CARBENEM
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
CARBENEM
Κόνις προς ανασύσταση για ενδοφλέβια χορήγηση
MEROPENEM (as TRIHYDRATE)
500 & 1000 MG/ΦΙΑΛΙΔΙΟ
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
CARBENEM
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΕ ΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Φιαλίδιο για ενδοφλέβια ένεση CARBENEM CARBENEM
500 mg 1000 mg
Δραστική ουσία:MEROPENEM trihydrate 570 mg 1140 mg
Ισοδύναμη με MEROPENEM 500 mg 1000 mg
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή για διάλυμα προς έγχυση.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Tο CARBENEM ενδείκνυται για την αντιμετώπιση, σε ενήλικες των ακολούθων λοιμώξεων που
προκαλούνται από ένα ή περισσότερα είδη βακτηριδίων ευαίσθητων στη Μeropenem (βλ.
φάσμα ευαισθησίας).
Νοσοκομειακές πνευμονίες, πνευμονίες σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς,
πνευμονίες ανθεκτικές σε άλλα αντιμικροβιακά, ευαίσθητες την Μeropenem,
σύμφωνα με το φάσμα ευαισθησίας.
Λοιμώξεις του ουροποιητικού (επιπλεγμένες και μη επιπλεγμένες)
Ενδοκοιλιακές λοιμώξεις.
Γυναικολογικές λοιμώξεις, όπως ενδομητρίτιδα και φλεγμονώδεις παθήσεις της
πυέλου.
Λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων.
Μηνιγγίτιδα.
Σηπτικό σύνδρομο.
Εμπειρική θεραπεία σε υποψία λοιμώξεων σε ασθενείς με πυρετό και βαριά
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
1
ουδετεροπενία.
Η Μeropenem έχει χορηγηθεί ενδοφλεβίως με αποτελεσματικότητα σε ασθενείς με
κυστική ίνωση και χρόνιες λοιμώξεις του κατωτέρου αναπνευστικού, ως
μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλους αντιβακτηριακούς παράγοντες. Δεν
επιτεύχθηκε πάντοτε εκρίζωση του μικροοργανισμού.
Επίσης ενδείκνυται για την αντιμετώπιση σε παιδιά ηλικίας άνω των 3 μηνών των ανωτέρω
λοιμώξεων, εκτός των γυναικολογικών, του δέρματος και των μαλακών μορίων και των μη
επιπλεγμένων λοιμώξεων του ουροποιητικού.
Η Meropenem ενδείκνυται μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλους αντιμικροβιακούς παράγοντες
στη θεραπεία πολυμικροβιακών λοιμώξεων.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χρήσης
Ενήλικες
Η δοσολογία και η διάρκεια της θεραπείας καθορίζονται ανάλογα με το είδος, τη σοβαρότητα
της λοίμωξης και την κατάσταση του ασθενούς.
Η συνιστώμενη ημερήσια δοσολογία είναι η ακόλουθη:
- 500 mg I.V. κάθε 8 ώρες σε πνευμονίες, στη θεραπεία λοιμώξεων του ουροποιητικού, σε
γυναικολογικές λοιμώξεις όπως ενδομητρίτιδα και φλεγμονώδεις παθήσεις της πυέλου και σε
λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων.
- 1g I.V. κάθε 8 ώρες στη θεραπεία νοσοκομειακής πνευμονίας, περιτονίτιδας, σε υποψία
λοιμώξεων σε ουδετεροπενικούς ασθενείς και σε σηψαιμία.
- Στη μηνιγγίτιδα και σε πνευμονικές λιμώξεις σε ασθενείς με κυστική ίνωση, η συνιστώμενη
δοσολογία είναι 2g κάθε 8 ώρες.
Όπως και σε άλλα αντιψευδομοναδικά αντιβιοτικά, ιδιαίτερη προσοχή συνιστάται κατά την
χρήση της Μeropenem ως μονοθεραπεία σε ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση, με γνωστή ή
ύποπτη λοίμωξη των κατώτερων αναπνευστικών οδών από Pseudomonos aeruginosa.
Όταν αντιμετωπίζονται λοιμώξεις από Pseudomonas aeruginosa συνιστάται τακτικός έλεγχος
της ευαισθησίας.
