ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Tetig δισκία
1. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Tetig
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 1 mg, 2 mg, 3 mg ή 4 mg γλιμεπιρίδης.
Για τα έκδοχα, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκία.
Τα δισκία είναι οβάλ με χαραγή και στις δύο πλευρές.
Τα δισκία Tetig 1 mg είναι ροζ, τα δισκία Tetig 2 mg είναι πράσινα, τα
δισκία Tetig 3 mg είναι ανοιχτό κίτρινο και τα δισκία Tetig 4 mg είναι
ανοιχτό μπλε.
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Tetig ενδείκνυται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση του σακχαρώδη
διαβήτη τύπου 2, όταν η δίαιτα, η σωματική άσκηση και η απώλεια
σωματικού βάρους είναι ανεπαρκείς.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Για από του στόματος χρήση.
Η επιτυχής θεραπευτική αντιμετώπιση του διαβήτη βασίζεται στη σωστή
δίαιτα, στη σωματική άσκηση και στους τακτικούς ελέγχους αίματος
και ούρων. Αρνητικά αποτελέσματα που οφείλονται στη μη τήρηση της
δίαιτας δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με τη χορήγηση δισκίων ή
ινσουλίνης.
Η δοσολογία βασίζεται στα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις
εξετάσεις του μεταβολισμού (προσδιορισμοί σακχάρου στο αίμα και στα
ούρα).
Η δόση έναρξης είναι 1 mg γλιμεπιρίδης ημερησίως. Σε περίπτωση που
έχει επιτευχθεί ικανοποιητική ρύθμιση, η δόση αυτή μπορεί να χορηγείται
ως δόση συντήρησης.
Εάν ο έλεγχος είναι ανεπαρκής, συνιστάται αύξηση της δόσης σύμφωνα
με τον μεταβολικό έλεγχο Η δόση ρυθμίζεται με μεσοδιάστημα 1-2
εβδομάδων σε 2, 3, ή 4 mg γλιμεπιρίδης την ημέρα.
Ημερήσιες δόσεις μεγαλύτερες από 4 mg γλιμεπιρίδης είναι πιο
αποτελεσματικές μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η μέγιστη
συνιστώμενη δόση είναι 6 mg γλιμεπιρίδης ημερησίως.
1
Σε ασθενείς οι οποίοι δεν έχουν ρυθμιστεί ικανοποιητικά με τη μέγιστη
ημερήσια δόση metformin, μπορεί να αρχίσει ταυτόχρονη αγωγή με
γλιμεπιρίδη. Ενώ η αγωγή με metformin διατηρείται στην ίδια δόση, η
αγωγή με γλιμεπιρίδη ξεκινά με χαμηλή δόση και τιτλοποιείται μέχρι την
ανώτατη ημερήσια δόση ανάλογα με τα επιθυμητά επίπεδα μεταβολικής
ρύθμισης. Η αγωγή συνδυασμού θα πρέπει να αρχίζει υπό στενή ιατρική
παρακολούθηση.
Σε ασθενείς οι οποίοι δεν έχουν ρυθμιστεί ικανοποιητικά με τη μέγιστη
ημερήσια δόση Tetig, μπορεί να αρχίσει, εφόσον κριθεί ότι είναι
αναγκαίο, ταυτόχρονη αγωγή με ινσουλίνη. Η αγωγή με ινσουλίνη
αρχίζει σε χαμηλή δόση και τιτλοποιείται ανάλογα με τα επιθυμητά
επίπεδα της μεταβολικής ρύθμισης, ενώ διατηρείται η δόση της
γλιμεπιρίδης. Η αγωγή συνδυασμού θα πρέπει να αρχίζει υπό στενή
ιατρική παρακολούθηση.
Συνήθως η εφάπαξ ημερήσια δόση γλιμεπιρίδης είναι επαρκής.
Συνιστάται η δόση αυτή να λαμβάνεται αμέσως πριν από το πρωινό ή
κατά τη διάρκεια αυτού - ή εάν το πρωινό παραλείπεται - αμέσως πριν
από το πρώτο κύριο γεύμα ή κατά τη διάρκεια αυτού.
Αν παραλειφθεί η λήψη μιας δόσης, η επόμενη δόση δεν πρέπει να
αυξηθεί.
Τα δισκία καταπίνονται ολόκληρα με αρκετή ποσότητα υγρού.
Σε περίπτωση που ο ασθενής εκδηλώσει υπογλυκαιμική αντίδραση μετά
από τη λήψη 1 δισκίου Tetig 1 mg, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει η πιθανότητα
ρύθμισης του διαβήτη σε αυτόν τον ασθενή μόνο με δίαιτα.
Οι ανάγκες σε γλιμεπιρίδη μπορεί να μειωθούν κατά τη διάρκεια της
αγωγής, καθ’ όσον η βελτίωση του διαβητικού ελέγχου έχει ως
αποτέλεσμα αυξημένη ευαισθησία στην ινσουλίνη. Προκειμένου να
αποφευχθεί η υπογλυκαιμία, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η έγκαιρη
μείωση της δόσης ή η διακοπή της αγωγής. Προσαρμογή της δόσης θα
πρέπει επίσης να εξετάζεται, εφόσον αλλάζει το σωματικό βάρος ή ο
τρόπος ζωής του ασθενή, ή σε περίπτωση άλλων παραγόντων οι οποίοι
αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης υπογλυκαιμίας ή υπεργλυκαιμίας.
