1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Epirubicin Hydrochloride Pharmachemie 2 mg/ml ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα για
έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Δραστική ουσία:
1 ml ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος για έγχυση περιέχει 2 mg υδροχλωρικής
Επιρουβικίνης
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 5 ml περιέχει 10 mg υδροχλωρικής Επιρουβικίνης
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 10 ml περιέχει 20 mg υδροχλωρικής Επιρουβικίνης
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 25 ml περιέχει 50 mg υδροχλωρικής Επιρουβικίνης
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 75 ml περιέχει 150 mg υδροχλωρικής Επιρουβικίνης
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 100 ml περιέχει 200 mg υδροχλωρικής
Επιρουβικίνης
Έκδοχο:
1 ml ενεσίμου διαλύματος ή διαλύματος για έγχυση περιέχει 3,5 mg νατρίου
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 5 ml περιέχει 17,7 mg νατρίου
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 10 ml περιέχει 35,4 mg νατρίου
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 25 ml περιέχει 88,5 mg νατρίου
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 75 ml περιέχει 265,5 mg νατρίου
- 1 φιαλίδιο διαλύματος των 100 ml περιέχει 354,1 mg νατρίου
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα για έγχυση
Διαυγές κόκκινο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η επιρουβικίνη χρησιμοποιείται στη θεραπεία μίας σειράς νεοπλασματικών
παθήσεων συμπεριλαμβανομένων:
- Καρκινώματος μαστού
- Καρκινώματος στομάχου
Όταν χορηγείται ενδοκυστικά, έχει καταδειχθεί ότι η επιρουβικίνη είναι
ωφέλιμη στη θεραπεία για:
- Θηλώδες μεταβατικό καρκίνωμα ουροδόχου κύστης
- Καρκίνωμα in situ
- Ενδοκυστική προφύλαξη της υποτροπής επιπολής καρκινώματος
ουροδόχου κύστης έπειτα από διουρηθρική εκτομή
Για ενδοκυστική χρήση, μπορεί να θεμελιωθεί θετική αναλογία οφέλους –
κινδύνου μόνο σε ασθενείς στους οποίους τα εμβόλια ζώντων εξασθενημένων
ιών (BCG) αντενδεικνύονται ή είναι ακατάλληλα.
Το Epirubicin Hydrochloride Pharmachemie 2 mg/ml μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε
προγράμματα πολυχημειοθεραπείας.
1
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η επιρουβικίνη προορίζεται μόνο για ενδοφλέβια ή ενδοκυστική χρήση.
Ενδοφλέβια χρήση
Συνιστάται το κόκκινο διάλυμα, το οποίο πρέπει να είναι διαυγές και διάφανο,
να ενίεται μέσω καθετήρα ενδοφλέβιας έγχυσης ελεύθερης ροής διαλύματος
φυσιολογικού ορού ή γλυκόζης 5% για περίοδο διάρκειας μέχρι 30 λεπτά (με
βάση τη δόση και τον όγκο της έγχυσης). Η βελόνα πρέπει να τοποθετείται
κατάλληλα μέσα στη φλέβα. Η μέθοδος αυτή μειώνει τον κίνδυνο θρόμβωσης
και εξαγγείωσης που μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρή κυτταρίτιδα και νέκρωση.
Σε περίπτωση εξαγγείωσης, η χορήγηση πρέπει να σταματήσει αμέσως. Η ένεση
σε μικρές φλέβες και η επανειλημμένη ένεση στην ίδια φλέβα μπορεί να
οδηγήσει σε φλεβική σκλήρυνση.
Συνήθης δόση
Εάν η επιρουβικίνη χρησιμοποιείται ως μονοθεραπεία, η συνιστώμενη δόση
στους ενήλικες είναι 60-90 mg/m
2
επιφάνειας σώματος. Η επιρουβικίνη πρέπει
να ενίεται ενδοφλέβια σε διάρκεια 3-5 λεπτών. Η ίδια δόση επαναλαμβάνεται
με διάστημα 21 ημερών.
Για το δοσολογικό πρόγραμμα θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η
αιματολογική-μυελοειδής κατάσταση του ασθενούς.
Εάν εμφανιστούν σημεία τοξικότητας, συμπεριλαμβανομένων
ουδετεροπενίας/ουδετεροπενικού πυρετού και θρομβοπενίας (που μπορεί να
επιμένουν την ημέρα 21), μπορεί να χρειαστεί τροποποίηση της δόσης ή
αναβολή της χορήγησης επόμενης δόσης.
Υψηλή δόση
Η επιρουβικίνη ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία καρκινώματος μαστού με μία
υψηλή δόση πρέπει να χορηγείται σύμφωνα με το ακόλουθο σχήμα:
Για τη θεραπεία με υψηλή δόση η επιρουβικίνη μπορεί να χορηγηθεί ως ταχεία
ενδοφλέβια δόση εφόδου εντός 3-5 λεπτών ή ως έγχυση διάρκειας μέχρι 30
λεπτών.
Καρκίνωμα μαστού
Στη συμπληρωματική θεραπεία ασθενών με πρώιμο καρκίνωμα μαστού με
θετικούς λεμφαδένες συνιστώνται ενδοφλέβιες δόσεις της επιρουβικίνης που
κυμαίνονται από 100 mg/m
2
(ως εφάπαξ δόση την ημέρα 1) έως 120 mg/m
2
(σε
δύο διαιρεμένες δόσεις τις ημέρες 1 και 8) κάθε 3-4 εβδομάδες σε συνδυασμό με
ενδοφλέβια κυκλοφωσφαμίδη και 5-φθοριοουρακίλη και από του στόματος
ταμοξιφαίνη.
Συνιστώνται χαμηλότερη δόση (60-75 mg/m
2
για τη συνήθη θεραπεία και 105-
120 mg/m
2
για τη θεραπεία με υψηλή δόση) ή αναβολή της επόμενης δόσης για
ασθενείς με μειωμένη λειτουργία μυελού των οστών λόγω προηγούμενης
χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας, λόγω ηλικίας ή προηγούμενης
νεοπλασματικής διήθησης μυελού των οστών. Η πλήρης δόση ανά κύκλο μπορεί
να κατανεμηθεί σε 2-3 διαδοχικές ημέρες.
Οι ακόλουθες δόσεις επιρουβικίνης χρησιμοποιούνται συχνά στη μονοθεραπεία
και στη θεραπεία συνδυασμού για διάφορους όγκους, όπως φαίνεται:
Ένδειξη καρκίνου Δόση επιρουβικίνης (mg/m
2
)*
Μονοθεραπεία Θεραπεία
2
συνδυασμού
Καρκίνος στομάχου 60 - 90 50
Καρκίνος ουροδόχου
κύστης
50 mg/50 ml ή 80 mg/50 ml
(καρκίνωμα in situ)
Προφύλαξη: 50 mg/50 ml
εβδομαδιαίως επί 4
εβδομάδες στη συνέχεια
μηνιαίως επί 11 μήνες
* Οι δόσεις γενικά χορηγούνται την Ημέρα 1 ή την Ημέρα 1, 2 και 3 σε
διαστήματα των 21 ημερών
Χημειοθεραπεία συνδυασμού
Όταν το Epirubicin Hydrochloride Pharmachemie 2 mg/ml χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
με άλλα προϊόντα κατά των όγκων, η δόση μειώνεται ανάλογα. Οι συχνά
χρησιμοποιούμενες δόσεις φαίνονται στον προηγούμενο πίνακα.
Ειδικές ομάδες ασθενών
Ηλικιωμένοι ασθενείς
Συνιστάται η μείωση της δόσης στους ηλικιωμένους ασθενείς.
Παιδιά
Δεν έχει αποδειχθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της επιρουβικίνης
στα παιδιά.
Διαταραγμένη ηπατική λειτουργία
Η απέκκριση της επιρουβικίνης λαμβάνει χώρα κυρίως μέσω του ήπατος. Σε
ασθενείς με διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας η δόση πρέπει να μειωθεί ως
ακολούθως, με σκοπό να αποφευχθεί η αύξηση της γενικής τοξικότητας:
Χολερυθρίνη ορού AST (ασπαρτική
αμινοτρανσφεράση)
Μείωση δόσης
1,4 – 3 mg/100 ml 2 – 4 φορές το ανώτατο
φυσιολογικό όριο
Μείωση δόσης
50%
> 3 mg/100 ml > 4 φορές το
φυσιολογικό όριο
Μείωση δόσης
75%
Διαταραγμένη νεφρική λειτουργία
Η μέτρια νεφρική ανεπάρκεια δεν αποτελεί λόγο για τη μείωση της δόσης,
λαμβάνοντας υπ’ όψιν την περιορισμένη ποσότητα επιρουβικίνης που
απεκκρίνεται μέσω αυτής της οδού. Ωστόσο, σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική
ανεπάρκεια (κρεατινίνη ορού > 450 µmol/l) συνιστάται μείωση της δόσης.
