ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Atorvastatin/Actavis 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 10 mg ατορβαστατίνης με
τη μορφή ασβεστιούχου ατορβαστατίνης.
Έκδοχο:
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
10 mg: Λευκού χρώματος, οβάλ, αμφίκυρτα, επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο
δισκία με την ένδειξη «10» στη μία πλευρά και την ένδειξη «A» στην άλλη.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Υπερχοληστερολαιμία
Το Atorvastatin/Actavis ενδείκνυται ως συμπλήρωμα στη διατροφή για τη
μείωση της αυξημένης ολικής χοληστερόλης (ολική-C), της LDL-χοληστερόλης
(LDL-C), της απολιποπρωτεΐνης-Β και των τριγλυκεριδίων σε ενήλικες, εφήβους
και παιδιά ηλικίας 10 ετών ή μεγαλύτερα με πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία,
συμπεριλαμβανομένης της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας (ετερόζυγος
παραλλαγή) ή της συνδυασμένης (μικτής) υπερλιπιδαιμίας (που αντιστοιχεί
στους Τύπους της ταξινόμησης ΙIa και ΙΙb κατά Frederickson), όταν η
ανταπόκριση στη δίαιτα και άλλα μη φαρμακολογικά μέτρα είναι ανεπαρκής.
Το Atorvastatin/Actavis ενδείκνυται επίσης για τη μείωση της ολικής-C και της
LDL-C σε ενήλικες με ομόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία ως
συμπληρωματική αγωγή σε άλλες αντιλιπιδαιμικές θεραπείες (π.χ. LDL
αφαίρεση) ή εάν τέτοιες θεραπείες δεν είναι διαθέσιμες.
Πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου
Πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε ενήλικους ασθενείς που
εκτιμάται ότι διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης ενός πρώτου
καρδιαγγειακού συμβάματος (βλ. παράγραφο 5.1), συμπληρωματικά στη
διόρθωση άλλων παραγόντων κινδύνου.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ο ασθενής θα πρέπει να ξεκινήσει μία τυπική υπολιπιδαιμική δίαιτα πριν από
2
τη λήψη του Atorvastatin/Actavis, την οποία θα πρέπει να συνεχίσει κατά τη
διάρκεια της θεραπείας του με το Atorvastatin/Actavis.
Η δόση θα πρέπει να εξατομικεύεται, σύμφωνα με τα αρχικά επίπεδα της LDL-C,
το θεραπευτικό στόχο και την ανταπόκριση του ασθενούς.
Η συνήθης αρχική δόση είναι 10 mg άπαξ ημερησίως. Η ρύθμιση της δόσης θα
πρέπει να πραγματοποιείται σε διαστήματα των 4 εβδομάδων ή μεγαλύτερα. Η
μέγιστη δόση είναι 80 mg άπαξ ημερησίως.
Πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία και συνδυασμένη (μικτή) υπερλιπιδαιμία
Η πλειοψηφία των ασθενών ελέγχεται με 10 mg Atorvastatin/Actavis άπαξ
ημερησίως. Θεραπευτική ανταπόκριση είναι εμφανής εντός 2 εβδομάδων, ενώ η
μέγιστη θεραπευτική ανταπόκριση συνήθως επιτυγχάνεται εντός 4 εβδομάδων.
Η ανταπόκριση διατηρείται κατά τη διάρκεια χρόνιας θεραπείας.
Ετερόζυγη οικογενής υπερχοληστερολαιμία
Οι ασθενείς πρέπει να αρχίζουν την αγωγή με 10 mg Atorvastatin/Actavis
ημερησίως. Οι δόσεις θα πρέπει να εξατομικεύονται και να προσαρμόζονται
κάθε 4 εβδομάδες σε 40 mg ημερησίως. Στη συνέχεια, η δόση είτε μπορεί να
αυξηθεί έως ένα μέγιστο επίπεδο 80 mg ημερησίως ή μπορεί να συνδυαστεί
κάποια ρητίνη δέσμευσης χολικών οξέων με την ατορβαστατίνη 40 mg άπαξ
ημερησίως.
Ομόζυγη οικογενής υπερχοληστερολαιμία
Μόνο περιορισμένα δεδομένα είναι διαθέσιμα (βλ. παράγραφο 5.1).
Η δόση της ατορβαστατίνης σε ασθενείς με ομόζυγη οικογενή
υπερχοληστερολαιμία είναι 10 έως 80 mg ημερησίως (βλ. παράγραφο 5.1). Η
ατορβαστατίνη πρέπει να χρησιμοποιείται ως επιπρόσθετη θεραπεία σε άλλες
αντιλιπιδαιμικές θεραπείες (π.χ. LDL αφαίρεση) σε αυτούς τους ασθενείς ή
εφόσον τέτοιες θεραπείες δεν είναι διαθέσιμες.
Πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου
Σε μελέτες πρωτοβάθμιας πρόληψης, η δόση ήταν 10 mg/ημέρα. Υψηλότερες
δόσεις μπορεί να είναι απαραίτητες, προκειμένου να επιτευχθούν επίπεδα LDL
χοληστερόλης που συνάδουν με τις τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες.
Νεφρική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται ρύθμιση της δόσης (βλ. παράγραφο 4.4).
Ηπατική δυσλειτουργία
Πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική βλάβη (βλ.
παραγράφους 4.4 και 5.2). Αντενδείκνυται σε ασθενείς με ενεργό ηπατική νόσο
(βλ παράγραφο 4.3).
Χρήση στους ηλικιωμένους
3
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια σε ασθενείς μεγαλύτερους των 70 ετών
που χρησιμοποιούν τις συνιστώμενες δόσεις είναι παρόμοιες με εκείνες που
παρατηρούνται στο γενικό πληθυσμό.
Παιδιατρική χρήση
Υπερχοληστερολαιμία:
Η παιδιατρική χρήση πρέπει να γίνεται από ιατρούς έμπειρους στη θεραπεία της
παιδιατρικής υπερλιπιδαιμίας και οι ασθενείς πρέπει να επαναξιολογούνται σε
τακτική βάση για να γίνεται εκτίμηση της εξέλιξης.
Για ασθενείς ηλικίας 10 ετών και άνω, η συνιστώμενη αρχική δόση της
ατορβαστατίνης είναι 10 mg ημερησίως τιτλοδοτούμενη σε έως 20 mg
ημερησίως. Η τιτλοδότηση πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με την
εξατομικευμένη ανταπόκριση και ανοχή των παιδιατρικών ασθενών. Οι
πληροφορίες ασφάλειας για παιδιατρικούς ασθενείς που λαμβάνουν δόσεις άνω
των 20 mg, οι οποίες αντιστοιχούν σε περίπου 0,5 mg/kg, είναι περιορισμένες.
Η εμπειρία για παιδιά ηλικίας μεταξύ 6-10 ετών είναι περιορισμένη (βλ.
παράγραφο 5.1). Η ατορβαστατίνη δεν ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών
ηλικίας κάτω των 10 ετών.
Άλλες φαρμακοτεχνικές μορφές/περιεκτικότητες μπορεί να είναι
καταλληλότερες για αυτόν τον πληθυσμό.
Τρόπος χορήγησης
Το Atorvastatin/Actavis προορίζεται για από του στόματος χορήγηση. Κάθε
ημερήσια δόση ατορβαστατίνης χορηγείται ολόκληρη σε μια λήψη και μπορεί να
χορηγηθεί οποιαδήποτε ώρα της ημέρας με ή χωρίς τροφή.
4.3 Αντενδείξεις
Το Atorvastatin/Actavis αντενδείκνυται σε ασθενείς:
με υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα που
παρατίθενται στην παράγραφο 6.1.
- με ενεργό ηπατική νόσο ή ανεξήγητες εμμένουσες αυξήσεις των
τρανσαμινασών στον ορό, που υπερβαίνουν κατά το 3πλάσιο το ανώτερο
όριο του φυσιολογικού εύρους
- Ασθενείς με μυοπάθεια.
- κατά την εγκυμοσύνη, κατά τη διάρκεια του θηλασμού και σε γυναίκες
αναπαραγωγικής ηλικίας που δεν χρησιμοποιούν αποτελεσματικά μέτρα
αντισύλληψης (βλ. παράγραφο 4.6).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Ηπατικές επιδράσεις
Πρέπει να πραγματοποιούνται εξετάσεις της ηπατικής λειτουργίας πριν την
έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια περιοδικά. Ασθενείς που αναπτύσσουν
οποιαδήποτε σημεία ή συμπτώματα υποδηλωτικά ηπατικής βλάβης πρέπει να
υποβάλλονται σε εξετάσεις της ηπατικής λειτουργίας. Οι ασθενείς που
παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών θα πρέπει να
παρακολουθούνται έως την υποχώρηση της ανωμαλίας. Εφόσον υφίσταται
4
εμμένουσα αύξηση τρανσαμινασών άνω του 3πλάσιου του ανώτερου ορίου του
φυσιολογικού εύρους (ULN), συνιστάται μείωση της δόσης ή απόσυρση του
Atorvastatin/Actavis (βλ. παράγραφο 4.8).
Το Atorvastatin/Actavis θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς
που καταναλώνουν σημαντικές ποσότητες αλκοόλ ή/και έχουν ιστορικό
ηπατικής νόσου.
Πρόληψη του Εγκεφαλικού Επεισοδίου με Επιθετική Μείωση των Επιπέδων
Χοληστερόλης (SPARCL)
Σε μια post-hoc ανάλυση των υποτύπων των αγγειακών εγκεφαλικών
επεισοδίων ασθενών χωρίς στεφανιαία νόσο (ΣΝ), οι οποίοι υπέστησαν
πρόσφατο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο
(ΠΙΕ), εμφανίστηκε υψηλότερη επίπτωση αιμορραγικού αγγειακού εγκεφαλικού
επεισοδίου σε ασθενείς που άρχισαν θεραπεία με 80 mg ατορβαστατίνης σε
σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Αυξημένος κίνδυνος
σημειώθηκε ιδιαίτερα σε ασθενείς με προηγούμενο αιμορραγικό αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο ή κενοτοπιώδες έμφρακτο κατά την ένταξή στη μελέτη.
Για ασθενείς με προηγούμενο αιμορραγικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή
κενοτοπιώδες έμφρακτο, η αναλογία κινδύνου και οφέλους για την
ατορβαστατίνη 80 mg είναι αβέβαιη και ο δυνητικός κίνδυνος αιμορραγικού
αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά πριν
αρχίσει η θεραπεία (βλ. παράγραφο 5.1).
Επιδράσεις στους σκελετικούς μύες
Η ατορβαστατίνη, όπως και άλλοι αναστολείς της HMG-CoA αναγωγάσης,
ενδέχεται σε σπάνιες περιπτώσεις να επηρεάσει τους σκελετικούς μύες και να
προκαλέσει μυαλγία, μυοσίτιδα και μυοπάθεια που μπορεί να εξελιχθεί σε
ραβδομυόλυση, μία δυνητικά απειλητική για τη ζωή πάθηση, που
χαρακτηρίζεται από σημαντικά αυξημένες τιμές κινάσης της κρεατίνης (CK) (>
10 φορές την τιμή ULN), μυοσφαιριναιμία και μυοσφαιρινουρία που μπορεί να
επιφέρουν νεφρική ανεπάρκεια.