Μετάταξη από άλλα από του στόματος αντιδιαβητικά σε Tetig
Γενικά, μπορεί να επιτευχθεί η μετάταξη από άλλα από του στόματος
χορηγούμενα αντιδιαβητικά σε Tetig. Κατά τη μετάταξη σε θεραπεία με
Tetig, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η περιεκτικότητα και η ημιπερίοδος
ζωής του προηγούμενου αντιδιαβητικού φαρμάκου. Σε μερικές
περιπτώσεις, ειδικότερα με αντιδιαβητικά που έχουν μακρά ημιπερίοδο
ζωής (π.χ. χλωροπροπαμίδη), πιθανόν να απαιτηθεί διάστημα λίγων
ημερών από τη διακοπή του φαρμάκου προκειμένου να μειωθεί ο
κίνδυνος υπογλυκαιμίας λόγω της αθροιστικής δράσης. Η συνιστώμενη
δόση έναρξης είναι 1 δισκίο Tetig 1 mg ημερησίως.
Λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβολική δράση, η δόση γλιμεπιρίδης μπορεί
να αυξηθεί σταδιακά, όπως περιγράφεται κατά την αρχική αγωγή.
Μετάταξη από ινσουλίνη σε Tetig
2
Σε ειδικές περιπτώσεις ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, οι
οποίοι προηγουμένως είχαν ρυθμιστεί με ινσουλίνη, ενδέχεται να γίνει
μετάταξη σε Tetig.
Αυτή η μετάταξη πρέπει να πραγματοποιηθεί υπό στενή ιατρική
παρακολούθηση
Διαταραχές της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας
Βλέπε παράγραφο 4.3 « Αντενδείξεις».
4.3 Αντενδείξεις
Η γλιμεπιρίδη αντενδεικνύεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- υπερευαισθησία στη γλιμεπιρίδη, σε άλλες σουλφονυλουρίες ή
σουλφοναμίδες ή σε κάποιο από τα έκδοχα
- ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη,
- διαβητικό κώμα,
- κετοξέωση,
- σοβαρές διαταραχές της νεφρικής ή της ηπατικής λειτουργίας. Σε
ασθενείς με σοβαρές διαταραχές της νεφρικής ή της ηπατικής
λειτουργίας απαιτείται μετάταξη σε ινσουλίνη.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Το Tetig θα πρέπει να λαμβάνεται αμέσως πριν από ένα γεύμα ή κατά τη
διάρκεια αυτού.
Σε περίπτωση που τα γεύματα λαμβάνονται σε ακανόνιστες ώρες ή
παραλείπονται εντελώς, υπάρχει η πιθανότητα εκδήλωσης
υπογλυκαιμίας κατά την αγωγή με Tetig. Τα πιθανά συμπτώματα της
υπογλυκαιμίας περιλαμβάνουν: κεφαλαλγία, έντονη πείνα, ναυτία,
έμετο, ατονία, υπνηλία, διαταραγμένο ύπνο, ανησυχία, επιθετικότητα,
μειωμένη συγκέντρωση, εγρήγορση και χρόνο αντίδρασης, κατάθλιψη,
σύγχυση, διαταραχές ομιλίας και όρασης, αφασία, τρόμο, πάρεση,
αισθητηριακές διαταραχές, ζάλη, αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης, απώλεια
αυτοελέγχου, παραλήρημα, εγκεφαλικούς σπασμούς, νυσταγμό και
απώλεια συνείδησης μέχρι και κώμα, ρηχή αναπνοή και βραδυκαρδία.
Επιπλέον, μπορεί να εμφανισθούν σημεία αδρενεργικής απορρύθμισης,
όπως εφίδρωση, υγρό δέρμα, άγχος, ταχυκαρδία, υπέρταση, παλμοί,
στηθάγχη και καρδιακή αρρυθμία.
Η κλινική εικόνα μιας σοβαρής υπογλυκαιμικής προσβολής δυνατόν να
ομοιάζει με εκείνη της εγκεφαλικής προσβολής.
Τα συμπτώματα μπορούν σχεδόν πάντοτε να ελεγχθούν με άμεση λήψη
υδατανθράκων (ζάχαρης). Τα τεχνητά γλυκαντικά δεν είναι
αποτελεσματικά.
Από τις άλλες σουλφονυλουρίες είναι γνωστό, ότι παρά τα καταρχήν
ικανοποιητικά μέτρα αντιμετώπισης, η υπογλυκαιμία είναι δυνατόν να
επανεμφανισθεί.
Σε περίπτωση σοβαρής ή παρατεταμένης υπογλυκαιμίας, που
αντιμετωπίστηκε μόνο προσωρινά με τη συνήθη ποσότητα ζάχαρης,
απαιτείται άμεση ιατρική αντιμετώπιση και εισαγωγή σε νοσοκομείο
κατά περίσταση.
