ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Nebivolol/Generics 5mg Δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 5,45 mg υδροχλωρικής νεμπιβολόλης τα οποία
ισοδυναμούν με 5 mg νεμπιβολόλης.
Έκδοχο με γνωστές δράσεις:
Κάθε δισκίο περιέχει 145,45 mg μονοϋδρικής λακτόζης .
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
Λευκό, παραλληλόγραμμου σχήματος δισκίο χωρισμένο σε τέσσερα
τεταρτημόρια το οποίο φέρει ανάγλυφα τα διακριτικά «N», «L», «5»
ξεχωριστά, στο πρώτο, δεύτερο και τέταρτο τεταρτημόριο αντίστοιχα
στη μία όψη του, ενώ είναι χωρισμένο σε τέσσερα τεταρτημόρια τα
οποία είναι κενά στην άλλη όψη του.
Το δισκίο μπορεί να διαχωριστεί σε 4 ίσες δόσεις.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Υπέρταση
Θεραπεία ιδιοπαθούς υπέρτασης.
Χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια ( ΧΚΑ )
Θεραπεία της σταθεροποιημένης, ήπιου έως μέτριου βαθμού χρόνιας
καρδιακής ανεπάρκειας (ΧΚΑ) ως επικουρική αγωγή των καθιερωμένων
θεραπειών που εφαρμόζονται στους ηλικιωμένους ασθενείς 70 ετών.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Υπέρταση
Ενήλικες:
Η δόση είναι ένα δισκίο (5 mg) την ημέρα, λαμβανόμενο κατά προτίμηση
την ίδια ώρα κάθε μέρα. Η δράση μείωσης της αρτηριακής πίεσης
γίνεται ορατή μετά από 1-2 εβδομάδες θεραπείας. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, το βέλτιστο κλινικό αποτέλεσμα δεν επιτεύχθηκε παρά
μόνο έπειτα από 4 εβδομάδες.
2
Συνδυασμός με άλλους αντιυπερτασικούς παράγοντες:
Οι β-αποκλειστές μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνοι τους ή ταυτόχρονα
με άλλους αντιυπερτασικούς παράγοντες. Μέχρι σήμερα, πρόσθετο
αντιυπερτασικό αποτέλεσμα παρατηρήθηκε μόνο όταν η νεμπιβολόλη
στη δόση των 5 mg συνδυάστηκε με υδροχλωροθειαζίδη στη δόση των
12,5 - 25 mg.
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια:
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, η συνιστώμενη εναρκτήρια δόση
είναι 2,5 mg την ημέρα. Εάν θεωρηθεί απαραίτητο, η ημερήσια δόση
μπορεί να αυξηθεί σε 5 mg.
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια:
Τα δεδομένα σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια ή μειωμένη ηπατική
λειτουργία είναι περιορισμένα. Για το λόγο αυτό η χρήση του
Nebivolol/Generics αντενδείκνυται σε αυτούς τους ασθενείς.
Ηλικιωμένοι:
Σε ασθενείς μεγαλύτερους των 65 ετών, η συνιστώμενη εναρκτήρια δόση
είναι 2,5 mg την ημέρα. Εάν θεωρηθεί απαραίτητο, η ημερήσια δόση
μπορεί να αυξηθεί σε 5 mg. Εντούτοις, λόγω της περιορισμένης εμπειρίας
σε ασθενείς άνω των 75 ετών, θα πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή και
οι ασθενείς αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να παρακολουθούνται
στενά.
Παιδιά και έφηβοι:
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της νεμπιβολόλης σε παιδιά και
εφήβους ηλικίας κάτω των 18 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί. Δεν
υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα. Για το λόγο αυτό, δε συνιστάται η χρήση
σε παιδιά και εφήβους.
Χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια (ΧΚΑ)
Η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής για την σταθεροποιημένη χρόνια
καρδιακή ανεπάρκεια θα πρέπει να πραγματοποιείται με βαθμιαία
αύξηση της δόσης μέχρι να επιτευχθεί η βέλτιστη δόση συντήρησης σε
εξατομικευμένη βάση. Οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν σταθεροποιημένη
χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια χωρίς οξεία ανεπάρκεια για τις
προηγούμενες έξι εβδομάδες. Συνιστάται να υπάρχει εμπειρία στην
αντιμετώπιση της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας από μέρους του
θεράποντος γιατρού.
Για εκείνους τους ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή με φάρμακα για το
καρδιαγγειακό σύστημα συμπεριλαμβανομένων των διουρητικών και/ή
της διγοξίνης και/ή των αναστολέων μετατρεπτικού ενζύμου
αγγειοτενσίνης (αναστολέων ΜΕΑ) και/ή των ανταγωνιστών της
αγγειοτενσίνης ΙΙ, η δοσολόγηση αυτών των φαρμάκων θα πρέπει να
σταθεροποιείται μέσα στο χρονικό διάστημα των δύο εβδομάδων που
προηγούνται της έναρξης της θεραπείας με τη νεμπιβολόλη.
Η αρχική αύξηση της δόσης θα πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τα
βήματα που ακολουθούν σε διαστήματα 1 - 2 εβδομάδων ανάλογα με την
ανοχή του κάθε ασθενούς: 1,25 mg νεμπιβολόλης τα οποία πρόκειται να
αυξηθούν σε 2,5 mg νεμπιβολόλης μία φορά την ημέρα, στη συνέχεια σε
3
5 mg μία φορά την ημέρα και έπειτα σε 10 mg μία φορά την ημέρα. Η
μέγιστη συνιστώμενη δόση είναι 10 mg νεμπιβολόλης μία φορά την
ημέρα.
Η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής και κάθε αύξηση της δόσης θα
πρέπει να πραγματοποιούνται υπό την επιτήρηση ενός γιατρού με
σχετική εμπειρία εντός μίας περιόδου τουλάχιστον 2 ωρών προκειμένου
να διασφαλιστεί το γεγονός πως η κλινική κατάσταση του ασθενούς
(ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αρτηριακή πίεση, τον καρδιακό ρυθμό, τις
διαταραχές της αγωγιμότητας, τα σημεία επιδείνωσης της καρδιακής
ανεπάρκειας) παραμένει σταθερή.
Η επίπτωση των ανεπιθύμητων συμβάντων μπορεί να παρεμποδίσει τη
λήψη της θεραπευτικής αγωγής στη μέγιστη συνιστώμενη δόση σε
κάποιους ασθενείς. Σε περίπτωση που θεωρηθεί απαραίτητο, η δόση που
έχει ήδη επιτευχθεί μπορεί επίσης να μειωθεί σε βήματα και κατά την
ένδειξη να χορηγηθεί εκ νέου. Κατά τη διάρκεια της τιτλοποίησης της
δόσης σε περίπτωση που σημειώνεται επιδείνωση της καρδιακής
ανεπάρκειας ή δυσανεξία, συνιστάται να μειώνεται εν πρώτοις η δόση
της νεμπιβολόλης, ή εάν είναι απαραίτητο να διακόπτεται αμέσως (σε
περίπτωση που σημειώνεται σοβαρού βαθμού υπόταση, επιδείνωση της
καρδιακής ανεπάρκειας συνοδευόμενη από οξύ πνευμονικό οίδημα,
καρδιογενής καταπληξία, συμπτωματική βραδυκαρδία ή κολποκοιλιακός
αποκλεισμός).
Η θεραπεία της σταθεροποιημένης χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας με τη
νεμπιβολόλη κατά κανόνα απαιτεί μία μακροχρόνια θεραπεία.
Δε συνιστάται η απότομη διακοπή της θεραπείας με τη νεμπιβολόλη
καθώς αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία παροδική επιδείνωση της
καρδιακής ανεπάρκειας. Σε περίπτωση που καταστεί αναγκαία η
διακοπή της θεραπευτικής αγωγής, η δόση θα πρέπει να ελαττώνεται
βαθμιαία, μειούμενη σε εβδομαδιαία βάση κατά το ήμισυ.