Πριν την έναρξη της θεραπείας
Η ατορβαστατίνη θα πρέπει να συνταγογραφείται με προσοχή σε ασθενείς με
προδιαθεσικούς παράγοντες για την εμφάνιση ραβδομυόλυσης. Πρέπει να
λαμβάνεται μέτρηση του επιπέδου CK πριν από την έναρξη της θεραπείας με
στατίνες, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Νεφρική δυσλειτουργία
- Υποθυρεοειδισμός
- Ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό κληρονομικών μυϊκών διαταραχών
- Προηγούμενο ιστορικό μυϊκής τοξικότητας με στατίνες ή φιβράτες
- Προηγούμενο ιστορικό ηπατικής νόσου ή/και κατανάλωσης σημαντικών
ποσοτήτων αλκοόλ
- Σε ηλικιωμένους (ηλικίας >70 ετών), θα πρέπει να εξετάζεται η
αναγκαιότητα τέτοιων μετρήσεων, με βάση την παρουσία άλλων
προδιαθεσικών παραγόντων για την εμφάνιση ραβδομυόλυσης
- Περιπτώσεις όπου μπορεί να εμφανιστεί αύξηση των επιπέδων στο
πλάσμα, όπως αλληλεπιδράσεις (βλ. παράγραφο 4.5) και ειδικοί πληθυσμοί
περιλαμβανομένων γενετικών υποπληθυσμών (βλ. παράγραφο 5.2)
5
Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα πρέπει να σταθμίζεται προσεκτικά ο κίνδυνος από
τη θεραπεία έναντι του πιθανού οφέλους, ενώ συνιστάται κλινική
παρακολούθηση.
Εάν τα επίπεδα CK είναι σημαντικά αυξημένα (>5 φορές τα επίπεδα ULN) κατά
την έναρξη η θεραπεία δεν πρέπει να ξεκινά.
Μετρήσεις της κρεατινικής κινάσης
Η κρεατινική κινάση (CK) δεν θα πρέπει να μετριέται μετά από εντατική
άσκηση ή εάν υφίσταται οποιαδήποτε εύλογη εναλλακτική αιτία για την αύξηση
της CK, καθώς έτσι καθίσταται δύσκολη η ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Εάν
τα επίπεδα CK είναι σημαντικά αυξημένα κατά την έναρξη (>5 φορές τα
επίπεδα ULN), πρέπει να επαναπροσδιορίζονται εντός 5-7 ημερών προκειμένου
να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας
- Πρέπει να ζητείται από τους ασθενείς να αναφέρουν άμεσα την εμφάνιση
μυικού άλγους, κραμπών ή αδυναμίας, ιδιαίτερα εάν συνοδεύονται από
αίσθημα κακουχίας ή πυρετό.
- Εάν εμφανιστούν τέτοια συμπτώματα ενώ ο ασθενής λαμβάνει
ατορβαστατίνη, θα πρέπει να μετρηθούν τα επίπεδα CK. Εάν τα επίπεδα
αυτά είναι σημαντικά αυξημένα (>5 φορές τα επίπεδα ULN) η θεραπεία
πρέπει να σταματήσει.
- Εάν τα μυϊκά συμπτώματα είναι σοβαρά και προκαλούν καθημερινή
ενόχληση, ακόμη κι εάν τα επίπεδα CK είναι αυξημένα σε <5 x ULN,
πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διακοπής της θεραπείας.
- Εάν τα συμπτώματα υποχωρήσουν και τα επίπεδα CK επανέλθουν στο
φυσιολογικό, τότε μπορεί να εξετασθεί το ενδεχόμενο επαναχορήγησης της
ατορβαστατίνης ή εναλλακτικής χορήγησης κάποιας στατίνης στη
χαμηλότερη δόση και υπό στενή παρακολούθηση.
- Η ατορβαστατίνη πρέπει να διακόπτεται εάν εμφανιστεί κλινικά
σημαντική αύξηση των επιπέδων CK (>10 x ULN) ή εφόσον διαγνωστεί
ραβδομυόλυση ή υπάρχει υποψία εμφάνισής της.
Ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Ο κίνδυνος ραβδομυόλυσης αυξάνεται όταν η ατορβαστατίνη χορηγείται
ταυτόχρονα με ορισμένα άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που μπορεί να αυξήσουν
τη συγκέντρωση της ατορβαστατίνης στο πλάσμα, ισχυροί αναστολείς του
CYP3A4 ή πρωτεΐνες πρωτεϊνών (π.χ. κυκλοσπορίνη, τελιθρομυκίνη,
κλαριθρομυκίνη, δελαβιρδίνη, στριριπεντόλη, κετοκοναζόλη, βορικοναζόλη,
ιτρακοναζόλη, ποσακοναζόλη και αναστολείς της HIV-πρωτεάσης
περιλαμβανομένων της ριτοναβίρης, της λοπιναβίρης, της αταζαναβίρης, της
ινδιναβίρης, της δαρουναβίρης κτλ). Ο κίνδυνος μυοπάθειας μπορεί επίσης να
αυξηθεί με την ταυτόχρονη χρήση γεμφιβροζίλης και άλλων παραγώγων του
ινικού οξέος, ερυθρομυκίνης, νιασίνης και εζετιμίμπης. Εάν είναι εφικτό,
πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης εναλλακτικών (μη
αλληλεπιδρώντων) θεραπειών αντί γι’ αυτά τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Σε περιπτώσεις όπου είναι απαραίτητη η συγχορήγηση αυτών των
φαρμακευτικών προϊόντων με ατορβαστατίνη, θα πρέπει να σταθμίζεται
προσεκτικά το όφελος έναντι του κινδύνου από την ταυτόχρονη θεραπεία. Όταν
οι ασθενείς λαμβάνουν φαρμακευτικά προϊόντα που αυξάνουν τη συγκέντρωση
6
της ατορβαστατίνης στο πλάσμα, συνιστάται χαμηλότερη μέγιστη δόση
ατορβαστατίνης. Επιπλέον, στην περίπτωση ισχυρών αναστολέων του CYP3A4,
πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης χαμηλότερης αρχικής δόσης
ατορβαστατίνης και συνιστάται κατάλληλη κλινική παρακολούθηση των
ασθενών αυτών. (βλ. παράγραφο 4.5).
Η ατορβαστατίνη δεν πρέπει να συγχορηγείται με συστηματικά σκευάσματα του
φουσιδικού οξέως ή εντός 7 ημερών από τη διακοπή της θεραπείας φουσιδικού
οξέος. Σε ασθενείς όπου η χρήση των συστημικών σκευασμάτων φουσιδικού
οξέος θεωρείται απαραίτητη, η θεραπεία με στατίνες θα πρέπει να διακόπτεται
καθ 'όλη τη διάρκεια της θεραπείας φουσιδικού οξέος. Υπήρξαν αναφορές
ραβδομυόλυσης (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων θανατηφόρων) σε ασθενείς
που λαμβάνουν φουσιδικό οξύ και στατίνες σε συνδυασμό (βλέπε παράγραφο
4.5). Ο ασθενής θα πρέπει να συμβουλεύονται να αναζητούν αμέσως ιατρική
συμβουλή εάν εμφανίσουν συμπτώματα της μυϊκή αδυναμία, πόνος ή
ευαισθησία.
θεραπεία στατίνης μπορεί να εισαχθεί εκ νέου επτά ημέρες μετά την τελευταία
δόση του φουσιδικού οξέος.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου απαιτείται παρατεταμένη συστηματική
χορήγηση φουσιδικού οξέως, π.χ., για τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων, η
ανάγκη για συγχορήγηση ατορβαστατίνης και του φουσιδικού οξέος θα πρέπει
να εξετάζεται μόνο σε κατά περίπτωση και υπό στενή ιατρική επίβλεψη.
Ανοσοδιαμεσολαβούμενη μυοπάθεια νεκρωτική
Υπήρξαν πολύ σπάνιες αναφορές μεσολάβηση του ανοσιακού συστήματος
νεκρωτική μυοπάθεια (IMNM) κατά τη διάρκεια ή μετά τη θεραπεία με ορισμένες
στατίνες. IMNM κλινικά χαρακτηρίζεται από επίμονη εγγύς μυϊκή αδυναμία και
αυξημένα επίπεδα κινάσης της κρεατινίνης ορού, τα οποία επιμένουν παρά τη
διακοπή της θεραπείας με στατίνες.
Διάμεση πνευμονοπάθεια
Έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις διάμεσης πνευμονοπάθειας με ορισμένες
στατίνες, ιδιαίτερα με μακροχρόνια θεραπεία (βλ. παράγραφο 4.8). Τα
εμφανιζόμενα ευρήματα μπορεί να περιλαμβάνουν δύσπνοια, μη παραγωγικό
βήχα και επιδείνωση της γενικής υγείας (κόπωση, απώλεια βάρους και πυρετό).
Εφόσον υπάρχει υποψία ανάπτυξης διάμεσης πνευμονοπάθειας από τον/την
ασθενή, η θεραπεία με στατίνες πρέπει να διακόπτεται.
Σακχαρώδης διαβήτης
Ορισμένες ενδείξεις υποδεικνύουν ότι οι στατίνες ως κατηγορία αυξάνουν τη
γλυκόζη αίματος και σε ορισμένους ασθενείς, σε υψηλό κίνδυνο μελλοντικής
ανάπτυξης διαβήτη, μπορεί να προκαλέσουν επίπεδα υπεργλυκαιμίας, που
χρήζουν τυπικής αντιδιαβητικής θεραπείας. Ο κίνδυνος, ωστόσο,
αντισταθμίζεται από τη μείωση του αγγειακού κινδύνου που επιφέρουν οι
στατίνες και επομένως δεν πρέπει να αποτελεί αιτία διακοπής της θεραπείας με
στατίνες. Οι ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο (γλυκόζη νηστείας 5,6 έως 6,9
mmol/L, ΔΜΣ>30kg/m
2
, αυξημένα τριγλυκερίδια, υπέρταση) πρέπει να
παρακολουθούνται τόσο κλινικά όσο και βιοχημικά σύμφωνα με τις εθνικές
κατευθυντήριες οδηγίες.
Παιδιατρική χρήση
7
Η ασφάλεια σε σχέση με την ανάπτυξη στον παιδιατρικό πληθυσμό δεν έχει
τεκμηριωθεί (βλ. παράγραφο 4.8).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Επιδράσεις συγχορηγούμενων φαρμακευτικών προϊόντων στην ατορβαστατίνη
Η ατορβαστατίνη μεταβολίζεται από το κυτόχρωμα P450 3A4 (CYP3A4) και
αποτελεί υπόστρωμα των πρωτεϊνικών μεταφορέων, π.χ. του ηπατικού
μεταφορέα πρόσληψης OATP1B1. Η ταυτόχρονη χορήγηση φαρμακευτικών
προϊόντων, που αποτελούν αναστολείς του CYP3A4 ή των πρωτεϊνικών
μεταφορέων, μπορεί να προκαλέσει αυξημένες συγκεντρώσεις πλάσματος της
ατορβαστατίνης καθώς και αυξημένο κίνδυνο μυοπάθειας. Ο κίνδυνος μπορεί
επίσης να αυξηθεί μετά από ταυτόχρονη χορήγηση ατορβαστατίνης με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα που μπορούν να προκαλέσουν μυοπάθεια, όπως
παράγωγα του ινικού οξέος και εζετιμίμπη (βλ. παράγραφο 4.4).