3
Παράγοντες που ευνοούν την εμφάνιση υπογλυκαιμίας είναι:
- απροθυμία ή (πιο συχνά σε μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς)
ανικανότητα του ασθενή για συνεργασία,
- υποσιτισμός, ακανόνιστη λήψη γευμάτων ή ελλιπή γεύματα ή περίοδοι
νηστείας,
- αλλαγές στη δίαιτα,
- έλλειψη ισορροπίας μεταξύ σωματικής άσκησης και λήψης
υδατανθράκων,
- κατανάλωση οινοπνεύματος ιδιαίτερα σε συνδυασμό με παράλειψη
γευμάτων,
- διαταραγμένη νεφρική λειτουργία,
- σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία,
- υπερδοσολογία Tetig,
- ορισμένες μη αντιρροπούμενες διαταραχές του ενδοκρινικού
συστήματος που επηρεάζουν το μεταβολισμό των υδατανθράκων ή την
αντιρρόπηση της υπογλυκαιμίας (όπως για παράδειγμα σε ορισμένες
διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδή και σε ανεπάρκεια του
πρόσθιου λοβού της υπόφυσης ή του φλοιού των επινεφριδίων),
- συγχορήγηση με ορισμένα άλλα φάρμακα (βλέπε παράγραφο 4.5).
Η αγωγή με Tetig απαιτεί τακτικές μετρήσεις των επιπέδων γλυκόζης στο
αίμα και στα ούρα. Επιπλέον συνιστάται ο προσδιορισμός του
κλάσματος της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης.
Κατά τη διάρκεια της αγωγής με Tetig απαιτείται τακτικός έλεγχος της
ηπατικής λειτουργίας και της αιματολογικής εικόνας (ειδικότερα των
λευκοκυττάρων και των θρομβοκυττάρων).
Σε περιπτώσεις stress (π.χ. ατυχήματα, οξείες χειρουργικές επεμβάσεις,
εμπύρετες λοιμώξεις κ.λπ.) μπορεί να απαιτηθεί προσωρινή μετάταξη σε
ινσουλίνη.
Δεν υπάρχει εμπειρία σχετικά με τη χορήγηση Tetig σε ασθενείς με σοβαρή
ηπατική δυσλειτουργία ή σε ασθενείς υπό αιμοδιύλιση. Σε ασθενείς με
σοβαρή διαταραχή της νεφρικής ή ηπατικής λειτουργίας συνιστάται η
μετάταξη σε ινσουλίνη.
Η αγωγή ασθενών με ανεπάρκεια G6PD με σουλφονυλουρίες μπορεί να
οδηγήσει σε αιμολυτική αναιμία. Καθότι η γλιμεπιρίδη ανήκει στην
ομάδα των σουλφονυλουριών, απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με
ανεπάρκεια G6PD και θα πρέπει να εξετάζεται η χρήση μη
σουλφονυλουρικού εναλλακτικού.
Το Tetig περιέχει μονοϋδρική λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, με ανεπάρκεια λακτάσης Lapp ή
με δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν θα πρέπει να λαμβάνουν
αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Αν η λήψη της γλιμεπιρίδης γίνεται ταυτόχρονα με μερικά άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα μπορούν να εμφανισθούν τόσο ανεπιθύμητες
αυξήσεις όσο και μειώσεις στην υπογλυκαιμική δράση της γλιμεπιρίδης.
4
Για το λόγο αυτό, άλλα φαρμακευτικά προϊόντα θα πρέπει να
λαμβάνονται μόνον εφόσον το γνωρίζει ο ιατρός (ή με συνταγή του).
Η γλιμεπιρίδη μεταβολίζεται από το κυτόχρωμα Ρ450 2C9 (CYP2C9). Ο
μεταβολισμός της είναι γνωστό ότι επηρεάζεται από την ταυτόχρονη
χορήγηση CYP2C9 επαγωγέων (π.χ. ριφαμπικίνη) ή αναστολέων (π.χ.
φλουκοναζόλη).
Αποτελέσματα από μία in vivo μελέτη αλληλεπίδρασης που αναφέρεται
στη βιβλιογραφία, δείχνουν ότι η AUC της γλιμεπιρίδης αυξάνεται
περίπου δύο φορές από τη φλουκοναζόλη, έναν από τους πιο ισχυρούς
CYP2C9 αναστολείς.
Mε βάση την εμπειρία από τη γλιμεπιρίδη και άλλες σουλφονυλουρίες,
πρέπει να αναφερθούν οι ακόλουθες αλληλεπιδράσεις.