Το CARBENEM πρέπει να χορηγείται με ενδοφλέβια bolus ένεση διάρκειας περίπου 5 λεπτών
ή με ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας περίπου 15-30 λεπτών (βλ. 6.2/6.4 για οδηγίες
ανασύστασης).
Δοσολογία σε ενήλικες με ελαττωμένη νεφρική λειτουργία.
Η δοσολογία πρέπει μα μειωθεί σε ασθενείς, με κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη των
51ml/min σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα:
Κάθαρση κρεατινίνης
(ml/min)
Δόση (βάση μονάδων δόσεων
των 500mg, 1g, 2g)
Συχνότητα
2
CARBENEM
26-50 1 μονάδα δόσης Κάθε 12 ώρες
10-25 ½ μονάδα δόσης Κάθε 12 ώρες
<10 ½ μονάδα δόσης Κάθε 24 ώρες
Η Μeropenem απομακρύνεται με την αιμοδιύλιση. Εάν είναι απαραίτητη η συνεχής θεραπεία
με το CARBENEM, συνιστάται η μονάδα δόσης (βάση του είδους και της σοβαρότητας της
λοίμωξης) να χορηγείται αμέσως μετά το τέλος της διαδικασίας αιμοδιύλισης, ώστε να
αποκατασταθούν θεραπευτικά δραστικές συγκεντρώσεις στο πλάσμα.
Δεν υπάρχει εμπειρία με το CARBENEM σε ασθενείς υπό περιτοναϊκή διάλυση.
Χρήση σε ενήλικες με ηπατική ανεπάρκεια.
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια.
(βλ. επίσης 4.4 ‘’Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση’’).
Ηλικιωμένοι
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους με κανονική νεφρική λειτουργία ή
κάθαρση κρεατινίνης άνω των 50ml/min.
Παιδιά
Για βρέφη και παιδιά άνω των 3 μηνών και μέχρι 12 ετών, η ενδοφλέβια δόση είναι 10-
40mg/kg κάθε 8 ώρες, ανάλογα με το είδος και τη σοβαρότητα της λοίμωξης, την γνωστή ή
αναμενόμενη ευαισθησία του παθογόνου και την κατάσταση του ασθενούς. Σε παιδιά βάρους
άνω των 50kg να χορηγείται η δοσολογία ενηλίκων:
Εξαιρέσεις:
1. Εμπύρετα επεισόδια σε ουδετεροπενικούς ασθενείς: η δόση πρέπει να είναι 20mg/kg
κάθε 8 ώρες.
2. Μηνιγγίτιδα/ Κυστική ίνωση: η δόση πρέπει να είναι 40mg/kg κάθε 8 ώρες.
Το CARBENEM πρέπει να χορηγείται με ενδοφλέβια bonus ένεση διαρκείας περίπου 5 λεπτών
ή με ενδοφλέβια έγχυση διαρκείας περίπου 15 έως 30 λεπτών.
Δεν υπάρχει εμπειρία σε παιδιά με νεφρική ανεπάρκεια.
Ανασύσταση, συμβατότητα και σταθερότητα.
Το CARBENEM για χορήγηση με ενδοφλέβια bolus ένεση, πρέπει να ανασυσταθεί με στείρο
Water for injections (5ml ανά 250mg Meropenem) οπότε παρέχει συγκέντρωση περίπου
50mg/ml. Τα ανασυσταμένα διαλύματα είναι διαυγή ή ελαφρώς κίτρινα.
Το CARBENEM για ενδοφλέβια έγχυση μπορεί να ανασυσταθεί με 0,9% sodium chloride
ισότονο διάλυμα ή με άλλα συμβατά υγρά εγχύσεως (50-200ml) (βλ.6.4).
Συνιστάται να χρησιμοποιούνται προσφάτως παρασκευασμένα διαλύματα του προϊόντος για
ενδοφλέβια ένεση ή έγχυση. Ωστόσο ανασυσταμένα διαλύματα CARBENEM διατηρούν
ικανοποιητική δραστικότητα σε θερμοκρασία δωματίου (μέχρι 25
ο
C) ή σε ψυγείο (4
ο
C) (βλ.
6.4)
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
3
Το CARBENEM δεν πρέπει να αναμιγνύεται ή να προστίθεται σε άλλα φάρμακα.
Τα διαλύματα του CARBENEM δεν πρέπει να καταψύχονται.
