
MUISTIN oral solution 1 mg/ml
δοσολογίας. Φάρμακα που είναι ανταγωνιστές των υποδοχέων της ντοπαμίνης, έχουν
συσχετισθεί με την επέλευση όψιμης δυσκινησίας, χαρακτηριζόμενης από ρυθμικές ακούσιες
κινήσεις, κυρίως της γλώσσας ή/και του προσώπου. Έχει αναφερθεί ότι η εκδήλωση
εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων είναι παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση της όψιμης
δυσκινησίας. Επειδή το MUISTIN έχει μικρότερη δυνατότητα να προκαλεί εξωπυραμιδικά
συμπτώματα από τα κλασικά νευροληπτικά, θα έχει και μειωμένη πιθανότητα να προκαλέσει
όψιμη δυσκινησία σε σύγκριση με τα κλασικά νευροληπτικά. Αν εμφανισθούν σημεία και
συμπτώματα όψιμης δυσκινησίας, η διακοπή όλων των αντιψυχωσικών φαρμάκων πρέπει να
αποφασισθεί. Το Κακοήθες Νευροληπτικό Σύνδρομο, χαρακτηριζόμενο από υπερθερμία,
δυσκαμψία των μυών, αστάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος, μεταβαλλόμενο
επίπεδο συνείδησης και αυξημένα επίπεδα CPK, έχει αναφερθεί ότι παρατηρείται με τα
κλασικά νευροληπτικά. Σε αυτήν την περίπτωση, η χορήγηση όλων των αντιψυχωσικών
φαρμάκων, συμπεριλαμβανόμενου και του MUISTIN, πρέπει να διακοπεί. Σε ηλικιωμένα
άτομα και σε ασθενείς με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, συνίσταται η μείωση κατά το ήμισυ,
τόσο της αρχικής δοσολογίας όσο και των ακόλουθων σταδιακών αυξήσεων της δοσολογίας.
Όταν το MUISTIN συνταγογραφείται σε ασθενείς με νόσο του Parkinson, συνιστάται
προσοχή, γιατί θεωρητικά μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση της νόσου. Είναι γνωστό ότι τα
κλασικά νευροληπτικά μειώνουν τον ουδό των επιληπτικών σπασμών. Συνιστάται προσοχή
κατά την θεραπεία επιληπτικών ασθενών. Εξαιτίας της πιθανότητας αύξησης του σωματικού
βάρους, πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να αποφεύγουν την υπερβολική διατροφή.
Όπως και με άλλα φάρμακα που ανταγωνίζονται τους D2 υποδοχείς της ντοπαμίνης η
MUISTIN προκαλεί αύξηση των επιπέδων προλακτίνης, τα οποία σε περίπτωση χρονίας
χορήγησης παραμένουν αυξημένα.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Οι κίνδυνοι χορήγησης MUISTIN σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα δεν έχουν συστηματικά
αξιολογηθεί. Δεδομένης της πρωταρχικής δράσης του στο ΚΝΣ, το MUISTIN πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα που έχουν επίσης δράση στο
ΚΝΣ. Το MUISTIN μπορεί να ανταγωνίζεται την δράση της λεβοντόπα και άλλων αγωνιστών
της ντοπαμίνης. Η καρβεμαζεπίνη έχει δείξει ότι ελαττώνει τα επίπεδα στο πλάσμα του
ενεργού αντιψυχωσικού μεταβολίτη του MUISTIN. Παρόμοια αποτελέσματα έχουν
παρατηρηθεί με άλλους επαγωγής ηπατικών ένζυμων. Σε διακοπή της χορήγησης της
καρβαμαζεπίνης ή των άλλων απαγωγέων ηπατικών ενζύμων, η δοσολογία του MUISTIN
πρέπει να επανετκιμάται και, αν είναι απαραίτητο, να ελαττωθεί. Φαινοθειαζίνες, τρικυκλικά
αντικαταθλιπτικά και ορισμένοι β-αναστολείς μπορούν να προκαλέσουν αύξηση των επιπέδων
της ρισπεριδόνης στο πλάσμα, αλλά όχι και του αντιψυχωσικού μεταβολίτου. Όταν το
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος