ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Levofloxacin Teva Pharma 5 mg/ml διάλυμα για έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε ml διαλύματος για έγχυση περιέχει 5 mg λεβοφλοξασίνης (ως ημιυδρική).
Κάθε φιαλίδιο 50 ml Levofloxacin Teva Pharma 5 mg/ml διάλυμα για έγχυση περιέχει 250 mg
λεβοφλοξασίνης (ως ημιυδρική).
Κάθε φιαλίδιο 100 ml Levofloxacin Teva Pharma 5 mg/ml διάλυμα για έγχυση περιέχει 500 mg
λεβοφλοξασίνης (ως ημιυδρική).
Έκδοχα:
Κάθε ml διαλύματος για έγχυση περιέχει 0,15 mmol (3,51 mg) νάτριο (ως χλωριούχο).
50 ml διαλύματος για έγχυση περιέχουν 7,63 mmol (175,50 mg) νάτριο (ως χλωριούχο).
100 ml διαλύματος για έγχυση περιέχουν 15,26 mmol (351,00 mg) νάτριο (ως χλωριούχο).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Διάλυμα για έγχυση.
Ένα διαυγές, πρασινωπό-κίτρινο διάλυμα, χωρίς ορατά σωματίδια.
pH: 4,3-5,3; ωσμωτικότητα: 287-327 mOsmol/l
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Στους ενήλικες, στους οποίους θεωρείται κατάλληλη η ενδοφλέβια αγωγή, το Levofloxacin Teva
Pharma διάλυμα για έγχυση ενδείκνυται για τη θεραπεία των ακόλουθων λοιμώξεων όταν οφείλονται
σε μικροοργανισμούς ευαίσθητους στη λεβοφλοξασίνη:
Πνευμονία της κοινότητας.
Επιπλεγμένες λοιμώξεις των ουροφόρων οδών συμπεριλαμβανόμενης της πυελονεφρίτιδας.
Χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα.
Λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων.
Πρέπει να λαμβάνονται υπ’όψιν οι εθνικές και/ή τοπικές κατευθυντήριες οδηγίες για την κατάλληλη
χρήση των φθοριοκινολονών.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Οδοί χορήγησης
Ενδοφλέβια χρήση.
Το διάλυμα λεβοφλοξασίνης χορηγείται με αργή ενδοφλέβια έγχυση μία ή δύο φορές ημερησίως. Η
δοσολογία εξαρτάται από τον τύπο και τη σοβαρότητα της λοίμωξης και την ευαισθησία του
πιθανολογούμενου αιτιοπαθογόνου. Συνήθως είναι δυνατή μετά από λίγες ημέρες η μετάταξη από την
αρχική ενδοφλέβια στην από του στόματος χορήγηση (δισκία λεβοφλοξασίνης 250 ή 500 mg),
ανάλογα με την κατάσταση του ασθενή. Βάσει της βιοϊσοδυναμίας της από του στόματος και της
παρεντερικής μορφής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ίδια δοσολογία.
2
Διάρκεια της αγωγής
Η διάρκεια της αγωγής ποικίλλει ανάλογα με την πορεία της λοίμωξης. Όπως ισχύει γενικά με όλα τα
αντιβιοτικά, η χορήγηση της λεβοφλοξασίνης (διάλυμα για έγχυση ή δισκία) πρέπει να συνεχίζεται το
λιγότερο για 48 έως 72 ώρες αφότου ο ασθενής είναι απύρετος ή υπάρχουν ενδείξεις εκρίζωσης των
βακτηριδίων.
Τρόπος χορήγησης
Το Levofloxacin Teva Pharma διάλυμα για έγχυση προορίζεται μόνο για αργή ενδοφλέβια έγχυση·
χορηγείται μία ή δύο φορές ημερησίως. Ο χρόνος έγχυσης πρέπει να είναι το λιγότερο 30 λεπτά για
τα 250 mg ή 60 λεπτά για τα 500 mg διαλύματος έγχυσης Levofloxacin Teva Pharma (βλ. παράγραφο
4.4). Είναι δυνατή μετά από λίγες ημέρες η μετάταξη από την αρχική ενδοφλέβια στην από του
στόματος χορήγηση, στην ίδια δοσολογία, ανάλογα με την κατάσταση του ασθενή.
Για ασυμβατότητες, βλ. παράγραφο 6.2 και συμβατότητα με άλλα διαλύματα έγχυσης βλ. παράγραφο
6.6.
Δοσολογία
Το ακόλουθο δοσολογικό σχήμα συνιστάται για το Levofloxacin Teva Pharma διάλυμα για έγχυση:
Δοσολογία σε ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης > 50 ml/min)
Ένδειξη Ημερήσιο δοσολογικό σχήμα (ανάλογα με τη
σοβαρότητα)
Πνευμονία της κοινότητας 500 mg μια ή δύο φορές ημερησίως
Επιπλεγμένες λοιμώξεις των ουροφόρων
οδών συμπεριλαμβανομένης της
πυελονεφρίτιδας
250 mg
1
μια φορά ημερησίως
Χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα 500 mg μια φορά ημερησίως
Λοιμώξεις δέρματος και μαλακών μορίων 500 mg δύο φορές ημερησίως
1
Πρέπει να λαμβάνεται υπ’όψιν η αύξηση της δόσης στις σοβαρές λοιμώξεις.
Ειδικοί πληθυσμοί
Διαταραγμένη νεφρική λειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης ≤ 50 ml/min) (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2)
Κάθαρση κρεατινίνης
Δοσολογικό σχήμα
250 mg/24ωρο 500 mg/24ωρο 500 mg/12ωρο
πρώτη δόση 250 mg πρώτη δόση 500 mg πρώτη δόση 500 mg
50 – 20 ml/min κατόπιν:
125 mg/24ωρο
κατόπιν:
250 mg/24ωρο
κατόπιν:
250 mg/12ωρο
19 – 10 ml/min κατόπιν:
125 mg/48ωρο
κατόπιν:
125 mg/24ωρο
κατόπιν:
125 mg/12ωρο
< 10 ml/min
(συμπεριλαμβανομένης της
αιμοκάθαρσης και CAPD)
1
κατόπιν:
125 mg/48ωρο
κατόπιν:
125 mg/24ωρο
κατόπιν:
125 mg/24ωρο
1
Δεν απαιτούνται επιπρόσθετες δόσεις μετά από αιμοκάθαρση ή συνεχή περιπατητική περιτοναϊκή
κάθαρση (CAPD).
Διαταραγμένη ηπατική λειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας, καθώς η λεβοφλοξασίνη δεν μεταβολίζεται σε
σημαντικό βαθμό στο ήπαρ και αποβάλλεται κυρίως από τους νεφρούς (βλ. παράγραφο 5.2).
Στους ηλικιωμένους
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας στους ηλικιωμένους εκτός από αυτή που επιβάλλεται
λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη νεφρική λειτουργία (βλέπε παράγραφο 4.4 Παράταση του διαστήματος
QT).
3
Στα παιδιά και στους εφήβους
Το Levofloxacin Teva Pharma 5 mg/ml διάλυμα για έγχυση αντενδείκνυται στα παιδιά ή στους
εφήβους σε ανάπτυξη (ηλικίας έως 18 ετών· βλέπε παράγραφο 4.3).
