και
αδυναμία) και οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή εκείνοι με παράγοντες
κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να
παρακολουθούνται τακτικά για επιδείνωση της ρύθμισης της γλυκόζης. Το
σωματικό βάρος θα πρέπει να παρακολουθείται τακτικά, π.χ. πριν την έναρξη
της θεραπείας, 4, 8 και 12 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας με
ολανζαπίνη και εν συνεχεία, κάθε τρίμηνο.
Λιπιδικές μεταβολές
Ανεπιθύμητες μεταβολές στα επίπεδα των λιπιδίων έχουν παρατηρηθεί σε
ασθενείς υπό θεραπεία με ολανζαπίνη σε κλινικές δοκιμές ελεγχόμενες με
εικονικό φάρμακο (placebo) (βλέπε παράγραφο 4.8). Οι μεταβολές των λιπιδίων
πρέπει να αντιμετωπίζονται καταλλήλως κλινικά, ιδιαίτερα σε δυσλιπιδαιμικούς
ασθενείς και σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη διαταραχών
των λιπιδίων. Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με οποιαδήποτε
αντιψυχωτικά φάρμακα, περιλαμβανομένου του OZAPEX, θα πρέπει να
υποβάλλονται τακτικά σε έλεγχο των λιπιδίων του ορού σύμφωνα με τις
ενδεδειγμένες αντιψυχωτικές κατευθυντήριες οδηγίες, π.χ. πριν την έναρξη της
θεραπείας, 12 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας με ολανζαπίνη και εν
συνεχεία, κάθε 5 χρόνια.
Αντιχολινεργική δραστηριότητα
Ενώ η ολανζαπίνη έδειξε αντιχολινεργική δραστηριότητα
in vitro
, η εμπειρία
κατά την διάρκεια των κλινικών δοκιμών αποκάλυψε χαμηλή επίπτωση συναφών
συμβαμάτων. Εντούτοις, επειδή η κλινική εμπειρία με την ολανζαπίνη σε
ασθενείς με συνυπάρχοντα νοσήματα είναι περιορισμένη, συστήνεται προσοχή
όταν συνταγογραφείται σε ασθενείς με υπερτροφία προστάτη, ή παραλυτικό
ειλεό και συναφείς καταστάσεις.
Ηπατική λειτουργία
Παροδικές, ασυμπτωματικές αυξήσεις των ηπατικών τρανσαμινασών, ALT, AST
έχουν συχνά παρατηρηθεί, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια της θεραπείας. Προσοχή
απαιτείται σε ασθενείς με αυξημένες τιμές ALT και/ή AST, σε ασθενείς με σημεία
και συμπτώματα ηπατικής δυσλειτουργίας, σε ασθενείς με προϋπάρχουσες
καταστάσεις που σχετίζονται με περιορισμό της ηπατικής λειτουργικής
επάρκειας και σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν αγωγή με δυνητικά ηπατοτοξικά
φάρμακα. Σε περίπτωση αύξησης της ALT και/ή AST κατά την διάρκεια της
θεραπείας, θα πρέπει να σχεδιασθεί παρακολούθηση και να εξετασθεί το
ενδεχόμενο μείωσης της δόσης. Σε περιπτώσεις όπου έχει διαγνωσθεί ηπατίτιδα
(περιλαμβανομένης της ηπατοκυτταρικής, της χολοστατικής ή της μικτής
ηπατικής βλάβης), η θεραπεία με ολανζαπίνη, θα πρέπει να διακόπτεται.
Ουδετεροπενία
Προσοχή θα πρέπει να δίδεται σε ασθενείς με χαμηλό αριθμό λευκοκυττάρων
και/ή ουδετερόφιλων από οποιαδήποτε αιτία, σε ασθενείς που λαμβάνουν
φάρμακα που είναι γνωστό ότι προκαλούν ουδετεροπενία, σε ασθενείς με
ιστορικό φαρμακογενούς καταστολής/ τοξικότητας του μυελού των οστών, σε
ασθενείς με καταστολή του μυελού των οστών από συνυπάρχον νόσημα,
ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία και σε ασθενείς με υπερηωσινοφιλικές
καταστάσεις ή με μυελοϋπερπλαστική νόσο. Ουδετεροπενία έχει συχνά
αναφερθεί κατά τη συγχορήγηση της ολανζαπίνης με βαλπροϊκό (βλέπε
παράγραφο 4.8).
Διακοπή της θεραπείας
Οξέα συμπτώματα όπως εφίδρωση, αϋπνία, τρόμος, άγχος, ναυτία, ή έμετος
έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια (<0,01%) ύστερα από αιφνίδια διακοπή της
χορήγησης ολανζαπίνης.
QT διάστημα
Σε κλινικές δοκιμές με από του στόματος χορήγηση, κλινικά σημαντικές
παρατάσεις στα διαστήματα του διορθωμένου QT (QTc) (διόρθωση του
διαστήματος QT κατά Fridericia [QTcF] ≥ 500 milliseconds [msec] οποτεδήποτε
μετά την αρχική εκτίμηση σε ασθενείς με αρχική εκτίμηση QTcF <500 msec)
ήταν όχι συχνές (0,1% έως 1%) σε ασθενείς που έλαβαν ολανζαπίνη, χωρίς
σημαντικές διαφορές στα σχετιζόμενα καρδιακά συμβάματα συγκριτικά με το
εικονικό φάρμακο (placebo). Εντούτοις, όπως και με άλλα αντιψυχωτικά,
προσοχή απαιτείται όταν η ολανζαπίνη συγχορηγείται με φάρμακα που είναι
γνωστό ότι παρατείνουν το QTc διάστημα, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους, σε
ασθενείς με συγγενές σύνδρομο παρατεταμένου QT διαστήματος, συμφορητική
καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιακή υπερτροφία, υποκαλιαιμία ή υπομαγνησιαιμία.
Θρομβοεμβολή
Χρονική συσχέτιση της αγωγής με ολανζαπίνη και φλεβικής θρομβοεμβολής
(VTE) έχει αναφερθεί όχι συχνά (≥ 0,1% και < 1%). Δεν έχει θεμελιωθεί
αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ της εμφάνισης φλεβικής θρομβοεμβολής και της
αγωγής με ολανζαπίνη. Εντούτοις, αφού οι ασθενείς με σχιζοφρένεια, συχνά
εμφανίζουν επίκτητους παράγοντες κινδύνου για φλεβική θρομβοεμβολή, όλοι
οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου εμφάνισης VTE, όπως η ακινητοποίηση των
ασθενών, θα πρέπει να προσδιορίζονται και να λαμβάνονται προστατευτικά
μέτρα.
Γενική δραστηριότητα στο ΚΝΣ
Με δεδομένες τις κύριες επιδράσεις της ολανζαπίνης στο KNΣ, θα πρέπει να
δίδεται προσοχή στη συγχορήγησή της με άλλα φάρμακα που δρουν επίσης στο
KNΣ καθώς και με το αλκοόλ. Επειδή η ολανζαπίνη εμφανίζει
in vitro
δράση
ανταγωνιστή της ντοπαμίνης, ενδέχεται να ανταγωνισθεί τις επιδράσεις των
άμεσων και έμμεσων αγωνιστών της ντοπαμίνης.
Επιληπτικές κρίσεις
Η ολανζαπίνη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό
επιληπτικών κρίσεων ή σε ασθενείς με παράγοντες οι οποίοι μπορεί να
προκαλέσουν μείωση του επιληπτικού ουδού. Οι επιληπτικές κρίσεις έχουν
αναφερθεί σπάνια σε ασθενείς υπό αγωγή με ολανζαπίνη. Στις περισσότερες των
περιπτώσεων αυτών, ιστορικό επιληπτικών κρίσεων ή παράγοντες κινδύνου για
επιληπτικές κρίσεις έχουν αναφερθεί.