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια:
Δεν είναι απαραίτητη η αναπροσαρμογή της δόσης στην περίπτωση της
νεφρικής ανεπάρκειας ήπιου έως μέτριου βαθμού καθώς η αύξηση της
δόσης προς τη μέγιστη ανεκτή δόση ρυθμίζεται σε εξατομικευμένη βάση.
Δεν υπάρχει εμπειρία με τους ασθενείς με σοβαρού βαθμού νεφρική
ανεπάρκεια (κρεατινίνη ορού 250 μmol/L). Κατά συνέπεια, δε
συνιστάται η χρήση της νεμπιβολόλης σε αυτή την κατηγορία των
ασθενών.
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια:
Τα δεδομένα στην περίπτωση των ασθενών που πάσχουν από ηπατική
ανεπάρκεια είναι περιορισμένα. Για το λόγο αυτό αντενδείκνυται η
χρήση της νεμπιβολόλης σε αυτούς τους ασθενείς.
Ηλικιωμένοι:
Δεν είναι απαραίτητη η αναπροσαρμογή της δόσης καθώς η αύξηση της
δόσης προς τη μέγιστη ανεκτή δόση ρυθμίζεται σε εξατομικευμένη βάση.
Παιδιά και έφηβοι:
4
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της νεμπιβολόλης σε παιδιά και
εφήβους ηλικίας κάτω των 18 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί. Δεν
υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα. Συνεπώς, δε συνιστάται η χρήση σε
παιδιά και εφήβους.
Τρόπος χορήγησης:
Για από του στόματος χορήγηση
Το δισκίο ή τα μέρη του θα πρέπει να καταπίνονται με επαρκή ποσότητα
κάποιου υγρού (π.χ. ένα ποτήρι νερό). Το δισκίο μπορεί να ληφθεί
συνοδεία ή όχι τροφής.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ηπατική ανεπάρκεια ή μειωμένη ηπατική λειτουργία
Οξεία καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιογενής καταπληξία ή επεισόδια
αντιστάθμισης καρδιακής ανεπάρκειας όπου απαιτείται ενδοφλέβια
ινοτρόπος θεραπεία.
Επιπλέον, όπως και άλλοι β-αποκλειστές, η νεμπιβολόλη
αντενδείκνυνται σε:
σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου, συμπεριλαμβανομένου
φλεβοκομβοκολπικού αποκλεισμού
δευτέρου και τρίτου βαθμού καρδιακού αποκλεισμού (χωρίς
βηματοδότη)
ιστορικό βρογχόσπασμου και βρογχικού άσθματος
φαιοχρωμοκύτωμα που δεν έχει αντιμετωπιστεί
μεταβολική οξέωση
βραδυκαρδία (καρδιακός ρυθμός < 60 παλμοί ανά λεπτό πριν από την
έναρξη της θεραπείας)
υπόταση (συστολική αρτηριακή πίεση < 90 mmHg)
σοβαρού βαθμού περιφερικές κυκλοφορικές διαταραχές
θεραπευτικούς συνδυασμούς με φλοκταφενίνη και σουλτοπρίδηλ.
παράγραφο 4.5)
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Βλέπε επίσης παράγραφο 4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες.
Οι προειδοποιήσεις και προφυλάξεις που ακολουθούν αφορούν γενικά
στους β-αδρενεργικούς ανταγωνιστές.
Αναισθησία:
Η συνέχιση της αγωγής με τους β-αποκλειστές μειώνει τον κίνδυνο
αρρυθμιών κατά τη διάρκεια της εισαγωγής στην αναισθησία και κατά
τη διασωλήνωση. Στην περίπτωση που αποφασιστεί να διακοπεί ο β-
αποκλειστής στα πλαίσια της προετοιμασίας για το χειρουργείο, η
θεραπευτική επιλογή με τους β-αδρενεργικούς ανταγωνιστές θα πρέπει
να έχει διακοπεί το λιγότερο 24 ώρες πριν.