Αναστολείς του CYP3A4
Έχει καταδειχθεί ότι ισχυροί αναστολείς του CYP3A4 προκαλούν σημαντικά
αυξημένες συγκεντρώσεις ατορβαστατίνης (βλ. Πίνακα 1 και ειδικές
πληροφορίες κατωτέρω). Η συγχορήγηση ισχυρών αναστολέων του CYP3A4
(π.χ. κυκλοσπορίνης, τελιθρομυκίνης, κλαριθρομυκίνης, δελαβιριδίνης,
στιριπεντόλης, κετοκοναζόλης, βορικοναζόλης, ιτρακοναζόλης, ποσακοναζόλης
και αναστολέων της HIV πρωτεάσης περιλαμβανομένων της ριτοναβίρης, της
λοπιναβίρης, της ατταζαναβίρης, της ινδιναβίρης, της δαρουναβίρης κτλ) πρέπει
να αποφεύγεται εφόσον είναι εφικτό. Σε περιπτώσεις όπου η συγχορήγηση
αυτών των φαρμακευτικών προϊόντων με την ατορβαστατίνη δεν μπορεί να
αποφευχθεί, πρέπει να εξετάζεται η περίπτωση χορήγησης χαμηλότερων
αρχικών και μέγιστων δόσεων της ατορβαστατίνης και συνιστάται κατάλληλη
κλινική παρακολούθηση του ασθενή (βλ. Πίνακα 1).
Μέτριου βαθμού αναστολείς του CYP3A4 (π.χ. ερυθρομυκίνη, διλτιαζέμη,
βεραπαμίλη και φλουκοναζόλη) μπορούν να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις
πλάσματος της ατορβαστατίνης (βλ. Πίνακα 1). Έχει παρατηρηθεί αυξημένος
κίνδυνος μυοπάθειας με τη χρήση ερυθρομυκίνης σε συνδυασμό με στατίνες.
Μελέτες αλληλεπίδρασης για την εκτίμηση των επιδράσεων της αμιοδαρόνης ή
της βεραπαμίλης στην ατορβαστατίνη δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Τόσο η
αμιοδαρόνη όσο και η βεραπαμίλη είναι διαπιστωμένο ότι αναστέλλουν τη
δράση του CYP3A4 και η συγχορήγηση με την ατορβαστατίνη μπορεί να
προκαλέσει αυξημένη έκθεση στην ατορβαστατίνη. Κατά συνέπεια, πρέπει να
εξετάζεται η περίπτωση χορήγησης χαμηλότερης μέγιστης δόσης
ατορβαστατίνης και συνιστάται κατάλληλη κλινική παρακολούθηση του
ασθενούς όταν χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με μέτριου βαθμού αναστολείς του
CYP3A4. Συνιστάται κατάλληλη κλινική παρακολούθηση μετά από την έναρξη
χορήγησης ή προσαρμογές της δόσης του αναστολέα.
Επαγωγείς του CYP3A4
Η συγχορήγηση ατορβαστατίνης με επαγωγείς του κυτοχρώματος P450 3A (π.χ.
εφαβιρένζης, ριφαμπικίνης, βαλσαμόχορτου (St John’s Wort)) μπορεί να
8
προκαλέσει διαφόρου βαθμού μειώσεις στις συγκεντρώσεις πλάσματος της
ατορβαστατίνης. Λόγω του διπλού μηχανισμού δράσης της ριφαμπικίνης
(επαγωγή του κυτοχρώματος P450 3A και αναστολή του ηπατοκυτταρικού
αναστολέα πρόσληψης OATP1B1), η ταυτόχρονή συγχορήγηση ατορβαστατίνης
με ριφαμπικίνη συνιστάται, δεδομένου ότι η καθυστερημένη χορήγηση της
ατορβαστατίνης μετά από τη χορήγηση ριφαμπικίνης έχει συσχετισθεί με
σημαντική μείωση των συγκεντρώσεων πλάσματος της ατορβαστατίνης. Η
επίδραση της ριφαμπικίνης στις συγκεντρώσεις της ατορβαστατίνης στα
ηπατοκύτταρα είναι ωστόσο άγνωστη κι εάν δεν μπορεί να αποφευχθεί η
ταυτόχρονη χορήγηση, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για
την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Αναστολείς των πρωτεϊνικών μεταφορέων
Οι αναστολείς των πρωτεϊνικών μεταφορέων (π.χ. κυκλοσπορίνη) μπορεί να
αυξήσουν τη συστηματική έκθεση της ατορβαστατίνης (βλ. Πίνακα 1). Η
επίδραση της αναστολής των ηπατικών μεταφορέων πρόσληψης στις
συγκεντρώσεις της ατορβαστατίνης στα ηπατοκύτταρα είναι άγνωστη. Εάν δεν
μπορεί να αποφευχθεί η ταυτόχρονη χορήγηση, συνιστάται μείωση της δόσης
και κλινική παρακολούθηση για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας (βλ.
Πίνακα 1).
Γεμφιβροζίλη / παράγωγα του ινικού οξέος
Η χρήση φιβρατών ως μονοθεραπεία έχει περιστασιακά συσχετισθεί με
συμβάματα σχετικά με τους μύες, περιλαμβανομένης της ραβδομυόλυσης. Ο
κίνδυνος εμφάνισης αυτών των συμβαμάτων μπορεί να αυξηθεί με την
ταυτόχρονη χρήση παραγώγων του ινικού οξέος και ατορβαστατίνης. Εάν δεν
μπορεί να αποφευχθεί η ταυτόχρονη χορήγηση, πρέπει να χρησιμοποιείται η
χαμηλότερη δόση ατορβαστατίνης για την επίτευξη του θεραπευτικού στόχου
και οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται κατάλληλα (βλ. παράγραφο 4.4).
Εζετιμίμπη
Η χρήση της εζετιμίμπης ως μονοθεραπεία έχει συσχετισθεί με συμβάματα
σχετικά με τους μύες, περιλαμβανομένης της ραβδομυόλυσης. Ο κίνδυνος
αυτών των συμβαμάτων μπορεί επομένως να αυξηθεί από την ταυτόχρονη
χρήση εζετιμίμπης και ατορβαστατίνης. Συνιστάται κατάλληλη κλινική
παρακολούθηση των ασθενών αυτών.
Κολεστιπόλη
Οι συγκεντρώσεις της ατορβαστατίνης και των δραστικών μεταβολιτών της στο
πλάσμα ήταν χαμηλότερεςκατά περίπου 25% όταν η κολεστιπόλη
συγχορηγήθηκε με την ατορβαστατίνη. Ωστόσο, οι επιδράσεις στα λιπίδια ήταν
μεγαλύτερες με τη συγχορήγηση ατορβαστατίνης και κολεστιπόλης από ό,τι με
τη χορήγηση του κάθε φαρμακευτικού προϊόντος μεμονωμένα.
Φουσιδικό οξύ
Ο κίνδυνος για μυοπάθεια συμπεριλαμβανομένης της ραβδομυόλυσης μπορεί να
αυξηθεί με την ταυτόχρονη χορήγηση των συστημικών σκευασμάτων
φουσιδικού οξέως με στατίνες. Ο μηχανισμός αυτής της αλληλεπίδρασης (είτε
πρόκειται φαρμακοδυναμικές ή φαρμακοκινητικές, ή και τα δύο) είναι ακόμη
9
άγνωστoς. Υπήρξαν αναφορές ραβδομυόλυσης (συμπεριλαμβανομένων
ορισμένων θανατηφόρων) σε ασθενείς που λαμβάνουν αυτό το συνδυασμό.
Εάν η θεραπεία με συστηματική χορήγηση του φουσιδικού οξέος είναι
απαραίτητη, η θεραπεία ατορβαστατίνης θα πρέπει να διακόπτεται καθ 'όλη τη
διάρκεια της θεραπείας φουσιδικού οξέος. Επίσης, βλέπε παράγραφο 4.4.
Επίδραση της ατορβαστατίνης σε συγχορηγούμενα φαρμακευτικά προϊόντα
Διγοξίνη
Όταν συγχορηγήθηκαν πολλαπλές δόσεις διγοξίνης και 10 mg ατορβαστατίνης,
αυξήθηκαν ελάχιστα οι συγκεντρώσεις της διγοξίνης στη σταθεροποιημένη
κατάσταση. Οι ασθενείς που λαμβάνουν διγοξίνη πρέπει να παρακολουθούνται
κατάλληλα.
Από του στόματος αντισυλληπτικά
Η συγχορήγηση του Atorvastatin/Actavis με ένα από του στόματος
αντισυλληπτικό προκάλεσε αυξήσεις στις συγκεντρώσεις πλάσματος της
νορεθινδρόνης και της αιθινυλοιστραδιόλης.
Βαρφαρίνη
Στο πλαίσιο κλινικής μελέτης ασθενών που λάμβαναν χρόνια θεραπεία
βαρφαρίνης, η συγχορήγηση 80 mg ατορβαστατίνης ημερησίως με τη βαρφαρίνη
προκάλεσε μικρή μείωση του χρόνου προθρομβίνης κατά περίπου 1,7
δευτερόλεπτα κατά τη διάρκεια των 4 πρώτων ημερών δοσολόγησης, που
επανήλθε στο φυσιολογικό εντός 15 ημερών από τη θεραπεία ατορβαστατίνης.
Παρόλο που έχουν αναφερθεί μόνο πολύ σπάνιες περιπτώσεις κλινικά
σημαντικών αλληλεπιδράσεων με αντιπηκτικά, ο χρόνος προθρομβίνης πρέπει
να προσδιορίζεται πριν την έναρξη θεραπείας με ατορβαστατίνη σε ασθενείς
που λαμβάνουν κουμαρινικά αντιπηκτικά και αρκετά συχνά στην αρχή της
θεραπείας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν προκαλείται σημαντική
μεταβολή του χρόνου προθρομβίνης. Όταν καταγραφεί σταθερός χρόνος
προθρομβίνης, οι χρόνοι προθρομβίνης μπορούν να παρακολουθούνται στα
διαστήματα που συνήθως συνιστώνται για τους ασθενείς που λαμβάνουν
κουμαρινικά αντιπηκτικά. Εάν η δόση της ατορβαστατίνης μεταβληθεί ή
διακοπεί, πρέπει να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία. Η θεραπεία
ατορβαστατίνης δεν έχει συσχετισθεί με αιμορραγία ή με μεταβολές του χρόνου
προθρομβίνης σε ασθενείς που δεν λαμβάνουν αντιπηκτικά.
Πίνακας 1: Επίδραση συγχορηγούμενων φαρμακευτικών προϊόντων στη
φαρμακοκινητική της ατορβαστατίνης
Συγχορηγούμενο
φαρμακευτικό προϊόν και
δοσολογικό σχήμα
Ατορβαστατίνη
Δόση (mg) Μεταβολ
ή της
AUC
&
Κλινική Σύσταση
#
10
Τιπριναβίρη 500 mg BID/
Ριτοναβίρη 200 mg BID,
8 ημέρες (ημέρες 14 έως 21)
40 mg την
ημέρα 1,
10 mg την
ημέρα 20
↑9,4
φορές
Σε περιπτώσεις όπου η
συγχορήγηση με την
ατορβαστατίνη είναι
απαραίτητη, να μην
υπερβαίνονται τα
10 mg
ατορβαστατίνης
ημερησίως.
Συνιστάται κλινική
παρακολούθηση των
ασθενών αυτών.
Κυκλοσπορίνη
5,2 mg/kg/ημερησίως,
σταθερή δόση
10 mg OD
επί 28
ημέρες
↑8,7
φορές
Λοπιναβίρη 400 mg BID/
Ριτοναβίρη 100 mg BID,
14 ημέρες
20 mg OD
επί 4
ημέρες
↑5,9
φορές
Σε περιπτώσεις όπου
είναι η συγχορήγηση
ατορβαστατίνης είναι
απαραίτητη,
συνιστώνται
χαμηλότερες δόσεις
συντήρησης της
ατορβαστατίνης. Σε
δόσεις
ατορβαστατίνης που
υπερβαίνουν τα
20 mg, συνιστάται
κλινική
παρακολούθηση των
ασθενών αυτών
.
