μελετήθηκαν άτομα με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια. Η δομπεριδόνη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με μέτρια ή σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια (βλ.
παράγραφο 4.3).
Νεφρική δυσλειτουργία
Σε άτομα με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης < 30
ml/λεπτό/1,73 m
2
), ο ημίσειος χρόνος ζωής της δομπεριδόνης αυξήθηκε
από 7,4 σε 20,8 ώρες αλλά τα επίπεδα του φαρμάκου στο πλάσμα ήταν
χαμηλότερα σε σχέση με υγιείς εθελοντές.
Από τη στιγμή που πολύ μικρή ποσότητα αμετάβλητου φαρμάκου
(περίπου 1%) απεκκρίνεται μέσω των νεφρών, είναι απίθανο η δόση μιας
μόνο χορήγησης να χρειαστεί προσαρμογή σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια.
Παραταύτα, σε επαναλαμβανόμενη χορήγηση, η συχνότητα δοσολογίας
θα πρέπει να μειωθεί σε μία ή δύο φορές ημερησίως, ανάλογα με τη
σοβαρότητα της δυσλειτουργίας, ενώ και η δόση θα πρέπει επίσης να
μειωθεί. Τέτοιοι ασθενείς που ακολουθούν παρατεταμένη αγωγή πρέπει
να εξετάζονται τακτικά, βλ. παραγράφους 4.2, 4.4.
5.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Ηλεκτροφυσιολογικές μελέτες in
vitro και in
vivo καταδεικνύουν έναν
γενικά μέτριο κίνδυνο επιμήκυνσης του διαστήματος QTc στους
ανθρώπους και ο οποίος συνδέεται με τη δομπεριδόνη. Σε πειράματα in
vitro σε απομονωμένα κύτταρα που επιμολύνθηκαν με hERG και
μεμονωμένα μυοκύτταρα ινδικών χοιριδίων, τα ποσοστά έκθεσης ήταν
μεταξύ 26 και 47 φορές υψηλότερα, βάσει των τιμών IC50
αναστέλλοντας τα ρεύματα μέσω των διαύλων ταχέων ρευμάτων καλίου
(IKr) σε σύγκριση με τις ελεύθερες συγκεντρώσεις στο πλάσμα σε
ανθρώπους μετά τη χορήγηση της μέγιστης ημερήσιας δόσης των 10 mg
χορηγούμενων 3 φορές ημερησίως. Τα περιθώρια ασφαλείας για την
παράταση της διάρκειας του δυναμικού δράσης σε πειράματα in
vitro σε
απομονωμένους καρδιακούς ιστούς υπερέβησαν τις ελεύθερες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα στους ανθρώπους με τη μέγιστη ημερήσια
δόση (10 mg τρεις φορές ημερησίως) κατά 45 φορές. Τα περιθώρια
ασφαλείας σε προαρρυθμικά μοντέλα in
vitro (με την τεχνική της
απομονωθείσας καρδιά με τη διάταξη του Langendorff) υπερέβησαν τις
ελεύθερες συγκεντρώσεις στο πλάσμα στους ανθρώπους με μέγιστη
ημερήσια δόση (10 mg τρεις φορές ημερησίως) κατά 9 έως 45 φορές.Σε in
vivo μοντέλα, τα επίπεδα μη-επίδρασης της επιμήκυνσης του QTc σε
σκύλους και επαγωγής αρρυθμιών σε μοντέλα κουνελιών στα οποία είχε
προκληθεί ευαισθησία για συστροφή των αιχμών (torsades de points)
υπερέβησαν τις ελεύθερες συγκεντρώσεις στο πλάσμα στους ανθρώπους
με τη μέγιστη ημερήσια δόση (10 mg τρεις φορές ημερησίως) κατά 22 και
435 φορές αντίστοιχα. Σε αναισθητοποιημένα μοντέλα ινδικών
χοιριδίων που προκλήθηκε αργή ενδοφλέβια διάχυση, δεν υπήρχαν
επιδράσεις στο QTc σε ολικές συγκεντρώσεις πλάσματος των 45,4 ng/ml,
οι οποίες είναι 3 φορές υψηλότερες σε σύγκριση με τα συνολικά επίπεδα
πλάσματος σε ανθρώπους με τη μέγιστη ημερήσια δόση (χορήγηση 10 mg
τρεις φορές ημερησίως. Η συσχέτιση της τελευταίας μελέτης για
ανθρώπους που αφορά την έκθεση σε από του στόματος χορηγούμενη
δομπεριδόνη είναι αβέβαια.