4.3. Αντενδείξεις
Το CARBENEM αντενδείκνυται σε ασθενείς που έχουν εμφανίσει υπερευαισθησία σε αυτό το
προϊόν ή στις καρβαπενέμες, πενικιλλίνες ή άλλα αντιβιοτικά β-λακτάμης
4.4. Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Ασθενείς με ιστορικό υπερευαισθησίας στις καρβαπενέμες , πενικιλλίνες ή άλλα αντιβιοτικά β-
λακτάμης, μπορεί επίσης να εμφανίσουν υπερευαισθησία στο CARBENEM. Όπως με όλα τα
αντιβιοτικά β-λακτάμης, έχουν αναφερθεί σπάνια αντιδράσεις υπερευαισθησίας (βλ.4.8
Ανεπιθύμητες ενέργειες).
Όπως και με άλλα αντιβιοτικά μπορεί να εμφανιστεί ανάπτυξη μη ευαίσθητων
μικροοργανισμών και επομένως είναι αναγκαία η συνεχής παρακολούθηση κάθε ασθενούς.
Η χρήση σε λοιμώξεις από σταφυλόκοκκους ανθεκτικούς στη methicillin δεν συνιστάται.
Σπάνια, ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα έχει παρατηρηθεί με το συγκεκριμένο προϊόν όπως και
με όλα ουσιαστικά τα αντιβιοτικά. Επομένως, η διάγνωση ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας θα
πρέπει να εξετάζεται σε περιπτώσεις ασθενών που αναπτύσσουν διάρροια με τη χρήση του
CARBENEM.
Η συγχορήγηση του CARBENEM με δυνητικώς νεφροτοξικά φάρμακα πρέπει να εξετάζεται με
προσοχή. Για δοσολογία βλ. 4.2 ‘’Δοσολογία και τρόπος χορήγησης’’.
Παιδιατρική χρήση
Η αποτελεσματικότητα και η ανοχή δεν έχουν τεκμηριωθεί σε βρέφη κάτω των 3 μηνών.
Επομένως το CARBENEM δεν συνιστάται για χρήση σε βρέφη μικρότερα των 3 μηνών.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και μορφές αλληλεπίδρασης
Η προβενεσίδη ανταγωνίζεται την ενεργητική σωληναριακή έκκριση της Μeropenem
αναστέλλοντας έτσι την νεφρική απέκκριση, με αποτέλεσμα να αυξάνει το χρόνο ημίσειας
ζωής της Μeropenem και τη συγκέντρωσή της στο πλάσμα. Καθώς, η δραστικότητα και η
διάρκεια δράσης της δόσης του CARBENEM χωρίς τη χορήγηση προβενεσίδης είναι επαρκείς,
η συγχορήγηση του φαρμάκου και προβενεσίδης δεν συνιστάται.
Η πιθανή επίδραση του CARBENEM στη σύνδεση με τις πρωτεΐνες ή στο μεταβολισμό άλλων
φαρμάκων δεν έχει μελετηθεί. Ωστόσο, η σύνδεση του προϊόντος με τις πρωτεΐνες είναι τόσο
μικρή ώστε δεν αναμένονται αλληλεπιδράσεις με άλλες ενώσεις με βάση αυτόν τον
μηχανισμό.
4
CARBENEM
Το CARBENEM έχει χορηγηθεί ταυτόχρονα με πολλά άλλα φάρμακα χωρίς εμφανείς
αλληλεπιδράσεις. Το CARBENEM μπορεί να ελαττώσει τα επίπεδα του βαλπροϊκού οξέος στον
ορό και σε μερικούς ασθενείς μπορεί να μην επιτευχθούν θεραπευτικά επίπεδα. Ωστόσο, δεν
έχουν διεξαχθεί ειδικές μελέτες σχετικά με πιθανές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα εκτός
της προβενεσίδης.
4.6. Κύηση και Γαλουχία
Κύηση: Η ασφάλεια του CARBENEM στην ανθρώπινη κύηση δεν έχει τεκμηριωθεί. Μελέτες
σε πειραματόζωα δεν έχουν δείξει δυσμενείς επιδράσεις στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Το
CARBENEM δεν πρέπει να χρησιμοποιείται στην κύηση εκτός εάν το αναμενόμενο όφελος
δικαιολογεί τον ενδεχόμενο κίνδυνο στο έμβρυο. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να
χρησιμοποιείται υπό την άμεση επίβλεψη του γιατρού.