Κλαριθρομυκίνη mg BID,
9 ημέρες
80 mg OD
επί 8
ημέρες
↑4,4
φορές
Σακουιναβίρη 400 mg BID/
Ριτοναβίρη 300 mg BID από
τις ημέρες 5-7, αυξήθηκε σε
400 mg δις ημερησίως την
ημέρα 8), ημέρες 5-18,
30 λεπτά μετά τη
δοσολόγηση της
ατορβαστατίνης
40 mg OD
επί
4 ημέρες
↑3,9
φορές
Σε περιπτώσεις όπου η
συγχορήγηση
ατορβαστατίνης είναι
απαραίτητη,
συνιστώνται
χαμηλότερες δόσεις
συντήρησης της
ατορβαστατίνης. Σε
δόσεις
ατορβαστατίνης που
υπερβαίνουν τα
40 mg, συνιστάται
κλινική
παρακολούθηση των
ασθενών αυτών.
Δαρουναβίρη 300 mg BID/
Ριτοναβίρη 100 mg BID,
9 ημέρες
10 mg OD
επί
4 ημέρες
↑3,3
φορές
Ιτρακοναζόλη 200 mg OD,
4 ημέρες
40 mg SD ↑3,3
φορές
Φοσαμπρεναβίρη 700 mg
BID/ Ριτοναβίρη 100 mg BID,
14 ημέρες
10 mg OD
επί
4 ημέρες
↑2,5
φορές
Φοσαμπρεναβίρη 1400 mg
BID, 14 ημέρες
10 mg OD
επί
4 ημέρες
↑2,3
φορές
11
Νελφιναβίρη 1250 mg BID,
14 ημέρες
10 mg OD
επί
28 ημέρες
↑1,7
φορές^
Καμία ειδική
σύσταση.
Χυμός Γκρέιπφρουτ, 240 mL
OD *
40 mg, SD ↑37% Δεν συνιστάται η
ταυτόχρονη πρόσληψη
μεγάλων ποσοτήτων
χυμού γκρέιπφρουτ
και ατορβαστατίνης.
Διλτιαζέμη 240 mg OD,
28 ημέρες
40 mg, SD ↑51% Μετά από την έναρξη
χορήγησης ή μετά από
προσαρμογές της
δόσης της
διλτιαζέμης,
συνιστάται
κατάλληλη κλινική
παρακολούθηση των
ασθενών αυτών.
Ερυθρομυκίνη 500 mg QID,
7 ημέρες
10 mg, SD ↑33%^ Συνιστάται
χαμηλότερη μέγιστη
δόση και κλινική
παρακολούθηση των
ασθενών αυτών.
Αμλοδιπίνη 10 mg, εφάπαξ
δόση
80 mg, SD ↑18% Καμία ειδική
σύσταση.
Σιμετιδίνη 300 mg QID,
2 εβδομάδες
10 mg OD
επί
4 εβδομάδε
ς
↓λιγότε
ρο από
1%^
Καμία ειδική
σύσταση.
Αντιόξινο εναιώρημα
υδροξειδίου του μαγνησίου
και υδροξειδίου του
αργιλίου, 30 mL QID,
2 εβδομάδες
10 mg OD
επί
4 εβδομάδε
ς
↓35%^ Καμία ειδική
σύσταση.
Εφαβιρένζη 600 mg OD,
14 ημέρες
10 mg επί 3
ημέρες
↓41% Καμία ειδική
σύσταση.
Ριφαμπικίνη 600 mg OD,
7 ημέρες (συγχορηγούμενη)
40 mg SD ↑30% Εάν δεν μπορεί να
αποφευχθεί η
συγχορήγηση,
συνιστάται η
ταυτόχρονη
συγχορήγηση
ατορβαστατίνης με
ριφαμπικίνη, υπό
κλινική
παρακολούθηση.
Ριφαμπικίνη 600 mg OD,
5 ημέρες (διηρημένες δόσεις)
40 mg SD ↓80%
Γεμφιβροζίλη 600 mg BID,
7 ημέρες
40 mg SD ↑35% Συνιστάται
χαμηλότερη δόση
έναρξης και κλινική
παρακολούθηση των
ασθενών αυτών.
12
Φαινοφιβράτη 160 mg OD,
7 ημέρες
40 mg SD ↑3% Συνιστάται
χαμηλότερη δόση
έναρξης και κλινική
παρακολούθηση των
ασθενών αυτών.
&
Τα δεδομένα που παρατίθενται ως αύξηση κατά x αναπαριστούν απλή
αναλογία μεταξύ της συγχορήγησης και μεμονωμένης χορήγησης
ατορβαστατίνης (δηλ. 1-φορά = καμία μεταβολή). Τα δεδομένα που
παρατίθενται ως % μεταβολή αναπαριστούν % διαφορά σε σχέση με τη
μεμονωμένη χορήγηση ατορβαστατίνης (δηλ. 0% = καμία μεταβολή).
#
Βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.5 για την κλινική σημασία.
*
Περιέχει ένα ή περισσότερα συστατικά που αναστέλλουν το CYP3A4 και
μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις πλάσματος των φαρμακευτικών
προϊόντων που μεταβολίζονται από το CYP3A4. Η λήψη ενός ποτηριού με
240 ml χυμό γκρέιπφρουτ προκάλεσε επίσης μειωμένη AUC κατά 20.4% για
τον ενεργό ορθοϋδροξυλικό μεταβολίτη. Μεγάλες ποσότητες χυμού
γκρέιπφρουτ (άνω των 1.2 l ημερησίως επί 5 ημέρες) αύξησαν την AUC της
ατορβαστατίνης κατά 2,5 φορές και την AUC των δραστικών
(ατορβαστατίνης και μεταβολιτών).
^
Ισοδύναμη δράση ολικής ατορβαστατίνης
Η αύξηση επισημαίνεται ως «↑», η μείωση ως «↓»
OD = άπαξ ημερησίως, SD = εφάπαξ δόση, BID = δις ημερησίως, QID =
τέσσερεις φορές ημερησίως
Πίνακας 2: Επίδραση της ατορβαστατίνης στη φαρμακοκινητική
συγχορηγούμενων φαρμακευτικών προϊόντων
Ατορβαστατίνη
και δοσολογικό
σχήμα
Συγχορηγούμενο φαρμακευτικό προϊόν
Φαρμακευτικό
προϊόν/Δόση (mg)
Μεταβολ
ή της
AUC
&
Κλινική Σύσταση
80 mg OD επί
10 ημέρες
Διγοξίνη 0,25 mg OD,
20 ημέρες
↑15% Οι ασθενείς που
λαμβάνουν διγοξίνη
πρέπει να
παρακολουθούνται
κατάλληλα.
40 mg OD επί
22 ημέρες
Από του στόματος
αντισυλληπτικό OD,
2 μήνες
- νορεθινδρόνη 1 mg
-αιθινυλοιστραδιόλη
35 µg
↑28%
↑19%
Καμία ειδική
σύσταση.
80 mg OD επί
15 ημέρες
* Φαιναζόνη, 600 mg
SD
↑3% Καμία ειδική
σύσταση.
&
Τα δεδομένα που παρατίθενται ως % μεταβολή αναπαριστούν % διαφορά
σε σχέση με τη μεμονωμένη χορήγηση ατορβαστατίνης (δηλ. 0% = καμία
μεταβολή).
* Η συγχορήγηση πολλαπλών δόσεων ατορβαστατίνης και φαιναζόνης
κατέδειξε μικρή ή μη ανιχνεύσιμη απίδραση στην κάθαρση της φαιναζόνης.
Η αύξηση επισημαίνεται ως «↑», η μείωση ως «↓»
OD = άπαξ ημερησίως, SD = εφάπαξ δόση
13
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μελέτες φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων έχουν πραγματοποιηθεί
αποκλειστικά σε ενήλικες. Η έκταση των αλληλεπιδράσεων στον παιδιατρικό
πληθυσμό είναι άγνωστη. Οι ανωτέρω αναφερόμενες αλληλεπιδράσεις για τους
ενήλικες και οι προειδοποιήσεις στην παράγραφο 4.4. πρέπει να λαμβάνονται
υπόψη για τον παιδιατρικό πληθυσμό.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία
Γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να χρησιμοποιούν κατάλληλα μέτρα
αντισύλληψης κατά τη διάρκεια της θεραπείας (βλ. παράγραφο 4.3).
Εγκυμοσύνη
Το Atorvastatin/Actavis αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (βλ.
παράγραφο 4.3). Δεν έχει τεκμηριωθεί η ασφάλεια σε έγκυες γυναίκες. Δεν
έχουν πραγματοποιηθεί ελεγχόμενες κλινικές μελέτες με την ατορβαστατίνη σε
έγκυες γυναίκες. Έχουν παραληφθεί σπάνιες αναφορές συγγενών ανωμαλιών
μετά από ενδοκολπική έκθεση σε αναστολείς της HMG-CoA αναγωγάσης.
Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει τοξικότητα στην αναπαραγωγή (βλ. παράγραφο
5.3).
Η θεραπεία της μητέρας με ατορβαστατίνη μπορεί να μειώσει στο έμβρυο τα
επίπεδα της μεβαλονάτης, που αποτελεί πρόδρομο ουσία της βιοσύνθεσης της
χοληστερόλης. Η αθηροσκλήρωση είναι μια χρόνια διαδικασία, και συνήθως η
διακοπή των φαρμακευτικών προϊόντων που μειώνουν τα λιπίδια κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να έχει μικρή επίδραση στο μακροχρόνιο
κίνδυνο που σχετίζεται με την πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία.
Για τους λόγους αυτούς, το Atorvastatin/Actavis δεν πρέπει να χρησιμοποιείται
σε γυναίκες που είναι έγκυες, προσπαθούν να μείνουν έγκυες ή υποπτεύονται
ότι είναι έγκυες. Η θεραπεία με το Atorvastatin/Actavis πρέπει να αναστέλλεται
κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή μέχρι να διευκρινιστεί ότι η γυναίκα δεν
είναι έγκυος (βλ. παράγραφο 4.3).
Θηλασμός
Δεν είναι γνωστό κατά πόσο η ατορβαστατίνη ή οι μεταβολίτες της εκκρίνονται
στο ανθρώπινο γάλα. Στους αρουραίους, οι συγκεντρώσεις πλάσματος της
ατορβαστατίνης και των δραστικών μεταβολιτών της είναι παρόμοιες με
εκείνων στο γάλα (βλ. παράγραφο 5.3). Λόγω του δυναμικού πρόκλησης
σοβαρών ανεπιθύμητων συμβαμάτων, οι γυναίκες που λαμβάνουν το
Atorvastatin/Actavis δεν πρέπει να θηλάζουν τα βρέφη τους (βλ. πράγραφο 4.3).
Η ατορβαστατίνη αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του θηλασμού (βλ.
παράγραφο 4.3).
Γονιμότητα
Σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ζώα η ατορβαστατίνη δεν είχε κάποια
επίδραση στην αρσενική ή θηλυκή γονιμότητα (βλ. παράγραφο 5.3).
14
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Το Atorvastatin/Actavis έχει αμελητέα επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και
χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Στη βάση δεδομένων των κλινικών μελετών της ατορβαστατίνης, 16.066 (8.755
υπό ατορβαστατίνη έναντι 7.311 σε αγωγή με εικονικό φάρμακο) ασθενών που
έλαβαν θεραπεία για μέσο χρονικό διάστημα 53 εβδομάδων, το 5,2% των
ασθενών υπό ατορβαστατίνη διέκοψαν λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών
συγκριτικά με 4,0% των ασθενών σε αγωγή με εικονικό φάρμακο.