Ενδοκυστική χρήση
Για οδηγίες σχετικά με την αραίωση του προϊόντος πριν τη χορήγηση βλέπε
επίσης παράγραφο 6.6.
Η επιρουβικίνη μπορεί να χορηγηθεί από την ενδοκυστική οδό για τη θεραπεία
του επιπολής καρκινώματος ουροδόχου κύστης, του καρκινώματος in situ και
προφυλακτικά για την πρόληψη της υποτροπής έπειτα από διουρηθρική εκτομή.
Δεν πρέπει να χορηγείται από την ενδοκυστική οδό για τη θεραπεία διηθητικών
όγκων που έχουν διεισδύσει στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης, καθώς η
συστηματική θεραπεία ή η χειρουργική επέμβαση είναι καταλληλότερες στις
καταστάσεις αυτές.
Χρησιμοποιούνται διάφορα δοσολογικά σχήματα. Τα ακόλουθα μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως κατευθυντήρια οδηγία:
3
Επιπολής καρκίνωμα ουροδόχου κύστης: εβδομαδιαία πλύση της ουροδόχου
κύστης με 50 mg/50 ml (αραιωμένη με διάλυμα φυσιολογικού ορού ή
αποστειρωμένου ύδατος) επί 8 εβδομάδες. Συνιστάται μείωση της δόσης των
30 mg ανά 50 ml σε περίπτωση τοπικής τοξικότητας (χημική κυστίτιδα).
Καρκίνωμα in situ: Έως 80 mg/50 ml (με βάση την ανοχή του ασθενούς).
Προφύλαξη της υποτροπής έπειτα από διουρηθρική εκτομή του προστάτη: 4
φορές εβδομαδιαία χορήγηση των 50 mg/50 ml ακολουθούμενη από 11 φορές
μηνιαία ενστάλαξη της ίδιας δόσης.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΡΑΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΔΙΑΛΥΜΑΤΑ ΕΝΣΤΑΛΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΟΥΡΟΔΟΧΟ
ΚΥΣΤΗ
Απαιτούμενη
δόση
επιρουβικίνης
Όγκος ενέσιμης
επιρουβικίνης
2 mg/ml
Όγκος διαλύτη
αποστειρωμένου
ενεσίμου ύδατος ή
αποστειρωμένου ορού
0,9%
Συνολικός
όγκος
ενστάλαξης
της
ουροδόχου
κύστης
30 mg 15 ml 35 ml 50 ml
50 mg 25 ml 25 ml 50 ml
80 mg 40 ml 10 ml 50 ml
Το διάλυμα πρέπει να παραμείνει ενδοκυστικά επί 1-2 ώρες. Για την αποφυγή
της υπερβολικής αραίωσης με τα ούρα, ο ασθενής πρέπει να καθοδηγείται να
μην πιει καθόλου υγρά μέσα σε 12 ώρες από την ενστάλαξη. Κατά τη διάρκεια
της ενστάλαξης ο ασθενής πρέπει να αλλάζει θέση περιοδικά καθώς και να
καθοδηγείται να ουρήσει στο τέλος της περιόδου ενστάλαξης.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην επιρουβικίνη ή σε οποιοδήποτε άλλο συστατικό του
προϊόντος, άλλες ανθρακυκλίνες ή ανθρακενοδιόνες.
Γαλουχία
Ενδοφλέβια χρήση
- επίμονη μυελοκαταστολή
- βαριά ηπατική δυσλειτουργία
- βαριά μυοκαρδιακή ανεπάρκεια (συμπεριλαμβανομένων ανεπάρκειας
καρδιακού μυός 4
ου
βαθμού, οξείας καρδιακής προσβολής και
προηγούμενης καρδιακής προσβολής που οδήγησε σε ανεπάρκεια καρδιακού
μυός 3
ου
και 4
ου
βαθμού, οξειών φλεγμονωδών καρδιοπαθειών)·
- πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου
- ασταθής στηθάγχη
- καρδιομυοπάθεια
- σοβαρές αρρυθμίες
- ασθενείς με οξείες συστηματικές λοιμώξεις
- προηγούμενες θεραπείες με μέγιστες αθροιστικές δόσεις επιρουβικίνης
και/ή άλλων ανθρακυκλινών και ανθρακενοδιονών·(βλέπε παράγραφο
4.4)
Ενδοκυστική χρήση
-
ουρολοιμώξεις
-
φλεγμονή της ουροδόχου κύστης
- αιματουρία
- διηθητικούς όγκους που έχουν διαπεράσει την ουροδόχο κύστη
4
- προβλήματα καθετηριασμού
- μεγάλο όγκο υπολειπόμενων ούρων
- συσπάσεις της ουροδόχου κύστης.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Γενικά –
Η επιρουβικίνη πρέπει να χορηγείται μόνο υπό την επίβλεψη
ειδικευμένων ιατρών με εμπειρία στη χρήση κυτταροτοξικής θεραπείας.
Η επιρουβικίνη δεν πρέπει να χορηγείται υποδόρια ή ενδομυϊκά.
Η αρχική θεραπεία απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση των τιμών έναρξης
διαφόρων εργαστηριακών παραμέτρων και της καρδιακής λειτουργίας.
Εάν η επιρουβικίνη χορηγείται ως συνεχής έγχυση, αυτή πρέπει να γίνεται κατά
προτίμηση μέσω κεντρικού φλεβικού καθετήρα.
Οι ασθενείς πρέπει να έχουν αναρρώσει από οξείες τοξικότητες (όπως
στοματίτιδα, βλεννογονίτιδα, ουδετεροπενία, θρομβοπενία και γενικευμένες
λοιμώξεις) από προηγούμενη κυτταροτοξική θεραπεία πριν την έναρξη της
θεραπείας με επιρουβικίνη.
Μολονότι η θεραπεία με υψηλές δόσης επιρουβικίνης (π.χ. ≥ 90 mg/m
2
κάθε 3
έως 4 εβδομάδες) προκαλεί ανεπιθύμητες ενέργειες γενικά παρόμοιες με αυτές
που παρατηρήθηκαν στις κανονικές δόσεις (< 90 mg/m
2
κάθε 3 έως 4
εβδομάδες), η σοβαρότητα της ουδετεροπενίας και της
στοματίτιδας/βλεννογονίτιδας μπορεί να είναι αυξημένη. Η θεραπεία με υψηλές
δόσεις επιρουβικίνης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή για πιθανές κλινικές επιπλοκές
εξαιτίας έντονης μυελοκαταστολής.
Καρδιακή λειτουργία –
Υπάρχει κίνδυνος καρδιοτοξικότητας από τη θεραπεία με
ανθρακυκλίνες η οποία ενδέχεται να εκδηλωθεί με πρώιμα (δηλαδή οξεία) ή
όψιμα (δηλαδή καθυστερημένα) συμβάματα.
Περιλαμβάνει μόνιμη μείωση του δυναμικού QRS, παράταση εκτός των
φυσιολογικών ορίων του συστολικού χρονικού διαστήματος (PEP/LVET) και
μείωση του κλάσματος εξώθησης αριστερής κοιλίας. Η πρώιμη κλινική
διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας που επάγεται από κυτταροστατικούς
παράγοντες φαίνεται να είναι σημαντική στην επιτυχή θεραπεία με
δακτυλίτιδα, διουρητικά, περιφερικά αγγειοδιασταλτικά, δίαιτα χαμηλής
περιεκτικότητας σε νάτριο και επαρκή ανάπαυση. Συνεπώς, η καρδιακή
παρακολούθηση των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία με επιρουβικίνη είναι
ιδιαίτερα σημαντική και συνιστάται να αξιολογείται η καρδιακή λειτουργία με
μη-επεμβατικές τεχνικές.
Πρώιμα (δηλαδή οξεία) συμβάματα.
Η πρώιμη καρδιοτοξικότητα της
επιρουβικίνης αποτελείται κυρίως από φλεβοκομβική ταχυκαρδία και/ή
ανωμαλίες στο ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) όπως είναι μη ειδικές μεταβολές
κύματος ST-T. Έχουν επίσης αναφερθεί ταχυαρρυθμίες, συμπεριλαμβανομένων
πρόωρων κοιλιακών συσπάσεων, κοιλιακής ταχυκαρδίας, βραδυκαρδίας, καθώς
και κολποκοιλιακός και σκελικός αποκλεισμός. Οι επιδράσεις αυτές συνήθως
δεν αποτελούν πρόβλεψη για μεταγενέστερη ανάπτυξη καθυστερημένης
καρδιοτοξικότητας, έχουν σπάνια κλινική σημασία, και γενικότερα δεν
αποτελούν παράγοντα για διακοπή της θεραπείας με επιρουβικίνη.
Όψιμα (δηλαδή καθυστερημένα) συμβάματα.
