ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
FORZAMED
Oral drops solution, 100 mg/1ml
Amisulpride
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
FORZAMED
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Το 1 ml του πόσιμου διαλύματος περιέχει 100 mg Amisulpride.
, . 6.1.Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ παράγραφο
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Πόσιμες σταγόνες, διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Forzamed ενδείκνυται για την αντιμετώπιση των εκδηλώσεων της οξείας και
χρόνιας σχιζοφρένειας:
Παραγωγικές εκδηλώσεις με παραληρηματικές ιδέες, ψευδαισθήσεων, διαταραχές
της σκέψης.
Πρωτογενή αρνητικά συμπτώματα λλειμματική μορφή), όπως άμβλυνση του
συναισθήματος, συναισθηματική και κοινωνική απόσυρση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Τρόπος χορήγησης
: Από του στόματος
Δοσολογία
: Η δοσολογία εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ασθενούς.
Για τις παραγωγικές εκδηλώσεις συνιστώνται δόσεις μεταξύ 400 και 800
mg/ημέρα. Σε εξατομικευμένες περιπτώσεις, η ημερήσια δόση μπορεί να αυξηθεί
μέχρι 1200 mg/ημέρα. Δόσεις μεγαλύτερες των 1200 mg δεν έχουν μελετηθεί
ευρέως ως προς την ασφάλεια και συνεπώς δεν πρέπει να χορηγούνται. Δε
χρειάζεται τιτλοποίηση κατά την έναρξη της αγωγής με Amisulpride. Οι δόσεις
πρέπει να εξατομικεύονται. Η αγωγή συντήρησης πρέπει να εξατομικεύεται και να
χορηγείται η μικρότερη αποτελεσματική δόση.
1
Για τα πρωτογενή αρνητικά συμπτώματα (ελλειμματική μορφή) συνιστώνται
δόσεις 100 μέχρι το μέγιστο 300 mg /ημέρα. Οι δόσεις θα πρέπει να
εξατομικεύονται.
H Amisulpride μπορεί να χορηγηθεί μία φορά την ημέρα σε δόσεις μέχρι 300
mg, ενώ υψηλότερες δόσεις θα πρέπει να χορηγούνται δύο φορές την ημέρα.
Ηλικιωμένοι ασθενείς:
Η Amisulpride θα πρέπει να χορηγείται με ιδιαίτερη προσοχή εξαιτίας της πιθανότητας
κινδύνου πρόκλησης υπότασης ή καταστολής.
Παιδιά:
Η Amisulpride αντενδείκνυται για χρήση σε παιδιά και εφήβους μέχρι 17 ετών καθώς η
ασφάλεια του δεν έχει ακόμη αποδειχθεί στους ασθενείς αυτούς.
Νεφρική ανεπάρκεια:
Η Amisulpride αποβάλλεται δια της νεφρικής οδού. Στη νεφρική ανεπάρκεια η δόση
πρέπει να μειωθεί στο ήμισυ στους ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης μεταξύ 30-60
ml/min και στο ένα τρίτο στους ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης μεταξύ 10-30 ml/min.
Επειδή δεν υπάρχει εμπειρία σε ασθενείς με βαριά νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση <
10 ml/min) αντενδείκνυται η χορήγηση του φαρμάκου σε αυτούς τους ασθενείς.
Ηπατική ανεπάρκεια:
Εφόσον το φάρμακο μεταβολίζεται ασθενώς δεν είναι απαραίτητη η μείωση της
δόσης.
4.3 Αντενδείξεις
Απόλυτες
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή στα άλλα συστατικά του φαρμάκου.
Συνύπαρξη όγκων που έλκουν προλακτίνη, π.χ.: προλακτινώματα της υπόφυσης.
Καρκίνος του μαστού
Φαιοχρωμοκύττωμα
Παιδιά και έφηβοι έως 17 ετών
Γαλουχία
Βαριά νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατίνινης < 10 ml/min)
2
Συνδυασμός με ντοπαμινεργικούς αγωνιστές (αμανταδίνη, απομορφίνη,
βρωμοκρυπτίνη, καβεργολίνη, εντακαπόνη, λισουρίδη, περγολίδη, πιριβεδίλη,
κινατγολίδη, ροπινιρόλη) εκτός της περίπτωσης ασθενών με νόσο Parkinson.