4.3 Αντενδείξεις
Το Levofloxacin Teva Pharma διάλυμα για έγχυση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται:
Σε ασθενείς με υπερευαισθησία στη λεβοφλοξασίνη, σε άλλες κινολόνες ή σε κάποιο από τα
έκδοχα,
Σε ασθενείς με επιληψία,
Σε ασθενείς με ιστορικό διαταραχής τένοντα που σχετίζεται με τη χορήγηση φθοριοκινολόνης,
Σε παιδιά ή εφήβους στην ανάπτυξη,
Κατά τη διάρκεια της κύησης,
Σε θηλάζουσες γυναίκες.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Στις πλέον σοβαρές περιπτώσεις πνευμονίας από πνευμονιόκοκκο, το Levofloxacin Teva Pharma
μπορεί να μην είναι η βέλτιστη θεραπεία.
Στις νοσοκομειακές λοιμώξεις λόγω P. Aeruginosa μπορεί να απαιτηθεί θεραπεία συνδυασμού.
Οι ανθεκτικοί στη μεθικιλλίνη S. aureus είναι πολύ πιθανό να παρουσιάζουν επίσης ανθεκτικότητα σε
φθοριοκινολόνες, συμπεριλαμβανομένης της λεβοφλοξασίνης. Ως εκ τούτου η λεβοφλοξασίνη δεν
συνιστάται για την θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από MRSA ή λοιμώξεων όπου υπάρχει
υποψία MRSA, εκτός εάν εργαστηριακά αποτελέσματα έχουν επιβεβαιώσει την ευαισθησία του
οργανισμού στην λεβοφλοξασίνη (βλέπε παράγραφο 5.1).
Χρόνος έγχυσης
Πρέπει να τηρείται ο συνιστώμενος χρόνος έγχυσης το λιγότερο των 30 λεπτών για τα 250 mg ή 60
λεπτών για τα 500 mg του Levofloxacin Teva Pharma διαλύματος για έγχυση. Είναι γνωστό για την
οφλοξασίνη ότι κατά τη διάρκεια της έγχυσης μπορεί να αναπτυχθεί ταχυκαρδία και περιστασιακή
μείωση της αρτηριακής πίεσης. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστεί κυκλοφορική
ανεπάρκεια σαν συνέπεια μεγάλης πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Εάν, κατά τη διάρκεια της έγχυσης
της λεβοφλοξασίνης (l-ισομερές της οφλοξασίνης), παρουσιαστεί εμφανής πτώση της αρτηριακής
πίεσης, η έγχυση πρέπει να διακόπτεται αμέσως.
Τενοντίτιδα και ρήξη τένοντα
Η τενοντίτιδα μπορεί να εμφανιστεί σπάνια. Επηρεάζει συχνότερα τον Αχίλλειο τένοντα και μπορεί
να οδηγήσει σε ρήξη τένοντα. Η τενοντίτιδα και η ρήξη τένοντα, ορισμένες φορές αμφοτερόπλευρη,
μπορεί να εμφανιστούν μέσα σε 48 ώρες από την έναρξη της αγωγής με λεβοφλοξασίνη και έχουν
αναφερθεί έως και αρκετούς μήνες μετά τη διακοπή της θεραπείας. Ο κίνδυνος τενοντίτιδας και
ρήξης τένοντα αυξάνεται στους ασθενείς ηλικίας άνω των 60 ετών και στους ασθενείς που
χρησιμοποιούν κορτικοστεροειδή. Συνεπώς, η στενή επίβλεψη αυτών των ασθενών είναι απαραίτητη,
εάν τους έχει συνταγογραφηθεί Levofloxacin Teva Pharma. Όλοι οι ασθενείς πρέπει να
συμβουλεύονται το γιατρό τους, εάν εμφανίσουν συμπτώματα τενοντίτιδας. Επί υποψίας
τενοντίτιδας, η θεραπεία με λεβοφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί αμέσως και να αρχίσει κατάλληλη
αγωγή (π.χ. ακινητοποίηση) για τον προσβεβλημένο τένοντα (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.8).
Ασθένειες που σχετίζονται με το Κλωστηρίδιο difficile
Η διάρροια κατά τη διάρκεια ή μετά την αγωγή με Levofloxacin Teva Pharma
(συμπεριλαμβανομένων αρκετών εβδομάδων μετά τη θεραπεία) μπορεί, ιδιαίτερα εάν είναι σοβαρή,
επιμένουσα και/ή αιμορραγική, να αποτελεί σύμπτωμα ασθένειας που σχετίζεται με το Κλωστηρίδιο
difficile (CDAD). Η CDAD μπορεί να κυμαίνεται σε σοβαρότητα από ελαφρά έως απειλητική για τη
ζωή, η σοβαρότερη μορφή της οποίας είναι η ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα (βλέπε παράγραφο 4.8).
Ως εκ τούτου είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη αυτή η διάγνωση σε ασθενείς που παρουσιάζουν
σοβαρή διάρροια κατά τη διάρκεια ή μετά τη θεραπεία με Levofloxacin Teva Pharma. Επί υποψίας ή
4
βεβαιότητας ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας, το Levofloxacin Teva Pharma πρέπει να διακοπεί
αμέσως και να ξεκινήσει κατάλληλη θεραπεία χωρίς καθυστέρηση. Αντιπερισταλτικά φαρμακευτικά
προϊόντα αντενδείκνυνται σε αυτή την κλινική κατάσταση.
Ασθενείς για προδιάθεση με σπασμούς
Οι κινολόνες μπορεί να ελαττώσουν τον ουδό των σπασμών και μπορεί να προκαλέσουν σπασμούς.
Το Levofloxacin Teva Pharma αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό επιληψίας (βλέπε παράγραφο
4.3) και, όπως με άλλες κινολόνες, πρέπει να χρησιμοποιείται με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς για
προδιάθεση με σπασμούς, όπως ασθενείς με προϋπάρχουσα βλάβη του κεντρικού νευρικού
συστήματος, υπό ταυτόχρονη θεραπεία με φενμπουφαίνη και παρόμοια μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα ή φάρμακα που μειώνουν τον ουδό των εγκεφαλικών σπασμών, όπως η
θεοφυλλίνη (βλέπε παράγραφο 4.5). Στην περίπτωση επιληπτικών σπασμών (βλέπε παράγραφο 4.8),
η θεραπεία με λεβοφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί.
Ασθενείς με ανεπάρκεια αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης
Ασθενείς με λανθάνοντα ή πραγματικά ελλείμματα δραστικότητας της αφυδρογονάσης της 6-
φωσφορικής γλυκόζης μπορεί να είναι επιρρεπείς σε αιμολυτικές αντιδράσεις όταν λαμβάνουν
θεραπεία με αντιβακτηριακούς παράγοντες κινολόνης και έτσι η λεβοφλοξασίνη πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή.
Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία
Καθώς η λεβοφλοξασίνη απεκκρίνεται κυρίως από τους νεφρούς, η δόση του Levofloxacin Teva
Pharma πρέπει να προσαρμόζεται σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε παράγραφο 4.2).
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Η λεβοφλοξασίνη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές, δυνητικά θανατηφόρες αντιδράσεις
υπερευαισθησίας (π.χ. αγγειοοίδημα έως αναφυλακτική καταπληξία), περιστασιακά μετά την αρχική
δόση (βλέπε παράγραφο 4.8). Οι ασθενείς πρέπει να διακόπτουν τη θεραπεία αμέσως και να
επικοινωνούν με το γιατρό τους ή κάποιο γιατρό επειγόντων περιστατικών, ο οποίος θα εφαρμόσει
κατάλληλα μέτρα επείγουσας αντιμετώπισης.