Γαλουχία Meropenem ανιχνεύεται σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις στο γάλα ζώων. Το
CARBENEM δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε θηλάζουσες γυναίκες εκτός εάν το αναμενόμενο
όφελος δικαιολογεί τον ενδεχόμενο κίνδυνο για το βρέφος.
4.7. Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά δεν αναμένεται ότι το CARBENEM θα έχει επίδραση στην
ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
ΤΟ CARBENEM είναι γενικά καλά ανεκτό και οι ανεπιθύμητες ενέργειες σπάνια οδηγούν σε
διακοπή της θεραπείας.
Σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι σπάνιες. Οι περισσότερες από τις ακόλουθες
ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρθηκαν σε ποσοστό μικρότερο του 1% των ασθενών:
Τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ενδοφλέβιας ένεσης. Φλεγμονή,
θρομβοφλεβίτιδα, πόνος στο σημείο της ένεσης.
Συστηματικές αλλεργικές αντιδράσεις: Σπάνια μπορεί να εμφανισθούν συστηματικές
αλλεργικές αντιδράσεις (υπερευαισθησία) μετά τη χορήγηση Meropenem. Αυτές οι
αντιδράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν αγγειοοίδημα και εκδηλώσεις αναφυλαξίας.
Δερματικές αντιδράσεις: Εξάνθημα, κνησμό, κνίδωση. Σπάνια έχουν παρατηρηθεί σοβαρές
δερματικές αντιδράσεις όπως πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson και τοξική
επιδερμική νεκρόλυση.
Γαστρεντερικό: Κοιλιακός πόνος, ναυτία, έμετος, διάρροια.
Αίμα: Θρομβοκυτταραιμία, θρομβοκυτοπενία, ηωσινοφιλία, λευκοπενία και ουδετεροπενία
(περιλαμβανομένων πολύ σπάνιων περιπτώσεων ακοκκιοκυτταραιμίας). Μπορεί να
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
5
αναπτυχθεί θετικά άμεσα ή έμμεσα Test Coombs σε μερικά άτομα. Έχει αναφερθεί ελάττωση
του χρόνου μερικής θρομβοπλαστίνης.
Ηπατική λειτουργία: Έχει αναφερθεί αύξηση των επιπέδων στον ορό της χολερυθρίνης,
των τρανσαμινασών, της αλκαλικής φωσφατάσης και της γαλακτικής αφυδρογονάσης, μόνων
ή σε συνδυασμό.
Κεντρικό νευρικό σύστημα: Πονοκέφαλος, παραισθήσεις. Σπάνια έχουν αναφερθεί
σπασμοί, αν και δεν έχει αποδειχθεί αιτιατή σχέση.
Άλλες: Στοματική και κολπική καντιδίαση.
4.9. Υπερδοσολογία
Από λάθος υπερδοσολογία μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ειδικά σε
ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας πρέπει να είναι
συμπτωματική. Σε φυσιολογικά άτομα θα γίνει ταχεία νεφρική απέκκριση. Σε άτομα με
ελαττωμένη νεφρική λειτουργία, η αιμοδιύλιση θα απομακρύνει τη Meropenem και το
μεταβολίτη της.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: J01DH02
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η Meropenem είναι καρβαπενέμη για παρεντερική χρήση, σταθερή στην ανθρώπινη
dehydropeptidase-1 (DHP-1)
Η Meropenem ασκεί βακτηριοκτόνο δράση παρεμβαίνοντας στην σύνθεση του κυτταρικού
τοιχώματος των βακτηρίων. Η ευκολία με την οποία εισχωρεί στα κυτταρικά τοιχώματα των
βακτηρίων, το υψηλό επίπεδο σταθερότητας έναντι όλων των β-λακτομασών με σερίνη και η
χαρακτηριστική της συγγένεια προς τις πρωτεΐνες που συνδέονται με την πενικιλλίνη (PBPs),
εξηγούν την ισχυρή βακτηριοκτόνο δράση της Meropenem εναντίον ενός ευρέου φάσματος
αερόβιων και αναερόβιων βακτηριδίων. Οι βακτηριοκτόνες συγκεντρώσεις είναι κατά κανόνα
το πολύ διπλάσιες των ελαχίστων ανασταλτικών πυκνοτήτων (ΕΑΠ).
