Η θεραπεία θα πρέπει να είναι συμπτωματική και υποστηρικτική. Μπορεί να εμφανιστούν διαταραχή
της ισορροπίας των ηλεκτρολυτών, ανάπτυξη κατάστασης οξέωσης και πιθανές αντιδράσεις από το
κεντρικό νευρικό σύστημα. Θα πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα ηλεκτρολυτών στον ορό
(ιδιαίτερα του καλίου) και τα επίπεδα του pH στο αίμα.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φάρμακα κατά του γλαυκώματος και μυωτικά, αναστολείς της
καρβονικής ανυδράσης, κωδικός ATC: S01EC03
M ηχανισμός δράσης
Η καρβονική ανυδράση (ΚΑ) είναι ένα ένζυμο που απαντάται σε πολλούς ιστούς του σώματος,
συμπεριλαμβανομένου και του οφθαλμού. Στον άνθρωπο η καρβονική ανυδράση υπάρχει με τη
μορφή διαφόρων ισοενζύμων, από τα οποία το πλέον δραστικό είναι η καρβονική ανυδράση II (ΚA-
II), η οποία κυρίως βρίσκεται στα ερυθροκύτταρα καθώς επίσης και σε άλλους ιστούς. Η αναστολή
της καρβονικής ανυδράσης στις ακτινοειδείς προβολές του οφθαλμού μειώνει την έκκριση του
υδατοειδούς υγρού. Το αποτέλεσμα είναι η μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης (ΕΟΠ).
To DORZOLAMIDE/GENERICS 20 mg/ml οφθαλμικές σταγόνες, διάλυμα, περιέχει υδροχλωρική
δορζολαμίδη, έναν ισχυρό αναστολέα της καρβονικής ανυδράσης II στον άνθρωπο. Μετά από τοπική
χορήγηση στον οφθαλμό, η δορζολαμίδη μειώνει την αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, είτε αυτή
συνδυάζεται με γλαύκωμα, είτε όχι. Η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση αποτελεί έναν μείζονα
παράγοντα κινδύνου στην παθογένεση της βλάβης του οπτικού νεύρου και στην απώλεια οπτικού
πεδίου. Η δορζολαμίδη δεν προκαλεί στένωση της κόρης και μειώνει την ενδοφθάλμια πίεση χωρίς
τις ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως είναι η νυκταλωπία και ο σπασμός προσαρμογής. Η δορζολαμίδη
έχει ελάχιστη, ή μηδενική επίδραση στον καρδιακό ρυθμό ή στην αρτηριακή πίεση.
Οι τοπικά χορηγούμενοι β-αδρενεργικοί αποκλειστές επίσης προκαλούν μείωση της ενδοφθάλμιας
πίεσης, ελαττώνοντας την παραγωγή του υδατοειδούς υγρού, αλλά με διαφορετικό μηχανισμό
δράσης. Μελέτες έχουν δείξει ότι όταν η δορζολαμίδη προστίθεται στη θεραπεία με ένα τοπικά
χορηγούμενο β-αποκλειστή, παρατηρείται επιπρόσθετη μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης. Αυτό το
εύρημα σχετίζεται με την ήδη αναφερθείσα αθροιστική δράση των β-αποκλειστών και των, από του
στόματος χορηγούμενων, αναστολέων της καρβονικής ανυδράσης.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Ενήλικες Ασθενείς
Σε κλινικές μελέτες μεγάλου εύρους και διάρκειας μέχρι ενός έτους έχει δειχθεί η αποτελεσματικότητα
της δορζολαμίδης, σε ασθενείς με γλαύκωμα ή οφθαλμική υπερτονία όταν αυτή χορηγείται 3 φορές
την ημέρα ως μονοθεραπεία (ΕΟΠ προ θεραπείας ≥ 23 mmHg) ή όταν χορηγείται 2 φορές την ημέρα
ως επικουρική θεραπεία με οφθαλμικούς β-αποκλειστές (ΕΟΠ προ θεραπείας ≥ 22 mmHg). Η
αποτελεσματική δράση της δορζολαμίδης στη μείωση της ΕΟΠ, όταν αυτή χορηγείται ως
μονοθεραπεία και ως επικουρική θεραπεία έχει δειχθεί καθ' όλο το εικοσιτετράωρο και το αποτέλεσμα
αυτό διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας χορήγησής της. Η αποτελεσματικότητα κατά
τη μακροχρόνια μονοθεραπεία ήταν παρόμοια με αυτή της βεταξολόλης και λίγο μικρότερη από αυτή
της τιμολόλης. Όταν χρησιμοποιείται ως επικουρική θεραπεία σε οφθαλμικούς β-αποκλειστές, η
δορζολαμίδη έχει δείξει επιπρόσθετη μείωση της ΕΟΠ παρόμοια με εκείνη της πιλοκαρπίνης 2% σε
χορήγηση τέσσερις φορές την ημέρα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Πραγματοποιήθηκε μία πολυκεντρική, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με ήδη εγκεκριμένο προϊόν, μελέτη
χρονικής διάρκειας τριών μηνών σε 184 (122 για την δορζολαμίδη) παιδιατρικούς ασθενείς ηλικιών
7