Όψιμη καρδιοτοξικότητα συνήθως
αναπτύσσεται καθυστερημένα κατά τη διάρκεια της θεραπείας με επιρουβικίνη
5
ή μέσα σε 2 με 3 μήνες μετά τη διακοπή της θεραπείας, έχουν όμως επίσης
αναφερθεί μεταγενέστερα συμβάματα (αρκετούς μήνες έως χρόνια μετά από
ολοκλήρωση της θεραπείας). Όψιμη καρδιομυοπάθεια εκδηλώνεται μέσω της
ελάττωσης κλάσματος εξώθησης αριστερής κοιλίας (LVEF) και/ή σημεία και
συμπτώματα συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας (CHF) όπως είναι δύσπνοια,
πνευμονικό οίδημα, εξαρτώμενο οίδημα, καρδιομεγαλία, ηπατομεγαλία,
ολιγουρία, ασκίτης, υπεζωκοτική συλλογή και καλπαστικός ρυθμός. Η
απειλητική για τη ζωή CHF είναι η πιο σοβαρή μορφή καρδιομυοπάθειας η οποία
προκαλείται από ανθρακυκλίνες και αντιπροσωπεύει την αθροιστική
δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου.
Ο κίνδυνος ανάπτυξης CHF αυξάνεται ταχέως με αύξηση των ολικών
αθροιστικών δόσεων της επιρουβικίνης καθ’ υπέρβαση των 900 mg/m
2
ή
χαμηλότερη αθροιστική δόση σε ασθενείς που έλαβαν ακτινοβολία στην περιοχή
του μεσοθωρακίου η αθροιστική αυτή δόση πρέπει να υπερβαίνεται μόνο με
εξαιρετική προσοχή (βλέπε παράγραφο 5.1).
Η καρδιακή λειτουργία πρέπει να εξετάζεται πριν από την υποβολή των
ασθενών σε θεραπεία με επιρουβικίνη και πρέπει να παρακολουθείται (μέσω
ΗΚΓ, υπερηχοκαρδιογραφήματος ή πυρηνικής μέτρησης του κλάσματος
εξώθησης (μέσω αγγειογραφίας ραδιονουκλεϊδίων)) καθ’ όλη τη διάρκεια της
θεραπείας έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος αθεράπευτης σοβαρής
καρδιακής διαταραχής. Ο κίνδυνος μπορεί να μειωθεί μέσω της τακτικής
παρακολούθησης του κλάσματος εξώθησης αριστερής κοιλίας (LVEF) κατά τη
διάρκεια του κύκλου θεραπείας με άμεση διακοπή της επιρουβικίνης μετά τα
πρώτα σημεία διαταραγμένης λειτουργίας. Η κατάλληλη ποσοτική μέθοδος για
την επανειλημμένη εκτίμηση της καρδιακής λειτουργίας (αύξηση του LVEF)
περιλαμβάνει με αγγειογραφία ραδιονουκλεϊδίων πολλαπλής εισόδου (MUGA) ή
υπερηχοκαρδιογράφημα (ECHO).
Συνιστάται καρδιακή αξιολόγηση κατά την έναρξη της θεραπείας με ΗΚΓ και
MUGA ή ECHO, ιδιαίτερα σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για αυξημένη
καρδιακή τοξικότητα. Πρέπει να διεξάγονται επανειλημμένοι προσδιορισμοί
του LVEF με MUGA ή ECHO, ιδιαίτερα με υψηλότερες, αθροιστικές δόσεις
ανθρακυκλίνης. Η τεχνική που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση πρέπει να
είναι σταθερή σε όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης.
Δεδομένου του κινδύνου εμφάνισης καρδιομυοπάθειας, η αθροιστική δόση των
900 mg/m
2
επιρουβικίνης
δεν πρέπει να υπερβαίνεται παρά μόνο με εξαιρετική
προσοχή.
Για τον προσδιορισμό της μέγιστης αθροιστικής δόσης επιρουβικίνης, πρέπει να
λαμβάνεται υπ’ όψη κάθε ταυτόχρονη θεραπεία με δυνητικώς καρδιοτοξικά
φάρμακα. Μία αθροιστική δόση των 900-1000 mg/m
2
δεν πρέπει να
υπερβαίνεται παρά μόνο με εξαιρετική προσοχή με αμφότερες τη συνήθη και
υψηλή δόση επιρουβικίνης. Πάνω από το επίπεδο αυτό, ο κίνδυνος μη
αναστρέψιμης συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας αυξάνει πολύ.
Παράγοντες κινδύνου καρδιακής τοξικότητας περιλαμβάνουν ενεργή ή
ανενεργή καρδιαγγειακή νόσο, προηγούμενη ή ταυτόχρονη ακτινοθεραπεία στην
περιοχή του μεσοθωράκιου/περικαρδίου, προηγούμενη θεραπεία με άλλες
ανθρακυκλίνες ή ανθρακενοδιόνες και ταυτόχρονη χρήση άλλων φαρμάκων που
καταστέλλουν την καρδιακή συσταλτικότητα ή καρδιοτοξικών φαρμάκων (π.χ.
τραστουζουμάμπη) με αυξημένο κίνδυνο στους ηλικιωμένους (βλέπε παράγραφο
4.5). Σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία τραστουζουμάμπης μόνη ή σε
συνδυασμό με ανθρακυκλίνες όπως η επιρουβικίνη, έχει παρατηρηθεί καρδιακή
ανεπάρκεια (New York Heart Association [NYHA] class II-IV). Ενδέχεται να είναι
μέτρια έως σοβαρή και έχει συσχετισθεί με θάνατο.
6
Επί του παρόντος η μ μτραστουζου ά πη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε
συνδυασμό με ανθρακυκλίνες όπως η επιρουβικίνη, εκτός και αν γίνεται σε
καλά ελεγχόμενο περιβάλλον κλινικής δοκιμής με καρδιακή παρακολούθηση. Οι
ασθενείς σε θεραπεία τρα μ μστουζου ά πης που έχουν λάβει προηγούμενη
θεραπεία με ανθρακυκλίνες κινδυνεύουν επίσης από καρδιοτοξικότητα,
μολονότι ο κίνδυνος είναι χαμηλότερος από ότι με την ταυτόχρονη χρήση
μ μτραστουζου ά πης και ανθρακυκλινών.
Λόγω του ότι ο χρόνος ημίσειας ζωής της μ μτραστουζου ά πης είναι περίπου 4 –
5 εβδομάδες, η μ μτραστουζου ά πη ενδέχεται να παραμείνει στην κυκλοφορία για
έως 20-25 εβδομάδες μετά τη διακοπή της θεραπείας με μ μτραστουζου ά πη. Οι
ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ανθρακυκλίνες όπως η επιρουβικίνη μετά
τη διακοπή της θεραπείας με μ μτραστουζου ά πη ενδέχεται να βρίσκονται σε
αυξημένο κίνδυνο για καρδιοτοξικότητα. Εάν είναι δυνατόν, οι ιατροί πρέπει να
αποφεύγουν τη θεραπεία που βασίζεται στις ανθρακυκλίνες για έως 25
εβδομάδες μετά τη διακοπή της μ μτραστουζου ά πης. Σε περίπτωση που
χρησιμοποιηθούν ανθρακυκλίνες όπως η επιρουβικίνη, η καρδιακή λειτουργία
του ασθενούς πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά.
Εάν κατά τη διάρκεια θεραπείας τραστουζουμάμπης η οποία ακολουθεί
θεραπεία επιρουβικίνης παρουσιαστεί συμπτωματική καρδιακή ανεπάρκεια,
πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη συνήθη φαρμακευτική αγωγή για αυτές τις
περιστάσεις.
Η παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας πρέπει να είναι ιδιαιτέρως
αυστηρή σε ασθενείς που λαμβάνουν υψηλές αθροιστικές δόσεις και σε αυτούς
με παράγοντες κινδύνου. Ηλικιωμένοι ασθενείς, παιδιά και ασθενείς με
ιστορικό καρδιακής νόσου βρίσκονται επίσης σε υψηλότερο κίνδυνο
καρδιοτοξικότητας.
Ωστόσο, ενδέχεται να εμφανιστεί καρδιοτοξικότητα με επιρουβικίνη και σε
χαμηλότερες αθροιστικές δόσεις, είτε υφίστανται είτε όχι παράγοντες
καρδιακού κινδύνου.
Είναι πιθανό η τοξικότητα της επιρουβικίνης και άλλων ανθρακυκλίνων ή
ανθρακενοδιόνων να είναι αθροιστική.