Η Meropenem είναι σταθερή στα τεστ ευαισθησίας και τα τεστ αυτά μπορούν να γίνουν με
τις συνηθισμένες μεθόδους. Τα τεστ in vitro δείχνουν ότι η Meropenem δρα συνεργικά με
διάφορα αντιβιοτικά. Έχει αποδειχθεί τόσο in vitro όσο και in vivo ότι η Meropenem εμφανίζει
μετα-αντιβιοτική δράση εναντίων Gram-θετικών και Gram- αρνητικών μικροοργανισμών.
Για το CARBENEM συνιστάται μια μόνο ομάδα κριτηρίων ευαισθησίας που βασίζεται στην
φαρμακοκινητική και στη συσχέτιση των κλινικών και μικροβιολογικών αποτελεσμάτων με
την διάμετρο ζώνης και τις ελάχιστες ανασταλτικές πυκνότητες (ΕΑΠ) των παθογόνων
μικροοργανισμών.
6
CARBENEM
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΜΙΚΡΟΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ
ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΙΣΗΣ
ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ ΖΩΝΗΣ
(mm)
ΕΑΠ(breakpoints)
(mg/l)
Ευαίσθητοι ≥14 ≤4
Ενδιάμεσης ευαισθησίας 12-13 8
Ανθεκτικοί ≤11 ≥16
Το αντιβακτηριακό φάσμα της Meropenem in vitro περιλαμβάνει την πλειονότητα των κλινικά
σημαντικών Gram-θετικών και Gram-αρνητικών αερόβιων και αναερόβιων στελεχών
βακτηρίων όπως φαίνονται παρακάτω:
Gram-θετικά αερόβια
Bacillus spp., Corynebacterium diphtheriae, Enterococcus faecalis, Enterococcus liquifaciens,
Enterococcus avium, Erysipelothix rhusiopathiae, Listeria monocytogenes, Lactobacillus spp.,
Nocardia asteroides, Staphylococcus aureus (penicillinase αρνητικός και θετικός),
Staphylococci coagulase αρνητικοί περιλαμβανομένων και των Staphylococcus epidermidis,
Staphylococcus saprophyticus, Staphylococcus capitis, Staphylococcus cohnii, Staphylococcus
xylosus, Staphylococcus warneri, Staphylococcus hominis, Staphylococcus simulans,
Staphylococcus intermedius, Staphylococcus sciuri, Staphylococcus lugdunensis,
Streptococcus pneumoniae (penicillin ευαίσθητος και ανθεκτικός), Streptococcus agalactiae,
Streptococcus pyogenes, Streptococcus equi, Streptococcus bovis, Streptococcus mitis,
Streptococcus mitior, Streptococcus milleri, Streptococcus sanguis, Streptococcus viridans,
Streptococcus salivarius, Streptococcus morbillorum, Streptococcus cremolis, Streptococcus
Group G, Streptococcus Group F, Rhodococcus equi.
Gram-αρνητικά αερόβια
Achromobacter xylosoxidans, Acinetobacter anitratus, Acinetobacter lwoffii, Acinetobacter
baumannii, Acinetobacter junii, Acinetobacter haemolyticus, Aeromonas hydrophila,
Aeromonas sorbria, Aeromonas caviae, Alcaligenes faecalis, Bordetella bronchiseptica,
Brucella melitensis, Campylobacter coli, Campylobacter jejuni, Citrobacter freundii,
Citrobacter diversus, Citrobacter koseri, Citrobacter amalonaticus, Enterobacter aerogenes,
Enterobacter agglomerans, Enterobacter cloacae, Enterobacter sakazakii, Escherichia coli,
Escherichia hermannii, Gardnerella vaginalis, Haemophilus influenzae (περιλαμβανομένων και
των beta lactamase θετικών και ampicillin ανθεκτικών κόκκων), Haemophilus
parainfluenzae, Haemophilus ducreyi, Helicobacter pylori, Neisseria meningitidis, Neisseria
gonorrhoeae (περιλαμβανομένων και των beta lactamase θετικών, penicillin ανθεκτικών και
spectinomycin ανθεκτικών κόκκων), Hafnia alvei, Klebsiella pneumoniae, Klebsiella
aerogenes, Klebsiella ozaenae, Klebsiella oxytoca, Moraxella (Branhamella) catarrhalis,
Morganella morganii, Proteus mirabilis, Proteus vulgaris, Proteus penneri, Providencia
rettgeri, Providencia stuartii, Providencia alcalifaciens, Pasteurella multocida, Plesiomonas
shigelloides, Pseudomonas aeruginosa, Pseudomonas putida, Pseudomonas alcaligenes,
Burkholderia (Pseudomonas) cepacia, Pseudomonas fluorescens, Pseudomonas stutzeri,
Pseudomonas pickettii, Pseudomonas pseudomallei, Pseudomonas acidovorans, Salmonella
spp. Περιλαμβανομένης και της Salmonella enteritidis/typhi, Serratia marcescens, Serratia
liquefaciens, Serratia rubidaea, Shigella sonnei, Shigella flexneri, Shigella boydii, Shigella
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
7
dysenteriae, Vibrio cholerae, Vibrio parahaemolyticus, Vibrio vulnificus, Yersinia
enterocolitica.