Όψιμη Δυσκινησία
Σε συγκριτικές μελέτες, ετήσιας ή μικρότερης διάρκειας, η ολανζαπίνη
σχετιζόταν με στατιστικά σημαντική χαμηλότερη επίπτωση φαρμακοεπαγόμενης
δυσκινησίας. Εν τούτοις, ο κίνδυνος για όψιμη δυσκινησία αυξάνεται με την
μακροχρόνια έκθεση και επομένως εάν σημεία ή συμπτώματα όψιμης
δυσκινησίας εμφανισθούν σε ασθενή υπό αγωγή με ολανζαπίνη, θα πρέπει να
εξετάζεται το ενδεχόμενο μείωσης της δοσολογίας ή διακοπής της χορήγησης.
Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να επιδεινωθούν ή να εμφανισθούν μετά από
διακοπή της θεραπείας.
Ορθοστατική υπόταση
Ορθοστατική υπόταση παρατηρήθηκε όχι συχνά σε ηλικιωμένους ασθενείς που
ελάμβαναν ολανζαπίνη κατά την διάρκεια των κλινικών δοκιμών. Όπως και με
άλλα αντιψυχωτικά, συνιστάται η αρτηριακή πίεση να μετράται περιοδικά σε
ασθενείς άνω των 65 ετών.
Α ιφνίδιος καρδιακός θάνατος
Σε αναφορές για την ολανζαπίνη μετά την κυκλοφορία του προϊόντος,
περιπτώσεις αιφνίδιου καρδιακού θανάτου έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που
λάμβαναν ολανζαπίνη. Σε μία αναδρομική μέλετη παρατήρησης κοόρτης, ο
πιθανός κίνδυνος του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου, σε ασθενείς υπό αγωγή με
ολανζαπίνη, ήταν περίπου διπλάσιος του κινδύνου σε ασθενείς που δεν
λάμβαναν αγωγή με αντιψυχωτικά. Στη μελέτη, ο κίνδυνος από την αγωγή με
ολανζαπίνη ήταν συγκρίσιμος με τον κίνδυνο από την αγωγή με άτυπα
αντιψυχωτικά που περιλαμβάνονταν στη συγκεντρωτική ανάλυση.
4.5 Aλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μελέτες αλληλεπίδρασης έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της ενδομυϊκά (ΕΜ) χορηγούμενης
ολανζαπίνης δεν έχει εκτιμηθεί σε ασθενείς με αλκοολική ή φαρμακευτική
τοξίκωση (μέθη) (βλέπε παράγραφο 4.4).
Προσοχή απαιτείται σε ασθενείς οι οποίοι καταναλώνουν αλκοόλ ή λαμβάνουν
φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία είναι δυνατόν να προκαλέσουν υπόταση,
βραδυκαρδία, αναπνευστική καταστολή ή καταστολή κεντρικού νευρικού
συστήματος (βλέπε παράγραφο 4.4).
Δυνητικές αλληλεπιδράσεις μετά την ενδομυϊκή χορήγηση/ένεση
Σε μια μελέτη με εφάπαξ ενδομυϊκή ένεση 5 mg ολανζαπίνης, χορηγούμενη μία
ώρα πριν την ενδομυϊκή χορήγηση 2 mg λοραζεπάμης (μεταβολιζόμενη μέσω
σύζευξης με γλυκουρονικό οξύ), οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες και των δυο
φαρμάκων δεν άλλαξαν. Παρόλα αυτά, η συγχορήγηση αυτών ενισχύει την
υπνηλία που παρατηρείται με την χορήγηση μιας εκάστης ουσίας χωριστά. H
ταυτόχρονη ένεση της ενδομυϊκά χορηγούμενης ολανζαπίνης και των
παρεντερικά χορηγούμενων βενζοδιαζεπινών δεν συνιστάται (βλέπε
παραγράφους 4.4 και 6.2 ).
Δυνητικές αλληλεπιδράσεις που επηρεάζουν την ολανζαπίνη
Επειδή η ολανζαπίνη μεταβολίζεται μέσω του CYP1A2, οι ουσίες που προκαλούν
επαγωγή ή αναστολή ειδικά του ισοενζύμου αυτού, ενδέχεται να επηρεάσουν τις
φαρμακοκινητικές ιδιότητες της ολανζαπίνης.
Επαγωγή του CYP1A2
Ο μεταβολισμός της ολανζαπίνης μπορεί να ενισχυθεί από το κάπνισμα και από
την καρβαμαζεπίνη με αποτέλεσμα να προκληθεί μείωση των συγκεντρώσεων
της ολανζαπίνης. Έχει αναφερθεί μόνο μικρή έως μέτρια αύξηση της κάθαρσης
της ολανζαπίνης. Οι κλινικές επιπτώσεις αναμένεται να είναι περιορισμένες
αλλά συνιστάται η κλινική παρακολούθηση των ασθενών και μία αύξηση της
δόσης της ολανζαπίνης μπορεί να γίνει εάν κριθεί απαραίτητο (βλέπε παράγραφο
4.2).
Αναστολή του CYP1A2
Η φλουβοξαμίνη, ένας ειδικός αναστολέας του CYP1A2, έχει αποδειχθεί ότι
αναστέλλει σημαντικά τον μεταβολισμό της ολανζαπίνης. Η μέση αύξηση της
μέγιστης συγκέντρωσης (Cmax) της ολανζαπίνης, μετά τη χορήγηση της
φλουβοξαμίνης, ήταν 54 % σε γυναίκες καπνιστές και 77 % σε άνδρες καπνιστές.
Η μέση αύξηση της AUC της ολανζαπίνης ήταν 52 % και 108 %, αντίστοιχα. Η
χορήγηση μικρότερης δόσης έναρξης της ολανζαπίνης, θα πρέπει να εξετάζεται
σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν φλουβοξαμίνη ή άλλους αναστολείς του
CYP1A2, όπως η σιπροφλοξασίνη. Σε περίπτωση έναρξης θεραπείας με έναν
αναστολέα του CYP1A2, το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης της ολανζαπίνης θα
πρέπει να εξετάζεται.
Μείωση της βιοδιαθεσιμότητας
Η χορήγηση ενεργού άνθρακα μειώνει την βιοδιαθεσιμότητα της ολανζαπίνης,
χορηγούμενης από του στόματος, σε ποσοστό 50-60 % γι’αυτό και ο ενεργός
άνθρακας θα πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον 2 ώρες πριν ή μετά τη
χορήγηση της ολανζαπίνης.
Φλουοξετίνη (αναστολέας του CYP2D6), εφάπαξ δόσεις αντιόξινου (αργιλίου,
μαγνησίου) ή σιμετιδίνη, δεν έχουν αναφερθεί να επηρεάζουν σημαντικά τις
φαρμακοκινητικές ιδιότητες της ολανζαπίνης.
Δυνητικές επιδράσεις της ολανζαπίνης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Η ολανζαπίνη ενδέχεται να ανταγωνισθεί τις επιδράσεις των άμεσων ή έμμεσων
αγωνιστών ντοπαμίνης (βλέπε επίσης παράγραφο 6.2 Ασυμβατότητες).
Η ολανζαπίνη δεν προκαλεί αναστολή των κυριότερων ισοενζύμων του
κυττοχρώματος CYP450
in
vitro
(π.χ. 1Α2, 2D6, 2C9, 2C19, 3A4). Ως εκ τούτου,
δεν αναμένονται σημαντικές αλληλεπιδράσεις, σύμφωνα με τα διαθέσιμα
δεδομένα των μελετών
in vivo
όπου δεν παρατηρήθηκε αναστολή του
μεταβολισμού των ακόλουθων δραστικών ουσιών: των τρικυκλικών
αντικαταθλιπτικών (μεταβολιζομένων κύρια μέσω CYP2D6), της βαρφαρίνης
(CYP2C9), της θεοφυλλίνης (CYP1Α2) ή της διαζεπάμης (CYP3A4 και 2C19).
Δεν αναφέρθηκαν αλληλεπιδράσεις, κατά τη συγχορήγηση της ολανζαπίνης με
λίθιο ή βιπεριδένη.