Συνδυασμός με σουλτοπρίδη μπορεί να προκαλέσει torsades de pointes
(βλ. 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης).
Σχετικές
Συνδυασμός με οινοπνεύματα, λεβοντόπα ή ντοπαμινεργικούς αγωνιστές
(αμανταδίνη, απομορφίνη, βρωμοκρυπτίνη, καβεργολίνη, εντακαπόνη, λισουρίδη,
περγολίδη, πιριβεδίλη, κιναγολίδη, ροπινιρόλη) σε ασθενείς με νόσο του Parkinson.
Συνδυασμός με τις παρακάτω φαρμακευτικές ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν
torsades de pointes:
- Αντιαρρυθμικοί παράγοντες τάξης Ια, όπως κινιδίνη, υδροκινιδίνη,
δισοπυραμίδη
- Αντιαρρυθμικοί παράγοντες τάξης ΙΙΙ, όπως αμιωδαρόνη, δοφετιλίδη,
ιβουτιλίδη, σοταλόλη
- Ορισμένα νευροληπτικά: φαινοθειαζινικά (χλωρπρομαζίνη, κυαμεμαζίνη,
λεβομεπρομαζίνη, θειριοδαζίνη, τριφθοριοπεραζίνη), βενζαμίδες
(σουλτοπρίδη, τιαπρίδη), βουτυροφαινόνες (δροπεριδόλη, αλοπεριδόλη), άλλα
νευροληπτικά (πιμοζίδη) και μερικά άλλα φάρμακα όπως βεπριδίλη, σιζαπρίδη,
διφεμανίλη, ερυθρομυκίνη IV, βινκαμίνη IV, μιζολαστίνη, αλοφαντρίνη,
πενταμιδίνη σπαρφλοξασίνη, μοξιφλοξασίνη.
( . 4.5 μ μ μβλ Αλληλεπιδράσεις ε άλλα φαρ ακευτικά προϊόντα και άλλες ορφές
).αλληλεπίδρασης
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά την χρήση
Όπως και με άλλα νευροληπτικά φάρμακα, μπορεί να εμφανιστεί το κακοήθες
νευροληπτικό σύνδρομο, που χαρακτηρίζεται από υπερθερμία, μυϊκή ακαμψία,
αστάθεια του αυτόνομου συστήματος, αλλοίωση του επιπέδου συνείδησης και
αύξησης της CPK. Σε περίπτωση υπερθερμίας, ιδιαίτερα όταν χορηγούνται υψηλές
δόσεις, όλα τα λαμβανόμενα αντιψυχωσικά φάρμακα θα πρέπει να διακοπούν,
περιλαμβανομένης της αμισουλπρίδης.
3
Η αμισουλπρίδη αποβάλλεται δια της νεφρικής οδού. Σε περίπτωση νεφρικής
ανεπάρκειας η δόση της θα πρέπει να μειωθεί και να χορηγηθεί με διαλείπον
σχήμα (βλέπε 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης ).
Η αμισουλπρίδη μπορεί να μειώσει τον ουδό των σπασμών. Συνεπώς, οι ασθενείς
με ιστορικό επιληψίας πρέπει να παρακολουθούνται στενά κατά τη διάρκεια
αγωγής με Amisulpride.
Στους ηλικιωμένους ασθενείς, όπως συμβαίνει και με τα άλλα νευροληπτικά, η
Amisulpride θα πρέπει να χορηγείται με ιδιαίτερη προσοχή λόγω του πιθανού
κινδύνου εμφάνισης υπότασης ή καταστολής.
Όπως και με άλλα αντιντοπαμινεργικά φάρμακα, απαιτείται προσοχή όταν
χορηγείται η αμισουλπρίδη σε ασθενείς με νόσο του Parkinson, γιατί μπορεί να
προκληθεί επιδείνωση της νόσου. Η Amisulpride θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο
αν δεν μπορεί να αποφευχθεί η νευροληπτική αγωγή.
Αν και σε μικρότερη συχνότητα είναι δυνατόν, όπως και με τα άλλα νευροληπτικά
να εμφανισθεί όψιμη δυσκινησία ιδίως σε ηλικιωμένα άτομα και σαυτά που κατά
την έναρξη της θεραπείας εμφάνισαν έντονη δυσκινησία.