Ενισχυμένη υπογλυκαιμική δράση και, επομένως, σε μερικές περιπτώσεις
υπογλυκαιμία ενδέχεται να εμφανισθεί όταν ληφθεί κάποιο από τα
ακόλουθα φαρμακευτικά προϊόντα, για παράδειγμα:
φαινυλοβουταζόνη, αζαπροπαζόνη και οξυφαινοβουταζόνη,
ινσουλίνη και από του στόματος αντιδιαβητικά προϊόντα, όπως
μετφορμίνη,
σαλικυλικά και p-αμινο-σαλικυλικό οξύ,
αναβολικά στεροειδή και γεννητικές ορμόνες του άρρενος,
χλωραμφαινικόλη, μερικές μακράς δράσης σουλφοναμίδες,
τετρακυκλίνες, αντιβιοτικά κινολόνης και κλαριθρομυκίνη,
αντιπηκτικά κουμαρίνης,
φαινφλουραμίνη,
δισοπυραμίδη,
φιβράτες,
αναστολείς ΜΕΑ,
φλουοξετίνη, αναστολείς ΜΑΟ,
αλλοπουρινόλη, προβενεσίδη, σουλφινοπυραζόνη,
συμπαθολυτικά,
κυκλοφωσφαμίδη, τροφωσφαμίδη και ιφωσφαμίδες,
σουλφινπυραζόνη,
ορισμένες σουλφοναμίδες μακράς διάρκειας δράσης,
μικοναζόλη, φλουκοναζόλη
πεντοξυφυλλίνη (υψηλή δόση, παρεντερική),
τριτοκαλίνη.
Μειωμένη υπογλυκαιμική δράση και, επομένως, αυξημένα επίπεδα
γλυκόζης στο αίμα ενδέχεται να εμφανισθούν όταν ληφθεί κάποιο από τα
ακόλουθα φαρμακευτικά προϊόντα, για παράδειγμα:
οιστρογόνα και προγεσταγόνα,
νατριουρητικά, θειαζιδικά διουρητικά,
θυρεοειδικές ορμόνες, γλυκοκορτικοειδή,
παράγωγα φαινοθειαζίνης, χλωροπρομαζίνη,
5
αδρεναλίνη και συμπαθητικομιμητικά,
νικοτινικό οξύ (υψηλές δόσεις) και παράγωγα νικοτινικού οξέος,
καθαρτικά (μακροχρόνια χρήση),
φαινυτοΐνη, διαζοξείδη,
γλυκαγόνη, βαρβιτουρικά και ριφαμπικίνη,
ακεταζολαμίδη.
Οι Η
2
-ανταγωνιστές, οι β-αποκλειστές, η κλονιδίνη και η ρεσερπίνη
ενδέχεται να οδηγήσουν είτε σε ενίσχυση είτε σε μείωση της
υπογλυκαιμικής δράσης
Υπό την επίδραση συμπαθολυτικών φαρμακευτικών προϊόντων, όπως οι
β-αποκλειστές, η κλονιδίνη, η γουανεθιδίνη και η ρεσερπίνη, τα σημεία
αδρενεργικής αντιρρόπησης της υπογλυκαιμίας μπορεί να είναι μειωμένα
ή να εκλείπουν.
Η λήψη οινοπνεύματος μπορεί να ενισχύσει ή να μειώσει την
υπογλυκαιμική δράση της γλιμεπιρίδης με απρόβλεπτο τρόπο.
Η γλιμεπιρίδη μπορεί είτε να ενισχύσει είτε να μειώσει τη δράση των
κουμαρινικών παραγώγων.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Κίνδυνος που σχετίζεται με το διαβήτη.
Μη φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα κατά τη διάρκεια της
κύησης σχετίζονται με μεγαλύτερη πιθανότητα γεννητικών ανωμαλιών
και περιγεννητικού θανάτου. Επομένως τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα
πρέπει να ελέγχονται στενά κατά τη διάρκεια της κύησης ώστε να
αποφευχθεί ο κίνδυνος τερατογένεσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες
συνιστάται η χρήση ινσουλίνης. Οι ασθενείς που σκέφτονται να μείνουν
έγκυες πρέπει να ενημερώσουν το γιατρό τους.
Κίνδυνος που σχετίζεται με τη γλιμεπιρίδη
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη χρήση της γλιμεπιρίδης σε έγκυες
γυναίκες. Μελέτες σε πειραματόζωα κατέδειξαν τοξικότητα στην
αναπαραγωγική ικανότητα η οποία πιθανότατα σχετιζόταν με τη
φαρμακολογική δράση (υπογλυκαιμία) της γλιμεπιρίδης (βλέπε
παράγραφο 5.3).
Συνεπώς, η γλιμεπιρίδη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται καθόλη τη
διάρκεια της κύησης.
Σε περίπτωση θεραπείας με γλιμεπιρίδη, εάν η ασθενής σκοπεύει να
μείνει έγκυος ή ανακαλυφθεί εγκυμοσύνη, η θεραπεία πρέπει να αλλαχθεί
το συντομότερο δυνατόν σε ινσουλίνη.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν η γλιμεπιρίδη εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Η
γλιμεπιρίδη εκκρίνεται στο γάλα αρουραίων. Καθώς άλλες
σουλφονυλουρίες εκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα και επειδή υπάρχει
κίνδυνος υπογλυκαιμίας στα θηλάζοντα βρέφη, η γαλουχία δε
συνιστάται κατά τη διάρκεια θεραπείας με γλιμεπιρίδη.