Με βάση τα δεδομένα από κλινικές μελέτες και εκτεταμένες αναφορές μετά την
κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά, ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει την
εικόνα των ανεπιθύμητων ενεργειών για την ατορβαστατίνη.
Οι υπολογιζόμενες συχνότητες των ανεπιθύμητων ενεργειών είναι
ταξινομημένες με βάση την ακόλουθη σύμβαση: συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι
συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ
σπάνιες (<1/10.000).
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Συχνές: ρινοφαρυγγίτιδα
Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: θρομβοκυτοπενία.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Συχνές: αλλεργικές αντιδράσεις
Πολύ σπάνιες: Αναφυλαξία.
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Συχνές: υπεργλυκαιμία
Όχι συχνές: υπογλυκαιμία, αυξημένο σωματικό βάρος, ανορεξία
Ψυχιατρικές διαταραχές
Όχι συχνές: εφιάλτης, αϋπνία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές: κεφαλαλγία
Όχι συχνές: ζάλη, παραισθησία, υπαισθησία, δυσγευσία, αμνησία.
Σπάνιες: περιφερική νευροπάθεια
Οφθαλμικές διαταραχές:
Όχι συχνές: θολή όραση
Σπάνιες: οπτική διαταραχή
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές: εμβοές
Πολύ σπάνιες: απώλεια ακοής.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του
μεσοθωράκιου:
15
Συχνές: φαρυγγολαρυγγικό άλγος, επίσταξη
Γαστρεντερικές διαταραχές
Συχνές: δυσκοιλιότητα, μετεωρισμός, δυσπεψία, ναυτία, διάρροια.
Όχι συχνές: έμετος, άλγος άνω και κάτω κοιλιακής χώρας, ερυγή,
παγκρεατίτιδα
Ηπατοχολικές διαταραχές
Όχι συχνές: ηπατίτιδα
Σπάνιες: χολόσταση
Πολύ σπάνιες: ηπατική ανεπάρκεια
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Όχι συχνές: κνίδωση, δερματικό εξάνθημα, κνησμός, αλωπεκία
Όχι συχνές: αγγειονευρωτικό οίδημα, φυσαλιδώδης δερματίτιδα
περιλαμβανομένης πολύμορφου ερυθήματος, συνδρόμου Stevens-Johnson
και τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Συχνές: μυαλγία, αρθραλγία, άλγος άκρου, μυϊκοί σπασμοί, διόγκωση
άρθρωσης, οσφυαλγία
Όχι συχνές: αυχεναλγία, μυϊκή κόπωση
Σπάνιες: μυοπάθεια, μυοσίτιδα, ραβδομυόλυση, τενοντοπάθεια, ορισμένες
φορές επιπλεγμένη από ρήξη τένοντα
Μη γνωστή: Ανοσολογικά διαμεσολαβούμενη νεκρωτική μυοπάθεια (βλ.
παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού:
Πολύ σπάνιες: γυναικομαστία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές: κακουχία, αδυναμία, θωρακικό άλγος, περιφερικό οίδημα, κόπωση,
πυρεξία
Παρακλινικές εξετάσεις
Συχνές: μη φυσιολογικές δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας, αυξημένη κινάση
της κρεατίνης αίματος
Όχι συχνές: θετική εξέταση λευκοκυττάρων στα ούρα
Όπως και με άλλους αναστολείς της HMG-CoA αναγωγάσης, έχει αναφερθεί
αύξηση των τρανσαμινασών ορού σε ασθενείς που λάμβαναν ατορβαστατίνη.
Αυτές οι αλλαγές ήταν συνήθως ήπιες, παροδικές και δεν απαιτήθηκε διακοπή
της θεραπείας. Κλινικά σημαντικές (>3 φορές το ανώτατο όριο του
φυσιολογικού) αυξήσεις των τρανσαμινασών ορού εμφανίστηκαν σε 0,8% των
ασθενών υπό ατορβαστατίνη. Αυτές οι αυξήσεις ήταν σχετικές με τη δόση και
αναστρέψιμες σε όλους τους ασθενείς.
Σε κλινικές μελέτες παρατηρήθηκε αύξηση της κινάσης της κρεατίνης (CK) ορού
υψηλότερες από το 3πλάσιο του ανώτατου ορίου του φυσιολογικού στο 2,5%
των ασθενών υπό ατορβαστατίνη, παρόμοια εκείνης με άλλους αναστολείς της
HMG-CoA αναγωγάσης σε κλινικές μελέτες. Τιμές άνω του 10πλασίου του
ανώτατου φυσιολογικού εύρουςεμφανίστηκαν στο 0,4% των ασθενών υπό
θεραπεία με ατορβαστατίνη (βλ. παράγραφο 4.4).
16
Οι παρακάτω ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί με κάποιες στατίνες:
- Σεξουαλική δυσλειτουργία.
- Κατάθλιψη.
- Εξαιρετικές περιπτώσεις διάμεσης πνευμονοπάθειας, ειδικά με
μακροχρόνια θεραπεία (βλ. παράγραφο 4.4)
- Σακχαρώδης διαβήτης: Η συχνότητα θα εξαρτηθεί από την παρουσία ή την
απουσία παραγόντων κινδύνου (γλυκόζη αίματος νηστείας ≥ 5.6 mmol/L,
ΔΜΣ>30kg/m
2
, αυξημένα τριγλυκερίδια, ιστορικό υπέρτασης).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η βάση δεδομένων κλινικής ασφάλειας περιλαμβάνει δεδομένα ασφάλειας 249
παιδιατρικών ασθενών που έλαβαν ατορβαστατίνη, μεταξύ των οποίων 7
ασθενείς ήταν ηλικίας < 6 ετών, 14 ασθενείς ήταν στο ηλικιακό εύρος των 6
έως 9 ετών και 228 ασθενείς ήταν στο ηλικιακό εύρος των 10 έως 17 ετών.
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές: κεφαλαλγία
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Συχνές: κοιλιακό άλγος
Παρακλινικές εξετάσεις
Συχνές: αυξημένη αμινοτρανσφεράση της αλανίνης, αυξημένη φωσφοκινάση της
κρεατίνης αίματος
Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, η συχνότητα, το είδος και η βαρύτητα των
ανεπιθύμητων ενεργειών στα παιδιά αναμένεται να είναι ίδια με των ενηλίκων.
Επί του παρόντος η εμπειρία σε σχέση με τη μακροχρόνια ασφάλεια στον
παιδιατρικό πληθυσμό είναι περιορισμένη.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Ειδική θεραπεία δεν διατίθεται για την υπερδοσολογία με το
Atorvastatin/Actavis. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας ο ασθενής θα πρέπει να
αντιμετωπίζεται συμπτωματικά, ενώ θα πρέπει να λαμβάνονται υποστηρικτικά
μέτρα, όπως κρίνεται απαραίτητο. Πρέπει να πραμγματοποιούνται εξετάσεις
της ηπατικής λειτουργίας και να παρακολουθούνται οι τιμές CK ορού. Λόγω της
17
εκτεταμένης σύνδεσης της ατορβαστατίνης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος, η
αιμοκάθαρση δεν αναμένεται να ενισχύσει σημαντικά την κάθαρση της
ατορβαστατίνης.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Τροποποιητικοί παράγοντες των λιπιδίων,
Αναστολείς HMG-CoA αναγωγάσης, κωδικός ATC: C10AA05
Η ατορβαστατίνη είναι ένας εκλεκτικός, ανταγωνιστικός αναστολέας της
HMG-CoA αναγωγάσης, του ενζύμου που ευθύνεται για τη μετατροπή (με
περιορισμό του ρυθμού) του 3-υδροξυ-3-μεθυλ-γλουταρυλ-συνενζύμου Α σε
μεβαλονικό οξύ, ένα πρόδρομο μόριο των στερολών, συμπεριλαμβανομένης της
χοληστερόλης.
Τα τριγλυκερίδια και η χοληστερόλη στο ήπαρ ενσωματώνονται στις
λιποπρωτεΐνες πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL) και απελευθερώνονται στο
πλάσμα για να μεταφερθούν στους περιφερικούς ιστούς. Η λιποπρωτεΐνη
χαμηλής πυκνότητας (LDL) σχηματίζεται από τη VLDL και καταβολίζεται κατά
κύριο λόγο μέσω του υποδοχέα των υποδοχέων υψηλής συγγένειας προς την
LDL (υποδοχέας LDL).
Η ατορβαστατίνη μειώνει τις συγκεντρώσεις της χοληστερόλης και της
λιποπρωτεΐνης στον ορό μέσω της αναστολής της HMG-CoA αναγωγάσης και
επακόλουθα της βιοσύνθεσης της χοληστερόλης στο ήπαρ και αυξάνει τον
αριθμό των ηπατικών LDL υποδοχέων στην επιφάνεια των ηπατικών κυττάρων
για αυξημένη πρόσληψη και καταβολισμό της LDL.
Η ατορβαστατίνη μειώνει την παραγωγή της LDL και τον αριθμό των LDL
σωματιδίων. Η ατορβαστατίνη προκαλεί μία έντονη και διατηρούμενη αύξηση
της δραστικότητας του LDL υποδοχέα σε συνδυασμό με μία ευεργετική
μεταβολή στην ποιότητα των κυκλοφορούντων LDL-σωματιδίων. Η
ατορβαστατίνη είναι αποτελεσματική στη μείωση της LDL-C ασθενών με
ομόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία, ενός πληθυσμού που δεν έχει συνήθως
ανταποκριθεί σε φαρμακευτικά προϊόντα που μειώνουν τα λιπίδια.
Η ατορβαστατίνη έχει αποδειχθεί σε μια μελέτη δόσης-απόκρισης ότι μειώνει
τις συγκεντρώσεις της ολικής-C (30% - 46%), της LDL-C (41% - 61%), της
απολιποπρωτεΐνης-Β (34% - 50%) και των τριγλυκεριδίων (14% - 33%), ενώ
προκαλεί μεταβλητές αυξήσεις της HDL-C και της απολιποπρωτεΐνης Α1.
Αυτά τα αποτελέσματα ισχύουν για ασθενείς με ετερόζυγη οικογενή
υπερχοληστερολαιμία, μορφές μη οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας και μικτή
υπερλιπιδαιμία, συμπεριλαμβανομένων των ασθενών με μη-
ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη.
Οι μειώσεις της ολικής-C, της LDL-C και της απολιποπρωτεΐνης-Β έχει
αποδειχθεί ότι μειώνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων και
θνησιμότητας καρδιαγγειακής αιτιολογίας.
Ομόζυγος οικογενής υπερχοληστερολαιμία
18
Σε πολυκεντρική ανοιχτή μελέτη 8 εβδομάδων παρηγορητικής θεραπείας με
προαιρετική φάση επέκτασης μεταβλητής διάρκειας, εντάχθηκαν 335 ασθενείς,
89 από τους οποίους διαγνώστηκαν ως ασθενείς με ομόζυγο οικογενή
υπερχοληστερολαιμία. Από τους 89 αυτούς ασθενείς, η μέση εκατοστιαία
μείωση της LDL-C ήταν περίπου 20%. Η ατορβαστατίνη χορηγήθηκε σε δόσεις
έως 80 mg/ημέρα.
Αθηροσκλήρυνση
Στη Μελέτη Αναστροφής της Αθηροσκλήρυνσης με Επιθετική Αντιλιπιδαιμική
Αγωγή (REVERSAL), η επίδραση της εντατικής μείωσης των λιπιδίων με
ατορβαστατίνη 80 mg και του τυπικού βαθμού μείωσης των λιπιδίων με
πραβαστατίνη 40 mg στην περίπτωση στεφανιαίας αθηροσκλήρυνσης
αξιολογήθηκε μέσω ενδαγγειακής υπερηχογραφίας (IVUS), κατά τη διάρκεια
αγγειογραφίας, σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο.