Επιμήκυνση του διαστήματος QT
Η Amisulpride επάγει μια δοσοεξαρτώμενη επιμήκυνση του διαστήματος QT. Το
αποτέλεσμα αυτό, που είναι γνωστό ότι αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρών κοιλιακών
αρρυθμιών, όπως συστροφή των αιχμών (torsades de pointes), ενισχύεται από
προηγούμενη βραδυκαρδία, υποκαλιαιμία, μεγάλο διάστημα QT συγγενές ή κατόπιν
αγωγής με φάρμακα που προκαλούν επιμήκυνση του διαστήματος QTc. Πριν από κάθε
χορήγηση και αν είναι δυνατόν με την κλινική κατάσταση του ασθενούς, συστήνεται η
παρακολούθηση των παραγόντων που θα μπορούσαν να ευνοήσουν αυτήν τη
διαταραχή του ρυθμού.
- Βραδυκαρδία μικρότερη από 55 bpm
- Υποκαλιαιμία
- Συγγενής επιμήκυνση του διαστήματος QT
- Συνεχιζόμενη αγωγή με φάρμακα που είναι πιθανό να προκαλέσουν
έντονη βραδυκαρδία (< 55 bpm), υποκαλιαιμία, ελαττωμένη ενδοκαρδιακή
αγωγιμότητα ή επιμήκυνση του διαστήματος QT (βλ. 4.5 Αλληλεπιδράσεις με
άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης).
4.5 Αλληλεπιδράσεις Με Άλλα Φαρμακευτικά Προϊόντα Και Άλλες Μορφές
Αλληλεπίδρασης
4
Συνδυασμοί που αντενδείκνυνται
Συνδυασμός με ντοπαμινεργικούς αγωνιστές (αμανταδίνη, απομορφίνη,
βρωμοκρυπτίνη, καβεργολίνη, εντακαπόνη, λισουρίδη, περγολίδη, πιριβεδίλη,
κιναγολίδη, ροπινιρόλη) εκτός της περίπτωσης ασθενών με νόσο του Parkinson:
αμοιβαίος ανταγωνισμός μεταξύ της δράσης του ντοπαμινευρικού αγωνιστή και
των νευροληπτικών. Σε περίπτωση εξωπυραμιδικού συνδρόμου που προκλήθηκε
από νευροληπτικά, να μη χρησιμοποιείται ντοπαμινεργικός αγωνιστής, αλλά ένα
αντιχολινεργικό.
Συνδυασμός με σουλτοπρίδη: μεγάλος κίνδυνος πρόκλησης διαταραχών του
καρδιακού ρυθμού, ιδιαίτερα trosades de pointes.
μ Συνδυασ οί που δε συνιστώνται
Με οινόπνευμα: ενίσχυση της κατασταλτικής δράσης του νευροληπτικού
Συνδυασμός με λεβοντόπα: αμοιβαίος ανταγωνισμός μεταξύ της δράσης της
λεβοντόπα και των νευροληπτικών. Σε ασθενείς με νόσο του Parkinson
χρησιμοποιείστε τις μικρότερες δυνατές αποτελεσματικές δόσεις εκάστου των
φαρμάκων.
Συνδυασμός με ντοπαμινεργικούς αγωνιστές (αμανταδίνη, απομορφίνη,
βρωμοκρυπτίνη, καβεργολίνη, εντακαπόνη, λισουρίδη, περγολίδη, πιριβεδίλη,
κιναγολίδη, ροπινιρόλη) σε ασθενείς με νόσο του Parkinson: αμοιβαίος
ανταγωνισμός μεταξύ της δράσης του ντοπαμινεργικού αγωνιστή και των
νευροληπτικών. Ο ντοπαμινεργικός αγωνιστής μπορεί να προκαλέσει ή να
επιδεινώσει τις ψυχωσικές διαταραχές. Σε περίπτωση ανάγκης για αγωγή με
νευροληπτικά σε παρκινσονικούς ασθενείς που ήδη βρίσκονται υπό θεραπεία με
ντοπαμινεργικό αγωνιστή, ο τελευταίος πρέπει να μειώνεται προοδευτικά μέχρι
να διακοπεί ( η απότομη διακοπή του εκθέτει τον ασθενή σε κίνδυνο να εμφανίσει
κακοήθεις νευροληπτικό σύνδρομο).
