Σε πολυκεντρική ανοιχτή μελέτη 8 εβδομάδων παρηγορητικής θεραπείας με
προαιρετική φάση επέκτασης μεταβλητής διάρκειας, εντάχθηκαν 335 ασθενείς,
89 από τους οποίους διαγνώστηκαν ως ασθενείς με ομόζυγο οικογενή
υπερχοληστερολαιμία. Από τους 89 αυτούς ασθενείς, η μέση εκατοστιαία
μείωση της LDL-C ήταν περίπου 20%. Η ατορβαστατίνη χορηγήθηκε σε δόσεις
έως 80 mg/ημέρα.
Αθηροσκλήρυνση
Στη Μελέτη Αναστροφής της Αθηροσκλήρυνσης με Επιθετική Αντιλιπιδαιμική
Αγωγή (REVERSAL), η επίδραση της εντατικής μείωσης των λιπιδίων με
ατορβαστατίνη 80 mg και του τυπικού βαθμού μείωσης των λιπιδίων με
πραβαστατίνη 40 mg στην περίπτωση στεφανιαίας αθηροσκλήρυνσης
αξιολογήθηκε μέσω ενδαγγειακής υπερηχογραφίας (IVUS), κατά τη διάρκεια
αγγειογραφίας, σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο.
Σε αυτή την τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, πολυκεντρική, ελεγχόμενη κλινική
μελέτη, η IVUS διεξήχθη κατά την έναρξη της μελέτης και στους 18 μήνες, σε
502 ασθενείς. Στην ομάδα της ατορβαστατίνης (n=253), δεν παρατηρήθηκε
εξέλιξη της αθηροσκλήρυνσης.
Η διάμεση εκατοστιαία μεταβολή, από την έναρξη της μελέτης, στον συνολικό
αθηρωματικό όγκο (το κύριο κριτήριο της μελέτης) ήταν -0,4% (p=0,98) στην
ομάδα της ατορβαστατίνης και +2,7% (p=0,001) στην ομάδα της
πραβαστατίνης (n=249). Σε σύγκριση με την πραβαστατίνη, οι επιδράσεις της
ατορβαστατίνης ήταν στατιστικά σημαντικές (p=0,02). Η επίδραση της
εντατικής μείωσης των λιπιδίων στα καρδιαγγειακά τελικά σημεία (π.χ. ανάγκη
για επαναγγείωση, μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου, θάνατος
στεφανιαίας αιτιολογίας) δεν διερευνήθηκε σε αυτή τη μελέτη.
Στην ομάδα της ατορβαστατίνης, η LDL-C μειώθηκε σε ένα μέσο όρο 2,04
mmol/L 0,8 (78,9 mg/dl 30) από αρχικά 3,89 mmol/l 0,7 (150 mg/dl ± 28)
και στην ομάδα της πραβαστατίνης, η LDL-C μειώθηκε σε ένα μέσο όρο 2,85
mmol/l 0,7 (110 mg/dl 26) από αρχικά 3,89 mmol/l 0,7 (150 mg/dl 26)
(p<0,0001). Η ατορβαστατίνη ελάττωσε επίσης σημαντικά τη μέση τιμή της
ολικής χοληστερόλης (TC) κατά 34,1% (πραβαστατίνη: -18,4%, p<0,0001), τη
μέση τιμή των επιπέδων των τριγλυκεριδίων (TG) κατά 20% (πραβαστατίνη:
-6,8%, p<0,0009) και τη μέση τιμή των επιπέδων απολιποπρωτεΐνης Β κατά
39,1% (πραβαστατίνη: -22,0%, p<0,0001). Η ατορβαστατίνη προκάλεσε αύξηση
της μέσης HDL-C κατά 2,9% (πραβαστατίνη: +5,6%, p=μη σημαντική).
Σημειώθηκε μία μέση μείωση της c-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) κατά 36,4%
στην ομάδα της ατορβαστατίνης σε σύγκριση με μία μείωση κατά 5,2% στην
ομάδα της πραβαστατίνης (p<0,0001).
Τα αποτελέσματα της μελέτης προέκυψαν με την περιεκτικότητα δόσης των 80
mg. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να επεκταθούν για τις χαμηλότερες
περιεκτικότητες δόσεων.
Τα προφίλ ασφάλειας και ανεκτικότητας των δύο ομάδων θεραπείας ήταν
παρόμοια.
Η επίδραση της εντατικής μείωσης των λιπιδίων σε μείζονα καταληκτικά
σημεία που σχετίζονται με το καρδιαγγειακό δεν διερευνήθηκε σε αυτή τη
μελέτη. Συνεπώς, η κλινική σημασία αυτών των απεικονιστικών
αποτελεσμάτων ως προς την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια πρόληψη των
καρδιαγγειακών συμβαμάτων είναι άγνωστη.
19