5
Θα πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή κατά τη χρήση ορισμένων
αναισθητικών φαρμάκων τα οποία προκαλούν μυοκαρδιακή καταστολή.
Ο ασθενής μπορεί να προφυλαχθεί έναντι αντιδράσεων που
σημειώνονται από το παρασυμπαθητικό σύστημα με ενδοφλέβια
χορήγηση ατροπίνης.
Καρδιαγγειακό:
Γενικά, οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές δεν πρέπει να χορηγούνται σε
ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (ΣΚΑ) που δεν έχει
αντιμετωπιστεί, εκτός εάν η κατάστασή τους έχει σταθεροποιηθεί.
Σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιακή νόσο, η διακοπή της θεραπείας με
τους β-αδρενεργικούς ανταγωνιστές θα πρέπει να γίνεται σταδιακά,
δηλαδή σε διάστημα 1-2 εβδομάδων. Εάν είναι απαραίτητο, ταυτόχρονα
θα πρέπει να ξεκινάει θεραπεία υποκατάστασης, προκειμένου να
προληφθεί η έξαρση της στηθάγχης.
Οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές μπορούν να προκαλέσουν βραδυκαρδία:
εάν η συχνότητα των παλμών μειωθεί σε λιγότερους από 50-55 παλμούς
ανά λεπτό κατά την ανάπαυση και ο ασθενής εμφανίσει συμπτώματα
τα οποία είναι ενδεικτικά βραδυκαρδίας, η δόση θα πρέπει να μειωθεί.
Οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με
προσοχή:
σε ασθενείς με περιφερικές κυκλοφορικές διαταραχές (σύνδρομο ή
νόσος Raynaud, διαλείπουσα χωλότητα), επειδή μπορεί να επέλθει
επιδείνωση αυτών των διαταραχών
σε ασθενείς με πρώτου βαθμού καρδιακό αποκλεισμό, εξαιτίας της
αρνητικής επίδρασης των β-αποκλειστών στο χρόνο αγωγιμότητας
σε ασθενείς με στηθάγχη Prinzmetal η οποία οφείλεται σε μη ανατάξιμη
αγγειοσυστολή της στεφανιαίας αρτηρίας μέσω α-υποδοχέων: οι β-
αδρενεργικοί ανταγωνιστές μπορεί να αυξήσουν τον αριθμό και τη
διάρκεια των κρίσεων της στηθάγχης.
Ο συνδυασμός της νεμπιβολόλης με τους ανταγωνιστές διαύλων
ασβεστίου τύπου βεραπαμίλης και διλτιαζέμης, με αντιαρρυθμικά
φάρμακα κατηγορίας Ι και με κεντρικώς δρώντα αντιυπερτασικά
φάρμακα γενικά δε συνιστάται. (βλ. παράγραφο 4.5).
M
εταβολισμός/Ενδοκρινολογικό:
Το Nebivolol/Generics δεν έχει επίδραση στα επίπεδα της γλυκόζης στους
διαβητικούς ασθενείς. Εντούτοις, θα πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή
στην περίπτωση των διαβητικών ασθενών, καθώς η νεμπιβολόλη
ενδέχεται να συγκαλύψει ορισμένα από τα συμπτώματα της
υπογλυκαιμίας (για παράδειγμα την ταχυκαρδία και το αίσθημα
παλμών).
Οι β-αδρενεργικοί αποκλειστές ενδέχεται να συγκαλύψουν τα
συμπτώματα της ταχυκαρδίας κατά τον υπερθυρεοειδισμό. Η απότομη
διακοπή ενδέχεται να επιδεινώσει τα συμπτώματα.
Αναπνευστικό:
6
Σε ασθενείς με χρόνιες αποφρακτικές πνευμονικές διαταραχές, οι β-
αδρενεργικοί ανταγωνιστές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή
καθώς μπορεί να επιδεινωθεί η σύσπαση των αεραγωγών.
Άλλα:
Οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές θα πρέπει να χορηγούνται στους
ασθενείς με ιστορικό ψωρίασης μόνο έπειτα από προσεκτική εκτίμηση
της κατάστασης.