Συνδυασμός με τις παρακάτω φαρμακευτικές ουσίες :
- Αντιαρρυθμικοί παράγοντες τάξης ΙΙα, όπως κινιδίνη, υδροκινιδίνη,
δισοπυραμίδη
- Αντιαρρυθμικοί παράγοντες τάξης ΙΙΙ, όπως αμιωδαρόνη, δοφετιλίδη,
ιβουτιλίδη, σοταλόλη
- Ορισμένα νευροληπτικά: φαινοθειαζινικά (χλωρπρομαζίνη, κυμεμαζίνη,
λεβομεπρομαζίνη, θειοριδαζίνη, τριφθοριοπεραζίνη), βενζαμίδες
(σουλτοπρίδη, τιαπρίδη), βουτυροφαινόνες (δροπεριδόλη, αλοπεριδόλη), άλλα
5
νευροληπτικά (πιμοζίδη) και μερικά άλλα φάρμακα όπως βεπριδίλη, σιζαπρίδη,
διφεμανίλη, ερυθρομυκίνη IV, βινκαμίνη IV, μιζολαστίνη: μεγάλος κίνδυνος
πρόκλησης διαταραχών του καρδιακού ρυθμού ιδιαίτερα trosades de pointes.
Συνδυασμός με άλλα φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν trosades
de pointes: αλοφαντρίνη, πενταμιδίνη, σπαρφλοξασίνη, μοξιφλοξασίνη. Εάν αυτό
είναι δυνατό διακόψτε το φάρμακο (εκτός εάν χορηγείται για την αντιμετώπιση
λοιμώξεων). Εάν δεν μπορείτε να το αποφύγετε, να γίνεται έλεγχος του
διαστήματος QT και ΗΚΓική παρακολούθηση.
μ Συνδυασ οί που χρειάζονται προσοχή στη χρήση
Συνδυασμοί με φάρμακα που προκαλούν βραδυκαρδία όπως β-αναστολείς (εκτός
σοταλόλης βλ. ανωτέρω), αναστολείς διαύλων ασβεστίου που επάγουν
βραδυκαρδία όπως διλτιαζέμη και βεραπαμίλη, κλονδίνη, κουανφασίνη και
δακτυλίτιδα : κίνδυνος πρόκλησης διαταραχών του καρδιακού ρυθμού, ιδιαίτερα
trosades de pointes. Απαιτείται κλινική και ΗΚΓική παρακολούθηση.
Συνδυασμοί με φάρμακα που προκαλούν υποκαλιαιμία: υποκαλιαιμικά διουρητικά,
υπακτικά, IV αμφοτερικίνη Β, γλυκοκορτικοειδή, τετρακοσακτίδη: κίνδυνος
πρόκλησης διαταραχών του καρδιακού ρυθμού, ιδιαίτερα trosades de pointes. Η
υποκαλιαιμία θα πρέπει να διορθώνεται, πριν από τη χορήγηση του φαρμάκου.
Απαιτείται κλινική και ΗΚΓική παρακολούθηση και παρακολούθηση των
ηλεκτρολυτών.
μ Συνδυασ οί που πρέπει να ληφθούν υπ όψη
Αντιϋπερτασικά (όλα) αντιϋπερτασική δράση και κίνδυνος ορθοστατικής
υπότασης (αθροιστική δράση)
Άλλα κατασταλτικά του ΚΝΣ, όπως ναρκωτικά, αναισθητικά, αναλγητικά,
αντιϊσταμινικά των Η1 υποδοχέων που προκαλούν καταστολή, βαρβιτουρικά,
βενζοδιαζεπίνες και άλλα αγχολυτικά φάρμακα και παράγωγα αυτών, υπνωτικά,
αντικαταθλιπτικά, κεντρικώς δρώντα αντιϋπερτασικά, βακλοφένη, θαλιμομίδη:
ενίσχυση της κατάθλιψης.
4.6 Κύηση Και Γαλουχία
Χρήση στην κύηση:
Στα ζώα, η αμισουλπρίδη δεν εμφάνισε άμεση τοξική δράση στην αναπαραγωγική
λειτουργία. Παρατηρήθηκε ελάττωση της γονιμότητας που συνδέονταν με τις
6
φαρμακολογικές επιδράσεις του φαρμάκου ράση ρυθμιζόμενη μέσω προλακτίνης).
Δε σημειώθηκε τερατογόνος δράση της αμισουλπρίδης.