6
4.7 Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Η ικανότητα του ασθενούς να συγκεντρώνεται και να αντιδρά ενδέχεται
να μειωθεί ως επακόλουθο υπογλυκαιμίας ή υπεργλυκαιμίας ή, για
παράδειγμα, ως επακόλουθο οπτικής διαταραχής. Αυτό ενδέχεται να
συνιστά κίνδυνο στις καταστάσεις εκείνες όπου οι ικανότητες αυτές
έχουν ιδιαίτερη σημασία (π.χ. οδήγηση αυτοκινήτου ή χειρισμός
μηχανημάτων).
Στους ασθενείς θα πρέπει να παρέχονται συμβουλές ώστε να λαμβάνουν
προφυλάξεις για να αποφεύγεται η υπογλυκαιμία ενώ οδηγούν. Αυτό
είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε εκείνους τους ασθενείς οι οποίοι έχουν
μειωμένη ή καθόλου αντίληψη για τα προειδοποιητικά συμπτώματα της
υπογλυκαιμίας ή έχουν συχνά επεισόδια υπογλυκαιμίας.
Θα πρέπει να εξετάζεται εάν ενδείκνυται η οδήγηση ή ο χειρισμός
μηχανημάτων στις περιπτώσεις αυτές.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες από κλινικές μελέτες με βάση την
εμπειρία με τη γλιμεπιρίδη και άλλες σουλφονυλουρίες ταξινομούνται
παρακάτω ανά κατηγορία οργάνου συστήματος και κατά μειούμενη
συχνότητα εμφάνισης (πολύ συχνές: ≥1/10, συχνές: ≥1/100 έως <1/10,
όχι συχνές: ≥1/1.000 έως <1/100, σπάνιες: ≥1/10.000 έως <1/1.000),
πολύ σπάνιες: ≤1/10.000), άγνωστες (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με
βάση τα υπάρχοντα δεδομένα).
Διαταραχές αίματος και λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: θρομβοκυτταροπενία, λευκοπενία, ακοκκιοκυτταροπενία,
ακοκκιοκυττάρωση, ερυθροπενία, αιμολυτική αναιμία και
πανκυτταροπενία, οι οποίες γενικά είναι αναστρέψιμες μόλις διακοπεί η
θεραπεία.
Διαταραχές ανοσοποιητικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: αλλεργική αγγειίτιδα, ήπιες αντιδράσεις υπερευαισθησίας
που ενδέχεται να εξελιχθούν σε σοβαρές αντιδράσεις με δύσπνοια,
πτώση της αρτηριακής πίεσης και μερικές φορές καταπληξία.
Άγνωστες: διασταυρούμενη αλλεργική αντίδραση με σουλφονυλουρίες,
σουλφοναμίδες ή σχετικές ουσίες είναι πιθανή.
Διαταραχές μεταβολισμού και θρέψης
Σπάνιες: υπογλυκαιμία.
Οι υπογλυκαιμικές αυτές αντιδράσεις εμφανίζονται ως επί το πλείστον
άμεσα, μπορεί να είναι βαριάς μορφής και δεν είναι πάντοτε εύκολο να
αναταχθούν. Η εμφάνιση τέτοιων αντιδράσεων εξαρτάται, όπως και για
άλλες υπογλυκαιμικές θεραπείες, από μεμονωμένους παράγοντες, όπως
είναι οι διαιτητικές συνήθειες και η δοσολογία (βλέπε περαιτέρω στην
παράγραφο 4.4).
7
Οπτικές διαταραχές
Άγνωστες: οπτικές διαταραχές, παροδικές, ενδέχεται να εμφανιστούν
ιδιαίτερα κατά την έναρξη της αγωγής, λόγω αλλαγών στα επίπεδα
γλυκόζης στο αίμα.
Γαστρεντερικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: ναυτία, έμετος, διάρροια, διάταση κοιλίας, κοιλιακή
δυσφορία και κοιλιακό άλγος, που σπάνια οδηγούν σε διακοπή της
θεραπείας.
Διαταραχές ήπατος και χοληφόρων
Άγνωστες: αύξηση των ηπατικών ενζύμων.
Πολύ σπάνιες: διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας (π.χ. με χολόσταση
και ίκτερο), ηπατίτιδα και ηπατική ανεπάρκεια.
Διαταραχές δέρματος και υποδόριου ιστού
Άγνωστες: αντιδράσεις υπερευαισθησίας του δέρματος μπορεί να
εμφανιστούν ως κνησμός, εξάνθημα, κνίδωση και φωτοευαισθησία.
Εργαστηριακά ευρήματα
Πολύ σπάνιες: μείωση των επιπέδων νατρίου στο αίμα.
4.9 Υπερδοσολογία
Μετά από λήψη υπερβολικής δόσης ενδέχεται να εμφανισθεί
υπογλυκαιμία, η οποία διαρκεί από 12 έως 72 ώρες και ενδέχεται να
εμφανισθεί και πάλι μετά την αρχική ανάνηψη. Συμπτώματα ενδέχεται
να μην παρουσιαστούν για διάστημα έως και 24 ώρες μετά τη λήψη.