Δυσγλυκαιμία
Όπως με όλες τις κινολόνες, έχουν αναφερθεί διαταραχές στη γλυκόζη αίματος,
συμπεριλαμβανομένων και υπογλυκαιμίας και υπεργλυκαιμίας, συνήθως σε διαβητικούς ασθενείς
που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με έναν υπογλυκαιμικό παράγοντα από του στόματος (π.χ.
γλιβενκλαμίδη) ή με ινσουλίνη. Σε αυτούς τους διαβητικούς ασθενείς, συνιστάται προσεκτική
παρακολούθηση της γλυκόζης αίματος. (Βλέπε παράγραφο 4.8).
Πρόληψη φωτοευαισθητοποίησης
Έχει αναφερθεί φωτοευαισθητοποίηση με τη λεβοφλοξασίνη(βλέπε παράγραφο 4.8). Συνιστάται οι
ασθενείς να μην εκτίθενται άσκοπα σε έντονο ηλιακό φως ή σε τεχνητές υπεριώδεις ακτίνες (π.χ.
λάμπα ηλιακής ακτινοβολίας ή τεχνητό μαύρισμα), προκειμένου να αποφευχθεί η
φωτοευαισθητοποίηση.
Ασθενείς υπό θεραπεία με ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ
Λόγω πιθανής αύξησης των τιμών των εξετάσεων πηκτικότητας (PT/INR) και/ή αιμορραγίας σε
ασθενείς υπό Levofloxacin Teva Pharma σε συνδυασμό με κάποιον ανταγωνιστή της βιταμίνης Κ
(π.χ. βαρφαρίνη), πρέπει να παρακολουθούνται οι εξετάσεις πηκτικότητας επί ταυτόχρονης
χορήγησης αυτών των φαρμάκων (βλέπε παράγραφο 4.5).
Ψυχωσικές αντιδράσεις
Έχουν αναφερθεί ψυχωσικές αντιδράσεις σε ασθενείς που λαμβάνουν κινολόνες,
συμπεριλαμβανομένης της λεβοφλοξασίνης. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, αυτές εξελίχθηκαν σε
αυτοκτονικές σκέψεις και επικίνδυνη για τον ίδιο τον ασθενή συμπεριφορά – ορισμένες φορές μετά
από μόνο μία εφάπαξ δόση λεβοφλοξασίνης (βλέπε παράγραφο 4.8). Στην περίπτωση που ο ασθενής
εμφανίσει αυτές τις αντιδράσεις, η λεβοφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί και να ξεκινήσουν κατάλληλα
5
μέτρα. Συνιστάται προσοχή εάν η λεβοφλοξασίνη πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε ψυχωσικούς
ασθενείς ή σε ασθενείς με ιστορικό ψυχιατρικής νόσου.
Παράταση διαστήματος QT
Πρέπει να δίδεται προσοχή όταν χρησιμοποιούνται φθοριοκινολόνες, συμπεριλαμβανομένης της
λεβοφλοξασίνης, σε ασθενείς με γνωστούς παράγοντες κινδύνου για παράταση του διαστήματος QT
όπως για παράδειγμα:
- συγγενές σύνδρομο μακρού διαστήματος QT
- ταυτόχρονη χρήση φαρμακευτικών προϊόντων που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT
(π.χ. αντιαρρυθμικά τάξης ΙΑ και ΙΙΙ, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, μακρολίδια, αντιψυχωσικά).
- μη διορθωμένες ηλεκτρολυτικές διαταραχές (π.χ. υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία)
- ηλικιωμένοι
- καρδιοπάθεια (π.χ. καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα του μυοκαρδίου, βραδυκαρδία)
(Βλέπε παράγραφο 4.2, παράγραφο 4.5, παράγραφο 4.8 και παράγραφο 4.9).
Περιφερική νευροπάθεια
Σε ασθενείς που λαμβάνουν φθοριοκινολόνες, συμπεριλαμβανομένης της λεβοφλοξασίνης, έχουν
αναφερθεί περιφερική αισθητική και περιφερική αισθητικοκινητική νευροπάθεια, η έναρξη της
οποίας μπορεί να είναι αιφνίδια (βλέπε παράγραφο 4.8). Η λεβοφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί εάν ο
ασθενής εμφανίσει συμπτώματα νευροπάθειας με σκοπό την πρόληψη ανάπτυξης μίας μη
αναστρέψιμης πάθησης.
Οπιοειδή
Σε ασθενείς υπό θεραπεία με λεβοφλοξασίνη, ο προσδιορισμός των οπιοειδών στα ούρα ενδέχεται να
δώσει ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Η επιβεβαίωση του θετικού αποτελέσματος ανίχνευσης
οπιοειδών με πλέον εξειδικευμένες μεθόδους μπορεί να είναι απαραίτητη.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ηπατικής νέκρωσης έως απειλητικής για τη ζωή ηπατικής ανεπάρκειας
με λεβοφλοξασίνη κυρίως σε ασθενείς με σοβαρές υποκείμενες νόσους, π.χ. σηψαιμία (βλέπε
παράγραφο 4.8). Οι ασθενείς πρέπει να συμβουλεύονται να διακόπτουν τη θεραπεία και να
επικοινωνούν με το γιατρό τους εάν εμφανιστούν σημεία και συμπτώματα ηπατοπάθειας όπως
ανορεξία, ίκτερος, σκουρόχρωμα ούρα, κνησμός ή ευαίσθητη κοιλία.
Παρόξυνση της μυασθένειας gravis
Η λεβοφλοξασίνη μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα της μυασθένειας gravis, γεγονός το οποίο
μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απειλητική για τη ζωή αδυναμία των αναπνευστικών μυών. Πρέπει
να ληφθούν επαρκή μέτρα καταπολέμησης σε περίπτωση εμφάνισης οποιουδήποτε σημείου
αναπνευστικής δυσχέρειας. Η λεβοφλοξασίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με
ιστορικό (βλέπε παράγραφο 4.8).
Επιλοίμωξη
Όπως με άλλα αντιβιοτικά, η χρήση της λεβοφλοξασίνης, ιδιαίτερα εάν είναι παρατεταμένη, μπορεί
να οδηγήσει σε υπερανάπτυξη μη ευπαθών οργανισμών. Είναι ουσιαστική η επαναλαμβανόμενη
αξιολόγηση της κατάστασης του ασθενούς. Εάν η επιλοίμωξη εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της
θεραπείας, πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα.
Περιεχόμενο νατρίου
Το φάρμακο αυτό περιέχει 154 mmol/l (3,5g/l) νατρίου. Να ληφθεί υπόψη από ασθενείς σε δίαιτα
ελεγχόμενου νατρίου.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
6
Επίδραση άλλων φαρμακευτικών προϊόντων στη λεβοφλοξασίνη
Θεοφυλλίνη, φενμπουφαίνη ή παρόμοια μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φαρμακευτικά προϊόντα
Σε μία κλινική μελέτη δε βρέθηκαν φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις της λεβοφλοξασίνης με
θεοφυλλίνη. Ωστόσο, μπορεί να λάβει χώρα μία αξιοσημείωτη μείωση του ουδού των εγκεφαλικών
σπασμών, όταν οι κινολόνες συγχορηγούνται με θεοφυλλίνη, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
φαρμακευτικά προϊόντα ή άλλους παράγοντες οι οποίοι ελαττώνουν τον ουδό των σπασμών.
Οι συγκεντρώσεις της λεβοφλοξασίνης ήταν περίπου 13% υψηλότερες παρουσία φενμπουφαίνης από
ότι όταν χορηγείται μόνη.