Οι β-αδρενεργικοί ανταγωνιστές ενδέχεται να αυξήσουν την ευαισθησία
ως προς τα αλλεργιογόνα και τη βαρύτητα των αναφυλακτικών
αντιδράσεων.
Οι β-αποκλειστές ενδέχεται να προκαλέσουν μείωση της ροής των
δακρύων.
Η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής με τη νεμπιβολόλη για την
αντιμετώπιση της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας καθιστά αναγκαία
την παρακολούθηση σε τακτά χρονικά διαστήματα. Για τη δοσολογία και
τον τρόπο της χορήγησης παρακαλείσθε να ανατρέξετε στην παράγραφο
4.2. Η διακοπή της θεραπευτικής αγωγής δε θα πρέπει να
πραγματοποιείται απότομα εκτός και αν κάτι τέτοιο ενδείκνυται σαφώς.
Για περαιτέρω πληροφορίες παρακαλείσθε να ανατρέξετε στην
παράγραφο 4.2.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη. Οι ασθενείς που
πάσχουν από σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη
γαλακτόζη, ανεπάρκειας Lapp λακτάσης ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης -
γαλακτόζης δε θα πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις:
Οι κάτωθι αλληλεπιδράσεις αφορούν γενικά στους β- αδρενεργικούς
ανταγωνιστές.
Συνδυασμοί που αντενδείκνυνται
Φλοκταφενίνη (
ΜΣΑΦ): οι β-αποκλειστές ενδέχεται να παρεμποδίσουν
τις αντισταθμιστικές καρδιαγγειακές αντιδράσεις που συσχετίζονται με
την υπόταση ή με την καταπληξία που ενδέχεται να επάγονται από τη
φλοκταφενίνη.
Σουλτοπρίδη
(αντιψυχωσικό): η βισοπρολόλη δε θα πρέπει να χορηγείται
ταυτόχρονα με τη σουλτοπρίδη καθώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος
κοιλιακής αρρυθμίας.
Συνδυασμοί που δε συνιστώνται:
Αντιαρρυθμικά κατηγορίας Ι
(κινιδίνη, υδροκινιδίνη, κιβενζολίνη,
φλεκαϊνίδη, δισοπυραμίδη, λιδοκαΐνη, μεξιλετίνη, προπαφαινόνη): η
επίδραση στο χρόνο κολποκοιλιακής αγωγής μπορεί να είναι εντονότερη
και η αρνητική ινοτρόπος δράση αυξημένη (βλ. παράγραφο 4.4).
7
Ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου
(τύπου
βεραπαμίλης/διλτιαζέμης): αρνητική επίδραση στη συσταλτικότητα και
στην κολποκοιλιακή αγωγή. Η ενδοφλέβια χορήγηση της βεραπαμίλης σε
ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με β-αποκλειστή είναι πιθανόν να
οδηγήσει σε εκσεσημασμένη υπόταση και σε κολποκοιλιακό αποκλεισμό
(βλ. παράγραφο 4.4).
Κεντρικώς δρώντα αντιυπερτασικά
(κλονιδίνη, γουανφασίνη,
μοξονιδίνη, μεθυλντόπα, ριλμενιδίνη): η ταυτόχρονη χρήση των
κεντρικώς δρώντων αντιυπερτασικών φαρμάκων είναι πιθανόν να
επιδεινώσει την καρδιακή ανεπάρκεια μειώνοντας τον κεντρικό
συμπαθητικό τόνο (μείωση του καρδιακού ρυθμού και της καρδιακής
εξώθησης, αγγειοδιαστολή) (βλ. παράγραφο 4.4). Όταν η απόσυρση της
αγωγής πραγματοποιείται απότομα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που αυτή
πραγματοποιείται πριν από τη διακοπή του β-αποκλειστή, είναι πιθανό
να αυξηθεί ο κίνδυνος υποτροπής της υπέρτασης (rebound).