Κατά την παρακολούθηση των επιπέδων πλάσματος του βαλπροϊκού δεν
παρουσιάστηκε ανάγκη προσαρμογής της δόσης του βαλπροϊκού, μετά την
έναρξη της συγχορήγησης της ολανζαπίνης.
Δε συνιστάται η συγχορήγηση ολανζαπίνης με αντι-Παρκινσονικά φαρμακευτικά
προϊόντα σε ασθενείς με νόσο Parkinson και άνοια (βλέπε παράγραφο 4.4).
QT
c
διάστημα
Απαιτείται προσοχή όταν η ολανζαπίνη συγχορηγείται με φαρμακευτικά
προϊόντα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το QTc διάστημα (βλέπε παράγραφο
4.4).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες επί εγκύων γυναικών. Oι
ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνουν τον ιατρό τους, σε περίπτωση που μείνουν ή
προτίθενται να μείνουν έγκυες, κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ολανζαπίνη.
Ωστόσο, επειδή η εμπειρία στον άνθρωπο είναι περιορισμένη, η ολανζαπίνη θα
πρέπει να χορηγείται στην εγκυμοσύνη μόνο εάν το αναμενόμενο όφελος
δικαιολογεί τον πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο.
Τα νεογέννητα βρέφη που εκτίθενται σε αντιψυχωτικά (περιλαμβανομένης της
ολανζαπίνης) κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, διατρέχουν κίνδυνο για
εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών περιλαμβανομένων των εξωπυραμιδικών
και/ή συμπτωμάτων απόσυρσης που μπορούν να ποικίλουν σε σοβαρότητα και
διάρκεια μετά τον τοκετό. Υπάρχουν αναφορές για διέγερση, υπερτονία,
υποτονία, τρόμο, υπνηλία, αναπνευστική δυσχέρεια ή διαταραχή στη σίτιση.
Κατά συνέπεια, τα νεογνά θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά.
Γαλουχία
Σε μια μελέτη σε υγιείς θηλάζουσες γυναίκες, παρατηρήθηκε απέκκριση της
ολανζαπίνης στο μητρικό γάλα. Η μέση έκθεση του νεογνού (mg/kg) στη
σταθερή κατάσταση, υπολογίσθηκε ότι αντιστοιχεί στο 1,8% της αντίστοιχης
δόσης της ολανζαπίνης στη μητέρα (mg/kg). Oι ασθενείς θα πρέπει να
ενημερώνονται, ότι δεν συνιστάται να θηλάζουν, εάν λαμβάνουν ολανζαπίνη.
4.7 Eπιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Επειδή η ολανζαπίνη μπορεί να προκαλέσει
υπνηλία και ζάλη, οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται για τους πιθανούς
κινδύνους κατά το χειρισμό μηχανών, περιλαμβανομένων των οχημάτων.
4.8 Aνεπιθύμητες ενέργειες
Μία συχνή (≥1/100 έως <1/10) ανεπιθύμητη ενέργεια, σχετιζόμενη με τη χρήση
της ενδομυϊκής ολανζαπίνης στις κλινικές μελέτες, ήταν η υπνηλία.
Στις αναφορές μετά τη κυκλοφορία του προϊόντος, παροδική συσχέτιση της
θεραπείας της ενδομυϊκά χορηγούμενης (ΕΜ) ολανζαπίνης με αναπνευστική
καταστολή, υπόταση ή βραδυκαρδία και θάνατο, έχει αναφερθεί πολύ σπάνια,
ιδιαίτερα σε ασθενείς οι οποίοι έχουν λάβει ταυτόχρονη θεραπεία με
βενζοδιαζεπίνες και/ή άλλα αντιψυχωτικά φάρμακα ή έλαβαν ημερήσιες
δοσολογίες της ολανζαπίνης μεγαλύτερες των συνιστώμενων (βλέπε παράγραφο
4.4 Eιδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση και
παράγραφο 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης).
Ο ακόλουθος πίνακας περιλαμβάνει τις ανεπιθύμητες ενέργειες και τα
εργαστηριακά ευρήματα που παρατηρήθηκαν κατά την διάρκεια κλινικών
δοκιμών με Ozapex κόνις για ενέσιμο διάλυμα, επιπλέον αυτών που
παρατηρήθηκαν μετά την από του στόματος χορήγηση ολανζαπίνης.
Καρδιακές διαταραχές
Συχνές (≥1/100 έως <1/10):
Βραδυκαρδία με ή χωρίς υπόταση ή
συγκοπή,ταχυκαρδία
Όχι συχνές (≥1/1,000 έως <1/100):
Φλεβοκομβική παύση.
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές (≥1/100 έως <1/10):
Ορθοστατική υπόταση, υπόταση
Αναπνευστικές διαταραχές
Όχι συχνές (≥1/1,000 έως <1/100):
Υποαερισμός
Διαταραχές γενικού τύπου και ενοχλήσεις στην θέση χορήγησης
Συχνές (≥1/100 έως <1/10):
Δυσφορία στο σημείο της ένεσης
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που ακολουθούν έχουν παρατηρηθεί με την από του
στόματος χορήγηση ολανζαπίνης, είναι όμως δυνατόν να παρατηρηθούν με την
χορήγηση Ozapex, κόνις για ενέσιμο διάλυμα.
Ενήλικες
Οι πιο συχνά αναφερόμενες (παρατηρήθηκαν σε ≥ 1% των ασθενών)
ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες σχετίζονταν με τη χορήγηση ολανζαπίνης
κατά τη διάρκεια των κλινικών δοκιμών, ήταν υπνηλία, αύξηση σωματικού
βάρους, ηωσινοφιλία, αυξημένα επίπεδα προλακτίνης, χοληστερόλης, γλυκόζης
και τριγλυκεριδίων (βλέπε παράγραφο 4.4), γλυκοζουρία, αυξημένη όρεξη, ζάλη,
ακαθησία, παρκινσονισμός (βλέπε παράγραφο 4.4), δυσκινησία, ορθοστατική
υπόταση, αντιχολινεργικές επιδράσεις, παροδικές ασυμπτωματικές αυξήσεις των
ηπατικών τρανσαμινασών (βλέπε παράγραφο 4.4), εξάνθημα, εξασθένιση,
κόπωση και οίδημα.
Ο ακόλουθος πίνακας περιλαμβάνει τις ανεπιθύμητες ενέργειες και τα
εργαστηριακά ευρήματα που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια κλινικών
δοκιμών και αυθόρμητων αναφορών. Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας
εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά
σοβαρότητας. Οι όροι συχνότητας που αναφέρονται παρακάτω προσδιορίζονται
ως εξής: Πολύ συχνές (≥ 1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές
(≥1/1,000 έως <1/100), σπάνιες (≥ 1/10,000 έως < 1/1,000), πολύ σπάνιες
(<1/1,000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα
δεδομένα).
Πολύ συχνές Συχνές Όχι συχνές Μη γνωστές
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Ηωσινοφιλία Λευκοπενία
Ουδετεροπενία
Θρομβοκυτοπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Αλλεργική
αντίδραση
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Αύξηση βάρους
1
Αυξημένα επίπεδα
χοληστερόλης
2,3
Αυξημένα επίπεδα
γλυκόζης
4
Αυξημένα επίπεδα
τριγλυκεριδίων
2,5
Γλυκοζουρία
Αύξηση της όρεξης
Εμφάνιση ή
επιδείνωση
διαβήτη που
περιστασιακά έχει
συσχετισθεί με
κετοξέωση ή κώμα
περιλαμβανομένων
και μερικών
θανατηφόρων
περιστατικών
(βλέπε παράγραφο
4.4)
Υποθερμία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Υπνηλία Ζάλη
Ακαθησία
6
Παρκινσονισμός
6
Δυσκινησία
6
Επιληπτικές
κρίσεις όπου στις
περισσότερες
περιπτώσεις είχαν
αναφερθεί
ιστορικό
επιληπτικών
κρίσεων ή
παράγοντες
κινδύνου για
επιληπτικές
κρίσεις.