Αναερόβια βακτήρια.
Actinomyces odontolyticus, Actinomyces meyeri, Actinomyces israelii, Bacteroides Prevotella
Porphyromonas spp., Bacteroides fragilis, Bacteroides vulgatus, Bacteroides variabilis,
Bacteroides pneumosintes, Bacteroides coagulans, Bacteroides uniformis, Bacteroides
distasonis, Bacteroides ovatus, Bacteroides thetaiotaomicron, Bacteroides eggerthii,
Bacteroides capsillosis, Prevotella buccalis, Prevotella corporis, Bacteroides gracilis, Prevotella
melaninogenica, Prevotella intermedia, Prevotella bivia, Prevotella splanchnicus, Prevotella
oralis, Prevotella disiens, Prevotella rumenicola, Bacteroides ureolyticus, Prevotella oris,
Prevotella buccae, Prevotella denticola, Bacteroides levii, Bacteroides
caccae,
Porphyromonas
asaccharolytica, Porphyromonas gingivalis, Bifidobacterium spp., Bilophila wadsworthia,
Clostridium perfringens, Clostridium bifermentans, Clostridium ramosum, Clostridium
sporogenes, Clostridium cadaveris, Clostridium difficile, Clostridium sordellii, Clostridium
butyricum, Clostridium clostridiiformis, Clostridium innocuum, Clostridium subterminale,
Clostridium tertium, Eubacterium lentum, Eubacterium aerofaciens, Fusobacterium
mortiferum, Fusobacterium necrophorum, Fusobacterium nucleatum, Fusobacterium varium,
Mobiluncus curtisii, Mobiluncus mulieris, Peptostreptococcus anaerobius, Peptostreptococcus
micros, Peptostreptococcus saccharolyticus, Peptococcus saccharolyticus, Peptostreptococcus
asaccharolyticus, Peptostreptococcus magnus, Peptostreptococcus prevotii,
Propionibacterium acnes, Propionibacterium avidum, Propionibacterium granulosum,
Vellonella parvula, Woinella, Woinella recta.
Τα Stenotrophomonas (Xanthomonas) maltophilia, Enterococcus faecium και οι methicillin
ανθεκτικοί σταφυλόκοκκοι, έχουν βρεθεί ανθεκτικά στη Meropenem.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30 λεπτών μιας δόσης CARBENEM σε υγιείς εθελοντές, οδηγεί
σε μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα περίπου 11 μg/ml για δόση 250 mg, 23 μg/ml για
δόση 500 mg και 49 μg/ml για δόση 1g. Ωστόσο, δεν υπάρχει απόλυτη φαρμακοκινητική
αναλογία των τιμών της μέγιστης συγκέντρωσης (Cmax) και της επιφάνειας κάτω από την
καμπύλη (AUC) ως προς τη χορηγούμενη δόση. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί μία ελάττωση
στην κάθαρση από το πλάσμα από 287 σε 205 ml/min για δοσολογία 250 mg έως 2g.
Ενδοφλέβια ένεση (bolus) CARBENEM διάρκειας 5 λεπτών σε υγιείς εθελοντές, οδηγεί σε
μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα περίπου 52 μg/ml για δόση 500mg και 112 μg/ml για
δόση 1g.
Ενδοφλέβιες εγχύσεις 1g διάρκειας 2 λεπτών, 3 λεπτών και 5 λεπτών συγκρίθηκαν σε τριπλά
διασταυρούμενη μελέτη. Οι εγχύσεις αυτής της διάρκειας οδήγησαν σε μέγιστες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα 110,91 και 94 μg/ml αντίστοιχα.