Σε αυτή την τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, πολυκεντρική, ελεγχόμενη κλινική
μελέτη, η IVUS διεξήχθη κατά την έναρξη της μελέτης και στους 18 μήνες, σε
502 ασθενείς. Στην ομάδα της ατορβαστατίνης (n=253), δεν παρατηρήθηκε
εξέλιξη της αθηροσκλήρυνσης.
Η διάμεση εκατοστιαία μεταβολή, από την έναρξη της μελέτης, στον συνολικό
αθηρωματικό όγκο (το κύριο κριτήριο της μελέτης) ήταν -0,4% (p=0,98) στην
ομάδα της ατορβαστατίνης και +2,7% (p=0,001) στην ομάδα της
πραβαστατίνης (n=249). Σε σύγκριση με την πραβαστατίνη, οι επιδράσεις της
ατορβαστατίνης ήταν στατιστικά σημαντικές (p=0,02). Η επίδραση της
εντατικής μείωσης των λιπιδίων στα καρδιαγγειακά τελικά σημεία (π.χ. ανάγκη
για επαναγγείωση, μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου, θάνατος
στεφανιαίας αιτιολογίας) δεν διερευνήθηκε σε αυτή τη μελέτη.
Στην ομάδα της ατορβαστατίνης, η LDL-C μειώθηκε σε ένα μέσο όρο 2,04
mmol/L 0,8 (78,9 mg/dl 30) από αρχικά 3,89 mmol/l 0,7 (150 mg/dl ± 28)
και στην ομάδα της πραβαστατίνης, η LDL-C μειώθηκε σε ένα μέσο όρο 2,85
mmol/l 0,7 (110 mg/dl 26) από αρχικά 3,89 mmol/l 0,7 (150 mg/dl 26)
(p<0,0001). Η ατορβαστατίνη ελάττωσε επίσης σημαντικά τη μέση τιμή της
ολικής χοληστερόλης (TC) κατά 34,1% (πραβαστατίνη: -18,4%, p<0,0001), τη
μέση τιμή των επιπέδων των τριγλυκεριδίων (TG) κατά 20% (πραβαστατίνη:
-6,8%, p<0,0009) και τη μέση τιμή των επιπέδων απολιποπρωτεΐνης Β κατά
39,1% (πραβαστατίνη: -22,0%, p<0,0001). Η ατορβαστατίνη προκάλεσε αύξηση
της μέσης HDL-C κατά 2,9% (πραβαστατίνη: +5,6%, p=μη σημαντική).
Σημειώθηκε μία μέση μείωση της c-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) κατά 36,4%
στην ομάδα της ατορβαστατίνης σε σύγκριση με μία μείωση κατά 5,2% στην
ομάδα της πραβαστατίνης (p<0,0001).
Τα αποτελέσματα της μελέτης προέκυψαν με την περιεκτικότητα δόσης των 80
mg. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να επεκταθούν για τις χαμηλότερες
περιεκτικότητες δόσεων.
Τα προφίλ ασφάλειας και ανεκτικότητας των δύο ομάδων θεραπείας ήταν
παρόμοια.
Η επίδραση της εντατικής μείωσης των λιπιδίων σε μείζονα καταληκτικά
σημεία που σχετίζονται με το καρδιαγγειακό δεν διερευνήθηκε σε αυτή τη
μελέτη. Συνεπώς, η κλινική σημασία αυτών των απεικονιστικών
αποτελεσμάτων ως προς την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια πρόληψη των
καρδιαγγειακών συμβαμάτων είναι άγνωστη.
19
Οξύ στεφανιαίο σύνδρομο
Στη μελέτη MIRACL, αξιολογήθηκε η ατορβαστατίνη 80 mg σε 3.086 ασθενείς
(ατορβαστατίνη n=1.538, εικονικό φάρμακο N=1.548) με οξύ στεφανιαίο
σύνδρομο (έμφραγμα μυοκαρδίου χωρίς έπαρμα Q ή ασταθή στηθάγχη). Η
θεραπεία άρχισε κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης μετά την εισαγωγή στο
νοσοκομείο και διήρκεσε για περίοδο 16 εβδομάδων. Η θεραπεία με
ατορβαστατίνη 80 mg/ημέρα παρέτεινε το χρόνο για την εμφάνιση του
συνδυασμένου καταληκτικού σημείου, οριζόμενου ως θανάτου από οποιαδήποτε
αιτία, μη θανατηφόρου εμφράγματος μυοκαρδίου, αναταχθείσα καρδιακή
ανακοπή, ή στηθάγχη με ενδείξεις ισχαιμίας του μυοκαρδίου που απαιτεί
νοσηλεία, υποδεικνύοντας μείωση του κινδύνου κατά 16% (p=0,0048). Αυτό
οφειλόταν κυρίως λόγω μείωσης κατά 26% της επαναληπτικής εισαγωγής για
στηθάγχη με ενδείξεις ισχαιμίας του μυοκαρδίου (p=0,018). Τα άλλα
δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία δεν επέτυχαν στατιστική σημαντικότητα από
μόνα τους (συνολικά: Εικονικό φάρμακο: 22,2%, Ατορβαστατίνη: 22,4%).
Το προφίλ ασφαλείας της ατορβαστατίνης στη μελέτη MIRACL ήταν παρόμοιο
με τα περιγραφόμενα στην παράγραφο 4.8.
Πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου
Η επίδραση της ατορβαστατίνης στη θανατηφόρο και τη μη θανατηφόρο
στεφανιαία καρδιακή νόσο αξιολογήθηκε σε μία τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή,
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη, την Αγγλο-Σκανδιναβική Μελέτη
Καρδιακών Εκβάσεων – Σκέλος Μείωσης των Λιπιδίων (ASCOT-LLA). Οι
ασθενείς ήταν υπερτασικοί, ηλικίας 40-79 ετών, χωρίς προηγούμενο έμφραγμα
του μυοκαρδίου ή προηγούμενη θεραπεία για στηθάγχη, και με επίπεδα ολικής
χοληστερόλης ≤6,5 mmol/l (251 mg/dl). Όλοι οι ασθενείς είχαν τουλάχιστον 3
από τους προκαθορισμένους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου: ανδρικό
φύλο, ηλικία ≥55 ετών, κάπνισμα, διαβήτη, ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου σε
συγγενή πρώτου βαθμού, TC:HDL-C >6, περιφερική αγγειακή νόσο, υπερτροφία
αριστερής κοιλίας, προηγούμενο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, συγκεκριμένη
ΗΚΓ αλλοίωση, πρωτεϊνουρία/λευκωματινουρία. Δεν υπήρχε για όλους τους
ενταχθέντες ασθενείς η εκτίμηση ότι διέτρεχαν υψηλό κίνδυνο για ένα πρώτο
καρδιαγγειακό σύμβαμα.
Οι ασθενείς έλαβαν αντιυπερτασική θεραπεία (είτε αμλοδιπίνη είτε βασισμένη
στην ατενολόλη θεραπευτική αγωγή) και είτε 10 mg ατορβαστατίνης ημερησίως
(n=5.168) είτε εικονικό φάρμακο (n=5.137).
Η επίδραση της ατορβαστατίνης στη μείωση του απόλυτου και του σχετικού
κινδύνου ήταν η ακόλουθη:
Σύμβαμα
Μείωση
Σχετικού
Κινδύνου
(%)
Αριθμός
συμβαμάτων
(Ατορβαστατίν
η έναντι
Εικονικού
φαρμάκου)
Μείωση
Απόλυτου
Κινδύνου
1
(%)
Τιμή
p
Θανατηφόρος CHD με μη
θανατηφόρο ΕΜ
Συνολικά καρδιαγγειακά
συμβάματα και
36%
20%
100 έναντι 154
389 έναντι 483
1,1%
1,9%
0,0005
0,0008
20
διαδικασίες
επαναγγείωσης
Συνολικά στεφανιαία
συμβάματα
29% 178 έναντι 247 1,4% 0,0006
1
Βάσει της διαφοράς στα μη επεξεργασμένα ποσοστά συμβαμάτων που
προέκυψαν σε διάστημα διάμεσης παρακολούθησης 3,3 ετών. CHD =
στεφανιαία νόσος. ΕΜ = έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Η συνολική θνησιμότητα και η καρδιαγγειακή θνησιμότητα δεν μειώθηκαν
σημαντικά (185 έναντι 212 συμβαμάτων, p=0,17 και 74 έναντι 82 συμβαμάτων,
p=0,51). Στις αναλύσεις υποομάδων με βάση το φύλο (81% άνδρες, 19%
γυναίκες), μία ευεργετική επίδραση της ατορβαστατίνης παρατηρήθηκε στους
άνδρες αλλά δεν μπόρεσε να εδραιωθεί στις γυναίκες, πιθανώς λόγω των
χαμηλών ποσοστών συμβαμάτων στην υποομάδα των γυναικών. Η συνολική
θνησιμότητα και η καρδιαγγειακή θνησιμότητα ήταν αριθμητικά υψηλότερες
στις γυναίκες ασθενείς (38 έναντι 30 και 17 έναντι 12), αλλά αυτό δεν ήταν
στατιστικά σημαντικό. Υπήρξε σημαντική αλληλεπίδραση της θεραπείας με την
αντιυπερτασική θεραπεία αναφοράς. Το κύριο τελικό σημείο (θανατηφόρος CHD
με μη θανατηφόρο ΕΜ) μειώθηκε σημαντικά με την ατορβαστατίνη σε ασθενείς
που λάμβαναν θεραπεία με αμλοδιπίνη (HR 0,47 (0,32-0,69), p=0,00008), αλλά
όχι σε εκείνους που λάμβαναν θεραπεία με ατενολόλη (HR 0,83 (0,59-1,17),
p=0,287).
Η επίδραση της ατορβαστατίνης στη θανατηφόρο και τη μη θανατηφόρο
καρδιαγγειακή νόσο αξιολογήθηκε επίσης σε μία τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή,
πολυκεντρική, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη, τη Συνεργατική Μελέτη
της Ατορβαστατίνης στον Διαβήτη (CARDS) σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2,
ηλικίας 40-75 ετών, χωρίς προηγούμενο ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, και με
LDL-C ≤4,14 mmol/l (160 mg/dl) και TG ≤6,78 mmol/l (600 mg/dl). Όλοι οι
ασθενείς είχαν τουλάχιστον 1 από τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου:
υπέρταση, κάπνισμα, αμφιβληστροειδοπάθεια, μικρολευκωματινουρία ή
μακρολευκωματινουρία.
Οι ασθενείς λάμβαναν θεραπεία είτε με ατορβαστατίνη 10 mg ημερησίως
(n=1.428) είτε με εικονικό φάρμακο (n=1.410) για ένα διάμεσο διάστημα
παρακολούθησης 3,9 ετών.