Νευροληπτικό
Kακόηθες
Σύνδρομο (ΝΜS)
(βλέπε παράγραφο
4.4) Δυστονία
(περιλαμβανομένη
ς της περιστροφής
των οφθαλμικών
βολβών)
Όψιμη δυσκινησία
Συμπτώματα
διακοπής
7
Καρδιακές διαταραχές
Βραδυκαρδία
Παράταση του
διαστήματος QTc
(βλέπε παράγραφο
4.4)
Κοιλιακή
ταχυκαρδία/
μαρμαρυγή,
αιφνίδιος θάνατος
(βλέπε παράγραφο
4.4)
Αγγειακές διαταραχές
Ορθοστατική
υπόταση
Θρομβοεμβολή
(περιλαμβανομένω
ν της πνευμονικής
εμβολής και της
θρόμβωσης των εν
των βάθει
φλεβών).
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Ήπιες, παροδικές
αντιχολινεργικές
επιδράσεις,
μεταξύ των
οποίων
δυσκοιλιότητα και
ξηροστομία.
Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Παροδικές,
ασυμπτωματικές
αυξήσεις των
ηπατικών
τρανσαμινασών
(ALT, AST),
ιδιαίτερα στην
έναρξη της
θεραπείας (βλέπε
παράγραφο 4.4)
Ηπατίτιδα
περιλαμβανομένης
της
ηπατοκυτταρικής,
της χολοστατικής
ή της μικτής
ηπατικής βλάβης),
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Εξάνθημα Αντίδραση από
φωτοευαισθησία
Αλωπεκία
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Ραβδομυόλυση
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Ακράτεια ούρων Δυσκολία στην
ούρηση
Καταστάσεις της κύησης, της λοχείας και της περιγεννητικής περιόδου
Σύνδρομο από
απόσυρση
φαρμάκου
των νεογνών
(βλέπε
παράγραφο 4.6)
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Πριαπισμός
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Εξασθένιση,
Κόπωση, Οίδημα
Έρευνες
Αυξημένα επίπεδα
προλακτίνης του
πλάσματος
8
Αυξημένα επίπεδα
κρεατινικής
φωσφοκινάσης
Αυξημένη ολική
χολερυθρίνη
Αυξημένη
αλκαλική
φωσφατάση
1
Κλινικά σημαντική αύξηση σωματικού βάρους παρατηρήθηκε σε όλες τις
κατηγορίες με αρχική εκτίμηση Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Μετά τη
βραχυπρόθεσμη θεραπεία (μέση διάρκεια 47
ημέρες), η αύξηση βάρους ≥ 7% από το αρχικό σωματικό βάρος ήταν πολύ
συχνή (22,2 %), ≥ 15% ήταν συχνή (4,2 %) και ≥ 25 % ήταν όχι συχνή (0,8 %). Η
αύξηση βάρους ≥ 25% από το αρχικό σωματικό βάρος σε ασθενείς με
μακροχρόνια έκθεση (τουλάχιστον 48 εβδομάδες) ήταν πολύ συχνή (64, 4 %,
31,7 % και 12,3 % αντίστοιχα).
2
Οι μέσες αυξήσεις στις τιμές νηστείας των λιπιδίων (ολική χοληστερόλη, LDL
χοληστερόλη και τριγλυκερίδια) ήταν υψηλότερες σε ασθενείς χωρίς ενδείξεις
λιπιδαιμικής απορρύθμισης στην αρχική εκτίμηση.
3
Παρατηρήθηκαν σε φυσιολογικά επίπεδα νηστείας στην αρχική εκτίμηση (<
5.17mmol/l) τα οποία αυξήθηκαν σε υψηλά (≥ 6.2mmol/l). Πολύ συχνές ήταν οι
μεταβολές στα ολικά επίπεδα χοληστερόλης νηστείας από οριακά κατά την
αρχική εκτίμηση (≥ 5.17-< 6.2mmol/l) σε υψηλά (≥ 6.2mmol/l).
4
Παρατηρήθηκαν σε φυσιολογικά επίπεδα νηστείας στην αρχική εκτίμηση (<5.56
mmol/l) τα οποία αυξήθηκαν σε υψηλά (≥ 7 mmol/l). Πολύ συχνές ήταν οι
μεταβολές στη γλυκόζη νηστείας από οριακά επίπεδα νηστείας στην αρχική
εκτίμηση (≥ 5.56 - < 7 mmol/l) σε υψηλά (≥ 7 mmol/l).
5
Παρατηρήθηκαν σε φυσιολογικά επίπεδα νηστείας στην αρχική εκτίμηση (<1.69
mmol/l) τα οποία αυξήθηκαν σε υψηλά (≥ 2.26 mmol/l). Πολύ συχνές ήταν οι
μεταβολές στα τριγλυκερίδια νηστείας από οριακά στην αρχική εκτίμηση (≥
1.69 mmol/l - < 2.26 mmol/l) σε υψηλά (≥ 2.26 mmol/l).
6
Σε κλινικές δοκιμές, η επίπτωση παρκινσονισμού και δυστονίας σε ασθενείς υπό
ολανζαπίνη ήταν αριθμητικά μεγαλύτερη, αλλά όχι στατιστικά σημαντικά
διαφορετική από την αντίστοιχη του εικονικού φαρμάκου (placebo). Oι
λαμβάνοντες ολανζαπίνη ασθενείς είχαν μία χαμηλότερη επίπτωση
παρκινσονισμού, ακαθησίας και δυστονίας συγκριτικά με αυτούς που ελάμβαναν
τιτλοποιούμενες δόσεις αλοπεριδόλης. Λόγω έλλειψης λεπτομερούς
πληροφόρησης για το προϋπάρχον εξατομικευμένο ιστορικό οξέων και όψιμων
εξωπυραμιδικών κινητικών διαταραχών, δεν είναι δυνατόν επί του παρόντος να
αποδειχθεί ότι η ολανζαπίνη προκαλεί λιγότερη όψιμη δυκινησία και/ή άλλα
όψιμα εξωπυραμιδικά σύνδρομα.
7
Οξέα συμπτώματα όπως εφίδρωση, αϋπνία, τρόμος, άγχος, ναυτία και έμετος
έχουν αναφερθεί, όταν η ολανζαπίνη διακόπτεται αιφνίδια.
8
Σε κλινικές μελέτες διάρκειας έως και 12 εβδομάδων, οι συγκεντρώσεις των
επιπέδων προλακτίνης
του πλάσματος είχαν υπερβεί το ανώτερο όριο του φυσιολογικού εύρους
περίπου στο 30 % των
ασθενών υπό αγωγή με ολανζαπίνη, με φυσιολογικά επίπεδα προλακτίνης στην
αρχική εκτίμηση.
Στην πλειοψηφία αυτών των ασθενών, οι αυξήσεις ήταν γενικά ήπιες και
παρέμειναν χαμηλότερες
από το διπλάσιο του ανώτερου ορίου του φυσιολογικού εύρους. Γενικά σε
ασθενείς υπό αγωγή με
ολανζαπίνη οι δυνητικά συσχετιζόμενες με την αγωγή κλινικές εκδηλώσεις,
που αφορούσαν τους
μαστούς και την εμμηνόρυση (π.χ. αμηνόρροια, διόγκωση των μαστών,
γαλακτόρροια σε γυναίκες και
γυναικομαστία/ διόγκωση των μαστών στους άνδρες) δεν ήταν συχνές.
Ανεπιθύμητες ενέργειες που
αφορούσαν τη σεξουαλική λειτουργία (π.χ. στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες
και μειωμένη
γενετήσια ορμή και στα δύο φύλα) και που δυνητικά συσχετίζονται με την
αγωγή, παρατηρήθηκαν
συχνά.