Μετά από ενδοφλέβια δόση 500 mg η συγκέντρωση της Meropenem στο πλάσμα μειώνεται
σε 1μg/ml ή λιγότερο 6 ώρες μετά τη χορήγηση.
Όταν χορηγούνται πολλαπλές δόσεις ανά 8ωρο σε άτομα με φυσιολογική νευρική λειτουργία,
δεν παρατηρείται συσσώρευση Meropenem. Σε άτομα με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, ο
χρόνος ημίσειας ζωής της Meropenem είναι περίπου 1 ώρα.
Η σύνδεση της Μeropenem με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι περίπου 2%. Ποσοστό
8
CARBENEM
περίπου 70% της ενδοφλεβίως χορηγούμενης δόσης Meropenem ανακτάται αναλλοίωτο στα
ούρα μέσα σε 12 ώρες, μετά τις οποίες ανιχνεύεται μικρή περαιτέρω απέκκριση από τα ούρα.
Συγκεντρώσεις Meropenem στα ούρα πάνω από 10 μg/ml διατηρούνται μέχρι 5 ώρες μετά
από δόση 500 mg.
Δεν παρατηρήθηκε συσσώρευση Μeropenem στο πλάσμα ή τα ούρα κατά τη διάρκεια
θεραπευτικής αγωγής με Meropenem 500mg χορηγούμενη ανά 8ώρο ή Meropenem 1g
χορηγούμενη ανά 6ώρο σε εθελοντές με φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Ο μοναδικός μεταβολίτης της Meropenem είναι μικροβιολογικά ανενεργός.
Η Meropenem διεισδύει στα περισσότερα σωματικά υγρά και ιστούς συμπεριλαμβανομένου
του εγκεφαλονωτιαίου υγρού ασθενών με βακτηριακή μηνιγγίτιδα, επιτυγχάνοντας
συγκεντρώσεις μεγαλύτερες αυτών που απαιτούνται για την αναστολή των περισσοτέρων
βακτηρίων.
Μελέτες σε παιδιά έδειξαν ότι οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες του φαρμάκου που χορηγείται
ενδοφλεβίως στα παιδιά είναι ουσιαστικά όμοιες με αυτές που παρατηρούνται στους ενήλικες.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής της Meropenem ήταν περίπου 1,5-2,3 ώρες σε παιδιά ηλικίας κάτω
των 2 ετών. Για δόσεις 10-40mg/kg ακολουθείται γραμμική φαρμακοκινητική.
Φαρμακοκινητικές μελέτες σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια έδειξαν ότι η κάθαρση τη
Meropenem από το πλάσμα συσχετίζεται με την κάθαρση της κρεατίνης. Σε άτομα με
νεφρική ανεπάρκεια απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας.
Φαρμακοκινητικές μελέτες σε ηλικιωμένους ασθενείς έδειξαν μείωση της κάθαρσης της
Meropenem από το πλάσμα σχετιζόμενη με την εξαρτώμενη από την ηλικία μείωση στην
κάθαρσης κρεατινίνης,.
Φαρμακοκινητικές μελέτες σε ασθενείς με ηπατική νόσο δεν έδειξαν επίδραση της ηπατικής
νόσου στην φαρμακοκινητική της Meropenem.
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Μελέτες σε πειραματόζωα αποκλείουν την εμφάνιση βλάβης στα νεφρά στον άνθρωπο μετά
από χορήγηση του CARBENEM. Σε μελέτες σε πειραματόζωα η Meropenem εμφάνισε
νεφροτοξικές επιδράσεις μόνο σε υψηλές δόσεις (500mg/kg).
Επίδραση στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα: σπασμοί σε αρουραίους και έμετοι σε σκυλιά
παρατηρήθηκαν μόνο σε υψηλές δόσεις (>2000mg/kg).
Για μια ενδοφλέβια δόση το LD
50
στα τρωκτικά είναι μεγαλύτερο από 2000mg/kg. Σε μελέτες
επαναλαμβανόμενων δόσεων (μέχρι 6 μήνες), εμφανίστηκαν μόνο μικρές επιδράσεις
συμπεριλαμβανομένης μικρής μείωσης στις παραμέτρους των ερυθροκυττάρων και αύξησης
του βάρους του ήπατος σε σκυλιά στα οποία χορηγούνται δόσεις 500mg/kg.