Προβενεσίδη και σιμετιδίνη
Η προβενεσίδη και η σιμετιδίνη είχαν μία στατιστικά σημαντική επίδραση στην απομάκρυνση της
λεβοφλοξασίνης. Η νεφρική κάθαρση της λεβοφλοξασίνης μειώθηκε από τη σιμετιδίνη (24%) και την
προβενεσίδη (34%). Αυτό συμβαίνει γιατί αμφότερα τα φαρμακευτικά προϊόντα μπορούν να
εμποδίσουν τη νεφρική σωληναριακή απέκκριση της λεβοφλοξασίνης. Ωστόσο, στις δόσεις που
δοκιμάστηκαν στη μελέτη, οι στατιστικά σημαντικές φαρμακοκινητικές διαφορές είναι απίθανο να
έχουν κλινική σημασία.
Πρέπει να δίδεται προσοχή όταν η λεβοφλοξασίνη συγχορηγείται με φαρμακευτικά προϊόντα που
επηρεάζουν τη νεφρική σωληναριακή απέκκριση, όπως η προβενεσίδη και η σιμετιδίνη, ιδιαίτερα σε
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Άλλες σχετικές πληροφορίες
Μελέτες κλινικής φαρμακολογίας κατέδειξαν ότι η φαρμακοκινητική της λεβοφλοξασίνης δεν
επηρεάστηκε σε κλινικά σημαντικό βαθμό, όταν η λεβοφλοξασίνη χορηγήθηκε μαζί με τα ακόλουθα
φαρμακευτικά προϊόντα: ανθρακικό ασβέστιο, διγοξίνη, γλιβενκλαμίδη, ρανιτιδίνη, βαρφαρίνη.
Επίδραση της λεβοφλοξασίνης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Κυκλοσπορίνη
Ο χρόνος ημίσειας ζωής της κυκλοσπορίνης αυξήθηκε κατά 33% όταν συγχορηγήθηκε με
λεβοφλοξασίνη.
Ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ
Έχουν αναφερθεί αυξημένες τιμές των εξετάσεων πηκτικότητας (PT/INR) και/ή αιμορραγία, η οποία
μπορεί να είναι σοβαρή, σε ασθενείς υπό θεραπεία με λεβοφλοξασίνη σε συνδυασμό με κάποιον
ανταγωνιστή της βιταμίνης Κ (π.χ. βαρφαρίνη). Συνεπώς, οι εξετάσεις πηκτικότητας πρέπει να
παρακολουθούνται σε ασθενείς υπό θεραπεία με ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ (βλέπε παράγραφο
4.4).
Φαρμακευτικά προϊόντα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT
Η λεβοφλοξασίνη, όπως άλλες φθοριοκινολόνες, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς
που λαμβάνουν φαρμακευτικά προϊόντα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT (π.χ.
αντιαρρυθμικά τάξης ΙΑ και ΙΙΙ, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, μακρολίδια, αντιψυχωσικά). (Βλέπε
παράγραφο 4.4).
Άλλες σχετικές πληροφορίες
Σε μία φαρμακοκινητική μελέτη αλληλεπίδρασης, η λεβοφλοξασίνη δεν επηρέασε τη
φαρμακοκινητική της θεοφυλλίνης (που είναι δοκιμαστικό υπόστρωμα για το CYP1A2),
υποδεικνύοντας ότι η λεβοφλοξασίνη δεν είναι αναστολέας CYP1A2.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Kύηση
Οι μελέτες αναπαραγωγής σε πειραματόζωα δεν προκάλεσαν κάποια ιδιαίτερη ανησυχία. Ωστόσο,
απουσία στοιχείων στον άνθρωπο και λόγω του εμφανιζόμενου σε πειράματα κινδύνου για βλάβη
από τις φθοριοκινολόνες του συζευκτικού χόνδρου του αναπτυσσόμενου οργανισμού, η
7
λεβοφλοξασίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε έγκυες γυναίκες (βλέπε παράγραφο 4.3).
Θηλασμός
Απουσία στοιχείων στον άνθρωπο και λόγω του κινδύνου που εμφανίζεται σε πειράματα της βλάβης
του συζευκτικού χόνδρου του αναπτυσσόμενου οργανισμού από τις φθοριοκινολόνες, το
Levofloxacin Teva Pharma δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε θηλάζουσες γυναίκες (βλέπε
παράγραφο 4.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Η λεβοφλοξασίνη έχει μέτρια επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες (π.χ. ζάλη/ίλιγγος, νωθρότης, οπτικές διαταραχές) μπορεί να
επηρεάσουν την ικανότητα συγκέντρωσης και αντίδρασης του ασθενούς και συνεπώς να
δημιουργήσουν κίνδυνο σε καταστάσεις όπου οι ικανότητες αυτές είναι ιδιαίτερης σημασίας (π.χ.
οδήγηση αυτοκινήτου ή χειρισμός μηχανημάτων).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πληροφορίες που δίνονται παρακάτω βασίζονται σε στοιχεία από κλινικές μελέτες σε
περισσότερους από 8300 ασθενείς και σε εκτεταμένη εμπειρία μετά την κυκλοφορία του προϊόντος.
Οι συχνότητες ορίζονται χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση: πολύ συχνές (1/10), συχνές
(1/100 έως <1/10), όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000), πολύ
σπάνιες (<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά
φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Όχι συχνές: Μυκητιασική λοίμωξη, αντίσταση των παθογόνων
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Όχι συχνές: Λευκοπενία, ηωσινοφιλία
Σπάνιες: Θρομβοπενία, ουδετεροπενία
Μη γνωστές: Πανκυτταροπενία, αιμολυτική αναιμία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αγγειοοίδημα, υπερευαισθησία (βλέπε παράγραφο 4.4.)
Πολύ σπάνιες: Αναφυλακτική καταπληξία
Ορισμένες φορές μπορεί να εμφανιστούν αναφυλακτικές και αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις ακόμα
και μετά την πρώτη δόση.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Όχι συχνές: Ανορεξία
Σπάνιες: Υπογλυκαιμία ιδιαίτερα σε διαβητικούς ασθενείς (βλέπε παράγραφο 4.4)
Μη γνωστές: Υπεργλυκαιμία (βλέπε παράγραφο 4.4)
Ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές: Αϋπνία
Όχι συχνές: Νευρικότητα, συγχυτική κατάσταση, ανησυχία
Σπάνιες: Ψυχωσικές αντιδράσεις (με π.χ. ψευδαισθήσεις, παράνοια), κατάθλιψη, διέγερση, ανώμαλα
όνειρα, εφιάλτες
8
Πολύ σπάνιες: Ψυχωσικές διαταραχές με αυτοκαταστροφική συμπεριφορά συμπεριλαμβανομένων
ιδεασμού αυτοκτονίας ή απόπειρα αυτοκτονίας (βλέπε παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές: Ζάλη, κεφαλαλγία
Όχι συχνές: Υπνηλία, τρόμος, δυσγευσία
Σπάνιες: Σπασμός (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4), παραισθησία
Πολύ σπάνιες: Περιφερική αισθητική νευροπάθεια (βλέπε παράγραφο 4.4), περιφερική
αισθητικοκινητική νευροπάθεια (βλέπε παράγραφο 4.4), παροσμία συμπεριλαμβανομένης της
ανοσμίας, αγευσία
Μη γνωστές: Δυσκινησία, εξωπυραμιδική διαταραχή, συγκοπή
Οφθαλμικές διαταραχές
Σπάνιες: Οπτικές διαταραχές όπως θαμπή όραση
Μη γνωστές: Παροδική απώλεια όρασης
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές: Ίλιγγος
Σπάνιες: Εμβοές
Πολύ σπάνιες: Έκπτωση της ακουστικής οξύτητας
Μη γνωστές: Απώλεια ακοής
Καρδιακές διαταραχές
Σπάνιες: Ταχυκαρδία
Μη γνωστές: Κοιλιακή αρρυθμία και κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου (έχουν αναφερθεί κυρίως
σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για παράταση του διαστήματος QT), ηλεκτροκαρδιογράφημα
διάστημα QT παρατεταμένο (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.9)
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές: Φλεβίτιδα
Σπάνιες: Υπόταση
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου
Όχι συχνές: Δύσπνοια
Σπάνιες: Βρογχόσπασμος
Πολύ σπάνιες: Πνευμονίτιδα αλλεργική
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Συχνές: Διάρροια, έμετος, ναυτία
Όχι συχνές: Κοιλιακό άλγος, δυσπεψία, μετεωρισμός, δυσκοιλιότητα
Σπάνιες: Διάρροια –αιμορραγική, η οποία σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να είναι ενδεικτική
εντεροκολίτιδας, συμπεριλαμβανομένης της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας (βλέπε παράγραφο 4.4)
Μη γνωστές: Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Συχνές: Ηπατικά ένζυμα αυξημένα (ALT/AST, αλκαλική φωσφατάση, GGT)
Όχι συχνές: Χολερυθρίνη αίματος αυξημένη
Πολύ σπάνιες: Ηπατίτιδα
Μη γνωστές: Ίκτερος και σοβαρή ηπατική κάκωση, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων με οξεία
νεφρική ανεπάρκεια, κυρίως σε ασθενείς με σοβαρή υποκείμενη νόσο (βλέπε παράγραφο 4.4).