Μακράς-διάρκειας έκθεση (τουλάχιστον 48 εβδομάδων)
Η αναλογία των ασθενών που είχαν σοβαρές και κλινικά σημαντικές αλλαγές
όσον αφορά την αύξηση σωματικού βάρους, τη γλυκόζη, την ολική LDL/HDL
χοληστερόλη ή τα τριγλυκερίδια, αυξήθηκε με τη πάροδο του χρόνου. Σε
ενήλικες ασθενείς που συμπλήρωσαν 9-12 μήνες θεραπείας, ο ρυθμός αύξησης
της μέσης τιμής της γλυκόζης του αίματος επιβραδύνθηκε μετά από περίπου 4-6
μήνες.
Επιπρόσθετες πληροφορίες για ειδικούς πληθυσμούς
Σε κλινικές δοκιμές με ηλικιωμένους ασθενείς με άνοια, η θεραπεία με
ολανζαπίνη συσχετίσθηκε με μεγαλύτερη επίπτωση θανάτου και από αγγειακές
εγκεφαλικές ανεπιθύμητες ενέργειες, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο
(placebo) (βλέπε επίσης παράγραφο 4.4). Πολύ συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες
που σχετίζονταν με τη χορήγηση ολανζαπίνης σε αυτήν κατηγορία ασθενών,
ήταν το μη φυσιολογικό βάδισμα και οι πτώσεις. Πνευμονία, αυξημένη
θερμοκρασία σώματος, λήθαργος, ερύθημα, οπτικές ψευδαισθήσεις και ακράτεια
ούρων παρατηρήθηκαν συχνά.
Σε κλινικές δοκιμές σε ασθενείς με φαρμακο-επαγώμενη (αγωνιστή ντοπαμίνης)
ψύχωση στο πλαίσιο νόσου Parkinson, επιδείνωση των παρκινσονικών
συμπτωμάτων και των ψευδαισθήσεων αναφέρθηκε πολύ συχνά και σε
μεγαλύτερη συχνότητα από το εικονικό φάρμακο (placebo).
Σε μία κλινική δοκιμή σε ασθενείς με διπολική μανία, η συγχορήγηση βαλπροϊκού
με ολανζαπίνη, είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση ουδετεροπενίας σε ποσοστό
4,1%. Τα υψηλά επίπεδα πλάσματος του βαλπροϊκού ενδέχεται να είναι ένας
πιθανός συνεισφέρων παράγοντας. Η συγχορήγηση της ολανζαπίνης με λίθιο ή
βαλπροϊκό είχε σαν αποτέλεσμα αυξημένα ποσοστά (≥ 10%) τρόμου,
ξηροστομίας, αυξημένης όρεξης και αύξησης σωματικού βάρους. Διαταραχή του
λόγου, επίσης, αναφέρθηκε συχνά. Κατά τη διάρκεια της συγχορήγησης της
ολανζαπίνης με λίθιο ή βαλπροϊκο νάτριο/βαλπροϊκο οξύ, μία αύξηση ≥ 7% του
βάρους σώματος από την αρχική εκτίμηση, παρατηρήθηκε στο 17,4% των
ασθενών, κατά τη διάρκεια της αγωγής οξείας φάσεως (έως 6 εβδομάδες). Η
μακροχρόνια θεραπεία με ολανζαπίνη (έως και 12 μήνες) για την πρόληψη
υποτροπών σε ασθενείς με διπολική διαταραχή έχει συσχετισθεί με αύξηση ≥ 7
% από το αρχικό βάρος σώματος, στο 39,9% των ασθενών.
4.9 Yπερδοσολογία
Σημεία και συμπτώματα
Πολύ συχνά συμπτώματα της υπερδοσολογίας (με ποσοστό εμφάνισης ≥1/10 )
περιλαμβάνουν ταχυκαρδία, διέγερση/επιθετικότητα, δυσαρθρία, ποικίλα
εξωπυραμιδικά συμπτώματα και μειωμένο επίπεδο συνείδησης, το οποίο
κυμαίνεται από καταστολή έως κώμα.
Άλλα κλινικά σημαντικά συμβάματα της υπερδοσολογίας περιλαμβάνουν
παραλήρημα, επιληπτικές κρίσεις, κώμα, πιθανό νευροληπτικό κακόηθες
σύνδρομο, αναπνευστική καταστολή, εισρόφηση, υπέρταση ή υπόταση,
καρδιακές αρρυθμίες (ποσοστό εμφάνισης < 2% των περιπτώσεων
υπερδοσολογίας) και καρδιοαναπνευστική ανακοπή. Θανατηφόρες εκβάσεις
έχουν αναφερθεί με οξείες υπερδοσολογίες τόσο χαμηλές όσο τα 450mg, αλλά
και επιβίωση έχει επίσης αναφερθεί μετά από οξεία υπερδοσολογία με περίπου 2
g από του στόματος ολανζαπίνη.
Αντιμετώπιση υπερδοσολογίας
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο για την ολανζαπίνη. Πρόκληση εμέτου δεν
προτείνεται. Οι συνήθεις διαδικασίες αντιμετώπισης της υπερδοσολογίας (π.χ.
πλύση στομάχου, χορήγηση ενεργού άνθρακα) μπορεί να εφαρμοσθεί. Η
ταυτόχρονη χορήγηση ενεργού άνθρακα έδειξε ότι μειώνει την
βιοδιαθεσιμότητα της από του στόματος χορηγούμενης ολανζαπίνης σε ποσοστό
50-60%.
Η συμπτωματική αντιμετώπιση και ο έλεγχος των λειτουργιών των ζωτικών
οργάνων μπορούν να εφαρμόζονται ανάλογα με την κλινική κατάσταση του
ασθενούς, περιλαμβανομένης της αντιμετώπισης της υπότασης, της
κυκλοφορικής κατέρρειψης και της υποστήριξης της αναπνευστικής
λειτουργίας. Μη χρησιμοποιείτε επινεφρίνη, ντοπαμίνη ή άλλες
συμπαθητικομιμητικές ουσίες με β-αγωνιστική δραστηριότητα, επειδή η
διέγερση των β- υποδοχέων ενδέχεται να επιδεινώσει την υπόταση. Η
καρδιαγγειακή παρακολούθηση είναι απαραίτητη για τον έλεγχο πιθανών
αρρυθμιών. Στενή ιατρική επίβλεψη και παρακολούθηση είναι απαραίτητη μέχρι
ο ασθενής να ανακάμψει πλήρως.
5. ΦAPMAKOΛOΓIKEΣ IΔIOTHTEΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιψυχωτικά, κωδικός ATC: N05A Η03.
H ολανζαπίνη είναι ένας αντιψυχωτικός, αντιμανιακός και σταθεροποιητικός της
διάθεσης παράγοντας, ο οποίος εκδηλώνει ένα ευρύ φαρμακολογικό προφίλ
επιδράσεων σε ένα αριθμό συστημάτων υποδοχέων.
Στις προκλινικές μελέτες, η ολανζαπίνη έδειξε χημική συγγένεια (Κi <100 nΜ)
για ευρύ φάσμα υποδοχέων όπως οι υποδοχείς της σεροτονίνης 5-HT
2A/2C
, 5-HT
3
,
5-HT
6
, οι υποδοχείς της ντοπαμίνης D
1
, D
2
, D
3
, D
4
, D
5
, οι χολινεργικοί
μουσκαρινικοί υποδοχείς m1-m5, οι αδρενεργικοί υποδοχείς α
1
και οι υποδοχείς
της ισταμίνης H
1
. Οι μελέτες συμπεριφοράς σε ζώα με την ολανζαπίνη έδειξαν
5-ΗΤ, ντοπαμινικό και χολινεργικό ανταγωνισμό, συμβατό με το προφίλ
σύνδεσης υποδοχέων του φαρμάκου. Η ολανζαπίνη εμφάνισε μεγαλύτερη
in
vitro
συγγένεια για τους υποδοχείς της σεροτονίνης 5-HT
2
παρά για τους
υποδοχείς της ντοπαμίνης D
2
και μεγαλύτερη 5-HT
2
παρά D
2
δραστηριότητα σε
in vivo
μοντέλα (πρότυπα). Ηλεκτροφυσιολογικές μελέτες έδειξαν ότι η
ολανζαπίνη εκλεκτικά μείωσε το ρυθμό πυροδότησης των μεσομεταιχμιακών
(Α10) ντοπαμινεργικών νευρώνων, ενώ έχει μικρή επίδραση στη ραβδωτή οδό
(Α9) η οποία εμπλέκεται στην κινητική λειτουργία. Η ολανζαπίνη μείωσε μια
εξαρτημένη αντίδραση αποφυγής, δοκιμασία ενδεικτική αντιψυχωτικής
δραστηριότητας, σε δόσεις μικρότερες από αυτές που προκαλούν καταληψία,
μια δράση ενδεικτική κινητικών παρενεργειών. Aντίθετα προς άλλους
αντιψυχωτικούς παράγοντες, η ολανζαπίνη αυξάνει την ανταπόκριση σε μια
“αγχολυτική” δοκιμασία.
