αντίδρασης (βλέπε παράγραφο 4.8). Γενικά, εάν εμφανισθούν σημεία και συμπτώματα που
υποδηλώνουν αντιδράσεις υπερευαισθησίας, η οξυκαρβαζεπίνη πρέπει να αποσύρεται αμέσως.
Δερματολογικές επιδράσεις
Πολύ σπάνια, έχουν αναφερθεί σοβαρές δερματολογικές αντιδράσεις, που περιλαμβάνουν σύνδρομο
Stevens-Johnson, τοξική επιδερμική νεκρόλυση (σύνδρομο Lyell) και πολύμορφο ερύθημα με τη
χρήση της οξυκαρβαζεπίνης. Οι ασθενείς με σοβαρές δερματολογικές αντιδράσεις μπορεί να χρειαστεί
να νοσηλευτούν, καθώς αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή τους και σε πολύ
σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να είναι θανατηφόρες. Τα περιστατικά που συσχετίστηκαν με τη χρήση
της οξυκαρβαζεπίνης αφορούσαν τόσο παιδιά όσο και ενήλικες. Ο διάμεσος χρόνος έναρξης των
συμπτωμάτων ήταν 19 ημέρες. Έχουν αναφερθεί μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις επανεμφάνισης
σοβαρών δερματολογικών αντιδράσεων, όταν ξαναχορηγήθηκε οξυκαρβαζεπίνη. Εάν ο ασθενής
εμφανίσει δερματολογικές αντιδράσεις με την οξυκαρβαζεπίνη, πρέπει αυτός να αξιολογηθεί χωρίς
καθυστέρηση και η οξυκαρβαζεπίνη να αποσυρθεί άμεσα, εκτός εάν δεν υπάρχει σαφής συσχετισμός
για το εξάνθημα. Σε περίπτωση που διακοπεί η θεραπεία, πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόμενο
αντικατάστασης της οξυκαρβαζεπίνης με ένα άλλο αντιεπιληπτικό φάρμακο ώστε να αποφευχθεί η
εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων λόγω διακοπής. Η οξυκαρβαζεπίνη δεν πρέπει να ξαναχορηγείται σε
ασθενείς που διέκοψαν τη θεραπεία λόγω αντίδρασης υπερευαισθησίας (βλέπε παράγραφο 4.3).
Αλληλόμορφο HLA-B*1502 – σε Κινεζικούς Χαν, Ταϊλανδικούς και άλλους Ασιατικούς πληθυσμούς
Το HLA-B*1502 σε άτομα Κινεζικής Χαν και Ταϊλανδικής προέλευσης έχει φανεί ότι σχετίζεται
ισχυρά με τον κίνδυνο εμφάνισης των σοβαρών δερματικών αντιδράσεων που είναι γνωστές ως
σύνδρομο Stevens-Johnson (SJS) όταν λαμβάνουν θεραπεία με καρβαμαζεπίνη. Η χημική δομή της
οξυκαρβαζεπίνης είναι παρόμοια με αυτήν της καρβαμαζεπίνης και είναι πιθανόν οι ασθενείς οι οποίοι
είναι θετικοί στο HLA-B*1502 να διατρέχουν επίσης κίνδυνο εμφάνισης SJS μετά από θεραπεία με
οξυκαρβαζεπίνη. Υπάρχουν ορισμένα δεδομένα που υποδεικνύουν ότι υφίσταται μια τέτοια συσχέτιση
για την οξυκαρβαζεπίνη. Ο επιπολασμός του φορέα HLA-B*1502 είναι περίπου 10% στον Κινεζικό
Χαν και τον Ταϊλανδικό πληθυσμό. Όποτε είναι δυνατόν, τα άτομα αυτά πρέπει να ελέγχονται για το
συγκεκριμένο αλληλόμορφο πριν την έναρξη θεραπείας με καρβαμαζεπίνη ή με μια χημικά συγγενή
δραστική ουσία. Σε περίπτωση που ασθενείς τέτοιων προελεύσεων βρεθούν θετικοί στο αλληλόμορφο
HLA-B*1502, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο χρήσης της οξυκαρβαζεπίνης εάν τα οφέλη
θεωρείται ότι υπερσκελίζουν τους κινδύνους.
Λόγω του επιπολασμού αυτού του αλληλόμορφου σε άλλους Ασιατικούς πληθυσμούς (π.χ. άνω του
15% στις Φιλιππίνες και τη Μαλαισία), μπορεί να εξετάζεται το ενδεχόμενο γενετικού ελέγχου σε
πληθυσμούς κινδύνου για την παρουσία του HLA-B*1502.
Ο επιπολασμός του αλληλόμορφου HLA-B*1502 είναι αμελητέος σε π.χ. Ευρωπαϊκής καταγωγής,
Αφρικανικούς, Ισπανικούς πληθυσμούς για τους οποίους πραγματοποιήθηκε δειγματοληπτικός
έλεγχος, και στους Ιάπωνες και Κορεάτες (<1%).
Αλληλόμορφο HLA-A*3101 - Ευρωπαϊκής καταγωγής και Ιαπωνικοί πληθυσμοί
Υπάρχουν ορισμένα δεδομένα που υποδεικνύουν ότι το HLA-A*3101 σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο
εμφάνισης επαγόμενων από την καρβαμαζεπίνη δερματικών ανεπιθύμητων ενεργειών
συμπεριλαμβανομένων συνδρόμου Stevens-Johnson (SJS), τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης (TEN),
Φαρμακευτικού εξανθήματος με ηωσινοφιλία (DRESS) ή λιγότερο σοβαρής οξείας γενικευμένης
εξανθηματικής φλυκταίνωσης (AGEP) και κηλιδοβλατιδώδους εξανθήματος σε άτομα Ευρωπαϊκής
καταγωγής και τους Ιάπωνες.
Η συχνότητα του αλληλόμορφου HLA-A*3101 κυμαίνεται ευρέως μεταξύ των εθνικών πληθυσμών.
Το αλληλόμορφο HLA-A*3101 έχει επιπολασμό 2 έως 5% σε Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και περίπου
10% στον Ιαπωνικό πληθυσμό.
Η παρουσία του αλληλόμορφου HLA-A*3101 ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης
επαγόμενων από την καρβαμαζεπίνη δερματικών αντιδράσεων (κατά κύριο λόγο λιγότερο σοβαρών)
από 5,0% στο γενικό πληθυσμό σε 26,0% μεταξύ των ατόμων Ευρωπαϊκής καταγωγής, ενώ η απουσία
του ενδέχεται να μειώσει τον κίνδυνο από 5,0% σε 3,8%.
5