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
β
Όχι συχνές: Εξάνθημα, κνησμός, κνίδωση, υπεριδρωσία
Πολύ σπάνιες: Αγγειονευρωτικό οίδημα, αντίδραση από φωτοευαισθησία
Μη γνωστές: Τοξική επιδερμική νεκρόλυση, σύνδρομο Stevens-Johnson, πολύμορφο ερύθημα,
9
λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα, στοματίτιδα
Ορισμένες φορές μπορεί να εμφανιστούν βλεννογονοδερματικές αντιδράσεις ακόμα και μετά την
πρώτη δόση
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Όχι συχνές: Αρθραλγία, μυαλγία
Σπάνιες: Διαταραχές τένοντα (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4) συμπεριλαμβανομένης της
τενοντίτιδας (π.χ. Αχίλλειος τένοντας), μυϊκή αδυναμία, η οποία μπορεί να είναι ιδιαίτερης σημασίας
σε ασθενείς με μυασθένεια gravis (βλέπε παράγραφο 4.4)
Πολύ σπάνιες: Ρήξη τένοντα (π.χ. Αχίλλειος τένοντας) (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4). Αυτή η
ανεπιθύμητη ενέργεια μπορεί να εμφανιστεί μέσα σε 48 ώρες από την έναρξη της αγωγής και μπορεί
να είναι αμφοτερόπλευρη
Μη γνωστές: Ραβδομυόλυση, ρήξη μυός, αρθρίτιδα
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Όχι συχνές: Κρεατινίνη αίματος αυξημένη
Σπάνιες: Οξεία νεφρική ανεπάρκεια (π.χ. λόγω διάμεσης νεφρίτιδας)
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές: Αντίδραση στο σημείο της έγχυσης (πόνος, κοκκίνισμα)
Όχι συχνές: Εξασθένιση
Σπάνιες: Πυρεξία
Μη γνωστές: Άλγος (συμπεριλαμβανομένων οσφυαλγίας, θωρακικού άλγους και άλγους των άκρων)
Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες έχουν συσχετισθεί με τη χορήγηση φθοριοκινολονών,
συμπεριλαμβάνουν:
κρίσεις πορφυρίας σε ασθενείς με πορφυρία.
4.9 Υπερδοσολογία
Σύμφωνα με τοξικολογικές μελέτες σε πειραματόζωα ή κλινικές φαρμακολογικές μελέτες οι οποίες
διεξήχθησαν με δόσεις μεγαλύτερες των θεραπευτικών, τα σημαντικότερα σημεία που αναμένεται να
εκδηλωθούν μετά από οξεία υπερδοσολογία με Levofloxacin Teva Pharma είναι συμπτώματα από το
κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως σύγχυση, ζάλη, διαταραχή της συνείδησης, και επιληπτικοί
σπασμοί, παρατάσεις του διαστήματος QT.
Έχουν παρατηρηθεί εκδηλώσεις του ΚΝΣ, συμπεριλαμβανομένων συγχυτικής κατάστασης,
σπασμού, ψευδαισθήσεων και τρόμου σε εμπειρία μετά την κυκλοφορία.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, πρέπει να εφαρμοστεί συμπτωματική θεραπεία. Πρέπει να γίνει
παρακολούθηση του ΗΚΓ λόγω της πιθανότητας παράτασης του διαστήματος QT. Η αιμοκάθαρση,
συμπεριλαμβανομένων της περιτοναιοδιύλισης και της CAPD, δεν είναι αποτελεσματικές στην
απομάκρυνση της λεβοφλοξασίνης από τον οργανισμό. Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: αντιβακτηριακά κινολονών, φθοριοκινολόνες, Κωδικός ATC:
J01MA12
Η λεβοφλοξασίνη είναι ένας συνθετικός αντιβακτηριακός παράγοντας της τάξης των
10
φθοριοκινολονών (Κωδικός ATC J01MA12) και είναι το S (-) εναντιομερές της ρακεμικής
φαρμακευτικής ουσίας οφλοξασίνη.
Μηχανισμός δράσης
Ως αντιβακτηριακός παράγοντας της τάξης των φθοριοκινολονών, η λεβοφλοξασίνη δρα στο
σύμπλεγμα DNA-DNA-γυράση και τοποϊσομεράση IV.
Σχέση φαρμακοκινητικής/φαρμακοδυναμικής (PK/PD)
Ο βαθμός της βακτηριοκτόνου δράσης της λεβοφλοξασίνης εξαρτάται από το λόγο της μέγιστης
συγκέντρωσης στον ορό (C
max
) ή της επιφάνειας κάτω από την καμπύλη (AUC) και της ελάχιστης
ανασταλτικής συγκέντρωσης (MIC).
Μηχανισμός αντοχής
Ο κύριος μηχανισμός αντοχής οφείλεται στη μετάλλαξη της Α-γυράσης. In vitro, υπάρχει
διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ της λεβοφλοξασίνης και άλλων φθοριοκινολονών.
Λόγω του μηχανισμού δράσης, δεν υπάρχει γενικά διασταυρούμενη ανθεκτικότητα μεταξύ της
λεβοφλοξασίνης και άλλων τάξεων αντιβακτηριακών παραγόντων.
Όρια ευαισθησίας
Τα συνιστώμενα από την EUCAST (European Committee on Antimicrobial Susceptibility Testing)
όρια ευαισθησίας της MIC για τη λεβοφλοξασίνη, τα οποία διαχωρίζουν τους ευαίσθητους από τους
ενδιάμεσα ευαίσθητους οργανισμούς και τους ενδιάμεσα ευαίσθητους από τους ανθεκτικούς
οργανισμούς, παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα για τον έλεγχο της MIC (mg/l).
