Η νεμπιβολόλη είναι ένα ρακεμικό μίγμα δύο εναντιομερών, της SRRR-
νεμπιβολόλης (d-νεμπιβολόλη) και της RSSS-νεμπιβολόλης (l-
νεμπιβολόλη). Συνδυάζει δύο φαρμακολογικές δράσεις:
Αποτελεί έναν ισχυρό και εκλεκτικό ανταγωνιστή των β-
υποδοχέων: η δράση αυτή αποδίδεται στο SRRR-εναντιομερές (d-
εναντιομερές).
Έχει ήπιες αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες οι οποίες αποδίδονται σε
μία αλληλεπίδραση με τον οδό της L-αργινίνης/νιτρικού οξειδίου.
Μονήρεις και επαναλαμβανόμενες δόσεις της νεμπιβολόλης μειώνουν
τον καρδιακό ρυθμό και την αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της
ανάπαυσης και της άσκησης, τόσο σε νορμοτασικά άτομα όσο και σε
υπερτασικούς ασθενείς. Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα διατηρείται
κατά τη διάρκεια της χρόνιας θεραπείας.
Σε θεραπευτικές δόσεις η νεμπιβολόλη στερείται α-αδρενεργικού
ανταγωνισμού.
Κατά τη διάρκεια οξείας και χρόνιας θεραπείας με τη νεμπιβολόλη στους
υπερτασικούς ασθενείς, η συστηματική αγγειακή αντίσταση μειώνεται.
Παρά τη μείωση της καρδιακής συχνότητας, η μείωση της καρδιακής
εξώθησης κατά την ηρεμία και κατά την άσκηση είναι πιθανό να είναι
μειωμένη λόγω του αυξημένου όγκου παλμού. Η κλινική συσχέτιση
αυτών των αιμοδυναμικών διαφορών σε σύγκριση με άλλους
ανταγωνιστές των β
1
υποδοχέων δεν έχει τεκμηριωθεί πλήρως.
Στους υπερτασικούς ασθενείς, η νεμπιβολόλη αυξάνει την αγγειακή
αντίδραση στην ακετυλοχολίνη (ACh) η οποία διαμεσολαβείται από το
μονοξείδιο του αζώτου (NO) και η οποία είναι μειωμένη στους ασθενείς
με ενδοθηλιακή δυσλειτουργία.
Κατά τη διάρκεια μίας ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο μελέτης
θνησιμότητας-νοσηρότητας η οποία πραγματοποιήθηκε σε 2.128
ασθενείς ηλικίας 70 ετών (διάμεση ηλικία 75,2 έτη) με
σταθεροποιημένη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια με ή χωρίς μείωση του
κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας (μέσο LVEF: 36 12,3%, με
την ακόλουθη κατανομή: LVEF κάτω από 35% σε ποσοστό 56% των
ασθενών, LVEF κυμαινόμενο μεταξύ 35% και 45% σε ποσοστό 25% των
ασθενών και LVEF πάνω από 45% σε ποσοστό 19% των ασθενών) με ένα
μέσο χρόνο παρακολούθησης της τάξης των 20 μηνών, η νεμπιβολόλη,
χορηγούμενης επικουρικά της καθιερωμένης θεραπείας, παρέτεινε σε
σημαντικό βαθμό το χρόνο μέχρι την επίπτωση του θανάτου ή μέχρι τη
νοσηλεία για καρδιαγγειακά αίτια (πρωτεύον τελικό σημείο
αποτελεσματικότητας) με μείωση του σχετικού κινδύνου ίση με 14%
(απόλυτη μείωση: 4,2%). Η μείωση αυτού του κινδύνου σημειώθηκε
έπειτα από 6 μήνες θεραπευτικής αγωγής και διατηρήθηκε καθ’ όλη τη
χρονική διάρκεια της θεραπείας (διάμεση χρονική διάρκεια: 18 μήνες).
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα της νεμπιβολόλης ήταν ανεξάρτητο από την
ηλικία, το φύλο, ή το κλάσμα εξώθησης της αριστερής κοιλίας του
πληθυσμού που μελετήθηκε. Το όφελος επί της θνησιμότητας παντός
αιτιολογίας δεν είχε στατιστική σημασία σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο (απόλυτη μείωση: 2,3%). Στους ασθενείς που έλαβαν τη
θεραπεία με τη νεμπιβολόλη παρατηρήθηκε μείωση στα ποσοστά του
αιφνίδιου θανάτου (4,1% έναντι 6,6%, σχετική μείωση ίση με 38%).