Η επίδραση της ατορβαστατίνης στη μείωση του απόλυτου και του σχετικού
κινδύνου ήταν η ακόλουθη:
Σύμβαμα
Μείωση
Σχετικού
Κινδύνου
(%)
Αριθμός
συμβαμάτων
(Ατορβαστατ
ίνη έναντι
Εικονικού
φαρμάκου)
Μείωση
Απόλυτου
Κινδύνου
1
(%)
Τιμή
p
Μείζονα καρδιαγγειακά
συμβάματα
(θανατηφόρο και μη
θανατηφόρο AMI,
σιωπηρό ΕΜ, θάνατος
λόγω οξείας CHD,
ασταθής στηθάγχη,
CABG, PTCA,
37%
83 έναντι
127
3,2% 0,0010
21
επαναγγείωση,
αγγειακό εγκεφαλικό
επεισόδιο)
ΕΜ (θανατηφόρο και μη
θανατηφόρο, AMI,
σιωπηρό ΕΜ)
42%
38 έναντι 64 1,9% 0,0070
Αγγειακά εγκεφαλικά
επεισόδια (Θανατηφόρα
και μη θανατηφόρα)
48% 21 έναντι 39 1,3% 0,0163
1
Βάσει της διαφοράς στα μη επεξεργασμένα ποσοστά συμβαμάτων που
προέκυψαν σε διάστημα διάμεσης παρακολούθησης 3,9 ετών.
AMI = οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. CABG = αορτοστεφανιαία
παράκαμψη με μόσχευμα. CHD = στεφανιαία νόσος. ΕΜ = έμφραγμα του
μυοκαρδίου. PTCA = διαδερμική διαυλική αγγειοπλαστική των
στεφανιαίων.
Δεν υπήρξαν ενδείξεις κάποιας διαφοράς στη θεραπευτική επίδραση με βάση το
φύλο ή την ηλικία του ασθενούς ή το επίπεδο αναφοράς της LDL-C.
Μία ευνοϊκή τάση παρατηρήθηκε σχετικά με τον δείκτη θνησιμότητας (82
θάνατοι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου έναντι 61 θανάτων στην ομάδα
της ατορβαστατίνης, p=0,0592).
Υποτροπιάζον αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο
Στη μελέτη Πρόληψη του Αγγειακού Εγκεφαλικού Επεισοδίου με Επιθετική
Μείωση των Επιπέδων Χοληστερόλης (SPARCL), η επίδραση της
ατορβαστατίνης των 80 mg ημερησίως ή εικονικού φαρμάκου στο αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο αξιολογήθηκε σε 4.731 ασθενείς, που είχαν υποστεί ένα
αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή ένα παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο (ΠΙΕ) εντός
των προηγουμένων 6 μηνών και χωρίς ιστορικό στεφανιαίας νόσου (CHD). Οι
ασθενείς ήταν άνδρες κατά το 60%, ηλικίας 21-92 ετών (μέση ηλικία 63 έτη)
και είχαν μέση αρχική LDL 133 mg/mL (3,4 mmol/L). Η μέση LDL-C ήταν 73
mg/mL (1,9 mmol/L) κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ατορβαστατίνη και 129
mg/mL (3,3 mmol/L) κατά τη διάρκεια της θεραπείας με εικονικό φάρμακο. Η
διάμεση διάρκεια της παρακολούθησης ήταν 4,9 έτη.
Η ατορβαστατίνη 80 mg μείωσε τον κίνδυνο του πρωτεύοντος καταληκτικού
σημείου για το θανατηφόρο ή το μη θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο
κατά 15% (HR 0,85, 95% CI, 0,72-1,00, p=0,05 ή 0,84, 95% CI, 0,71-0,99,
p=0,03 μετά την προσαρμογή παραγόντων κατά την έναρξη) σε σύγκριση με το
εικονικό φάρμακο. Η θνησιμότητα πάσης αιτιολογίας ήταν 9,1% (216/2.365) για
την ατορβαστατίνη έναντι 8,9% (211/2.366) για το εικονικό φάρμακο.
Σε μία post-hoc ανάλυση, η ατορβαστατίνη των 80 mg μείωσε την επίπτωση
ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (218/2.365, 9,2% έναντι
274/2.366, 11,6%, p=0,01) και αύξησε την επίπτωση αιμορραγικού αγγειακού
εγκεφαλικού επεισοδίου (55/2.365, 2,3% έναντι 33/2.366, 1,4%, p=0,02) σε
σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
- Ο κίνδυνος εμφάνισης αιμορραγικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
ήταν αυξημένος σε ασθενείς που εντάχθηκαν στη μελέτη με προηγούμενο
αιμορραγικό εγκερφαλικό επεισόδιο (7/45 για την ατορβαστατίνη σε
σύγκριση με 2/48 για το εικονικό φάρμακο, HR: 4,06, 95% CI: 0,84-19,57),
22
ενώ ο κίνδυνος για την εμφάνιση ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού
επεισοδίου ήταν παρόμοιος μεταξύ των ομάδων (3/45 για την
ατορβαστατίνη σε σύγκριση με 2/48 για το εικονικό φάρμακο, HR: 1,64,
95% CI: 0,27-9,82).
- Ο κίνδυνος εμφάνισης αιμορραγικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
ήταν αυξημένος σε ασθενείς που εντάχθηκαν στη μελέτη με προηγούμενο
κενοτοπιώδες έμφρακτο (20/708 για την ατορβαστατίνη έναντι 4/701 για
το εικονικό φάρμακο, HR: 4,99, 95% CI: 1,17-14,61), αλλά ο κίνδυνος για
την εμφάνιση ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν επίσης
μειωμένος σε αυτούς τους ασθενείς (79/708 για την ατορβαστατίνη έναντι
102/701 για το εικονικό φάρμακο, HR: 0,76, 95% CI: 0,57-1,02). Είναι
πιθανό ο καθαρός κίνδυνος για την εμφάνιση αγγειακού εγκεφαλικού
επεισοδίου να είναι αυξημένος σε ασθενείς με προηγούμενο κενοτοπιώδες
έμφρακτο που λαμβάνει ατορβαστατίνη 80 mg ημερησίως.
Η θνησιμότητα πάσης αιτιολογίας ήταν 15,6% (7/45) για την ομάδα της
ατορβαστατίνης έναντι 10,4% (5/48) για την υποομάδα των ασθενών με
προηγούμενο αιμορραγικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Η θνησιμότητα
πάσης αιτιολογίας ήταν 10,9% (77/708) για την ατορβαστατίνη έναντι 9,1%
(64/701) για το εικονικό φάρμακο στην υποομάδα ασθενών με προηγούμενο
κενοτοπιώδες έμφρακτο.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Ετερόζυγη Οικογενής Υπερχοληστερολαιμία σε Παιδιατρικούς Ασθενείς ηλικίας
6-17 ετών
Ανοιχτή μελέτη διάρκειας 8 εβδομάδων για την αξιολόγηση της
φαρμακοκινητικής, της φαρμακοδυναμικής και της ασφάλειας και ανοχής της
ατορβαστατίνης πραγματοποιήθηκε σε παιδιά και εφήβους με γενετικά
επιβεβαιωμένη ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία και αρχική LDL-C ≥4
mmol/L. Εντάχθηκαν συνολικά 39 παιδιά και έφηβοι ηλικίας 6 έως 17 ετών.
Στην κοόρτη Α συμπεριελήφθησαν 15 παιδιά, ηλικίας 6 έως 12 ετών και σε
Στάδιο Tanner 1. Στην κοόρτη Β συμπεριελήφθησαν 24 παιδιά, ηλικίας 10 έως
17 ετών και σε στάδιο Tanner ≥2.
Η αρχική δόση ατορβαστατίνης ήταν 5 mg ημερησίως μασσώμενου δισκίου στην
Κοόρτη Α και 10 mg ημερησίως υπό μορφή δισκίου στην Κοόρτη Β. Επετράπη ο
διπλασιασμός της δόσης σε περίπτωση που το άτομο δεν είχε επιτύχει το στόχο
LDL-C <3,35 mmol/L την Εβδομάδα 4 και εφόσον η ατορβαστατίνη ήταν καλά
ανεκτή.
Οι μέσες τιμές LDL-C, TC, VLDL-C και Apo B μειώθηκαν έως την Εβδομάδα 2 σε
όλα το άτομα. Για τα άτομα των οποίων η δόση διπλασιάστηκε, παρατηρήθηκαν
επιπλέον μειώσεις, ακόμη και σε διάστημα 2 εβδομάδων, μετά την αύξηση της
δόσης. Οι μέσες εκατοστιαίες μειώσεις των λιπιδικών παραμέτρων ήταν
παρόμοιες για τις δύο κοορτές, ανεξάρτητα από τη διατήρηση των ατόμων στην
αρχική δόση ή το διπλασιασμό της αρχικής τους δόσης. Την Εβδομάδα 8, κατά
μέσο όρο, η εκατοστιαία μεταβολή των LDL-C και TC από την αρχική τιμή ήταν
περίπου 40% και 30%, αντίστοιχα, στο εύρος των εκθέσεων.
Ετερόζυγη Οικογενής Υπερχοληστερολαιμία σε Παιδιατρικούς Ασθενείς ηλικίας
10-17 ετών
23
Σε μία διπλά-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη, την οποία
ακολούθησε μία φάση ανοιχτής αγωγής, 187 αγόρια και κορίτσια μετά την
έναρξη της εμμήνου ρύσης, ηλικίας 10-17 ετών (μέση ηλικία 14,1 ετών) με
ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία (FH) ή σοβαρή υπερχοληστερολαιμία,
τυχαιοποιήθηκαν σε ατορβαστατίνη (n=140) ή εικονικό φάρμακο (n=47) για 26
εβδομάδες, ενώ στη συνέχεια έλαβαν όλα ατορβαστατίνη για 26 εβδομάδες. Η
δόση της ατορβαστατίνης (άπαξ ημερησίως) ήταν 10 mg για τις πρώτες 4
εβδομάδες και αυξανόταν στα 20 mg, εάν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης
ήταν >3,36 mmol/l. Η ατορβαστατίνη μείωσε σημαντικά τα επίπεδα της ολικής-
C, της LDL-C, των τριγλυκεριδίων και της απολιποπρωτεΐνης Β στο πλάσμα
κατά τη διάρκεια των 26 εβδομάδων της διπλά τυφλής φάσης. Η μέσε
επιτευχθείσα τιμή LDL-C ήταν 3,38 mmol/l (εύρος: 1,81-6,26 mmol/l) στην ομάδα
της ατορβαστατίνης συγκριτικά με 5,91 mmol/l (εύρος: 3,93-9,96 mmol/l) στην
ομάδα του εικονικού φαρμάκου κατά τη διάρκεια της διάρκειας 26 εβδομάδων
διπλά-τυφλής φάσης.
Μια ακόμη παιδιατρική μελέτη της ατορβαστατίνης έναντι της κολεστισπόλης
σε ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία ηλικίας 10-18 ετών κατέδειξε ότι η
ατορβαστατίνη (Ν=25) προκάλεσε σημαντική μείωση της LDL-C την εβδομάδα
26 (p<0,05) συγκριτικά με την κολεστιπόλη (Ν=31).
Μια μελέτη παρηγορητικής θεραπείας σε ασθενείς με σοβαρή
υπερχοληστερολαιμία (περιλαμβανομένης ομόζυγης υπερχοληστερολαιμίας)
συμπεριέλαβε 46 παιδιατρικούς ασθενείς που έλαβαν ατορβαστατίνη,
τιτλοποιημένης σύμφωνα με την ανταπόκριση (ορισμένοι ασθενείς έλαβαν 80
mg ατορβαστατίνης ημερησίως). Η μελέτη διήρκεσε 3 χρόνια: η LDL-
χοληστερόλη μειώθηκε κατά 36%.