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
9
Δεν υπήρξαν στοιχεία που να δείχνουν μεταλλαξιογόνες ιδιότητες στα 5 τεστ που
διεξήχθησαν, ούτε στοιχεία για τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή και για τερατογένεση σε
μελέτες που διεξήχθησαν σε αρουραίους και πιθήκους με τις μεγαλύτερες δυνατές δόσεις. Η
δόση που δεν προκαλούσε ελάττωση στο σωματικό βάρος των απογόνων πρώτης γενεάς των
ποντικιών ήταν 120mg/kg.
Αυξημένη συχνότητα αποβολών παρατηρήθηκε με δόση 500mg/kg σε προκαταρκτική μελέτη
σε πιθήκους.
Δεν υπήρξαν στοιχεία αυξημένης ευαισθησίας στη Meropomen σε νεαρά ζώα σε σύγκριση με
αυτά της μεγαλύτερης ηλικίας. Η ενδοφλέβια μορφή ήταν καλά ανεκτή στις μελέτες σε
πειραματόζωα.
Ο μοναδικός μεταβολίτης της Meropenem εμφάνισε παρόμοιο προφίλ χαμηλής τοξικότητας
στις μελέτες σε πειραματόζωα.
5.3.1.1 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Το CARBENEM περιέχει ως έκδοχο anhydrous sodium carbonate.
6.2. Ασυμβατότητες
Το CARBENEM είναι συμβατό με τα υγρά εγχύσεως τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο
6.4.
Το CARBENEM δεν πρέπει να αναμιγνύεται ή να προστίθεται σε άλλα φάρμακα.
6.3. Διάρκεια ζωής
Το CARBENEM έχει διάρκεια ζωής 48 μήνες.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Να φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου (κάτω των 25
ο
C).
Συνίσταται να χρησιμοποιούνται προσφάτως παρασκευασμένα διαλύματα του CARBENEM για
ενδοφλέβια ένεση ή έγχυση. Ωστόσο, ανασυσταμένα διαλύματα CARBENEM διατηρούν
ικανοποιητική δραστικότητα σε θερμοκρασία δωματίου (μέχρι 25
ο
C) ή σε ψυγείο (4
ο
C),
σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα:
Διαλύτης Ώρες σταθερότητας
μέχρι 25
ο
C
Ώρες σταθερότητας
μέχρι 4
ο
C
Φιαλίδια ανασυσταμένα με Water for
injections για επαναλαμβανόμενες
ενέσεις (bolus)
8 48
10
CARBENEM
Διαλύματα (1-20mg/ml)
παρασκευασμένα με:
0,9% Sodium Chloride 8 48
5% Glucose 3 14
5% Glucose και 0,225% Sodium
Chloride
3 14
5% Glucose και 0,9% Sodium
Chloride
3 14
5% Glucose και 0,15% Potassium
Chloride
3 14
2.5% ή 10% Μannitol ενδοφλεβίου
εγχύσεως
3 14
Normosol - M σε 5% Glucose
ενδοφλεβίου εγχύσεως
3 14
10% Glucose 2 8
5% Glucose και 0,02% Sodium
Bicarbonate ενδοφλεβίου εγχύσεως
2 8
Τα διαλύματα του φαρμάκου δεν πρέπει να καταψύχονται.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Γυάλινα φιαλίδια τύπου 1 με ελαστικό πώμα και κολάρο αλουμινίου.
Συσκευασία
Κουτί με 1 φιαλίδιο ή 10 φιαλίδια που περιέχουν 500mg Meropenem ή κουτί με 1 φιαλίδιο ή
10 ή 20 φιαλίδια που περιέχουν 1000mg Meropenem.
6.6. Οδηγίες χρήσης / χειρισμού
βλέπε 4.2 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης».
Η συνήθης τεχνική ασηψίας πρέπει να ακολουθείται κατά την ανασύσταση του φαρμάκου.
Ανακινήστε το ανασυσταμένο διάλυμα πριν τη χρήση.
Τα φιαλίδια και οι σύριγγες προορίζονται για μια χρήση μόνο.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Verisfield (UK) Ltd, 41 Chalton Street, London, NW1 1JD, UK
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Carbenem 500 mg: 31125/12-8-2009
Carbenem 1000 mg: 59115/12-8-2009
Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος
11