Σε μελέτη Τομογραφίας Εκπομπής Ποζιτρονίων (PET) μιας εφ’άπαξ δόσης (10
mg) σε υγιείς εθελοντές, η ολανζαπίνη εμφάνισε μεγαλύτερο βαθμό σύνδεσης με
τους 5-HT2A υποδοχείς από ότι με τους υποδοχείς της ντοπαμίνης D2. Επιπλέον,
μία μελέτη σχιζοφρενικών ασθενών με χρήση Τομογραφίας Απλού Φωτονίου
SPECT αποκάλυψε ότι οι ανταποκρινόμενοι στην ολανζαπίνη ασθενείς είχαν
μικρότερη D2 σύνδεση σε νευρώνες του ραβδωτού σώματος παρά οι
ανταποκρινόμενοι σε τυπικά αντιψυχωτικά – και ρισπεριδόνη - ασθενείς και
συγκρίσιμη με αυτή των ανταποκρινόμενων σε κλοζαπίνη ασθενών.
Σε δύο από τις δύο με εικονικό φάρμακο και στις δύο από τις τρεις συγκριτικές
ελεγχόμενες δοκιμές με περισσότερους των 2.900 σχιζοφρενικών ασθενών οι
οποίοι εμφάνιζαν θετικού και αρνητικού τύπου συμπτώματα, η ολανζαπίνη
συνοδεύτηκε από στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερες βελτιώσεις στα αρνητικά
όπως επίσης και στα θετικά συμπτώματα.
Σε μια πολυεθνική, διπλή-τυφλή, συγκριτική μελέτη σχιζοφρένειας,
σχιζοσυναισθηματικών και συναφών διαταραχών, η οποία περιελάμβανε 1.481
ασθενείς με ποικίλου βαθμού συνοδά καταθλιπτικά συμπτώματα (μέση
βαθμολογία κατά την εισαγωγή στην μελέτη 16,6 στην Κλίμακα Montgomery-
Asberg Depression Rating Scale), μία προοπτική δευτερογενής ανάλυση της
μεταβολής της συναισθηματικής βαθμολογίας από την αρχή μέχρι το τέλος της
μελέτης έδειξε στατιστικά σημαντική υπεροχή (p=0,001) στους ασθενείς που
έλαβαν ολανζαπίνη (-6,0) συγκριτικά με αυτούς που έλαβαν αλοπεριδόλη (-3,1).
Σε ασθενείς με μανιακά ή μεικτά επεισόδια διπολικής διαταραχής, η από του
στόματος χορηγούμενη ολανζαπίνη απεδείχθει ότι έχει μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα έναντι του εικονικού φαρμάκου (placebo) και του
βαλπροϊκού νατρίου (divalproex) στην ελάττωση των μανιακών συμπτωμάτων
εντός 3 εβδομάδων. Επίσης, η από του στόματος χορηγούμενη ολανζαπίνη
εμφάνισε παρόμοια αποτελεσματικότητα με την αλοπεριδόλη όσον αφορά το
ποσοστό των ασθενών στους οποίους επιτεύχθηκε πλήρης υποχώρηση των
συμπτωμάτων της μανίας και της κατάθλιψης, σε 6 και 12 εβδομάδες. Σε μία
μελέτη συγχορήγησης όπου οι ασθενείς έλαβαν λίθιο ή βαλπροϊκό για
τουλάχιστον 2 εβδομάδες, η προσθήκη 10 mg από του στόματος χορηγούμενης
ολανζαπίνης (συγχορήγηση με λίθιο ή βαλπροϊκό) είχε σαν αποτέλεσμα μία
μεγαλύτερη μείωση των μανιακών συμπτωμάτων, στο διάστημα των 6
εβδομάδων, συγκριτικά με την μονοθεραπεία με βαλπροϊκό ή λίθιο.
Σε μια μελέτη 12-μηνης διάρκειας πρόληψης των υποτροπών, σε ασθενείς με
μανιακό επεισόδιο, οι οποίοι επέτυχαν ύφεση με ολανζαπίνη και κατόπιν
κατανεμήθηκαν τυχαιοποιημένα σε ολανζαπίνη ή εικονικό φάρμακο (placebo), η
ολανζαπίνη έδειξε στατιστικά σημαντική υπεροχή έναντι του εικονικού
φαρμάκου (placebo), στο κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης, που αφορούσε
την υποτροπή της διπολικής διαταραχής. Η ολανζαπίνη επίσης εμφάνισε
στατιστικά σημαντική υπεροχή έναντι του εικονικού φαρμάκου (placebo) στην
πρόληψη υποτροπής είτε προς μανία είτε προς κατάθλιψη.
Σε μια μελέτη 12-μηνης διάρκειας πρόληψης των υποτροπών, σε ασθενείς με
μανιακό επεισόδιο, οι οποίοι επέτυχαν ύφεση με συγχορήγηση ολανζαπίνης και
λιθίου και στη συνέχεια κατανεμήθηκαν τυχαιοποιημένα σε ολανζαπίνη ή λίθιο, η
ολανζαπίνη ήταν στατιστικά ισοδύναμη με το λίθιο στο κύριο καταληκτικό
σημείο της μελέτης, όσον αφορά την υποτροπή της διπολικής διαταραχής
(ολανζαπίνη 30,0%, λίθιο 38,3%, p=0,055).
Σε μια 18-μηνη μελέτη συγχορήγησης, σε ασθενείς σε μανιακό ή μικτό επεισόδιο,
οι οποίοι σταθεροποιήθηκαν με ολανζαπίνη και ένα σταθεροποιητή της διάθεσης
(λίθιο ή βαλπροϊκό), η μακροχρόνια συγχορήγηση ολανζαπίνης με λίθιο ή
βαλπροϊκό δεν ήταν στατιστικά σημαντικά υπερέχουσα της μονοθεραπείας με
λίθιο ή βαλπροϊκό, όσον αφορά την καθυστέρηση της εμφάνισης υποτροπής της
διπολικής διαταραχής, σύμφωνα με τα κριτήρια (διαγνωστικά) του συνδρόμου.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Σε μία φαρμακοκινητική μελέτη με υγιείς εθελοντές, μία δόση των 5mg
ολανζαπίνης, κόνις για ενέσιμο διάλυμα, επέτυχε μία μέγιστη συγκέντρωση στο
πλάσμα (Cmax) περίπου 5 φορές υψηλότερη αυτής μετά την από του στόματος
χορήγηση ίδιας δόσης ολανζαπίνης. Η Cmax επιτυγχάνεται ταχύτερα μετά την
ενδομυϊκή χορήγηση/ένεση συγκριτικά με αυτή μετά από του στόματος
χορήγηση (15 έως 45 λεπτά έναντι 5 έως 8 ώρες). Όπως και με την από του
στόματος χορήγηση, η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα (Cmax), και η περιοχή
κάτω από την καμπύλη μετά την ενδομυϊκή χορήγηση/ένεση είναι ευθέως
ανάλογες της χορηγούμενης δόσης. Για την ίδια δόση ολανζαπίνης χορηγούμενη
με ενδομυϊκή ένεση συγκριτικά με την από του στόματος χορήγηση, η περιοχή
κάτω από την καμπύλη, ο χρόνος ημιζωής, η κάθαρση και ο όγκος κατανομής
είναι παρόμοια. Το προφίλ μεταβολισμού μετά την ενδομυϊκή χορήγηση/ένεση
και αυτό μετά την από του στόματος χορήγηση είναι παρόμοια.