Αιματολογική τοξικότητα
Όπως και με άλλους κυτταροτοξικούς
παράγοντες, η επιρουβικίνη ενδέχεται να προκαλέσει μυελοκαταστολή. Τα
αιματολογικά χαρακτηριστικά πρέπει να εξετάζονται πριν και κατά τη διάρκεια
του κύκλου της θεραπείας με επιρουβικίνη συμπεριλαμβανομένου διαφορικού
αριθμού λευκοκυττάρων (WBC). Μία δοσοεξαρτώμενη, αντιστρέψιμη λευκοπενία
και/ή κοκκιοκυτταροπενία (ουδετεροπενία) αποτελούν την επικρατούσα
εκδήλωση της αιματολογικής τοξικότητας με επιρουβικίνη και είναι η πιο κοινή
οξεία δοσοπεριοριστική τοξικότητα του φαρμάκου αυτού. Η λευκοπενία και η
ουδετεροπενία είναι γενικώς πιο σοβαρές με σχήματα υψηλών δόσεων,
φθάνοντας το ναδίρ, στις περισσότερες περιπτώσεις μεταξύ 10 και 14 ημερών
μετά τη χορήγηση του φαρμάκου αυτό είναι συνήθως παροδικό με τον αριθμό
των λευκοκυττάρων/ ουδετεροφίλων να επανέρχεται στις φυσιολογικές τιμές
στις περισσότερες περιπτώσεις μέχρι την ημέρα 21.
Ενδέχεται επίσης να εμφανιστούν θρομβοπενία και αναιμία. Οι κλινικές
επιπτώσεις σοβαρής μυελοκαταστολής συμπεριλαμβάνουν πυρετό, λοίμωξη,
σήψη/σηψαιμία, σηπτική καταπληξία, αιμορραγία, υποξία ιστών, ή θάνατο.
Δευτερογενής λευχαιμία -
Δευτερογενής λευχαιμία με ή χωρίς προ-
λευχαιμική φάση, έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με
ανθρακυκλίνες, συμπεριλαμβανομένης της επιρουβικίνης. Η δευτερογενής
λευχαιμία είναι πιο συχνή όταν τέτοιου είδους φάρμακα χορηγούνται σε
7
συνδυασμό με αντινεοπλασματικούς παράγοντες που καταστρέφουν το DNA, σε
συνδυασμό με θεραπεία ακτινοβολίας, όταν οι ασθενείς έχουν υποστεί έντονη
προηγούμενη θεραπεία με κυτταροτοξικά φάρμακα, ή όταν οι δόσεις των
ανθρακυκλίνων έχουν κλιμακωθεί. Οι λευχαιμίες αυτές μπορεί να έχουν
περίοδο αφάνειας από 1 – έως 3 – χρόνια (βλέπε παράγραφο 5.1)
Γαστρεντερικές -
Η επιρουβικίνη είναι εμετογόνος. Γενικότερα, εμφανίζονται
βλεννογονιδίτιδα/ στοματίτιδα σύντομα μετά τη χορήγηση του φαρμάκου και,
σε περίπτωση που είναι σοβαρές, ενδέχεται να εξελιχθούν μέσα σε μερικές
ημέρες σε εξελκώσεις του βλεννογόνου. Οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν
από αυτό το ανεπιθύμητο συμβάν μέχρι την τρίτη εβδομάδα της θεραπείας.
Ηπατική λειτουργία –
Η κύρια οδός απομάκρυνσης της επιρουβικίνης είναι
το ηπατοχολικό σύστημα. Η ολική χολερυθρίνη του ορού, η αλκαλική
φωσφατάση, τα επίπεδα ALT και AST πρέπει να αξιολογούνται πριν και κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με επιρουβικίνη. Ασθενείς με αυξημένο επίπεδο
χολερυθρίνης ή AST ενδέχεται να εμφανίσουν πιο αργή κάθαρση του φαρμάκου
με αποτέλεσμα την αύξηση της συνολικής τοξικότητας. Στους ασθενείς αυτούς
συνιστώνται χαμηλότερες δόσεις (βλέπε παραγράφους 4.2 και 5.2).
Οι ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία δεν πρέπει να λαμβάνουν
επιρουβικίνη (βλέπε παράγραφο 4.3)
Νεφρική λειτουργία -
Πρέπει να παρακολουθείται το επίπεδο της
κρεατινίνης ορού πριν την έναρξη και κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Είναι απαραίτητη προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με κρεατινίνη ορού
> 5 mg/dL (βλέπε παράγραφο 4.2)
Επιδράσεις στο σημείο της έγχυσης –
Η φλεβοσκλήρυνση ενδέχεται να
είναι αποτέλεσμα έγχυσης σε μικρό αγγείο ή επαναλαμβανόμενων εγχύσεων
στην ίδια φλέβα. Ακολουθώντας τις συνιστώμενες διαδικασίες χορήγησης,
ενδέχεται να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος φλεβίτιδας/θρομβοφλεβίτιδας στο
σημείο της έγχυσης (βλέπε παράγραφο 4.2).
Εξαγγείωση –
Η εξαγγείωση της επιρουβικίνης κατά τη διάρκεια της
ενδοφλέβιας έγχυσης ενδέχεται να προκαλέσει τοπικό άλγος, σοβαρές
αλλοιώσεις των ιστών (σχηματισμό φλυκταινών, σοβαρή κυτταρίτιδα) και
νέκρωση. Στην περίπτωση που εμφανιστούν σημεία ή συμπτώματα εξαγγείωσης
κατά τη διάρκεια της ενδοφλέβιας χορήγησης της επιρουβικίνης, πρέπει να
διακοπεί αμέσως η έγχυση του φαρμάκου. Η ανεπιθύμητη ενέργεια της
εξαγγείωσης των ανθρακυκλινών μπορεί να αποφευχθεί ή να μειωθεί με την
άμεση χρήση ειδικευμένης θεραπείας π.χ. δεξραζοσάνης (παρακαλούμε
ανατρέξατε στις σχετικές οδηγίες για τη χρήση). Το άλγος του ασθενούς μπορεί
να ανακουφιστεί με ψύξη της περιοχής και διατήρηση της ψύξης, χρήση
υαλουρονικού οξέος και DMSO. Η τοπική διαπότιση με κορτικοστεροειδή με ή
χωρίς συνδυασμό διαλύματος διττανθρακικού νατρίου (8,4%), υαλουρονικό οξύ
και η τοπική εφαρμογή διμεθυλικού σουλφοξειδίου (DMSO) και ψυχρών
επιθεμάτων έχουν χρησιμοποιηθεί με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. Ο ασθενής
πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης
χρονικής περιόδου, καθώς η νέκρωση ενδέχεται να εμφανιστεί αρκετές
εβδομάδες μετά την εμφάνιση της εξαγγείωσης, πρέπει να συμβουλευτείτε
πλαστικό χειρουργό ενόψει πιθανής εκτομής.
Άλλα –
Όπως και με άλλους κυτταροτοξικούς παράγοντες, έχουν αναφερθεί
συγκυριακά με τη χρήση επιρουβικίνης, θρομβοφλεβίτιδα και θρομβοεμβολικά
φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένης πνευμονικής εμβολής (σε ορισμένες
περιπτώσεις θανατηφόρα).
8
Σύνδρομο λύσης όγκου –
Η επιρουβικίνη μπορεί να προκαλέσει
υπερουριχαιμία λόγω του υπερβολικού καταβολισμού πουρινών, ο οποίος
συνοδεύει την ταχεία, προκαλούμενη από το φάρμακο, λύση νεοπλασματικών
κυττάρων (σύνδρομο λύσης όγκου). Τα επίπεδα του ουρικού οξέος στο αίμα, του
καλίου, του φωσφορικού ασβεστίου και της κρεατινίνης πρέπει να
αξιολογούνται μετά την αρχική θεραπεία. Η ενυδάτωση, η αλκαλοποίηση των
ούρων και η προφύλαξη με αλλοπουρινόλη για την πρόληψη της
υπερουριχαιμίας μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανές επιπλοκές του
συνδρόμου λύσης όγκου.
Ανοσοκατασταλτικές επιδράσεις/Αυξημένη ευπάθεια σε Λοιμώξεις –
Η
χορήγηση εμβολίων ζώντων ή ζώντων-εξασθενημένων ιών σε
ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς μέσω χημειοθεραπευτικών παραγόντων
συμπεριλαμβανομένης της επιρουβικίνης, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές και
θανατηφόρες λοιμώξεις (βλέπε παράγραφο 4.5). Ο εμβολιασμός με χρήση
εμβολίων ζώντων ιών πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς που λαμβάνουν
επιρουβικίνη. Μπορούν να χορηγηθούν εμβόλια θανατωμένων ή ανενεργών ιών
ωστόσο, η ανταπόκριση σε τέτοιου είδους εμβόλια ενδέχεται να είναι μειωμένη.