Η ασφάλεια της αμισουλπρίδης κατά την εγκυμοσύνη σε ανθρώπους δεν έχει
αποδειχθεί. Συνεπώς, δε συνίσταται η χρήση του φαρμάκου κατά την κύηση.
Χρήση στη γαλουχία :
Δεν είναι γνωστό αν η αμισουλπρίδη εκκρίνεται στο γάλα και άρα ο θηλασμός
αντενδείκνυται στη διάρκεια της αγωγής.
4.7 Επιδράσεις Στην Ικανότητα Οδήγησης Και Χειρισμού Μηχανών
Ακόμα και αν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον συνιστώμενο τρόπο, η Amisulpride
μπορεί να επηρεάσει το χρόνο αντίδρασης, άρα και την ικανότητα οδήγησης
οχημάτων και χειρισμού μηχανημάτων από τον ασθενή. Συνεπώς οι ασθενείς που
λαμβάνουν το φάρμακο δεν πρέπει να οδηγούν και να χειρίζονται μηχανήματα.
4.8 Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Οι παρακάτω ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατηρηθεί σε ελεγχόμενες κλινικές
μελέτες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Amisulpride γίνεται καλά ανεκτή και σε μερικές
περιπτώσεις μπορεί να καταστεί δύσκολη η διαφοροποίηση των ανεπιθύμητων
ενεργειών από τα συμπτώματα της υποκείμενης νόσου.
Συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες (5-10%):
Αϋπνία, άγχος, διέγερση
Λιγότερο συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες (0,1-5%):
Υπνηλία
Γαστρεντερικές διαταραχές όπως δυσκοιλιότητα, ναυτία, έμετος, ξηροστομία
‘Όπως και με άλλα νευροληπτικά :
Η αμισουλπρίδη προκαλεί αύξηση των επιπέδων προλακτίνης στο πλάσμα, που
υποστρέφει μετά από διακοπή του φαρμάκου. Έτσι, μπορεί να παρατηρηθεί
γαλακτόρροια, αμηνόρροια ή διαταραχές της εμμήνου ρύσης, γυναικομαστία,
μαστοδυνία, διαταραχές της εκσπερμάτισης και ανικανότητα.
Η αύξηση βάρους είναι πιθανή κατά την αγωγή με αμισουλπρίδη.
7
Μπορεί να εμφανιστεί οξεία δυστονία (σπαστικό ραιβόκρανο, κρίση βολβοστροφής,
τρισμός) που υποστρέφει χωρίς διακοπή της αγωγής, με χορήγηση ενός
αντιπαρκινσονικού παράγοντα.
Μπορεί να παρατηρηθούν και εξωπυραμιδικά συμπτώματα : τρόμος, ακαμψία,
υποκινησία, υπερέκκριση σιέλου, ακαθησία. Τα συμπτώματα αυτά είναι γενικά ήπια
στη βέλτιστη δοσολογία και μερικώς αντιστρεπτά χωρίς διακοπή της
αμισουλπρίδης με χορήγηση αντιπαρκινσονικής αγωγής. Η συχνότητα εμφάνισης
τους είναι δοσοεξαρτώμενη και παραμένει πολύ χαμηλή στη θεραπεία ασθενών με
ελλειμματική μορφή σχιζοφρένειας σε δόσεις 50-300mg/ημέρα.
Έχει αναφερθεί όψιμη δυσκινησία που χαρακτηρίζεται από ρυθμικές ακούσιες
κυρίως της γλώσσας και / ή του προσώπου, συνήθως μετά από μακροχρόνια
χορήγηση. Η αντιπαρκινσονική αγωγή δεν είναι αποτελεσματική ή μπορεί να
επιφέρει επιδείνωση των συμπτωμάτων.
Περιστασιακά έχουν αναφερθεί υπόταση και βραδυκαρδία. Έχουν αναφερθεί
περιπτώσεις επιμήκυνσης του διαστήματος QT και πολύ σπάνια περιπτώσεις
συστροφής των αιχμών (trorsade de pointes).
Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί αλλεργικές αντιδράσεις αύξηση των επιπέδων των
ηπατικών ενζύμων, κυρίως των τρανσαμινάσεων και περιπτώσεις σπασμών.
Πολύ σπάνιες περιπτώσεις κακοήθους νευροληπτικού συνδρόμου έχουν αναφερθεί
(βλ. 4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση).
