φλουκοναζόλη λόγω της μακράς διάρκεια ημίσειας ζωής της φλουκοναζόλης
(βλ. παράγραφο 4.3).
Αλφεντανίλη: Κατά την ταυτόχρονη χορήγηση θεραπείας φλουκοναζόλης
(400mg) με ενδοφλέβια αλφεντανίλη (20 µg/kg) σε υγιείς εθελοντές αυξήθηκε η
AUC
10
της αλφεντανίλης κατά το διπλάσιο, πιθανόν μέσω της αναστολής του
CYP3A4.
Προσαρμογή της δόσης της αλφεντανίλης μπορεί να είναι απαραίτητη.
Αμιτριπτυλίνη, νορτριπτιλίνη : Η φλουκοναζόλη αυξάνει την επίδραση της
αμιτριπτυλίνης και της νορτριπτυλίνης. Η 5-νορτριπτυλίνη και/ή η S-
αμιτριπτυλίνη μπορούν να μετρηθούν κατά την έναρξη της θεραπείας
συνδυασμού και έπειτα από μία εβδομάδα. Η δόση της
αμιτριπτυλίνης/νορτριπτυλίνης θα πρέπει να προσαρμόζεται εάν είναι
απαραίτητο.
Αμφοτερικίνη Β: Ταυτόχρονη χορήγηση φλουκοναζόλης και αμφοτερικίνης Β σε
μολυσμένα κανονικά και ανοσοκατασταλτικά ποντίκια έδειξε τα παρακάτω
αποτελέσματα: μια μικρή πρόσθετη αντιμυκητιασική δράση σε συστηματική
λοίμωξη από
C.
a
lbicans
, καμία αλληλεπίδραση στην ενδοκρανιακή λοίμωξη με
Cryptococcus
neoformans, και ανταγωνισμός των δύο φαρμακευτικών προϊόντων
στην συστηματική λοίμωξη με Aspergillus
fumigatus. Η κλινική σημαντικότητα των
αποτελεσμάτων σε αυτές τις μελέτες είναι άγνωστη.
Αντιπηκτικά: Κατά την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου, όπως με
άλλα αντιμυκητιασικά των αζολών, έχουν αναφερθεί αιμορραγικά επεισόδια
(μώλωπες, επίσταξη, αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα, αιματουρία και
μέλαινα), σχετιζόμενα με τις αυξήσεις στον χρόνο προθρομβίνης σε ασθενείς
που λάμβαναν φλουκοναζόλη ταυτόχρονα με βαρφαρίνη. Κατά την διάρκεια
ταυτόχρονης θεραπείας φλουκοναζόλης με βαρφαρίνη ο χρόνος προθρομβίνης
επιμηκύνθηκε κατά το διπλάσιο, πιθανόν λόγω της αναστολής του
μεταβολισμού της βαρφαρίνης μέσω του CYP2C9. Σε ασθενείς που λαμβάνουν
αντιπηκτικά τύπου κουμαρίνης ή indanedione ταυτόχρονα με φλουκοναζόλη ο
χρόνος προθρομβίνης πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά. Η προσαρμογή
της δόσης του αντιπηκτικού μπορεί να είναι απαραίτητη.
Βενζοδιαζεπίνες (βραχείας δράσης), π.χ μιδαζολάμη, τριαζολάμη : Μετά την από
του στόματος χορήγηση μιδαζολάμης, η φλουκοναζόλη οδήγησε σε ουσιαστικές
αυξήσεις στις συγκεντρώσεις μιδαζολάμης και ψυχοκινητικές επιδράσεις.
Ταυτόχρονη από του στόματος πρόσληψη 200mg φλουκοναζόλης και 7,5 mg
μιδαζολάμης αύξησε την AUC και τον χρόνο ημίσειας ζωής της μιδαζολάμης
κατά 3,7 και 2,2 φορές αντίστοιχα. 200 mg φλουκοναζόλης ημερησίως
χορηγούμενα από το στόμα ταυτόχρονα με τριαζολάμη 0,25 mg αύξησε την AUC
και τον χρόνο ημίσειας ζωής της τριαζολάμης κατά 4,4 και 2,3 φορές
αντίστοιχα. Έχει παρατηρηθεί ενισχυμένη και παρατεταμένη δράση της
τριαζολάμης όταν ακολουθείται ταυτόχρονη θεραπευτική αγωγή με
φλουκοναζόλη. Εάν η ταυτόχρονη θεραπεία με βενζοδιαζεπίνες είναι
απαραίτητη σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με φλουκοναζόλη, θα πρέπει
να εξεταστεί η πιθανότητα μείωσης της δόσης της βενζοδιαζεπίνης και οι
ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται κατάλληλα.
Καρβαμαζεπίνη: Η φλουκοναζόλη αναστέλλει το μεταβολισμό της
καρβαμαζεπίνης και μια αύξηση της καρβαμαζεπίνης στον ορό της τάξεως του
30% έχει παρατηρηθεί. Υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης τοξικότητας από την
καρβαμαζεπίνη. Προσαρμογή της δόσης της καρβαμαζεπίνης μπορεί να είναι
αναγκαία, ανάλογα με μετρήσεις της συγκέντρωσης / αποτελέσματος.
12