Αναπαραγωγικό σύστημα:
Η επιρουβικίνη μπορεί να προκαλέσει
γονοτοξικότητα. Άντρες και γυναίκες που έλαβαν θεραπεία με επιρουβικίνη
πρέπει να χρησιμοποιούν κατάλληλα αντισυλληπτικά μέσα. Οι ασθενείς που
επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας πρέπει
να συμβουλεύονται να εξασφαλίζουν γενετικές συμβουλές, εφόσον είναι
απαραίτητες και διαθέσιμες (βλέπε παράγραφο 4.6)
Επιπρόσθετες Προειδοποιήσεις και Προφυλάξεις για Άλλες Οδούς
Χορήγησης
Ενδοκυστική οδός – Η χορήγηση επιρουβικίνης μπορεί να προκαλέσει
συμπτώματα χημικής κυστίτιδας (όπως δυσουρία, πολυουρία, νυκτουρία,
στραγγουρία, αιματουρία, δυσχέρεια ουροδόχου κύστης, νέκρωση των
τοιχωμάτων της ουροδόχου κύστης) και συστολή ουροδόχου κύστης. Ιδιαίτερη
προσοχή απαιτείται για προβλήματα καθετηριασμού (π.χ. ουρική απόφραξη
λόγω συμπαγών ενδοκυστικών όγκων).
Ενδο-αρτηριακή οδός – Η ενδοαρτηριακή χορήγηση επιρουβικίνης
(εμβολισμός που εκτελείται δια του αυλού ενός καθετήρα για τις εντοπισμένες
ή περιφερειακές θεραπείες του πρωτεύοντος ηπατοκυτταρικού καρκινώματος ή
ηπατικών μεταστάσεων) ενδέχεται να προκαλέσει (επιπλέον της συστηματικής
τοξικότητας ποιοτικά παρόμοιας με εκείνη που παρατηρήθηκε μετά από
ενδοφλέβια χορήγηση της επιρουβικίνης) εντοπισμένα ή περιφερειακά
συμβάματα τα οποία περιλαμβάνουν γαστροδωδεκαδακτυλικά έλκη (πιθανώς
λόγω παλινδρόμησης των φαρμάκων στην γαστρική αρτηρία) και στένωση των
χοληδόχων αγγείων λόγω της από το φάρμακο επαγόμενης σκληρυντικής
χολαγγειϊτιδας. Αυτή η οδός χορήγησης μπορεί να οδηγήσει σε εκτεταμένη
νέκρωση της αιμάτωσης του ιστού.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει 3,5 mg νατρίου ανά ml ενεσίμου
διαλύματος ή διαλύματος για έγχυση. Να λαμβάνεται υπ’ όψιν από ασθενείς σε
ελεγχόμενη δίαιτα νατρίου.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
9
Η επιρουβικίνη χρησιμοποιείται κυρίως σε συνδυασμό με άλλα κυτταροτοξικά
φάρμακα. Ενδέχεται να εμφανιστεί αθροιστική τοξικότητα κυρίως σε σχέση με
μυελό των οστών/αιματολογικές και γαστρεντερικές επιδράσεις (βλέπε
παράγραφο 4.4). Η χρήση της επιρουβικίνης σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία
με άλλα δυνητικώς καρδιοτοξικά φάρμακα, καθώς και με ταυτόχρονη χρήση
άλλων καρδιοδραστικών ενώσεων (π.χ. αποκλειστές διαύλων ασβεστίου),
απαιτεί παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας καθ’ όλη τη διάρκεια της
θεραπείας.
Η επιρουβικίνη μεταβολίζεται εκτενώς στο ήπαρ. Οι μεταβολές στην ηπατική
λειτουργία που προκαλούνται από ταυτόχρονες θεραπείες μπορεί να
επηρεάσουν το μεταβολισμό της επιρουβικίνης, την φαρμακοκινητική, τη
θεραπευτική αποτελεσματικότητα και/ή την τοξικότητα (βλέπε παράγραφο 4.4).
Οι ανθρακυκλίνες, συμπεριλαμβανομένης της επιρουβικίνης δεν πρέπει να
χορηγούνται σε συνδυασμό με άλλους καρδιοτοξικούς παράγοντες εκτός εάν η
καρδιακή λειτουργία του ασθενούς παρακολουθείται προσεκτικά.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν ανθρακυκλίνες μετά τη διακοπή θεραπείας με
άλλους καρδιοτοξικούς παράγοντες, ιδιαιτέρως εκείνους με μακρύ χρόνο
ημίσειας ζωής όπως είναι η τραστουζουμάμπη, μπορεί επίσης να
αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιοτοξικότητας. Ο χρόνος
ημίσειας ζωής της τραστουζουμάμπης είναι περίπου 28,5 ημέρες και ενδέχεται
να εξακολουθήσει να παραμένει στην κυκλοφορία για έως και 24 εβδομάδες.
Συνεπώς, οι ιατροί πρέπει να αποφεύγουν μία θεραπεία που στηρίζεται στις
ανθρακυκλίνες για έως και 24 εβδομάδες μετά τη διακοπή της
τραστουζουμάμπης, όταν αυτό είναι δυνατό. Στην περίπτωση που οι
ανθρακυκλίνες χρησιμοποιηθούν πριν από αυτό το διάστημα, συνιστάται
προσεκτική παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας.
Ο εμβολιασμός με χρήση εμβολίων ζώντων ιών πρέπει να αποφεύγεται σε
ασθενείς που λαμβάνουν επιρουβικίνη.
Μπορούν να χορηγηθούν εμβόλια θανατωμένων ή ανενεργών ιών ωστόσο, η
ανταπόκριση σε τέτοιου είδους εμβόλια ενδέχεται να είναι μειωμένη.
Φαρμακευτικά προϊόντα που επάγουν το ενζυμικό σύστημα του κυτοχρώματος
P-450 (όπως η ριφαμπικίνη και τα βαρβιτουρικά) μπορούν να αυξήσουν το
μεταβολισμό της επιρουβικίνης με αποτέλεσμα μείωση της
αποτελεσματικότητας.
Η σιμετιδίνη 400 mg δύο φορές ημερησίως χορηγούμενη πριν την επιρουβικίνη
100 mg/m
2
κάθε 3 εβδομάδες οδήγησε σε αύξηση 50% στην AUC της
επιρουβικίνης και σε αύξηση 41% της AUC της epirubicinol (p<0,05 τελευταίο).
Η AUC του άγλυκου 7-deoxy-doxorubicinol και η ροή αίματος στο ήπαρ δεν
μειώθηκαν, έτσι τα αποτελέσματα δεν επεξηγούνται από τη μειωμένη
δραστηριότητα του κυτοχρώματος P-450.
Η σιμετιδίνη δεν πρέπει να διακόπτεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
επιρουβικίνη.
Εάν χορηγηθεί πριν από την επιρουβικίνη, η πακλιταξέλη μπορεί να προκαλέσει
αυξημένες συγκεντρώσεις αμετάβλητης επιρουβικίνης και των μεταβολιτών της
στο πλάσμα, οι οποίοι ωστόσο, δεν είναι ούτε τοξικοί ούτε ενεργοί. Σε μία
μελέτη η αιματολογική τοξικότητα ήταν μεγαλύτερη, όταν η πακλιταξέλη
χορηγήθηκε πριν την επιρουβικίνη σε σύγκριση με τη χορήγηση μετά την
επιρουβικίνη.
Η συγχορήγηση πακλιταξέλης ή ντοσεταξέλης δεν επηρέασαν τη
φαρμακοκινητική της επιρουβικίνης όταν η επιρουβικίνη χορηγήθηκε πριν από
10
ταξάνες.
Ο συνδυασμός αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην χρήση κλιμακωτής
χορήγησης μεταξύ δύο παραγόντων. Η έγχυση επιρουβικίνης και πακλιταξέλης
πρέπει να διεξάγεται σε διάστημα τουλάχιστον 24 ωρών μεταξύ των 2
παραγόντων.
Η δεξοβεραπαμίλη μπορεί να μεταβάλλει τη φαρμακοκινητική της επιρουβικίνης
και να αυξήσει πιθανόν τις κατασταλτικές δράσεις της επί του μυελού των
οστών.
Σε μία μελέτη βρέθηκε ότι η ντοσεταξέλη μπορεί να αυξήσει τις συγκεντρώσεις
των μεταβολιτών της επιρουβικίνης στο πλάσμα, όταν χορηγείται αμέσως μετά
την επιρουβικίνη.
Η κινίνη μπορεί να επιταχύνει την αρχική κατανομή της επιρουβικίνης από το
αίμα στους ιστούς και μπορεί να επηρεάσει την κατανομή της επιρουβικίνης
στα ερυθροκύτταρα.
Η συγχορήγηση ιντερφερόνης α2b μπορεί να επιφέρει μείωση τόσο του τελικού
χρόνου ημίσειας ζωής απομάκρυνσης όσο και της συνολικής κάθαρσης της
επιρουβικίνης.
Η πιθανότητα αξιοσημείωτης διαταραχής της αιματοποίησης πρέπει να
λαμβάνεται υπ’ όψιν με την (προ-) θεραπεία με αγωγές που επηρεάζουν το μυελό
των οστών (δηλαδή κυτταροστατικούς παράγοντες, σουλφοναμίδιο,
χλωραμφενικόλη, διφαινυλυδαντοΐνη, παράγωγα αμιδοπυρίνης, αντιρετροϊκούς
παράγοντες).