Συνδυασμοί που απαιτούν προσοχή:
Αντιαρρυθμικά φάρμακα κατηγορίας ΙΙΙ
(αμιωδαρόνη): η επίδραση στο
χρόνο κολποκοιλιακής αγωγής μπορεί να είναι εντονότερη.
Αναισθητικά (εισπνεόμενα αλογονωμένα):
η ταυτόχρονη χρήση των β-
αδρενεργικών ανταγωνιστών και των αναισθητικών είναι πιθανόν να
εξασθενήσει την αντανακλαστική ταχυκαρδία και να αυξήσει τον
κίνδυνο για υπόταση (βλ. παράγραφο 4.4). Κατά κανόνα, η ξαφνική
απόσυρση της θεραπευτικής αγωγής ενός β-αποκλειστή θα πρέπει να
αποφεύγεται. Όταν ο ασθενής λαμβάνει νεμπιβολόλη θα πρέπει να
ενημερώνεται ο αναισθησιολόγος.
Ινσουλίνη και από του στόματος αντιδιαβητικά φάρμακα
: αν και η
νεμπιβολόλη δεν επηρεάζει τα επίπεδα της γλυκόζης, η ταυτόχρονη
χρήση είναι πιθανό να συγκαλύψει ορισμένα από τα συμπτώματα της
υπογλυκαιμίας (αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία).
Βακλοφαίνη (αντισπασμωδικός παράγοντας), αμιφοστίνη (φάρμακο για
επικουρική αντινεοπλασματική αγωγή)
: η ταυτόχρονη χρήση με τα
αντιυπερτασικά είναι πιθανό να αυξήσει την πτώση της αρτηριακής
πίεσης, κατά συνέπεια η δοσολογία της αντιυπερτασικής φαρμακευτικής
αγωγής θα πρέπει να ρυθμίζεται ανάλογα.
Μεφλοκίνη (ανθελονοσιακό φάρμακο)
: θεωρητικά η συγχορήγηση με
τους β-αδρενεργικούς αποκλειστές θα μπορούσε ενδεχομένως να
συντελέσει στην παράταση του διαστήματος QTc.
Συνδυασμοί που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:
Γλυκοσίδες της δακτυλίτιδας:
η ταυτόχρονη χρήση θα μπορούσε να
αυξήσει το χρόνο της κολποκοιλιακής αγωγής. Οι κλινικές μελέτες που
έχουν πραγματοποιηθεί με τη νεμπιβολόλη δεν έχουν καταδείξει κλινικά
στοιχεία αλληλεπίδρασης. Η νεμπιβολόλη δεν επηρεάζει τη
φαρμακοκινητική της διγοξίνης.
8
Ανταγωνιστές ασβεστίου τύπου διυδροπυριδίνης
(αμλοδιπίνη,
φελοδιπίνη, λασιδιπίνη, νιφεδιπίνη, νικαρδιπίνη, νιμοδιπίνη,
νιτρενδιπίνη)
:
ταυτόχρονη χρήση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο
υπότασης και δεν μπορεί να αποκλειστεί η ενδεχόμενη αύξηση του
κινδύνου περαιτέρω επιδείνωσης της λειτουργίας της κοιλιακής αντλίας
σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.
Αντιψυχωσικά, αντικαταθλιπτικά
(τρικυκλικά και φαινοθειαζίνες),
κατασταλτικά
(π.χ. βαρβιτουρικά
), οργανικά νιτρώδη καθώς και άλλοι
αντιυπερτασικοί παράγοντες
: η ταυτόχρονη χρήση μπορεί να ενισχύσει
την υποτασική δράση των β-αποκλειστών (αθροιστική δράση).
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ):
καμία επίδραση στην
αντιυπερτασική δράση της νεμπιβολόλης. Παρακαλείσθε να σημειώσετε
πως μικρές ημερήσιες δόσεις ακετυλοσαλικυλικού οξέος ως
αντιθρομβωτικό (π.χ. 50 ή 100 mg) μπορούν να χορηγηθούν με ασφάλεια
μαζί με το Nebivolol/Generics.