4.9 Υπερδοσολογία
Η εμπειρία υπερδοσολογίας με την αμισουλπρίδη είναι περιορισμένη. Έχει αναφερθεί
επίταση των γνωστών φαρμακολογικών ιδιοτήτων του φαρμάκου.
Εδώ περιλαμβάνονται η νωθρότητα και η καταστολή, η εμφάνιση κώματος, υπότασης
και εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων.
Σε περίπτωση οξείας υπερδοσολογίας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο
λήψης και άλλων φαρμάκων. Εφόσον η αμισουλπρίδη απεκκρίνεται ασθενώς, δεν είναι
χρήσιμη η αιμοδιΰλιση για την αποβολή του φαρμάκου.
Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο για την αμισουλπρίδη. Θα πρέπει συνεπώς να
εφαρμοστούν κατάλληλα υποστηρικτικά μέτρα, ενώ συνιστάται και στενή
παρακολούθηση των ζωτικών λειτουργιών και συνεχής καταγραφή της καρδιακής
λειτουργίας (επιμήκυνση του διαστήματος QT) , μέχρι να επανέλθει ο ασθενής.
Σε περίπτωση σοβαρών εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων θα πρέπει να χορηγηθούν
αντιολινεργικά φάρμακα.
8
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Κωδικός ATC: N05AL05
Η Αμισουλπρίδη συνδέεται εκλεκτικά, παρουσιάζοντας υψηλή συγγένεια, με τους
υποτύπους των ντομαμινεργικών υποδοχέων D
2
/ D
3
, ενώ στερείται συγγένειας με
τους υποτύπους D
1
,D
4
και D
5
των ντοπαμινεργικών υποδοχέων.
Σε αντίθεση με τα κλασσικά και τα άτυπα νευροληπτικά, η αμισουλπρίδη δεν
εμφανίζει συγγένεια με τη σεροτινίνη, τους α-αδρενεργικούς, τους ισταμινικούς
τύπου Η
1
και τους χολινεργικούς υποδοχείς. Ακόμη, η αμισουλπρίδη δε συνδέεται με
τις σίγμα-θέσεις.
Στα ζώα σε υψηλές δόσεις ανατέλλει τους μετασυναπτικούς D
2
υποδοχείς που
βρίσκονται στο λιμβικό σύστημα, κυρίως εκείνους που εντοπίζονται στο ραβδωτό
σώμα. Σε αντίθεση με τα κλασσικά νευροληπτικά, δεν επάγει την εμφάνιση
καταληψίας, ενώ δεν αναπτύσσεται υπερευαισθησία των D
2
ντοπαμινεργικών
υποδοχέων μετά από επανελειλημμένη χορήγηση του φαρμάκου.
Σε χαμηλές δόσεις αναστέλλει κυρίως τους προσυναπτικούς D
2
/ D
3
υποδοχείς,
οδηγώντας σε απελευθέρωση ντοπαμίνης που ευθύνεται για την άρση της αναστολής
που επιτυγχάνει το φάρμακο.
Έχει προταθεί ότι το άτυπο φαρμακολογικό προφίλ του φαρμάκου εξηγεί την κλινική
αποτελεσματικότητα της αμισουλπρίδης τόσο ως προς τα θετικά όσο και ως προς τα
αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας, καθώς και την ελαττωμένη τάση της να
προκαλεί εξωπυραμιδικού τύπου ανεπιθύμητες αντιδράσεις.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Στον άνθρωπο, η αμισουλπρίδη εμφανίζει δύο μέγιστες τιμές απορρόφησης: μία η
οποία επιτυγχάνεται γρήγορα, σε μία ώρα από τη χορήγηση και μία δεύτερη μεταξύ 3
και 4 ωρών από τη χορήγηση. Οι αντίστοιχες συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι: 39
± 3 και 54 ± 4 ng/ml μετά από χορήγηση δόσης 50mg.
Ο όγκος κατανομής του φαρμάκου είναι 5,8 l/kg, το ποσοστό σύνδεσης με τις
πρωτεΐνες του πλάσματος είναι χαμηλό (16%) και δεν πιθανολογούνται
αλληλεπιδράσεις του φαρμάκου.