Προηγούμενη χορήγηση υψηλών δόσεων (900 mg/m
2
και 1200 mg/m
2
)
δεξραζοσάνης μπορεί να αυξήσει τη συστηματική κάθαρση της επιρουβικίνης με
αποτέλεσμα τη μείωση της AUC.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία συνδυασμού με ανθρακυκλίνες και
δεξραζοσάνη ενδέχεται να παρουσιάσουν αυξημένη μυελοκαταστολή.
Η καρδιοτοξικότητα της επιρουβικίνης ενισχύεται από συγκεκριμένες
ακτινοθεραπείες και από προηγούμενη ή ταυτόχρονη χρήση άλλων παραγώγων
ανθρακυκλίνης (π.χ. μιτομυκίνη-C, δακαρβαζίνη, δακτινομυκίνη και πιθανόν
κυκλοφωσφαμίδη) ή άλλους καρδιοτοξικούς παράγοντες (π.χ. 5-
φθοριοουρακίλη, κυκλοφωσφαμίδη, σισπλατίνη, ταξάνες). Η επιρουβικίνη
μπορεί να ενισχύσει την επίδραση της ακτινοβολίας στην περιοχή του
μεσοθωρακίου.
Εάν η επιρουβικίνη χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με άλλα φάρμακα που μπορεί
να προκαλέσουν καρδιακή ανεπάρκεια, π.χ. αποκλειστές διαύλων ασβεστίου,
τότε η καρδιακή λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται σε όλη τη διάρκεια του
κύκλου της θεραπείας.
Η ταυτόχρονη χρήση με κυκλοσπορίνη μπορεί να προκαλέσει υπερβολική
ανοσοκαταστολή.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μελέτες αλληλεπίδρασης έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
11
(Βλέπε παράγραφο 5.3)
Γονιμότητα
Η επιρουβικίνη θα μπορούσε να προκαλέσει χρωμοσωμική βλάβη στα
ανθρώπινα σπερματοζωάρια. Άντρες που υποβάλλονται σε θεραπεία με
επιρουβικίνη πρέπει να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά μέσα αντισύλληψης
και, εάν κρίνεται απαραίτητο και είναι δυνατό, πρέπει να αναζητήσουν
συμβουλή σχετικά με τη διατήρηση σπέρματος λόγω της πιθανότητας μη
αναστρέψιμης στειρότητας που προκαλείται από τη θεραπεία. Οι άντρες
ασθενείς που έχουν λάβει θεραπεία με επιρουβικίνη συνιστάται να μην
αποκτήσουν παιδί κατά τη διάρκεια και έως 6 μήνες μετά τη θεραπεία.
Η επιρουβικίνη μπορεί να προκαλέσει αμηνόρροια ή πρόωρη εμμηνόπαυση σε
γυναίκες στην προεμμηνόπαυση. Οι άνδρες και γυναίκες πρέπει να
χρησιμοποιούν μία αποτελεσματική μέθοδο αντισύλληψης κατά τη διάρκεια της
θεραπείας και έως 6 μήνες μετά από αυτή.
Κύηση
Οι γυναίκες με αναπαραγωγική δυνατότητα πρέπει να συμβουλεύονται να
αποφεύγουν την εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της θεραπείας και πρέπει να
χρησιμοποιούν αποτελεσματικές μεθόδους αντισύλληψης. Πειραματικά
δεδομένα σε ζώα υποδηλώνουν ότι η επιρουβικίνη ενδέχεται να προκαλέσει
βλάβη του εμβρύου όταν χορηγείται σε έγκυες γυναίκες. Στην περίπτωση που η
επιρουβικίνη χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (κυρίως στο
πρώτο τρίμηνο) ή στην περίπτωση που η ασθενής μείνει έγκυος ενώ λαμβάνει το
φάρμακο αυτό, η ασθενής πρέπει να πληροφορείται το δυνητικό κίνδυνο για το
έμβρυο και τα κυτταροστατικά φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο επί
αυστηρής ένδειξης και όταν το πιθανό όφελος για τη μητέρα έχει σταθμιστεί
κατά των πιθανών κινδύνων των ανεπιθύμητων ενεργειών στην αναπαραγωγή.
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σε έγκυες γυναίκες. Η επιρουβικίνη πρέπει να
χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μόνο εάν το δυνητικό
όφελος δικαιολογεί το δυνητικό κίνδυνο για το έμβρυο.
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό εάν η επιρουβικίνη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο μητρικό
γάλα. Λόγω του ότι πολλά φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων άλλων
ανθρακυκλίνων, απεκκρίνονται στο ανθρώπινο μητρικό γάλα και λόγω της
πιθανότητας σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών κατά το θηλασμό των νεογνών
από την επιρουβικίνη, οι μητέρες πρέπει να διακόπτουν το θηλασμό πριν την
έναρξη της λήψης του φαρμάκου αυτού.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Η επίδραση της επιρουβικίνης στην ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανών
δεν έχει εκτιμηθεί συστηματικά.
Ωστόσο, η επιρουβικίνη μπορεί να προκαλέσει επεισόδια ναυτίας και έμετου, τα
οποία προσωρινά μπορεί να οδηγήσουν σε διαταραχή της ικανότητας οδήγησης
και λειτουργίας μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατηρηθεί και αναφερθεί κατά
τη διάρκεια της θεραπείας με επιρουβικίνη με τις ακόλουθες συχνότητες: Πολύ
συχνές (1/10), συχνές (1/100 έως <1/10), όχι συχνές (1/1.000 έως <1/100),
σπάνιες (1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη γνωστές (δεν
μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)
12
Περισσότεροι από 10 % των ασθενών μπορεί να αναμένεται ότι θα
παρουσιάσουν ανεπιθύμητες ενέργειες. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες
είναι μυελοκαταστολή, γαστρεντερικές ανεπιθύμητες ενέργειες, ανορεξία,
αλωπεκία, λοίμωξη.
Κατηγορία
Οργάνου
Συστήματος
Συχνότ
ητα
Ανεπιθύμητες
ενέργειες
Λοιμώξεις
και
παρασιτώσει
ς
Συχνές Λοιμώξεις
Μη
γνωστές
Σηπτική καταπληξία
(μπορεί να εμφανιστεί
και ως αποτέλεσμα της
μυελοκαταστολής),
σηψαιμία, πνευμονία
Νεοπλάσματ
α καλοήθη,
κακοήθη και
μη
καθορισμένα
(περιλαμβάν
ονται
κύστεις και
πολύποδες)
Σπάνιες
Οξεία λεμφοκυτταρική
λευχαιμία, οξεία
μυελογενής λευχαιμία
με ή χωρίς προ-
λευχαιμική φάση σε
ασθενείς υπό θεραπεία
με επιρουβικίνη σε
συνδυασμό με
αντινεοπλασματικούς
παράγοντες που
καταστρέφουν το DNA.
Οι λευχαιμίες αυτές
μπορεί να έχουν βραχεία
λανθάνουσα περίοδο (1-
3 έτη)
Διαταραχές
του
αιμοποιητικο
ύ και του
λεμφικού
συστήματος
Πολύ
συχνές
Μυελοκαταστολή
(λευκοπενία,
κοκκιοκυτταροπενία και
ουδετεροπενία, αναιμία,
εμπύρετη
ουδετεροπενία).
Όχι
συχνές
Θρομβοπενία
Μη
γνωστές
Αιμορραγία και υποξία
ιστών ως αποτέλεσμα
της μυελοκαταστολής
Διαταραχές
του
ανοσοποιητι
κού
συστήματος
Σπάνιες Αναφυλαξία
(αναφυλακτικές/αναφυλ
ακτοειδείς αντιδράσεις
με ή χωρίς καταπληξία
συμπεριλαμβανομένων
δερματικού
εξανθήματος, κνησμού,
13
πυρετού και ρίγους).
Διαταραχές
του
μεταβολισμ
ού και της
θρέψης
Συχνές
, Ανορεξία αφυδάτωση
Σπάνιες
μ (Υπερουριχαι ία βλέπε
παράγραφο 4.4 )
Δ ιαταραχές
του
νευρικού
μσυστή ατος
Σπάνιες
Ζάλη
Μη
γνωστές
Περιφερική νευροπάθεια
(με υψηλές δόσεις),
κεφαλαλγία
μ Οφθαλ ικές
διαταραχές
Μη
γνωστές
, Επιπεφυκίτιδα
κερατίτιδα
Καρδιακές
διαταραχές
Σπάνιες
Συμφορητική καρδιακή
ανεπάρκεια (βλέπε
παράγραφο 4.4 ),
(δύσπνοια, οίδημα,
διόγκωση του ήπατος,
ασκίτης, πνευμονικό
οίδημα, υπεζωκοτικές
συλλογές, καλπαστικός
ρυθμός)
καρδιοτοξικότητα (π.χ.
ΗΚΓ μεταβολές,
αρρυθμία
καρδιομυοπάθεια),
κοιλιακή ταχυκαρδία,
βραδυκαρδία,
κολποκοιλιακός
αποκλεισμός, σκελικός
αποκλεισμός.
