να αποκλεισθεί. Επειδή η νεφρική λειτουργία είναι συχνά μειωμένη στους
ηλικιωμένους, θα πρέπει αυτή να λαμβάνεται υπόψη όταν καθορίζεται η δοσολογία.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασηςΔεν συνιστάται η χρήση της καρβοπλατίνης με άλλα νεφροτοξικά
φάρμακα.4.6 Κύηση και γαλουχίαΧρήση κατά την κύησηΗ καρβοπλατίνη μπορεί
να προκαλέσει βλάβη του εμβρύου όταν χορηγηθεί στην έγκυο γυναίκα. Η
καρβοπλατίνη αποδείχθηκε ότι ασκεί εμβρυοτοξική και τερατογόνο δράση στους
αρουραίους κατά τη διάρκεια της οργανογένεσης. Δεν έχουν διεξαχθεί ελεγχόμενες
μελέτες στις εγκύους γυναίκες. Εάν το φάρμακο αυτό πρόκειται να χρησιμοποιηθεί
κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή εάν η ασθενής καταστεί έγκυος κατά τη
διάρκεια χορήγησης του φαρμάκου αυτού, πρέπει να ενημερωθεί η ασθενής για το
ενδεχόμενο βλαπτικής επίδρασης στο έμβρυο. Οι γυναίκες που είναι δυνατό να
καταστούν έγκυες πρέπει να αποτρέπονται από μία ενδεχόμενη εγκυμοσύνη όταν
τους χορηγείται καρβοπλατίνη.Χρήση κατά τη διάρκεια της γαλουχίαςΔεν είναι
γνωστό κατά πόσον το φάρμακο απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Επειδή πολλά
φάρμακα απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα και λόγω του ενδεχόμενου πρόκλησης
σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών από την καρβοπλατίνη στο βρέφος που θηλάζει,
πρέπει να διακόπτεται η γαλουχία ή να διακόπτεται η θεραπεία αφού ληφθεί υπόψη η
σημασία της χορήγησης του φαρμάκου στη μητέρα.4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανώνΔεν έχει αναφερθεί καμία επίδραση. Πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα οφθαλμικής και ακουστικής τοξικότητας καθώς
επίσης και η φυσική κατάσταση του ασθενούς.4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειεςΗ
συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που αναφέρονται παρακάτω βασίζεται στα
συνολικά δεδομένα από 1.893 ασθενείς, στους οποίους χορηγήθηκε η καρβοπλατίνη
σαν μονοθεραπεία και στην εμπειρία μετά την κυκλοφορία του
φαρμάκου.Αιματολογικές
Η μυελοκαταστολή αποτελεί την περιοριστική για τη δοσολογία τοξική επίδραση της
καρβοπλατίνης. Σε ασθενείς με φυσιολογικές αρχικές τιμές, θρομβοπενία με αριθμό
αιμοπεταλίων μικρότερο από 50.000/mm
3
παρατηρείται στο 25% των ασθενών,
ουδετεροπενία με αριθμό ουδετερόφιλων μικρότερο από 1.000/mm
3
στο 18% των
ασθενών και λευκοπενία με αριθμό λευκοκυττάρων μικρότερο από 2.000/mm
3
στο
14% των ασθενών. Το ναδίρ παρατηρείται συνήθως την 21η ημέρα (ή την 15η ημέρα
σε ασθενείς που υποβάλλονται σε συνδυασμένη θεραπεία με καρβοπλατίνη και άλλα
αντινεοπλασματικά φάρμακα). Ήδη μέχρι την 28η ημέρα παρατηρείται
αποκατάσταση του αριθμού των αιμοπεταλίων πάνω από 100.000/mm
3
στο 90% των
ασθενών, των ουδετερόφιλων πάνω από 2.000/mm
3
στο 74% και των λευκοκυττάρων
πάνω από 4.000/mm
3
στο 67% των ασθενών. Εμπύρετη ουδετεροπενία έχει
αναφερθεί μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου. Η θρομβοπενία, η ουδετεροπενία και
η λευκοπενία είναι βαρύτερες σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί και προηγούμενα σε
θεραπεία (ιδιαίτερα με σισπλατίνη) και σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας. Ασθενείς σε όχι καλή γενική κατάσταση εμφανίζουν επίσης σε
μεγαλύτερο βαθμό λευκοπενία και θρομβοπενία. Οι παραπάνω δράσεις, μολονότι
συνήθως αναστρέψιμες, οδήγησαν σε λοιμογόνες και σε αιμορραγικές επιπλοκές στο
4% και 5% των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε η καρβοπλατίνη, αντίστοιχα. Οι
παραπάνω επιπλοκές οδήγησαν σε θάνατο από τοξικότητα σε ποσοστό λιγότερο από
1% των ασθενών. Αναιμία με τιμές αιμοσφαιρίνης κάτω των 11g/dl παρατηρήθηκε
στο 71% των ασθενών με φυσιολογικές αρχικές τιμές. Η συχνότητα αναιμίας είναι
μεγαλύτερη όσο περισσότερο εκτίθεται ο οργανισμός στην καρβοπλατίνη.
Υποστήριξη με μεταγγίσεις εφαρμόσθηκε στο 26% των ασθενών στους οποίους
5