Συμπαθομιμητικοί παράγοντες:
η ταυτόχρονη χρήση μπορεί να
αντισταθμίσει τη δράση των β-αδρενεργικών ανταγωνιστών. Οι β-
αδρενεργικοί παράγοντες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μία μη
αντιρροπούμενη α-αδρενεργική δράση των συμπαθομιμητικών
παραγόντων η οποία θα οδηγήσει τόσο σε α- όσο και σε β- αδρενεργικές
επιδράσεις (κίνδυνος υπέρτασης, σοβαρού βαθμού βραδυκαρδίας και
καρδιακού αποκλεισμού).
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις:
Καθώς στο μεταβολισμό της νεμπιβολόλης εμπλέκεται το ισοένζυμο
CYP2D6, η ταυτόχρονη χορήγηση με ουσίες που αναστέλλουν αυτό το
ένζυμο, ιδιαίτερα παροξετίνη, φλουοξετίνη, θειοριδαζίνη, κινιδίνη,
τερβιναφίνη, βουπροπιόνη, χλωροκίνη και λεβομεπρομαζίνη είναι πιθανό
να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα νεμπιβολόλης στο πλάσμα τα οποία
συσχετίζονται με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης εκσεσημασμένης
βραδυκαρδίας και ανεπιθύμητων συμβάντων.
Η συγχορήγηση με τη σιμετιδίνη αύξησε τα επίπεδα της νεμπιβολόλης
στο πλάσμα χωρίς να μεταβάλλει το κλινικό αποτέλεσμα. Η
συγχορήγηση με τη ρανιτιδίνη δεν επηρέασε τη φαρμακοκινητική της
νεμπιβολόλης. Δεδομένου ότι η νεμπιβολόλη λαμβάνεται μαζί με κάποιο
γεύμα, ενώ τα αντιόξινα μεταξύ των γευμάτων, οι δύο αγωγές μπορούν
να συγχορηγηθούν.
Κατά το συνδυασμό της νεμπιβολόλης με τη νικαρδιπίνη, τα επίπεδα και
των δύο φαρμάκων στο πλάσμα είναι ελαφρά αυξημένα, χωρίς να
αλλάζει το κλινικό αποτέλεσμα. Η συγχορήγηση με αλκοόλ,
φουροσεμίδη ή υδροχλωροθειαζίδη δεν είχε επίδραση στη
φαρμακοκινητική της νεμπιβολόλης. Η νεμπιβολόλη δεν έχει επίδραση
στη φαρμακοκινητική και στη φαρμακοδυναμική της βαρφαρίνης.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
9
Το Nebivolol/Generics έχει φαρμακολογική δράση που μπορεί να έχει
επιβλαβείς επιδράσεις στην κύηση και/ή στο έμβρυο/νεογνό. Οι
αποκλειστές των β-αδρενεργικών υποδοχέων γενικά μειώνουν την
αιμάτωση του πλακούντα, το οποίο έχει συσχετιστεί με επιβράδυνση της
αύξησης, με ενδομήτριο θάνατο, με αποβολή ή πρόωρο τοκετό.
Ανεπιθύμητες ενέργειες (
π.χ.:
υπογλυκαιμία και βραδυκαρδία) είναι
πιθανό να εμφανιστούν στο έμβρυο και στο νεογέννητο βρέφος. Σε
περίπτωση που θεωρηθεί αναγκαία η θεραπεία με αποκλειστές των β-
αδρενεργικών υποδοχέων, είναι προτιμότερο να χορηγηθούν εκλεκτικοί
αποκλειστές των β
1
-αδρενεργικών υποδοχέων.
Το Nebivolol/Generics δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της
κύησης εκτός εάν αυτό είναι σαφώς απαραίτητο. Σε περίπτωση που
θεωρηθεί αναγκαία η θεραπεία με νεμπιβολόλη θα πρέπει να
παρακολουθούνται η ροή αίματος από τη μήτρα στον πλακούντα και η
ανάπτυξη του εμβρύου. Σε περίπτωση επιζήμιων δράσεων επί της κύησης
ή επί του εμβρύου θα πρέπει να εξετάζεται η ενδεχόμενη χορήγηση μίας
εναλλακτικής θεραπευτικής αγωγής. Το νεογέννητο βρέφος θα πρέπει να
παρακολουθείται στενά.