Κλινικά όρια ευαισθησίας κατά EUCAST της MIC για τη λεβοφλοξασίνη (2006-06-20):
Παθογόνος οργανισμός Ευαίσθητος Ανθεκτικός
Enterobacteriaceae ≤1 mg/l >2 mg/l
Pseudomonas spp. ≤1 mg/l >2 mg/l
Acinetobacter spp. ≤1 mg/l >2 mg/l
Staphylococcus spp. ≤1 mg/l >2 mg/l
S. pneumoniae
1
≤2 mg/l >2 mg/l
Streptococcus A,B,C,G ≤1 mg/l >2 mg/l
H. influenzae M. catarrhalis
2
≤1 mg/l >1 mg/l
Όρια ευαισθησίας μη σχετιζόμενα με τα
είδη
3
≤1 mg/l >2 mg/l
1
Το όριο ευαισθησίας S/I αυξήθηκε από 1,0 σε 2,0 προς αποφυγή διαχωρισμού της μη
τροποποιημένης κατανομής MIC. Τα όρια ευαισθησίας σχετίζονται με θεραπεία με υψηλή δόση.
2
Στελέχη με τιμές MIC επάνω από το όριο ευαισθησίας S/I είναι πολύ σπάνια ή δεν έχουν
αναφερθεί ακόμη. Οι δοκιμασίες ταυτοποίησης και ευαισθησίας σε αντιμικροβιακά σε οποιοδήποτε
τέτοιο απομονωθέν στέλεχος πρέπει να επαναληφθούν και, εάν το αποτέλεσμα επιβεβαιωθεί, το
απομονωθέν στέλεχος να σταλεί σε εργαστήριο αναφοράς.
3
Τα όρια ευαισθησίας μη σχετιζόμενα με τα είδη έχουν καθοριστεί κυρίως με βάση
φαρμακοκινητικά/φαρμακοδυναμικά στοιχεία και είναι ανεξάρτητα των κατανομών MIC των
ειδικών ειδών. Προορίζονται για χρήση μόνο για είδη στα οποία δεν έχει αποδοθεί όριο ευαισθησίας
ειδικό για το είδος και όχι με είδη όπου η δοκιμασία ευαισθησίας δε συνιστάται ή για τα οποία
υπάρχουν ανεπαρκή στοιχεία ότι τα είδη υπό εξέταση είναι καλός στόχος (Enterococcus, Neisseria,
αναερόβιοι Gram αρνητικοί).
Τα συνιστώμενα από το CLSI (Clinical and Laboratory Standards Institute, πρώην NCCLS) όρια
ευαισθησίας της MIC για τη λεβοφλοξασίνη, τα οποία διαχωρίζουν τους ευαίσθητους από τους
ενδιάμεσα ευαίσθητους οργανισμούς και τους ενδιάμεσα ευαίσθητους από τους ανθεκτικούς
οργανισμούς, παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα για τον έλεγχο της MIC (μg/ml) ή τη δοκιμασία
διάχυσης σε δίσκους (διάμετρος ζώνης [mm] χρησιμοποιώντας δίσκο 5 μg λεβοφλοξασίνης).
11
Συνιστώμενα όρια ευαισθησίας κατά CLSI της MIC και της διάχυσης σε δίσκους για τη
λεβοφλοξασίνη (M100-S17, 2007):
Παθογόνος οργανισμός
Ευαίσθητος
Ανθεκτικός
Enterobacteriaceae ≤2 μg/ml ≥17 mm ≥8 μg/ml ≤13 mm
Non Enterobacteriaceae ≤2 μg/ml ≥17 mm ≥8 μg/ml ≤13 mm
Acinetobacter spp. ≤2 μg/ml ≥17 mm ≥8 μg/ml ≤13 mm
Stenotrophomonas maltophilia
≤2 μg/ml ≥17 mm
≥8 μg/ml ≤13 mm
Staphylococcus spp. ≤1 μg/ml ≥19 mm ≥4 μg/ml ≤15 mm
Enterococcus spp. ≤2 μg/ml ≥17 mm ≥8 μg/ml ≤13 mm
H.influenzae
M.catarrhalis
1
≤2 μg/ml ≥17 mm
Streptococcus pneumoniae
≤2 μg/ml ≥17 mm
≥8 μg/ml ≤13 mm
Beta-haemolytic Streptococcus ≤2 μg/ml ≥17 mm ≥8 μg/ml ≤13 mm
1
Η απουσία ή η σπάνια εμφάνιση ανθεκτικών στελεχών αποκλείει τον ορισμό οποιωνδήποτε
κατηγοριών αποτελεσμάτων διαφορετικών του ‘ευαίσθητος’. Για στελέχη που δίνουν
αποτελέσματα που υποδεικνύουν κατηγορία ‘μη ευαίσθητος’, τα αποτελέσματα των δοκιμασιών
ταυτοποίησης του οργανισμού και ευαισθησίας σε αντιμικροβιακά πρέπει να επιβεβαιωθούν
από ένα εργαστήριο αναφοράς με τη χρήση πρότυπης μεθόδου αραίωσης κατά CLSI.
Αντιβακτηριακό φάσμα
Η επικράτηση της αντοχής μπορεί να ποικίλλει γεωγραφικά και χρονικά για επιλεγμένα είδη και είναι
επιθυμητές τοπικές πληροφορίες αντοχής, ιδιαίτερα κατά τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων. Πρέπει
να αναζητηθεί η συμβουλή ειδικού, όπως απαιτείται, όταν η τοπική επικράτηση αντοχής είναι τέτοια
που η χρησιμότητα του παράγοντα να είναι αμφισβητήσιμη, τουλάχιστον σε ορισμένους τύπους
λοιμώξεων.
Συνήθως Ευαίσθητοι Μικροοργανισμοί
Αερόβια Gram-θετικά βακτήρια
Staphylococcus aureus* ευαίσθητος σε μεθικιλλίνη
Staphylococcus saprophyticus
Streptococci, ομάδες C και G
Streptococcus agalactiae
Streptococcus pneumoniae*
Streptococcus pyogenes*
Αερόβια Gram-αρνητικά βακτήρια
Burkhloderia capacia
$
Eikenella corrodens
Haemophilus influenzae*
Haemophilus para-influenzae*
Klebsiella oxytoca
Klebsiella pneumoniae*
Moraxella catarrhalis*
Pasteurella multocida
Proteus vulgaris
Providencia rettgeri
Αναερόβια βακτήρια
Peptostreptococcus
12
Άλλα
Chlamydophila pneumoniae*
Chlamydophila psittaci
Chlamydia trachomatis
Legionella pneumophila*
Mycoplasma pneumoniae*
Mycoplasma hominis
Ureaplasma urealyticum
Είδη για τα οποία η επίκτητη αντοχή μπορεί να αποτελεί πρόβλημα
Αερόβια Gram-θετικά βακτήρια
Enterococcus faecalis*
Staphylococcus aureus* ανθεκτικός σε μεθικιλλίνη
Αρνητικός στην κοαγκουλάση Staphylococcus spp.
Αερόβια Gram-αρνητικά βακτήρια
Acinetobacter baumannii*
Citrobacter freundii*
Enterobacter aerogenes
Enterobacter agglomerans
Enterobacter cloacae*
Escherichia coli*
Morganella morganii*
Proteus mirabilis*
Providencia stuartii
Pseudomonas aeruginosa*
Serratia marcescens*
Αναερόβια βακτήρια
Bacteroides fragilis
Bacteroides ovatus
$
Bacteroides thetaiotamicron
$
Bacteroides vulgatus
$
Clostridium difficile
$
* Η κλινική αποτελεσματικότητα έχει αποδειχθεί για ευαίσθητα απομονωθέντα στελέχη στις
εγκεκριμένες κλινικές ενδείξεις.
