ή μέσα σε 2 με 3 μήνες μετά τη διακοπή της θεραπείας, έχουν όμως επίσης
αναφερθεί μεταγενέστερα συμβάματα (αρκετούς μήνες έως χρόνια μετά από
ολοκλήρωση της θεραπείας). Όψιμη καρδιομυοπάθεια εκδηλώνεται μέσω της
ελάττωσης κλάσματος εξώθησης αριστερής κοιλίας (LVEF) και/ή σημεία και
συμπτώματα συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας (CHF) όπως είναι δύσπνοια,
πνευμονικό οίδημα, εξαρτώμενο οίδημα, καρδιομεγαλία, ηπατομεγαλία,
ολιγουρία, ασκίτης, υπεζωκοτική συλλογή και καλπαστικός ρυθμός. Η
απειλητική για τη ζωή CHF είναι η πιο σοβαρή μορφή καρδιομυοπάθειας η οποία
προκαλείται από ανθρακυκλίνες και αντιπροσωπεύει την αθροιστική
δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου.
Ο κίνδυνος ανάπτυξης CHF αυξάνεται ταχέως με αύξηση των ολικών
αθροιστικών δόσεων της επιρουβικίνης καθ’ υπέρβαση των 900 mg/m
2
ή
χαμηλότερη αθροιστική δόση σε ασθενείς που έλαβαν ακτινοβολία στην περιοχή
του μεσοθωρακίου η αθροιστική αυτή δόση πρέπει να υπερβαίνεται μόνο με
εξαιρετική προσοχή (βλέπε παράγραφο 5.1).
Η καρδιακή λειτουργία πρέπει να εξετάζεται πριν από την υποβολή των
ασθενών σε θεραπεία με επιρουβικίνη και πρέπει να παρακολουθείται (μέσω
ΗΚΓ, υπερηχοκαρδιογραφήματος ή πυρηνικής μέτρησης του κλάσματος
εξώθησης (μέσω αγγειογραφίας ραδιονουκλεϊδίων)) καθ’ όλη τη διάρκεια της
θεραπείας έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος αθεράπευτης σοβαρής
καρδιακής διαταραχής. Ο κίνδυνος μπορεί να μειωθεί μέσω της τακτικής
παρακολούθησης του κλάσματος εξώθησης αριστερής κοιλίας (LVEF) κατά τη
διάρκεια του κύκλου θεραπείας με άμεση διακοπή της επιρουβικίνης μετά τα
πρώτα σημεία διαταραγμένης λειτουργίας. Η κατάλληλη ποσοτική μέθοδος για
την επανειλημμένη εκτίμηση της καρδιακής λειτουργίας (αύξηση του LVEF)
περιλαμβάνει με αγγειογραφία ραδιονουκλεϊδίων πολλαπλής εισόδου (MUGA) ή
υπερηχοκαρδιογράφημα (ECHO).
Συνιστάται καρδιακή αξιολόγηση κατά την έναρξη της θεραπείας με ΗΚΓ και
MUGA ή ECHO, ιδιαίτερα σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για αυξημένη
καρδιακή τοξικότητα. Πρέπει να διεξάγονται επανειλημμένοι προσδιορισμοί
του LVEF με MUGA ή ECHO, ιδιαίτερα με υψηλότερες, αθροιστικές δόσεις
ανθρακυκλίνης. Η τεχνική που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση πρέπει να
είναι σταθερή σε όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης.
Δεδομένου του κινδύνου εμφάνισης καρδιομυοπάθειας, η αθροιστική δόση των
900 mg/m
2
επιρουβικίνης
δεν πρέπει να υπερβαίνεται παρά μόνο με εξαιρετική
προσοχή.
Για τον προσδιορισμό της μέγιστης αθροιστικής δόσης επιρουβικίνης, πρέπει να
λαμβάνεται υπ’ όψη κάθε ταυτόχρονη θεραπεία με δυνητικώς καρδιοτοξικά
φάρμακα. Μία αθροιστική δόση των 900-1000 mg/m
2
δεν πρέπει να
υπερβαίνεται παρά μόνο με εξαιρετική προσοχή με αμφότερες τη συνήθη και
υψηλή δόση επιρουβικίνης. Πάνω από το επίπεδο αυτό, ο κίνδυνος μη
αναστρέψιμης συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας αυξάνει πολύ.
Παράγοντες κινδύνου καρδιακής τοξικότητας περιλαμβάνουν ενεργή ή
ανενεργή καρδιαγγειακή νόσο, προηγούμενη ή ταυτόχρονη ακτινοθεραπεία στην
περιοχή του μεσοθωράκιου/περικαρδίου, προηγούμενη θεραπεία με άλλες
ανθρακυκλίνες ή ανθρακενοδιόνες και ταυτόχρονη χρήση άλλων φαρμάκων που
καταστέλλουν την καρδιακή συσταλτικότητα ή καρδιοτοξικών φαρμάκων (π.χ.
τραστουζουμάμπη) με αυξημένο κίνδυνο στους ηλικιωμένους (βλέπε παράγραφο
4.5). Σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία τραστουζουμάμπης μόνη ή σε
συνδυασμό με ανθρακυκλίνες όπως η επιρουβικίνη, έχει παρατηρηθεί καρδιακή
ανεπάρκεια (New York Heart Association [NYHA] class II-IV). Ενδέχεται να είναι
μέτρια έως σοβαρή και έχει συσχετισθεί με θάνατο.
6