Αγγειακές
διαταραχές
Συχνές
Eξάψεις
Όχι
συχνές
Φλεβίτιδα,
θρομβοφλεβίτιδα
Μη
γνωστές
Καταπληξία,
θρομβοεμβολή,
συμπεριλαμβανομένης
πνευμονικής εμβολής (σε
μενονωμένες
περιπτώσεις με
θανατηφόρο έκβαση)
Δ ιαταραχές
του
γαστρεντερ
ικού
μσυστή ατος
Συχνές
Βλεννογονιδίτιδα
(μπορεί να εμφανιστεί 5
έως 10 ημέρες μετά την
έναρξη της θεραπείας),
οισοφαγίτιδα,
στοματίτιδα, έμετος,
διάρροια η οποία μπορεί
να έχει ως αποτέλεσμα
14
αφυδάτωση, ναυτία
(εμφανίζονται ναυτία
και έμετος μέσα στις
πρώτες 24 ώρες (σε
όλους σχεδόν τους
ασθενείς)
Μη
γνωστές
Διάβρωση του
στοματικού
βλεννογόνου, στοματική
εξέλκωση, στοματικό
άλγος, αίσθημα καύσου
του βλεννογόνου,
στοματική αιμορραγία
και στοματική
μελάγχρωση
Διαταραχές
του
δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Πολύ
συχνές
Αλωπεκία (στο 60-90%
των περιπτώσεων
θεραπείας. Στους
άνδρες περιλαμβάνει
πτωχή ανάπτυξη της
γενειάδας. Η αλωπεκία
είναι δοσεξαρτώμενη
και στις περισσότερες
περιπτώσεις
αναστρέψιμη)
Σπάνιες Κνίδωση, κνησμός,
τοπικές ερυθηματώδεις
αντιδράσεις κατά μήκος
της φλέβας που
χρησιμοποιήθηκε για την
ένεση.
Μη
γνωστές
Τοπική τοξικότητα,
εξάνθημα, κνησμός,
μεταβολές του δέρματος,
ερύθημα, εξάψεις,
μεταβολές του δέρματος
και των ονύχων
(υπέρχρωση),
φωτοευαισθησία,
υπερευαισθησία του
ακτινοβολημένου
δέρματος (αντίδραση
ανάκλησης της
ακτινοβολίας)
Διαταραχές
των νεφρών
και των
ουροφόρων
οδών
Πολύ
συχνές
Ερυθρός χρωματισμός
των ούρων για 1 έως 2
ημέρες μετά τη χορήγηση
Μη
γνωστές
Πρωτεϊνουρία σε
ασθενείς υπό θεραπεία
15
με υψηλή δόση.
Διαταραχές
του
αναπαραγω
γικού
συστήματος
και του
μαστού
Σπάνιες Αμηνόρροια,
αζωοσπερμία
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσει
ς της οδού
χορήγησης
Συχνές μ Ερύθη α του σημείου
έγχυσης
Σπάνιες Αίσθημα κακουχίας,
εξασθένιση, πυρετός,
ρίγη, υπερπυρεξία
Μη
γνωστές
Τοπικό άλγος, σοβαρή
κυτταρίτιδα, νέκρωση
ιστού, φλεβοσκλήρυνση
μετά από τυχαία
παραφλεβική ένεση
Έρευνες
Σπάνιες Μεταβολές στα επίπεδα
τρανσαμινασών
Μη
γνωστές
Ασυμπτωματικές
πτώσεις στο κλάσμα
εξώθησης αριστερής
κοιλίας
Κακώσεις,
δηλητηριάσ
εις και
επιπλοκές
θεραπευτικ
ών
χειρισμών
Συχνές
Χημική κυστίτιδα,
ορισμένες φορές
αιμορραγική, με την
ενδοκυστική χορήγηση
(βλέπε παράγραφο 4.4 )
Ενδοκυστική χορήγηση:
Καθώς μόνο ένα πολύ μικρό ποσό του δραστικού συστατικού επαναπορροφάται
μετά από ενδοκυστική ενστάλαξη, οι σοβαρές συστηματικές ανεπιθύμητες
αντιδράσεις του φαρμάκου καθώς και αλλεργικές αντιδράσεις είναι σπάνιες.
Πιο συχνά αναφερόμενες είναι τοπικές αντιδράσεις όπως η αίσθηση καύσου και
συχνή ούρηση (συχνοουρία). Περιστασιακά έχουν αναφερθεί βακτηριακή ή
χημική κυστίτιδα (βλέπε παράγραφο 4.4). Αυτές οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις
του φαρμάκου είναι συνήθως αναστρέψιμες.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες:
Ελλάδα
16
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Οξεία υπερδοσολογία με επιρουβικίνη θα έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή
μυελοκαταστολή (κυρίως λευκοπενία και θρομβοπενία), γαστρεντερικές τοξικές
επιδράσεις (κυρίως βλεννογονίτιδα) και οξείες καρδιακές επιπλοκές. Κατά τη
διάρκεια αυτής της περιόδου απαιτείται μετάγγιση αίματος καθώς επίσης και
απομόνωση σε αποστειρωμένο χώρο. Με ανθρακυκλίνες έχει παρατηρηθεί
λανθάνουσα καρδιακή ανεπάρκεια αρκετούς μήνες έως χρόνια μετά την
ολοκλήρωση της θεραπείας (βλέπε παράγραφο 4.4).
Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά. Σε περίπτωση που
εμφανιστούν σημεία καρδιακής ανεπάρκειας, η θεραπεία των ασθενών πρέπει
να γίνεται σύμφωνα με τις συμβατικές κατευθυντήριες γραμμές.
Θεραπεία:
Συμπτωματική. Η επιρουβικίνη δεν μπορεί να απομακρυνθεί με αιμοκάθαρση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανθρακυκλίνες και συναφείς ουσίες.
κωδικός ATC: L01DB03
Ο μηχανισμός δράσης της επιρουβικίνης εξαρτάται από την ικανότητά της να
σχηματίζει σύμπλοκα με το DNA. Πειραματικές μελέτες με καλλιέργειες
κυττάρων έδειξαν ότι η επιρουβικίνη διεισδύει γρήγορα στο κύτταρο και
ανακτάται στον πυρήνα, όπου αναστέλλει τη σύνθεση του νουκλεϊκού οξέος και
τη μίτωση. Η δραστηριότητα της επιρουβικίνης επαληθεύτηκε σε πολλούς
πειραματικούς όγκους, μεταξύ των οποίων λευχαιμίες L1210 και P388,
σάρκωμα SA 180 (συμπαγής και ασκιτική μορφή), μελάνωμα B16, καρκίνωμα
μαστού, καρκίνωμα πνεύμονα του Lewis και καρκίνωμα παχέος εντέρου 38,
επιπλέον δείχτηκε δράση επί των ανθρώπινων όγκων που μεταμοσχεύτηκαν σε
αθυμικά γυμνά ποντίκια (μελάνωμα και καρκίνωμα μαστού, πνεύμονα,
προστάτη και ωοθηκών).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Σε ασθενείς με φυσιολογική ηπατική και νεφρική λειτουργία το επίπεδο της
επιρουβικίνης στο πλάσμα πέφτει μετά από ενδοφλέβια ένεση 60-150 mg/m
2
με
τριεκθετικό τρόπο με πολύ ταχεία πρώτη φάση και βραδεία τελική φάση με μέσο
χρόνο ημίσειας ζωής περίπου 40 ωρών. Οι δόσεις αυτές είναι μεταξύ των ορίων
της φαρμακοκινητικής γραμμικότητας που αφορούν τόσο στις τιμές κάθαρσης
πλάσματος όσο και στο μεταβολισμό. Οι μελέτες κατανομής σε αρουραίους
κατέδειξαν ότι η επιρουβικίνη δεν διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Οι
υψηλές τιμές κάθαρσης πλάσματος της επιρουβικίνης (0,9 l/min) και οι μέθοδοι
βραδείας απομάκρυνσης καταδεικνύουν μεγάλο όγκο κατανομής.
Βιομετατροπή
17
Οι πιο σημαντικοί μεταβολίτες που ταυτοποιήθηκαν είναι η epirubicinol (13-OH
epirubicin), τα γλυκουρονίδια της επιρουβικίνης και της epirubicinol. Η 4’-O-
γλυκουρονιδίωση διαχωρίζει την επιρουβικίνη από τη δοξορουβικίνη και μπορεί
να επεξηγήσει την ταχύτερη απομάκρυνση της επιρουβικίνης και τη μειωμένη
τοξικότητά της. Τα επίπεδα πλάσματος του πιο σημαντικού μεταβολίτη, της
epirubicinol, είναι πάντα χαμηλότερα από αυτά του αναλλοίωτου προϊόντος και
πρακτικά κινούνται παράλληλα.