$
φυσική ενδιάμεση ευαισθησία
Λοιπές πληροφορίες
Στις νοσοκομειακές λοιμώξεις λόγω P. aeruginosa μπορεί να απαιτηθεί θεραπεία συνδυασμού.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η από του στόματος χορηγούμενη λεβοφλοξασίνη απορροφάται ταχέως και σχεδόν πλήρως με τις
μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα να επιτυγχάνονται μέσα σε 1 ώρα. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα
είναι περίπου 100 %. Η λεβοφλοξασίνη ακολουθεί γραμμική φαρμακοκινητική σε κλίμακα 50 έως
600 mg.
Η τροφή έχει μικρή επίδραση στην απορρόφηση της λεβοφλοξασίνης.
Κατανομή
Περίπου το 30 – 40% της λεβοφλοξασίνης δεσμεύεται με τις πρωτεΐνες του ορού. Πολλαπλές δόσεις
500 mg λεβοφλοξασίνης άπαξ ημερησίως παρουσίασαν αμελητέα συσσώρευση. Με δόσεις
13
λεβοφλοξασίνης 500 mg δις ημερησίως υπάρχει μία μέτρια αλλά προβλέψιμη συσσώρευση. Η
σταθεροποιημένη κατάσταση επιτυγχάνεται μέσα σε 3 ημέρες.
Διείσδυση στους ιστούς και στα υγρά του σώματος:
Διείσδυση στο βρογχικό βλεννογόνο, στο υγρό του εσωτερικού τοιχώματος του επιθηλίου (epithelial
lining fluid, ELF)
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της λεβοφλοξασίνης στο βρογχικό βλεννογόνο και στο υγρό του
εσωτερικού τοιχώματος του επιθηλίου μετά από του στόματος χορήγηση 500 mg ήταν 8,3 µg/g και
10,8 µg/ml, αντίστοιχα. Αυτές επιτυγχάνονται περίπου μία ώρα μετά τη χορήγηση.
Διείσδυση στον Πνευμονικό Ιστό
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της λεβοφλοξασίνης στον πνευμονικό ιστό μετά από του στόματος
χορήγηση 500 mg ήταν περίπου 11,3 µg/g και επιτυγχάνονταν μεταξύ 4 και 6 ωρών από τη
χορήγηση. Οι συγκεντρώσεις στους πνεύμονες υπερέβαιναν σταθερά αυτές στο πλάσμα.
Διείσδυση στο Υγρό των Φυσαλίδων
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της λεβοφλοξασίνης στο υγρό των φυσαλίδων, της τάξης μεταξύ 4,0 και
6,7 µg/ml περίπου, επιτυγχάνονταν 2 - 4 ώρες μετά τη χορήγηση, μετά από αγωγή επί 3 ημέρες με
500 mg άπαξ ή δις ημερησίως αντίστοιχα.
Διείσδυση στο Eγκεφαλονωτιαίο Yγρό
Η λεβοφλοξασίνη έχει πτωχή διείσδυση στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
Διείσδυση στον προστατικό ιστό
Μετά τη χορήγηση από του στόματος 500 mg λεβοφλοξασίνης άπαξ ημερησίως επί τρεις ημέρες, οι
μέσες συγκεντρώσεις στον προστατικό ιστό ήταν 8,7 µg/g, 8,2 µg/g και 2,0 µg/g αντίστοιχα μετά από
2 ώρες, 6 ώρες και 24 ώρες· ο μέσος λόγος συγκέντρωσης στον προστάτη/πλάσμα ήταν 1,84.
Συγκέντρωση στα ούρα
Οι μέσες συγκεντρώσεις στα ούρα 8 -12 ώρες μετά από εφάπαξ από του στόματος χορήγηση δόσης
των 150 mg, 300 mg ή 500 mg λεβοφλοξασίνης ήταν 44 mg/l, 91 mg/l και 200 mg/l, αντίστοιχα.
Μεταβολισμός
Η λεβοφλοξασίνη μεταβολίζεται σε πολύ μικρό βαθμό με τους μεταβολίτες να είναι η desmethyl-
levofloxacin και η levofloxacin N-oxide. Αυτοί οι μεταβολίτες αντιστοιχούν σε < 5% της δόσης που
απεκκρίνεται στα ούρα. Η λεβοφλοξασίνη είναι στερεοχημικά σταθερή και δεν υφίσταται
χειρόμορφη αναστροφή.
Απομάκρυνση
Έπειτα από του στόματος και ενδοφλέβια χορήγηση, η λεβοφλοξασίνη απομακρύνεται σχετικά αργά
από το πλάσμα (t
½
: 6 – 8 ώρες). Η απέκκριση είναι κυρίως μέσω της νεφρικής οδού (> 85% της
χορηγηθείσας δόσης).
Δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη φαρμακοκινητική της λεβοφλοξασίνης έπειτα από
ενδοφλέβια και από του στόματος χορήγηση, γεγονός που υποδεικνύει ότι η από του στόματος και η
ενδοφλέβια οδός χορήγησης μπορούν να εναλλαχθούν.
Γραμμικότητα
Η λεβοφλοξασίνη ακολουθεί γραμμική φαρμακοκινητική σε ένα εύρος από 50 έως 600 mg.
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
Η φαρμακοκινητική της λεβοφλοξασίνης επηρεάζεται από τη νεφρική δυσλειτουργία. Με μειούμενη
νεφρική λειτουργία, η νεφρική απομάκρυνση και κάθαρση μειώνονται και οι χρόνοι ημίσειας ζωής
απομάκρυνσης αυξάνονται όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:
Cl
cr
[ml/min] < 20 20 - 49 50 – 80
Cl
R
[ml/min] 13 26 57
14
t
1/2
[h] 35 27 9
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην κινητική της λεβοφλοξασίνης μεταξύ νεαρών και
ηλικιωμένων ατόμων, εκτός από αυτές που σχετίζονται με διαφορές στην κάθαρση κρεατινίνης.
Διαφορές γένους
Χωριστές αναλύσεις για άτομα και των δύο φύλων έδειξαν μικρές έως οριακές διαφορές ως προς το
γένος στις φαρμακοκινητικές ιδιότητες της λεβοφλοξασίνης. Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτές οι
διαφορές ως προς το γένος είναι κλινικής σημασίας.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οξεία τοξικότητα
Οι διάμεσες τιμές θανατηφόρου δόσης (lethal dose, LD
50
) που ελήφθησαν σε ποντικούς και
αρουραίους μετά από ενδοφλέβια χορήγηση λεβοφλοξασίνης κυμαίνονταν μεταξύ 250-400 mg/kg·
στους σκύλους οι LD50 τιμές ήταν περίπου 200 mg/kg ενώ ένα στα δύο πειραματόζωα που έλαβαν
αυτή τη δόση πέθαναν.
Τοξικότητα επαναλαμβανόμενων δόσεων
Μελέτες διάρκειας ενός μηνός με ενδοφλέβια χορήγηση διεξήχθησαν σε αρουραίους (20, 60,
180 mg/kg/ημέρα) και πιθήκους (10, 25, 63 mg/kg/ημέρα) και μια μελέτη τριών μηνών σε αρουραίους
(10, 30, 90 mg/kg/ημέρα).
