6.1.
Ιστορικό οξείας υπερευαισθησίας (π.χ αναφυλακτική αντίδραση) σε
οποιοδήποτε άλλου τύπου αντιβακτηριακό παράγοντα των β-λακταμών
(πενικιλλίνες, μονοβακτάμες και καρβαπενέμες).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Όπως με όλους τους αντιβακτηριακούς παράγοντες των β-λακταμών,
σοβαρές και περιστασιακά θανατηφόρες αντιδράσεις υπερευαισθησίας
έχουν αναφερθεί. Στην περίπτωση σοβαρών αναφυλακτικών αντιδράσεων,
η θεραπεία με κεφταζιδίμη θα πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να
λαμβάνονται επαρκή μέτρα ασφάλειας.
Πριν την έναρξη της θεραπείας, θα πρέπει να διαπιστωθεί εάν ο ασθενής
έχει ιστορικό σοβαρών αντιδράσεων υπερευαισθησίας στην κεφταζιδίμη, ή
σε άλλες κεφαλοσπορίνες ή σε άλλους παράγοντες τύπου β-λακταμών.
Συνιστάται προσοχή εάν η κεφταζιδίμη χορηγείται σε ασθενείς με ιστορικό
μη σοβαρής υπερευαισθησίας σε άλλους παράγοντες των β-λακταμών.
Η κεφταζιδίμη έχει ένα περιορισμένο φάσμα αντιβακτηριακής
δραστικότητας. Δεν είναι κατάλληλη να χρησιμοποιηθεί ως μοναδικός
παράγοντας για την θεραπεία ορισμένων τύπων λοιμώξεων εκτός εάν το
παθογόνο έχει ήδη καταγραφεί και είναι γνωστό ότι είναι ευαίσθητο ή ότι
υπάρχει πολύ μεγάλη υποψία ότι το(α) πιο πιθανό(α) παθογόνο(α) θα είναι
κατάλληλα για θεραπεία με κεφταζιδίμη. Αυτό ειδικά ισχύει όταν
εξετάζεται η θεραπεία ασθενών με βακτηριαιμία και όταν δίνεται θεραπεία
για την βακτηριακή μηνιγγίτιδα, για τις λοιμώξεις του δέρματος και των
μαλακών ιστών και για τις λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων.
Επιπροσθέτως, η κεφταζιδίμη είναι ευαίσθητη στην υδρόλυση από πολλές
β-λακτάμες ευρέως φάσματος (ESBLs). Για το λόγο αυτό πληροφορίες για
την επικράτηση των οργανισμών που παράγουν ESBL θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψιν όταν επιλέγεται η κεφταζιδίμη ως θεραπεία.
Η κολίτιδα που συνδέεται με αντιβακτηριακούς παράγοντες και η
ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα έχουν αναφερθεί με όλους σχεδόν τους
αντιβακτηριακούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της κεφταζιδίμης
και μπορεί να είναι σε σοβαρότητα από ήπιες έως επικίνδυνες για τη ζωή.
Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να εξετασθεί αυτή η διάγνωση σε
ασθενείς που παρουσιάζουν διάρροια κατά τη διάρκεια ή μετά τη χορήγηση
κεφταζιδίμης (βλ. παράγραφο 4.8). Θα πρέπει να εξετάζεται η διακοπή της
θεραπείας με κεφταζιδίμη και η χορήγηση εξειδικευμένης θεραπείας για το
Clostridium
difficile. Φαρμακευτικά προϊόντα που αναστέλουν την
περισταλτική κίνηση δεν πρέπει να χορηγούνται.
Ταυτόχρονη θεραπεία με υψηλές δόσεις κεφαλοσπορινών και νεφροτοξικών
φαρμακευτικών προϊόντων όπως οι αμινογλυκοσίδες ή ισχυρά διουρητικά
(π.χ φουροσεμίδη) είναι δυνατόν να επηρεάζουν δυσμενώς την νεφρική
λειτουργία.
Η κεφταζιδίμη αποβάλλεται μέσω των νεφρών, και επομένως η δόση θα
πρέπει να μειώνεται σύμφωνα με το βαθμό της νεφρικής δυσλειτουργίας.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά
για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα. Νευρολογικά επακόλουθα
Σελίδα 9 από 21