Σε μη-καπνιστές σε σύγκριση με καπνιστές (άνδρες και γυναίκες) μετά την
ενδομυϊκή χορήγηση ολανζαπίνης, η μέση ημιπερίοδος αποβολής της
ολανζαπίνης παρατάθηκε (38,6 έναντι 30,4 ώρες) και η κάθαρση ελαττώθηκε
(18,6 έναντι 27,7 l/hr).
Επιπλέον φαρμακοκινητικές πληροφορίες κατά την από του στόματος χορήγηση
ολανζαπίνης ακολουθούν παρακάτω.
H ολανζαπίνη μεταβολίζεται στο ήπαρ μέσω οδών σύζευξης και οξείδωσης. O
κύριος μεταβολίτης στο αίμα είναι το 10-N-γλυκουρονίδιο, το οποίο δε διαπερνά
τον αιμο-εγκεφαλικό φραγμό. Τα κυτοχρώματα P450-CYP1A2 και P450-CYP2D6
συνεισφέρουν στο σχηματισμό των N-δεσμεθυλ και 2-υδροξυμεθυλ μεταβολιτών,
οι οποίοι εμφάνισαν σημαντικά μικρότερη
in vivo
φαρμακολογική δραστικότητα
από την ολανζαπίνη σε μελέτες πειραματόζωων. H κύρια φαρμακολογική δράση
οφείλεται στη μητρική ουσία, την ολανζαπίνη. Mετά την από του στόματος
χορήγηση της ολανζαπίνης, η μέση τελική ημιπερίοδος αποβολής της
ολανζαπίνης σε υγιή άτομα ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία και το φύλο.
Σε υγιή ηλικιωμένα άτομα (65 ετών ή περισσότερο) σε σύγκριση με μη
ηλικιωμένα υγιή άτομα, η μέση ημιπερίοδος αποβολής της ολανζαπίνης ήταν
παρατεταμένη (51,8 έναντι 33,8 ώρες) και η κάθαρση ήταν ελαττωμένη (17,5
έναντι 18,2 l/hr). Οι φαρμακοκινητικές διαφορές σε ηλικιωμένα άτομα
ευρίσκονται εντός των ορίων διακύμανσης που παρατηρούνται σε μη ηλικιωμένα
άτομα. Σε 44 σχιζοφρενικούς ασθενείς ηλικίας > 65 ετών, οι οποίοι έλαβαν
δόσεις ολανζαπίνης μεταξύ 5 και 20 mg/ημερησίως, δεν παρατηρήθηκε κάποιο
ιδιαίτερο περίγραμμα (προφίλ) ανεπιθύμητων ενεργειών.
Σε γυναίκες συγκριτικά με άνδρες, η μέση ημιπερίοδος αποβολής της
ολανζαπίνης ήταν κάπως μεγαλύτερης διάρκειας (36,7 έναντι 32,3 ώρες) και η
κάθαρση ήταν μικρότερη (18,9 έναντι 27,3 l/hr). Ωστόσο, η ολανζαπίνη (5–20
mg) έδειξε ένα συγκρίσιμο προφίλ ασφαλείας στις γυναίκες (n=467) με αυτό των
ανδρών (n=869) ασθενών.
Σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης <10 ml/min)
συγκριτικά με υγιή άτομα, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στη μέση
ημιπερίοδο αποβολής (37,7 έναντι 32,4 ώρες) ή στην κάθαρση (21,2 έναντι 25,0
l/hr). Μια μελέτη mass balance έδειξε ότι ποσοστό περίπου 57 % της
ραδιοσημασμένης ολανζαπίνης ανιχνεύθηκε στα ούρα, κυρίως με τη μορφή των
μεταβολιτών.
Σε καπνιστές με ελαφρά ηπατική δυσλειτουργία, η μέση ημιπερίοδο αποβολής
(39,3 ώρες) παρατάθηκε και η κάθαρση (18,0 l/hr) ελαττώθηκε σε σύγκριση με
μη καπνιστές (48,8 ώρες και 14,1 l/hr, αντίστοιχα).
Η κάθαρση πλάσματος ολανζαπίνης είναι μικρότερη στα ηλικιωμένα σε σύγκριση
με νεαρά άτομα, στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες, και στους μη
καπνιστές σε σύγκριση με τους καπνιστές. Εντούτοις, το μέγεθος της επίδρασης
της ηλικίας, του φύλου ή του καπνίσματος στην κάθαρση και την περίοδο
ημιζωής της ολανζαπίνης είναι μικρό σε σύγκριση με τη γενική διακύμανση
μεταξύ των διαφόρων ασθενών.
Από τα δεδομένα μίας μελέτης σε Καυκάσιους, Ιάπωνες και Κινέζους, δεν
προέκυψαν διαφορές στις φαρμακοκινητικές παραμέτρους ανάμεσα στους τρεις
αυτούς πληθυσμούς.
Το ποσοστό σύνδεσης της ολανζαπίνης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος ήταν
περίπου 93% με εύρος συγκέντρωσης 7 έως 1.000 ng/ml περίπου. H ολανζαπίνη
συνδέεται κυρίως με την λευκωματίνη και την α
1
- όξινη- γλυκοπρωτεϊνη.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Oξεία (εφάπαξ- δόσης) τοξικότητα
Tα σημεία της από του στόματος τοξικότητας στα τρωκτικά ήταν
χαρακτηριστικά των ισχυρών αντιψυχωτικών φαρμάκων: μείωση της
δραστηριότητας, κώμα, μυϊκός τρόμος, κλονικοί σπασμοί, σιελόρροια και
μείωση του σωματικού βάρους. Oι μέσες θανατηφόρες δόσεις ήταν περίπου 210
mg/kg (σε ποντικούς) και 175 mg/kg (σε αρουραίους). Mεμονωμένες από του
στόματος δόσεις έως 100 mg/kg έγιναν ανεκτές σε κύνες χωρίς την εμφάνιση
θανάτων. Tα κλινικά σημεία περιλάμβαναν καταστολή, αταξία, τρόμο, αύξηση
του καρδιακού ρυθμού, εργώδη αναπνοή, μύση και ανορεξία. Σε πιθήκους,
εφάπαξ μεμονωμένες από του στόματος δόσεις έως 100 mg/kg προκάλεσαν
πλήρη κατάπτωση και σε υψηλότερες δόσεις, μερική απώλεια της συνείδησης.
Tοξικότητα μετά από επαναλαμβανόμενε δόσεις
Σε μελέτες διάρκειας μέχρι 3 μηνών σε ποντικούς και μέχρι 1 έτους σε
αρουραίους και κύνες, οι κύριες επιδράσεις ήταν καταστολή του KNΣ,
αντιχολινεργικές επιδράσεις και περιφερικές αιματολογικές διαταραχές.
Αναπτύχθηκε ανοχή στην καταστολή του KNΣ. Oι παράμετροι ανάπτυξης
μειώθηκαν με τη χορήγηση υψηλών δόσεων. Oι αναστρέψιμες επιδράσεις οι
οποίες ήταν συμβατές με τα αυξημένα επίπεδα προλακτίνης σε αρουραίους
περιλάμβαναν ελάττωση του βάρους των ωοθηκών και της μήτρας και
μορφολογικές μεταβολές στο κολπικό επιθήλιο και στους μαζικούς αδένες.