Η μακροχρόνια αποτελεσματικότητα της θεραπείας με ατορβαστατίνη στην
παιδική ηλικία για τη μείωση της νοσηρότητας και της θνητότητας στην
ενήλικη ζωή δεν έχει τεκμηριωθεί.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει δώσει αναβολή από την υποχρέωση
υποβολής των αποτελεσμάτων των μελετών με την ατορβαστατίνη σε παιδιά
ηλικίας 0 έως κάτω των 6 ετών για τη θεραπεία της ετερόζυγης
υπερχοληστερολαιμίας και σε παιδιά ηλικίας 0 έως κάτω των 18 ετών για τη
θεραπεία της ομόζυγης οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας, της συνδυασμένης
(μεικτής) υπερχοληστερολαιμίας, της πρωτοπαθούς υπερχοληστερολαιμίας και
για την πρόληψη καρδιαγγειακών συμβαμάτων (βλέπε παράγραφο 4.2 για
πληροφορίες σχετικά με την παιδιατρική χρήση).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η ατορβαστατίνη απορροφάται ταχέως μετά την από του στόματος χορήγηση.
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις (C
max
) στο πλάσμα επιτυγχάνονται εντός 1 έως 2
ωρών. Η έκταση της απορρόφησης αυξάνεται αναλογικά με τη δόση της
ατορβαστατίνης. Μετά από του στόματος χορήγηση, τα επικαλυμμένα με λεπτό
υμένιο δισκία ατορβαστατίνης είναι βιοδιαθέσιμα κατά 95-99% σε σύγκριση με
το πόσιμο διάλυμα. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της ατορβαστατίνης είναι
περίπου 12% και η συστηματική διαθεσιμότητα της ανασταλτικής δράσης της
HMG-CoA αναγωγάσης είναι περίπου 30%. Η χαμηλή συστηματική
24
διαθεσιμότητα αποδίδεται σε προσυστηματική κάθαρση στον γαστρεντερικό
βλεννογόνο ή/και σε ηπατικό μεταβολισμό πρώτης διόδου.
Κατανομή
Ο μέσος όγκος κατανομής της ατορβαστατίνης είναι περίπου 381 l. Η
ατορβαστατίνη συνδέεται κατά ≥98% με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Βιομετατροπή
Η ατορβαστατίνη μεταβολίζεται από το κυτόχρωμα P450 3A4 σε ορθο-
υδροξυλιωμένα και παρα-υδροξυλιωμένα παράγωγα και διάφορα προϊόντα της
β-οξείδωσης. Εκτός από άλλες οδούς, αυτά τα προϊόντα μεταβολίζονται
περαιτέρω μέσω γλυκουρονιδοποίησης. Η in vitro αναστολή της HMG-CoA
αναγωγάσης από τους ορθο-υδροξυλιωμένους και τους παρα-υδροξυλιωμένους
μεταβολίτες είναι ισοδύναμη με εκείνη της ατορβαστατίνης. Περίπου το 70%
της ανασταλτικής δραστηριότητας στην κυκλοφορία για την HMG-CoA
αναγωγάση αποδίδεται στους δραστικούς μεταβολίτες.
Απέκκριση
Η ατορβαστατίνη απομακρύνεται κατά κύριο λόγο στη χολή μετά από ηπατικό
ή/και εξωηπατικό μεταβολισμό. Ωστόσο, η ατορβαστατίνη δεν φαίνεται να
υπόκειται σε σημαντική εντεροηπατική επανακυκλοφορία. Ο μέσος χρόνος
ημίσειας ζωής της απομάκρυνσης της ατορβαστατίνης στο πλάσμα για τους
ανθρώπους είναι περίπου 14 ώρες. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της ανασταλτικής
δράσης της HMG-CoA αναγωγάσης είναι περίπου 20 έως 30 ώρες λόγω της
συνεισφοράς των δραστικών μεταβολιτών.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηλικιωμένοι
: Οι συγκεντρώσεις της ατορβαστατίνης και των δραστικών
μεταβολιτών της είναι υψηλότερες σε υγιή ηλικιωμένα άτομα από ό,τι σε
νεότερους ενήλικες, αλλά οι επιδράσεις στα λιπίδια είναι παρόμοιες με εκείνες
που παρατηρήθηκαν σε νεότερους πληθυσμούς ασθενών.
Παιδιατρικοί
: Σε μια ανοιχτή μελέτη διάρκειας 8 εβδομάδων, παιδιατρικοί
ασθενείς ηλικίας 6-17 ετών) Σταδίου Tanner 1 (N=15) και Σταδίου Tanner ≥2
(Ν=24) με ετερόζυγη οικογενή υπερχοληστερολαιμία και αρχική LDL-C ≥4
mmol/L έλαβαν 5 ή 10 mg μασσώμενων ή 10 ή 20 mg επικαλυμμένων με λεπτό
υμένιο δισκίων ατορβαστατίνης μια φορά ημερησίως, αντίστοιχα. Το σωματικό
βάρος ήταν η μόνη σημαντική συμμεταβλητή στο φαρμακοκινητικό μοντέλο του
πληθυσμού της ατορβασαταίνης. Η φαινόμενη από του στόματος κάθαρση της
ατορβαστατίνης σε παιδιατρικούς ασθενείς εμφανίστηκε παρόμοια εκείνης των
ενηλίκων σε αλλομετρική διαβάθμιση κατά σωματικό βάρος. Συνεχείς μειώσεις
των LDL-C και TC παρατηρήθηκαν στο εύρος των εκθέσεων της ατορβαστατίνης
και της ο-υδροξυατροβαστατίνης.
Φύλο
: Οι συγκεντρώσεις της ατορβαστατίνης και των δραστικών μεταβολιτών
της στις γυναίκες διαφέρουν από εκείνες των ανδρών (Γυναίκες: περίπου 20%
υψηλότερη για τη C
max
και περίπου 10% χαμηλότερη για την AUC). Αυτές οι
διαφορές δεν ήταν κλινικά σημαντικές, με αποτέλεσμα μη κλινικά σημαντικά
διαφορές ως προς τις επιδράσεις στα λιπίδια του αίματος μεταξύ ανδρών και
25
γυναικών.
Νεφρική ανεπάρκεια
: Η νεφρική νόσος δεν επηρεάζει στις συγκεντρώσεις στο
πλάσμα ή στις επιδράσεις της ατορβαστατίνης και των δραστικών μεταβολιτών
της στα λιπίδια του αίματος.
Ηπατική ανεπάρκεια
: Οι συγκεντρώσεις της ατορβαστατίνης και των
δραστικών μεταβολιτών της στο πλάσμα είναι σημαντικά αυξημένες (κατά
περίπου 16 φορές για τη C
max
και κατά 11 φορές για την AUC) σε ασθενείς με
χρόνια αλκοολική νόσο του ήπατος (τάξης B κατά Child-Pugh).
Πολυμορφισμός SLOC1B1
: Στην ηπατική πρόσληψη όλων των αναστολέων της
HMG-CoA αναγωγάσης περιλαμβανομένης της ατορβαστατίνης, συμμετέχει ο
OATP1B1 μεταφορέας. Σε ασθενείς με πολυμορφισμό SLOC1B1 υπάρχει
κίνδυνος αυξημένης έκθεσης στην ατορβαστατίνη, που μπορεί να προκαλέσει
αυξημένο κίνδυνο ραβδομυόλυσης (βλ. παράγραφο 4.4). Ο πολυμορφισμός στο
γονίδιο που κωδικοποιεί τον OATP1B1 (SLCO1B1 c.521CC) σχετίζεται με
αύξηση της έκθεσης (AUC) στην ατορβαστατίνη κατά 2,4 φορές σε σύγκριση με
άτομα χωρίς αυτήν την γονοτυπική παραλλαγή (c.521TT). Σε αυτούς τους
ασθενείς είναι δυνατή επίσης μια γενετικά μειωμένη ηπατική πρόσληψη της
ατορβαστατίνης. Οι πιθανές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα δεν είναι
γνωστές.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η ατορβαστατίνη ήταν αρνητική ως προς μεταλλαξιογόνο και κλαστογόνο
δυναμικό σε ομάδα 4 δοκιμασιών in vitro και 1 προσδιορισμού in vivo. Η
ατορβαστατίνη δεν φάνηκε να είναι καρκινογόνος σε αρουραίους, αλλά με
υψηλές δόσεις σε ποντικούς (προκαλώντας σε αύξηση κατά 6-11 φορές της
AUC0-24h που επιτυγχάνεται σε ανθρώπους με την υψηλότερη συνιστώμενη
δόση) φάνηκαν ηπατοκυτταρικά αδενώματα στα αρσενικά και ηπατοκυτταρικά
καρκινώματα στα θηλυκά. Υπάρχουν αποδείξεις από πειραματικές μελέτες σε
ζώα ότι οι αναστολείς της HMG-CoA αναγωγάσης μπορεί να επηρεάζουν την
ανάπτυξη των εμβρύων ή των κυημάτων. Στους αρουραίους, τα κουνέλια και
τους σκύλους η ατορβαστατίνη δεν είχε καμιά επίδραση στη γονιμότητα και δεν
ήταν τερατογόνος, ωστόσο σε δόσεις τοξικές για τη μητέρα παρατηρήθηκε
εμβρυοτοξικότητα σε αρουραίους και κουνέλια. Η ανάπτυξη των νεογνών των
αρουραίων ήταν καθυστερημένη και η μεταγεννητική επιβίωση μειώθηκε κατά
τη διάρκεια της έκθεσης των μητέρων σε υψηλές δόσεις ατορβαστατίνης. Για
τους αρουραίους υπάρχουν ενδείξεις μεταφοράς μέσω του πλακούντα. Στους
αρουραίους οι συγκεντρώσεις πλάσματος της ατορβαστατίνης είναι παρόμοιες
με εκείνες στο γάλα. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο η ατορβαστατίνη η οι
μεταβολίτες της απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου:
Μαννιτόλη
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Κροσποβιδόνη
Ανθρακικό νάτριο, άνυδρο
26
Ποβιδόνη
Μεθειονίνη
Στεατικό μαγνήσιο
Επικάλυψη:
Υπρομελλόζη 6cP
Διοξείδιο του τιτανίου (E171)
Πολυαιθυλενογλυκόλη 6000
Τάλκης
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
Διάρκεια ζωής μετά το πρώτο άνοιγμα του περιέκτη: 100 ημέρες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες φύλαξης για αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασίες τύπου blister αλουμινίου/αλουμινίου.
Περιέκτες δισκίων (HDPE) με πώμα εύκολου ανοίγματος (LDPE), δακτύλιο
ασφαλείας και αποξηραντικό μέσο (γέλη σιλικόνης).
Μεγέθη συσκευασιών:
Συσκευασίες τύπου blister:
Atorvastatin/Actavis 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
Συσκευασίες που εγκρίθηκαν κατά την αμοιβαία/αποκεντρωμένη διαδικασία:
10, 20, 28, 30, 50, 98, 100 δισκία.
Συσκευασίες που θα κυκλοφορήσουν στην Ελληνική Αγορά: 28, 30 δισκία.
Περιέκτης δισκίων:
Atorvastatin/Actavis 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
Συσκευασίες που εγκρίθηκαν κατά την αμοιβαία/αποκεντρωμένη διαδικασία:
30, 100, 250, 500 δισκία.
Συσκευασίες που θα κυκλοφορήσουν στην Ελληνική Αγορά: 30 δισκία.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Καμία ειδική υποχρέωση.
Κάθε μη χρησιμοποιηθέν προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με
τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
27
Actavis Group PTC ehf.
Reykjavíkurvegur 76-78
220 Hafnarfjörður
Ισλανδία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
<[Να συμπληρωθεί σε εθνικό επίπεδο]>
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
<{ΗΗ/MM/ΕΕΕΕ}> <{ΗΗ μήνας ΕΕΕΕ}>
<[Να συμπληρωθεί σε εθνικό επίπεδο]>
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
<{MM/ΕΕΕΕ}>
28