Απέκκριση
Περίπου 9-10% της χορηγούμενης δόσης απεκκρίνεται μέσω των ούρων μέσα σε
48 ώρες. Η επιρουβικίνη απεκκρίνεται κυρίως μέσω του ήπατος· περίπου 40%
της χορηγούμενης δόσης ανακτάται στη χολή μέσα σε 72 ώρες. Η διαταραχή της
ηπατικής λειτουργίας επιφέρει υψηλότερα επίπεδα πλάσματος και απαιτεί
μείωση της δόσης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Έπειτα από επανειλημμένη χορήγηση δόσεων επιρουβικίνης, τα όργανα στόχος
στον αρουραίο, στο κουνέλι και στο σκύλο ήταν το αιμοποιητικό σύστημα, το
γαστρεντερικό σύστημα, οι νεφροί, το ήπαρ και τα όργανα αναπαραγωγής. Η
επιρουβικίνη ήταν επίσης καρδιοτοξική στον αρουραίο, στο κουνέλι και στο
σκύλο.
Η επιρουβικίνη, όπως άλλες ανθρακυκλίνες, ήταν μεταλλαξιογόνος,
γονοτοξική, εμβρυοτοξική και καρκινογόνος στους αρουραίους.
Περι/μεταγεννητικές μελέτες στον αρουραίο καταδεικνύουν ανεπιθύμητες
ενέργειες στον απόγονο σε κλινικές δόσεις. Δεν είναι γνωστό εάν η
επιρουβικίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα.
Δεν παρατηρήθηκαν δυσπλασίες σε αρουραίους ή κουνέλια, αλλά όπως άλλες
ανθρακυκλίνες και κυτταροτοξικά φάρμακα, η επιρουβικίνη πρέπει να
θεωρείται δυνητικά τερατογόνος.
Οι μελέτες σε ζώα υποδεικνύουν ότι η επιρουβικίνη έχει ευνοϊκότερο
θεραπευτικό δείκτη και χαμηλότερη συστηματική και καρδιακή τοξικότητα από
τη δοξορουβικίνη.
Μία μελέτη τοπικής ανοχής σε αρουραίους και ποντίκια κατέδειξε ότι η
εξαγγείωση της επιρουβικίνης προκαλεί νέκρωση των ιστών.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
νάτριο χλωριούχο
υδροχλωρικό οξύ, για ρύθμιση του pH
ύδωρ για ενέσιμα
6.2 Ασυμβατότητες
Η μεγάλης διάρκειας επαφή με αλκαλικά διαλύματα πρέπει να αποφεύγεται,
καθώς αυτή μπορεί να οδηγήσει σε υδρόλυση. Το Epirubicin Hydrochloride
Pharmachemie 2 mg/ml δεν πρέπει να αναμιγνύεται με ηπαρίνη λόγω πιθανού
σχηματισμού ιζήματος.
18
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα εκτός αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια.
Το Epirubicin Hydrochloride Pharmachemie 2 mg/ml μπορεί να αραιωθεί με Χλωριούχο
νάτριο 0,9% ή Γλυκόζη 5% και να χορηγηθεί ενδοφλέβια. Για ενδοκυστική
χορήγηση το προϊόν πρέπει να αραιωθεί με Χλωριούχο νάτριο 0,9% ή
αποστειρωμένο νερό.
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχει ως ακολούθως:
Το
προϊόν,
από
μικροβιολογικής άποψης, πρέπει να χρησιμοποιηθεί αμέσως μετά το άνοιγμα.
Εάν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, ο χρήστης είναι υπεύθυνος για το χρόνο
διατήρησης κατά τη χρήση και τις συνθήκες που προηγούνται της χρήσης και
κανονικά δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 24 ώρες στους 2 έως 8°C.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσετε σε ψυγείο (2–8°C).
Φυλάσσετε και μεταφέρετε σε ψυγείο
Μην καταψύχετε
Για τις συνθήκες διατήρησης του διαλυθέντος φαρμακευτικού προϊόντος και
για τις συνθήκες φύλαξης μετά το άνοιγμα βλ. παράγραφο 6.3.
Η φύλαξη του ενεσίμου διαλύματος σε συνθήκες ψυγείου μπορεί να έχει ως
αποτέλεσμα το σχηματισμό ενός ζελατινώδους προϊόντος. Αυτό το ζελατινώδες
προϊόν θα μετατραπεί σε ελαφρά ιξώδες έως ευκίνητο διάλυμα μετά από δύο
έως το πολύ τέσσερις ώρες εξιισορρόπησης σε ελεγχόμενη θερμοκρασία
δωματίου (15–25°C)
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το Epirubicin Hydrochloride Pharmachemie 2 mg/ml διατίθεται σε άχρωμα, γυάλινα
φιαλίδια τύπου 1 με πώμα από ελαστικό βρωμοβουτύλιο, σφράγιση αλουμινίου
και κουμπωτό πώμα των 5 ml, 10 ml, 25 ml, 75 ml και 100 ml ενεσίμου
19
Σάκος ViaSo (μη-
PVC)
Ψυγείο
2 - 8 °C
Θερμοκρασία
περιβάλλοντος
15 - 25 °C, φυσικό
φως
0,9% NaCl για
ενέσιμα
28 ημέρες 14 ημέρες
5% γλυκόζη για
ενέσιμα
28 ημέρες 28 ημέρες
Σύριγγα
πολυπροπυλενίου
Ψυγείο
2 - 8 °C
Θερμοκρασία
περιβάλλοντος
15 - 25 °C, φυσικό
φως
0,9% NaCl για
ενέσιμα
28 ημέρες 14 ημέρες
Ύδωρ για ενέσιμα
28 ημέρες 7 ημέρες
Μη-αραιωμένο
28 ημέρες 14 ημέρες
διαλύματος ή διαλύματος για έγχυση αντίστοιχα.
Κάθε κουτί περιέχει ένα φιαλίδιο.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Εάν πρόκειται να παρασκευαστεί διάλυμα για έγχυση, αυτό πρέπει να γίνει από
εκπαιδευμένο προσωπικό υπό άσηπτες συνθήκες.
Η προετοιμασία του διαλύματος για έγχυση πρέπει να γίνεται σε καθορισμένο
άσηπτο χώρο.
Τα άτομα που χειρίζονται το Epirubicin Hydrochloride Pharmachemie 2 mg/ml
απαιτείται να φορούν προστατευτικά γάντια, γυαλιά ασφαλείας και μάσκα.
Το Epirubicin Hydrochloride Pharmachemie 2 mg/ml μπορεί να αραιωθεί με Χλωριούχο
νάτριο 0,9% ή Γλυκόζη 5% και να χορηγηθεί ενδοφλέβια. Το διάλυμα πρέπει να
παρασκευαστεί αμέσως πριν τη χρήση.
Για ενδοκυστική χορήγηση το προϊόν πρέπει να αραιωθεί με Χλωριούχο νάτριο
0,9% ή αποστειρωμένο νερό. Η συγκέντρωση του αραιωμένου προϊόντος πρέπει
να είναι 0,6-1,6 mg/ml.
Το Epirubicin Hydrochloride Pharmachemie 2 mg/ml δεν περιέχει συντηρητικά και είναι
συνεπώς κατάλληλο μόνο για εφάπαξ χρήση. Μετά τη χρήση, το μη
χρησιμοποιηθέν υπόλοιπο πρέπει να καταστραφεί σύμφωνα με τις διατάξεις για
τους κυτταροστατικούς παράγοντες. Βλέπε επίσης “Απόρριψη”.
Η εξουδετέρωση του φαρμακευτικού προϊόντος που έχει εκρεύσει ή διαρρεύσει
μπορεί να επιτευχθεί με διάλυμα υποχλωριώδους νατρίου 1% ή απλά με
ρυθμιστικό διάλυμα φωσφορικών (pH >8) μέχρι το διάλυμα να αποχρωματιστεί.
Όλα τα υλικά καθαρισμού απορρίπτονται όπως αναφέρεται παρακάτω στην
“Απόρριψη”.
Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με κυτταροστατικούς
παράγοντες.
Τα περιττώματα και ο έμετος πρέπει να καθαρίζονται με προσοχή.
Κάθε κατεστραμμένο φιαλίδιο πρέπει να αντιμετωπίζεται με τις ίδιες
προφυλάξεις και πρέπει να θεωρείται ως επιμολυσμένο προϊόν απόρριψης. Τα
επιμολυσμένα απορρίμματα πρέπει να φυλάσσονται σε ειδικά επισημασμένους
περιέκτες απορριμμάτων. Βλέπε παρακάτω στην “Απόρριψη”.
Απόρριψη
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν προϊόν, όλα τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην
προετοιμασία και χορήγηση ή ήρθαν σε επαφή με την υδροχλωρική επιρουβικίνη
με οποιοδήποτε τρόπο, πρέπει να καταστραφούν σύμφωνα με τις κατά τόπους
ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Pharmachemie BV
Swensweg 5
2031 GA Haarlem
20
Ολλανδία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
78725/4-11-09
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 04-11-2009
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
21