Γενικά, συνιστάται παρακολούθηση σε νοσοκομείο. Ενδέχεται να
εμφανιστούν ναυτία, έμετος και επιγαστρικό άλγος. Η υπογλυκαιμία
μπορεί γενικά να συνοδεύεται από νευρολογικά συμπτώματα όπως
ανησυχία, τρόμο, οπτικές διαταραχές, προβλήματα συντονισμού,
υπνηλία, κώμα και σπασμούς.
Η αντιμετώπιση συνίσταται κυρίως στην πρόληψη της απορρόφησης
προκαλώντας έμετο και στη συνέχεια πίνοντας νερό ή λεμονάδα με
ενεργοποιημένο άνθρακα (προσροφητικό) και θειικό νάτριο (καθαρτικό).
Εάν έχουν ληφθεί μεγάλες ποσότητες, συνιστάται πλύση στομάχου
ακολουθούμενη από λήψη ενεργοποιημένου άνθρακα και θειικού νατρίου.
Στην περίπτωση (σοβαρής) υπερδοσολογίας συνιστάται νοσηλεία σε
μονάδα εντατικής θεραπείας. Ξεκινήστε τη χορήγηση γλυκόζης το
συντομότερο δυνατόν, αν είναι αναγκαίο με ενδοφλέβια bolus ένεση των
50 ml από διάλυμα 50%, και στη συνέχεια έγχυση διαλύματος 10% υπό
στενή παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Η περαιτέρω
αγωγή θα πρέπει να είναι συμπτωματική.
Ιδιαίτερα η αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας λόγω τυχαίας λήψης του
Tetig σε βρέφη και μικρά παιδιά, η δόση της χορηγούμενης γλυκόζης
πρέπει να ελέγχεται προσεκτικά ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα
πρόκλησης επικίνδυνης υπεργλυκαιμίας. Η γλυκόζη του αίματος θα
πρέπει να παρακολουθείται στενά.
8
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Από του στόματος χορηγούμενα
φάρμακα για τη μείωση του σακχάρου του αίματος: Σουλφοναμίδια,
παράγωγα της ουρίας.
ΑΤC-code: A 10 BB 12
H γλιμεπιρίδη είναι μία από του στόματος υπογλυκαιμική ουσία που
ανήκει στην ομάδα των σουλφονυλουριών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί
για τη θεραπεία του μη εξαρτώμενου από ινσουλίνη διαβήτη.
Η γλιμεπιρίδη δρα κυρίως διεγείροντας την απελευθέρωση ινσουλίνης
από τα παγκρεατικά βήτα κύτταρα.
Όπως ισχύει και με άλλες σουλφονυλουρίες, η δράση αυτή οφείλεται σε
αυξημένη ευαισθησία των παγκρεατικών βήτα κυττάρων στο
φυσιολογικό ερέθισμα της γλυκόζης. Επιπρόσθετα, η γλιμεπιρίδη
φαίνεται να έχει μία έντονη εξωπαγκρεατική δράση, γεγονός που επίσης
έχει αναφερθεί και για άλλες σουλφονυλουρίες.
Απελευθέρωση ινσουλίνης
Οι σουλφονυλουρίες ρυθμίζουν την έκκριση ινσουλίνης αποκλείοντας
τον ευαίσθητο στην ΑΤΡ δίαυλο καλίου στη μεμβράνη των βήτα
κυττάρων. Το κλείσιμο του διαύλου καλίου προκαλεί εκπόλωση των βήτα
κυττάρων με αποτέλεσμα το άνοιγμα των διαύλων ασβεστίου και μία
αυξημένη εισροή ασβεστίου στο κύτταρο. Αυτό οδηγεί σε απελευθέρωση
ινσουλίνης με εξωκυττάρωση.
Η γλιμεπιρίδη δεσμεύεται με μεγάλη δεσμευτική και ανταλλακτική
ικανότητα με μία πρωτεΐνη της μεμβράνης των βήτα κυττάρων. Αυτή η
πρωτεΐνη σχετίζεται με τον ευαίσθητο στην ΑΤΡ δίαυλο καλίου, αλλά
είναι διαφορετική από το σύνηθες σημείο δέσμευσης των
σουλφονυλουριών.
Εξωπαγκρεατική δράση
Η εξωπαγκρεατική δράση είναι για παράδειγμα μία αυξημένη ευαισθησία
του περιφερικού ιστού στην ινσουλίνη και μία μείωση της πρόσληψης
ινσουλίνης από το ήπαρ.