Η απόλυτη βιοδιαθεσημότητα είναι 48%. Η αμισουλπρίδη μεταβολίζεται ασθενώς:
έχουν ταυτοποιηθεί δύο ανενεργοί μεταβολίτες του φαρμάκου που αντιστοιχούν στο
4% της δόσης. Η αμισουλπρίδη δεν αθροίζεται και η φαρμακοκινητική της παραμένει
9
αμετάβλητη μετά τη χορηγήση επανειλημμένων δόσεων. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της
αμισουλπρίδης είναι περίπου 12 ώρες μετά από εφ΄άπαξ λήψη της από το στόμα.
Η αμισουλπρίδη αποβάλλεται αναλλοίωτη στα ούρα. Η νεφρική κάθαρση του
φαρμάκου είναι της τάξης των 20 lρα ή 330 ml/min.
Γεύμα πλούσιο σε υδατάνθρακες (που περιέχει 68% υγρά) μειώνει σημαντικά την AUC,
την T
max
και την C
max
της αμισουλπρίδης, αντίθετα γεύμα πλούσιο σε λιπαρά δεν τις
επηρεάζει. Η σημασία αυτών των ευρημάτων στην καθημερινή πρακτική δεν είναι
γνωστή.
Ηπατική ανεπάρκεια
: εφόσον το φάρμακο μεταβολίζεται ασθενώς, δεν είναι
απαραίτητο να μειωθεί η δόση σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
Νεφρική ανεπάρκεια
: ο χρόνος ημίσειας ζωής παραμένει αμετάβλητος σε ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια αλλά ή κάθαρση του φαρμάκου ελαττώνεται με συντελεστή 2,5
έως 3. Η AUC της αμισουλπρίδης σε ήπια νεφρική ανεπάρκεια αυξήθηκε δύο φορές
σχεδόν 10 φορές σε μέσης βαρύτητας νεφρική ανεπάρκεια (βλέπε 4.2 για ρύθμιση της
δοσολογίας. Η εμπειρία είναι περιορισμένη και δεν υπάρχουν στοιχεία για δόση
μεγαλύτερη των 50mg).
Η αμισουλπρίδη απομακρύνεται ελάχιστα με την αιμοδιΰλιση.
Υπερήλικες
: Περιορισμένα φαρμακοκινητικά δεδομένα σε υπερήλικες (> 65 χρόνων)
δείχνουν αύξηση κατά 10-30% των C
max
,
T1/2 και AUC μετά από του στόματος
χορήγηση 50mg. Δεν υπάρχουν στοιχεία μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η γενική ανασκόπηση των ολοκληρωμένων μελετών της ασφάλειας του φαρμάκου
υποδηλώνει ότι η αμισουλπρίδη είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε γενική ή ειδική
ως προς κάποιο όργανο, τερατογόνο, μεταλλαξιογόνο ή καρκινογόνο δράση. Το εύρος
ασφάλειας είναι ικανοποιητικό, θεωρώντας ότι οι αλλοιώσεις που παρατηρήθηκαν σε
αρουραίους και σκύλους με δόσεις χαμηλότερες της μέγιστης ανεκτής δόσης, ήταν
είτε φαρμακολογικές ενεργείς ή δεν παρουσίαζαν μεγάλη σημασία από τοξικολογική
άποψη, υπό τις συνθήκες αυτές. Σε σύγκριση με τις μέγιστες συνιστώμενες δόσεις για
τον άνθρωπο, οι εν λόγω δόσεις ήταν 15 ( στους αρουραίους) και 6 (στους σκύλους)
φορές μεγαλύτερες.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
10
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Saccharin sodium, Hydrochloric acid, Methylparaben, Propylparaben, Potassium sorbate, Caramel
flavour, Purified water.
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν έχουν διαπιστωθεί γνωστές ασυμβατότητες
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες για το πόσιμο διάλυμα
2 μήνες μετά το πρώτο άνοιγμα του περιέκτη του πόσιμου διαλύματος.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Διατηρείται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος <30°C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
μ μ , 60Το πόσι ο διάλυ α σταγόνες συσκευάζεται σε φιάλη των ml 120και ml από γυαλί
amber. μ Εξωτερικά επικολλάται αυτοκόλλητη ετικέττα ε τα χαρακτηριστικά του
ï . προ όντος και της παρτίδας Η φιάλη συσκευάζεται σε κουτί από χαρτόνι και
.συνοδεύεται από οδηγία χρήσης και πλαστική πιπέττα
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Δεν είναι απαραίτητες.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Verisfield (UK) Ltd, 41 Chalton Street, London, NW1 1JD, UK.
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
11