Αιματολογική τοξικότητα
Επιδράσεις στις αιματολογικές παραμέτρους παρατηρήθηκαν σε όλα τα είδη
ζώων, συμπεριλαμβανόμενων των δοσοεξαρτώμενων μειώσεων των τιμών των
λευκών αιμοσφαιρίων σε ποντικούς και των μη ειδικών μειώσεων των τιμών
λευκών αιμοσφαιρίων σε αρουραίους. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε
κυτταροτοξικότητα στο μυελό των οστών. Aναστρέψιμη ουδετεροπενία,
θρομβοκυτοπενία ή αναιμία παρατηρήθηκαν σε ορισμένους κύνες που έλαβαν
δόσεις 8 ή 10 mg/kg/ημερησίως (συνολική έκθεση σε ολανζαπίνη περιοχής υπό
την καμπύλη- [AUC] ήταν 12 - 15πλάσια αυτής του ανθρώπου που έλαβε δόση 12
mg ολανζαπίνης). Σε κύνες που έπασχαν από κυτταροπενία, δεν παρατηρήθηκαν
ανεπιθύμητες ενέργειες στα προγεννητικά (αρχέγονα) κύτταρα και στα κύτταρα
πολλαπλασιασμού του μυελού των οστών.
Tοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα
H ολανζαπίνη δεν έχει τερατογόνες επιδράσεις. H καταστολή επηρέασε την
ικανότητα ζευγαρώματος των αρρένων αρουραίων. Oι οιστρικοί κύκλοι
επηρεάσθηκαν σε δόσεις 1,1 mg/kg (3 φορές ανώτερες της μεγίστης ανθρώπινης
δόσης) και οι παράμετροι αναπαραγωγής επηρεάσθηκαν σε αρουραίους που
έλαβαν δόσεις 3 mg/kg ( 9 φορές ανώτερες της μέγιστης ανθρώπινης δόσης).
Στους απογόνους αρουραίων που έλαβαν ολανζαπίνη, παρατηρήθηκαν
καθυστερήσεις της ανάπτυξης των εμβρύων και παροδικές μειώσεις της
δραστηριότητάς τους.
Mεταλλαξιογένεση
H ολανζαπίνη δεν προκάλεσε μεταλλάξεις σε όλες τις τυπικές δοκιμασίες, οι
οποίες περιλάμβαναν δοκιμασίες μετάλλαξης σε βακτηρίδια και
in vitro
και
in
vivo
δοκιμασίες σε θηλαστικά.
Kαρκινογένεση
Με δεδομένα τα αποτελέσματα των μελετών σε ποντικούς και αρουραίους,
συμπεραίνεται ότι η ολανζαπίνη από του στόματος δεν έχει καρκινογόνο δράση.
6. ΦAPMAKEYTIKEΣ ΠΛHPOΦOPIEΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Μαλτόζη
Μονοϋδρικό κιτρικό οξύ
Υδροχλωρικό οξύ. Αυτό μπορεί να έχει προστεθεί για τη ρύθμιση του pH..
6.2 Ασυμβατότητες
Η ανασύσταση του OZAPEX, Κόνις για Ενέσιμο Διάλυμα, πρέπει να γίνεται μόνο
με ύδωρ για ενέσιμα (βλέπε παράγραφο 6.6).
Το OZAPEX, Κόνις για Ενέσιμο Διάλυμα, δεν πρέπει να αναμιγνύεται στην ίδια
σύριγγα με οποιοδήποτε άλλο εμπορικά διαθέσιμο φαρμακευτικό προϊόν. Βλέπε
παραδείγματα ασυμβατότητας στη συνέχεια.
Η ενέσιμη ολανζαπίνη δεν πρέπει να αναμιγνύεται στην ίδια σύριγγα με ενέσιμη
διαζεπάμη, αφού εμφανίζεται ίζημα με την ανάμιξη αυτών των προϊόντων.
Η ενέσιμη λοραζεπάμη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την ανασύσταση της
ενέσιμης ολανζαπίνης αφού ο συνδυασμός αυτός έχει σαν αποτέλεσμα μία
καθυστερημένη ανασύσταση.
Η ενέσιμη ολανζαπίνη δεν πρέπει να αναμιγνύεται στην ίδια σύριγγα με ενέσιμη
αλοπεριδόλη, επειδή η ανάμιξη αυτή έχει σαν αποτέλεσμα ένα χαμηλότερο pH,
το οποίο έχει φανεί να προκαλεί αποδόμηση της ολανζαπίνης με τη πάροδο του
χρόνου.
6.3 Διάρκεια ζωής
Κόνις: 2 χρόνια
Διάλυμα (μετά την ανασύσταση): 1 ώρα.
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχoυν αποδειχθεί για 3 ώρες
στους 25
ο
C.
Από μικροβιολογικής άποψης, το προϊόν θα πρέπει να χρησιμοποιείται άμεσα.
Αν δεν χρησιμοποιηθεί, οι χρόνοι και οι συνθήκες φύλαξης πριν από τη χρήση
είναι αρμοδιότητα του χρήστη και φυσιολογικά δεν πρέπει να είναι περισσότερο
από 24 ώρες στους 2 με 8
ο
C, εκτός και αν η ανασύσταση/διαλυτοποίηση (κοκ)
έχει γίνει σε ελεγμένες και επικυρωμένες άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από το φως. Μην
ψύχετε το διάλυμα μετά την ανασύσταση του φιαλιδίου.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Τύπου Ι γυάλινο φιαλίδιο.
Κάθε κουτί περιέχει 1 ή 10 φιαλίδιο(α).
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Iδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Η ανασύσταση του Ozapex πρέπει να γίνει χρησιμοποιώντας μόνο ύδωρ για
ενέσιμα και σύμφωνα
με τις καθιερωμένες τεχνικές υπό άσηπτες συνθήκες για την ανασύσταση
παρεντερικών προϊόντων (βλέπε παράγραφο 6.2).
1. Αφαιρέστε 2,0 ml ενέσιμου ύδατος με μια αποστειρωμένη σύριγγα. Ενέσατε
την ποσότητα στο φιαλίδιο του Ozapex.
2. Ανακινείστε περιστροφικά το φιαλίδιο μέχρι το περιεχόμενο να διαλυθεί
πλήρως, δίνοντας ένα κίτρινο διάλυμα. Το φιαλίδιο περιέχει 10.0 mg
ολανζαπίνης σε διάλυμα περιεκτικότητας των 5mg/ml
3. Ο πίνακας που ακολουθεί περιέχει όγκους ενέσιμων διαλυμάτων για την
απελευθέρωση διαφόρων δόσεων ολανζαπίνης:
Δόση (mg) Όγκος ενέσιμου διαλύματος (ml)
10 2.0
7.5 1.5
5 1.0
2.5 0.5
4. Χορηγείστε το διάλυμα ενδομυϊκά. Να μην χορηγείται ενδοφλέβια ή υποδόρια.
5. Απορρίψτε την σύριγγα και το μη χρησιμοποιούμενο διάλυμα σύμφωνα με τις
τοπικές διαδικασίες απόρριψης.
6. Το διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιηθεί άμεσα, εντός (1) ώρας μετά την
ανασύσταση.
Όλα τα παρεντερικά φαρμακευτικά προϊόντα θα πρέπει να ελέγχονται οπτικά για
την παρουσία αιωρούμενων σωματιδίων εντός του διαλύματος, πριν την
χορήγηση/ένεση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ AΔEIΑΣ KYKΛOΦOPIAΣ
ΦΑΡΜΑΤΕΝ ΕΛΛΑΣ ΑΕΒΕ
ΛΕΩΦ. ΜΑΡΑΘΩΝΟΣ 144
153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΑΤΤΙΚΗΣ
ΕΛΛΑΔΑ
8. APIΘMΟΣ(OI) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
13988/4-3-2010
9. HMEPOMHNIA ΠPΩTHΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ AΔEIAΣ
<[Να συμπληρωθεί σε εθνικό επίπεδο]> 1
η
έγκριση: 4-3-2010
10. HMEPOMHNIA ANAΘEΩPHΣHΣ TOY KEIMENOY
<[Να συμπληρωθεί σε εθνικό επίπεδο]>