Η πρόσληψη της γλυκόζης από το αίμα στους περιφερικούς μύες και
στους λιπώδεις ιστούς λαμβάνει χώρα μέσω ειδικών πρωτεϊνών
μεταφοράς που εντοπίζονται στην κυτταρική μεμβράνη. Η μεταφορά της
γλυκόζης σε αυτούς τους ιστούς αποτελεί το περιοριστικό βήμα στο
ρυθμό μεταβολισμού της γλυκόζης. Η γλιμεπιρίδη αυξάνει πολύ γρήγορα
τον αριθμό των ενεργών μορίων μεταφοράς της γλυκόζης στις
κυτταροπλασματικές μεμβράνες των μυών και των λιπωδών κυττάρων,
με αποτέλεσμα τη διέγερση της πρόσληψης γλυκόζης.
Η γλιμεπιρίδη αυξάνει τη δράση της ειδικής για τη γλυκοζο-
φωσφατιδυλοϊνοσιτόλη φωσφολιπάσης C, γεγονός που μπορεί να
σχετίζεται με την προκαλούμενη από το φάρμακο λιπογένεση και
γλυκογένεση σε μεμονωμένα λιπώδη και μυικά κύτταρα. Η γλιμεπιρίδη
αναστέλλει την παραγωγή γλυκόζης στο ήπαρ μέσω αύξησης της
9
ενδοκυττάριας συγκέντρωσης της 2,6-διφωσφορικής φρουκτόζης, η οποία
αναστέλλει τη γλυκονεογένεση.
Γενικά
Σε υγιείς εθελοντές, η ελάχιστη αποτελεσματική από του στόματος δόση
είναι περίπου 0,6 mg. Η δράση της γλιμεπιρίδης είναι δοσοεξαρτώμενη
και αναπαραγώγιμη. Η φυσιολογική απόκριση στην έντονη φυσική
άσκηση π.χ. η μείωση της έκκρισης ινσουλίνης, διατηρείται κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με γλιμεπιρίδη.
Δεν υπάρχει σημαντική διαφορά στη δράση του φαρμάκου ανεξάρτητα
από το αν αυτό χορηγείται 30 λεπτά πριν ή αμέσως πριν από το γεύμα.
Στους διαβητικούς ασθενείς, καλός μεταβολικός έλεγχος επί 24ώρου
μπορεί να επιτευχθεί με μία μόνο ημερήσια δόση.
Παρόλο που ο υδροξυ-μεταβολίτης της γλιμεπιρίδης προκάλεσε μία μικρή
αλλά σημαντική μείωση στη γλυκόζη του ορού σε υγιείς εθελοντές, αυτός
ο μεταβολίτης συνεισφέρει σε πολύ μικρό ποσοστό στο συνολικό
αποτέλεσμα.
Συγχορήγηση με metformin
Σε μία κλινική μελέτη με ασθενείς οι οποίοι δεν ελέγχονταν επαρκώς με
τη μέγιστη δόση μετφορμίνης παρουσίασαν βελτίωση του μεταβολικού
ελέγχου μετά από συνδυασμένη θεραπεία με γλιμεπιρίδη σε σύγκριση με
τη μονοθεραπεία με μετφορμίνη.
Συγχορήγηση με ινσουλίνη
Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη συγχορήγηση με ινσουλίνη. Σε
ασθενείς οι οποίοι δεν ελέγχονταν επαρκώς με τη μέγιστη δόση
γλιμεπιρίδης, μπορεί να ξεκινήσει ταυτόχρονη θεραπεία με ινσουλίνη. Σε
δύο κλινικές μελέτες, με το συνδυασμό επετεύχθει η ίδια βελτίωση του
μεταβολικού ελέγχου όπως με τη μονοθεραπεία με ινσουλίνη. Εντούτοις,
μία μικρότερη κατά μέσο όρο δόση ινσουλίνης απαιτήθηκε κατά τη
συνδυαστική θεραπεία.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η βιοδιαθεσιμότητα της γλιμεπιρίδης μετά την από του στόματος
χορήγηση είναι πλήρης. Η πρόσληψη τροφής δεν επηρεάζει την
απορρόφηση, μόνο ο ρυθμός απορρόφησης είναι ελάχιστα μειωμένος. Οι
μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό (Cmax) επιτυγχάνονται περίπου 2,5
ώρες μετά από την από του στόματος λήψη (μέσος όρος 0,3 μg/ml σε
επαναλαμβανόμενες δόσεις των 4 mg ημερησίως) και υπάρχει γραμμική
σχέση μεταξύ δόσης και C
max
και δόσης και AUC (επιφάνεια κάτω από την
καμπύλη χρόνου/συγκέντρωσης).
K
ατανομή
Η γλιμεπιρίδη έχει χαμηλό όγκο κατανομής (περίπου 8,8 l) ο οποίος κατά
προσέγγιση αντιστοιχεί στον όγκο κατανομής της αλβουμίνης, υψηλή
δέσμευση με πρωτεΐνες (> 99%), χαμηλή κάθαρση (περίπου 48 ml/min).
10
Σε πειραματόζωα η γλιμεπιρίδη εκκρίνεται στο γάλα. Η γλιμεπιρίδη
διαπερνά τον πλακούντα. Η διέλευση της γλιμεπιρίδης από τον
αιματοεγκεφαλικό φραγμό είναι χαμηλή.