Τα επίπεδα που δεν παρατηρούνται ανεπιθύμητες ενέργειες ('No Observed Adverse Effect Levels',
NOELs) σε μελέτες με αρουραίους συμπεραίνεται ότι ήταν 20 και 30 mg/kg/ημέρα, στην ενός μηνός
και στην τριών μηνών μελέτη αντίστοιχα. Βρέθηκαν κρύσταλλοι στα ούρα και στις δύο μελέτες με
δόσεις 20 mg/kg/ημέρα και άνω. Υψηλές δόσεις (180 mg/kg/ημέρα για 1 μήνα ή 30 mg/kg/ημέρα και
άνω για 3 μήνες) μειώνουν ελάχιστα την κατανάλωση φαγητού και το σωματικό βάρος.
Αιματολογική εξέταση έδειξε μείωση των ερυθροκυττάρων και αύξηση των λευκοκυττάρων και των
δικτυοερυθροκυττάρων στο τέλος της μελέτης του 1 μηνός αλλά όχι στη μελέτη των 3 μηνών.
Το NOEL στη μελέτη με πιθήκους συμπεραίνεται ότι ήταν 63 mg/kg/ημέρα με μόνο μικρή μείωση
της κατανάλωσης φαγητού και ύδατος σ’ αυτή τη δόση.
Τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα
Η λεβοφλοξασίνη δεν επηρέασε αρνητικά τη γονιμότητα ή την αναπαραγωγική ικανότητα των
αρουραίων σε από του στόματος δόσεις της τάξης των 360 mg/kg/ημέρα ή σε ενδοφλέβιες δόσεις έως
100 mg/kg/ημέρα.
Η λεβοφλοξασίνη δεν ήταν τερατογόνος στους αρουραίους σε από του στόματος δόσεις της τάξης
των 810 mg/kg/ημέρα ή σε ενδοφλέβιες δόσεις της τάξης των 160 mg/kg/ημέρα. Δεν παρατηρήθηκε
τερατογένεση σε κουνέλια όταν τους χορηγήθηκαν δόσεις από του στόματος έως 50 mg/kg/ημέρα ή
ενδοφλέβια έως 25 mg/kg/ημέρα.
Η λεβοφλοξασίνη δεν είχε καμία επίδραση στη γονιμότητα και η μοναδική επίδρασή της στα έμβρυα
ήταν η καθυστερημένη ωρίμανση ως αποτέλεσμα της μητρικής τοξικότητας.
Γονοτοξικότητα
Η λεβοφλοξασίνη δεν επέφερε γονιδιακή μετάλλαξη σε κύτταρα βακτηρίων ή θηλαστικών αλλά in
vitro επέφερε χρωμοσωμικές βλάβες στα κύτταρα των πνευμόνων κινεζικών χάμστερ (CHL) στα ή
πάνω από τα 100 μg/ml, απουσία μεταβολικής ενεργοποίησης. In vivo δοκιμασίες (μικροπύρηνα,
ανταλλαγή αδελφών χρωματίδων, μη προγραμματισμένη σύνθεση DNA, δοκιμασίες κύριας
θανατηφόρου κατάληξης) δεν έδειξαν γονοτοξικό δυναμικό.
Φωτοτοξικό δυναμικό
Μελέτες σε ποντίκια μετά από ενδοφλέβιες και από του στόματος δόσεις έδειξαν ότι η
λεβοφλοξασίνη διαθέτει φωτοτοξική δράση μόνο σε πολύ υψηλές δόσεις. Η λεβοφλοξασίνη δεν
έδειξε γονοτοξικό δυναμικό με φωτομεταλλαξιογόνο μέθοδο και, με φωτοκαρκινογόνο μέθοδο,
μείωσε την ανάπτυξη όγκων.
15
Καρκινογόνο δυναμικό
Δεν παρατηρήθηκε καμία ένδειξη καρκινογόνου δυναμικού σε μία μελέτη δύο χρόνων σε αρουραίους
με χορήγηση μέσω της τροφής (0, 10, 30 και 100 mg/kg/ημέρα).
Τοξικότητα στις αρθρώσεις
Όπως με άλλες φθοριοκινολόνες, η λεβοφλοξασίνη εμφάνισε δράσεις στους χόνδρους (δημιουργία
φυσαλίδων και κοιλότητες) σε αρουραίους και σκύλους. Αυτά τα ευρήματα ήταν πιο εμφανή σε
νεαρά πειραματόζωα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Νάτριο χλωριούχο
Υδροχλωρικό οξύ (για τη ρύθμιση του pH)
Ύδωρ για ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Το Levofloxacin Teva Pharma 5 mg/ml διάλυμα για έγχυση δεν πρέπει να αναμιγνύεται με ηπαρίνη ή
αλκαλικά διαλύματα (π.χ. νάτριο ανθρακικό όξινο).
Το παρόν φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα εκτός
από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
Χρόνος ζωής όπως αναγράφεται στο κουτί προς
πώληση:
3 χρόνια
Χρόνος ζωής μετά την αποσυσκευασία: 72 ώρες (σε συνθήκες εσωτερικού
φωτισμού).
Χρόνος ζωής μετά τη διάτρηση του ελαστικού
πώματος εισχώρησης:
Άμεση χρήση (βλέπε παράγραφο 6.6).
Μετά το πρώτο άνοιγμα :
Από μικροβιολογικής απόψεως, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως. Εάν δεν
χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι χρόνοι φύλαξης και οι συνθήκες κατά τη χρήση αποτελούν ευθύνη του
χρήστη.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Διατηρείτε το φιαλίδιο στο εξωτερικό κουτί για να προφυλάσσεται από το φως.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιαλίδιο από γυαλί τύπου 1 των 50 ml που κλείνει με ελαστικό πώμα εισχώρησης και κουμπωτό
πώμα. Κάθε φιαλίδιο περιέχει 50 ml διαλύματος για έγχυση. Οι διαθέσιμες συσκευασίες είναι των 1
και 5 φιαλιδίων.
Φιαλίδιο από γυαλί τύπου 1 των 100 ml που κλείνει με ελαστικό πώμα εισχώρησης και κουμπωτό
πώμα. Κάθε φιαλίδιο περιέχει 100 ml διαλύματος για έγχυση. Οι διαθέσιμες συσκευασίες είναι των 1,
5 και 20 φιαλιδίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
16
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Μόνο για εφάπαξ χρήση.
Το προϊόν πρέπει να ελέγχεται οπτικά για σωματίδια και αποχρωματισμό πριν τη χορήγηση. Πρέπει
να χρησιμοποιείται μόνο εφόσον το διάλυμα είναι διαυγές, πρασινωπό-κίτρινο και δεν περιέχει
σωματίδια.
Tο Levofloxacin Teva Pharma διάλυμα για έγχυση πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως (εντός 3 ωρών)
μετά τη διάτρηση του ελαστικού πώματος εισχώρησης προς αποφυγή βακτηριακής επιλοίμωξης.
Κατά τη διάρκεια της έγχυσης δεν είναι απαραίτητο να προφυλάσσεται από το φως.
Ανάμιξη με άλλα διαλύματα για έγχυση:
Tο Levofloxacin Teva Pharma διάλυμα για έγχυση είναι συμβατό με τα ακόλουθα διαλύματα για
έγχυση:
διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%).
ενέσιµο διάλυµα δεξτρόζης 50 mg/ml (5%).
δεξτρόζη 25 mg/ml (2,5%) σε διάλυμα Ringer.
Συνδυασμός διαλυμάτων για παρεντερική διατροφή (αμινοξέα, υδατάνθρακες, ηλεκτρολύτες).
Βλέπε παράγραφο 6.2 για ασυμβατότητες.
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τις κατά τόπους
ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
TEVA Pharma B.V.
Computerweg 10, 3542 DR Utrecht
Ολλανδία
Τηλέφωνο: (31) 346 290 250
Fax: (31) 346 290 299
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
14-09-2010
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
17