Βιομετατροπή και απέκκριση
Ο χρόνος ημιζωής στον ορό, ο οποίος σχετίζεται με τις συγκεντρώσεις
στον ορό σε συνθήκες πολλαπλών δόσεων, είναι 5-8 ώρες. Σε υψηλότερες
δόσεις παρατηρήθηκαν ελάχιστα μεγαλύτεροι χρόνοι ημιζωής.
Μετά από εφάπαξ χορήγηση ραδιοεπισημασμένης γλιμεπιρίδης, το 58%
της ραδιενέργειας ανακτήθηκε στα ούρα και το 35% στα κόπρανα. Στα
ούρα δεν ανιχνεύτηκε αμετάβλητη ουσία. Δύο μεταβολίτες - το
υδροξυλικό παράγωγο και το καρβοξυλικό παράγωγο - οι οποίοι κατά
πάσα πιθανότητα προκύπτουν από ηπατικό μεταβολισμό (κυρίως από το
ένζυμο CYP2C9) - προσδιορίστηκαν τόσο στα ούρα όσο και στα κόπρανα.
Μετά την από του στόματος χορήγηση γλιμεπιρίδης, οι τελικοί χρόνοι
ημιζωής αυτών των δύο μεταβολιτών ήταν 3-6 και 5-6 ώρες αντίστοιχα.
Η σύγκριση της εφάπαξ και της πολλαπλής ημερήσιας χορήγησης δεν
έδειξε σημαντική διαφορά στη φαρμακοκινητική και στην ενδοατομική
μεταβλητότητα ήταν πολύ χαμηλή. Δεν υπήρχε σχετική συσσώρευση.
Η φαρμακοκινητική ήταν παρόμοια σε άνδρες και γυναίκες, καθώς
επίσης και σε νέους και ηλικιωμένους (άνω των 65 ετών) ασθενείς. Σε
ασθενείς με χαμηλή κάθαρση κρεατινίνης υπήρχε μία τάση για αύξηση
της απέκκρισης της γλιμεπιρίδης και για μείωση των μέσων
συγκεντρώσεων στον ορό, η οποία κατά πάσα πιθανότητα ήταν
αποτέλεσμα μιας πιο ταχείας απέκκρισης λόγω χαμηλότερης δέσμευσης
στις πρωτεΐνες. Η νεφρική απέκκριση αυτών των δύο μεταβολιτών ήταν
μειωμένη. Δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος συσσώρευσης σε ασθενείς με
μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Η φαρμακοκινητική σε πέντε μη διαβητικούς ασθενείς μετά από
χειρουργική επέμβαση του χοληφόρου πόρου, ήταν παρόμοια με αυτή
υγιών ατόμων.
5.6 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα προκλινικά αποτελέσματα τα οποία θεωρείται ότι έχουν μικρή
κλινική σχέση ή τα οποία οφείλονται στη φαρμακοδυναμική δράση
(υπογλυκαιμία) του προϊόντος, παρατηρήθηκαν σε δόσεις που ήταν κατά
πολύ μεγαλύτερες από τις θεραπευτικές δόσεις για τον άνθρωπο. Τα
ευρήματα αυτά βασίζονται σε συμβατικές μελέτες ως προς τη
φαρμακολογική ασφάλεια, την τοξικότητα με επαναλαμβανόμενες
δόσεις, τη γονιδιοτοξικότητα, την καρκινογένεση και την τοξικότητα
στην αναπαραγωγική ικανότητα. Όσον αφορά στις τελευταίες
(συμπεριλαμβανομένων της εμβρυοτοξικότητας, της τερατογένεσης και
της τοξικότητας στην ανάπτυξη), οι ανεπιθύμητες ενέργειες που
παρατηρήθηκαν θεωρήθηκαν ως δευτερογενείς της υπογλυκαιμικής
δράσης που προκαλείται από την ουσία στη μητέρα και στον απόγονο.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚA ΣΤΟΙΧΕIΑ
11
6.1 Κατάλογος με τα έκδοχα
Lactose monohydrate
Sodium starch glycolate (τύπος Α)
Μicrocrystalline cellulose
Μagnesium stearate.
Ρovidone Κ30
Επιπλέον τις ακόλουθες χρωστικές ανά περιεκτικότητα:
TETIG 1 mg: Red iron oxide (E 172)
TETIG 2 mg: Yellow iron oxide (E 172), indigo carmine (E 132) aluminium lake
TETIG 3 mg: Yellow iron oxide (E 172)
TETIG 4 mg: Indigo carmine (E 132)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4 Ειδικές προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες προφυλάξεις.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
PVC/Aluminium blisters.
Συσκευασίες:
20, 30, 50, 60, 90 και 120 δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορήσουν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ειδικές προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική απαίτηση.
7. Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας
AURORA PHARMACEUTICALS A.E.
Έβρου 4 & Μεσσηνίας 2
153 44 Γέρακας
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
1 mg: 74550/07/04-03-2008
2 mg: 13330/04-03-2008
3 mg: 13331/04-03-2008
4 mg: 13332/04-03-2008
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Νοέμβριος
2010
12