Συμπτώματα της υπογλυκαιμίας και της βραδυκαρδίας σε γενικές
γραμμές αναμένεται να σημειωθούν εντός των πρώτων 3 ημερών.
Θηλασμός
Οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στα ζώα έχουν δείξει πως η
νεμπιβολόλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Στον άνθρωπο, δεν είναι
γνωστό εάν το φάρμακο αυτό απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Οι β-
αποκλειστές στην πλειοψηφία τους ιδιαίτερα οι λιπόφιλες ενώσεις όπως
η νεμπιβολόλη και οι δραστικοί της μεταβολίτες, διέρχονται στο μητρικό
γάλα αν και με διαφορετικό ποσοστό διείσδυσης. Για το λόγο αυτό, δε
συνιστάται ο θηλασμός κατά τη διάρκεια της χορήγησης της
νεμπιβολόλης.
4.7. Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σε ό,τι αφορά την επίδραση της
νεμπιβολόλης στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Οι
φαρμακοδυναμικές μελέτες έχουν καταδείξει πως η νεμπιβολόλη στη
δόση των 5 mg δεν έχει επίδραση στην ψυχοκινητική λειτουργία.
Κατά τη διάρκεια οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων, θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη ότι περιστασιακά μπορεί να συμβούν ζάλη και
κόπωση.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται ξεχωριστά για την υπέρταση
και για την ΧΚΑ λόγω διαφορών στην υποκείμενη νόσο.
Υπέρταση
10
Οι αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες στις περισσότερες
περιπτώσεις ήταν ήπιας έως μέτριας σοβαρότητας, αναγράφονται στον
παρακάτω πίνακα, και είναι ταξινομημένες ανά οργανικό σύστημα και
συχνότητα.
11
Κατηγορία
/ οργανικό
σύστημα
Συχνές
(
1/100
έως
<1/10)
Όχι συχνές
(
1
.
000
έως
<1/100)
Πολύ
σπάνιες
(<1/10.00
0)
Μη γνωστές
(δεν
μπορούν να
εκτιμηθούν
με βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Διαταραχές
του
ανοσοποιητι
κού
συστήματος
Αγγειονευρωτ
ικό
οίδημα,
υπερευαισθησ
ία
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Εφιάλτες,
κατάθλιψη
Διαταραχές
νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία,
ζάλη,
παραισθησία
Συγκοπή
Οφθαλμικές
διαταραχές
Ελαττωμένη
όραση
Καρδιακές
διαταραχές
Βραδυκαρδία,
καρδιακή
ανεπάρκεια,
επιβράδυνση
κολποκοιλιακής
αγωγής/
κολποκοιλιακός
αποκλεισμός
Αγγειακές
διαταραχές
Υπόταση
(αύξηση),
διαλείπουσα
χωλότητα
Διαταραχές
του
αναπνευστι
κού
συστήματος,
του θώρακα
και του
μεσοθωρακί
ου
Δύσπνοια Bρογχόσπασμος
Διαταραχές
του
γαστρεντερι
κού
συστήματος
Δυσκοιλιότητ
α, ναυτία,
διάρροια
Δυσπεψία,
μετεωρισμός,
έμετος
Διαταραχές
του
δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Κνησμός,
ερυθηματώδες
εξάνθημα
Επιδεινωθε
ίσα
ψωρίαση
Κνίδωση
12
Διαταραχές
του
αναπαραγωγι
κού
συστήματος
και του
μαστού
Ανικανότητα
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Κόπωση,
οίδημα
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες αντιδράσεις έχουν επίσης αναφερθεί με
μερικούς β-αδρενεργικούς ανταγωνιστές: ψευδαισθήσεις, ψύχωση,
σύγχυση, ψυχρά/κυανωτικά άκρα, φαινόμενο Raynaud, ξηροφθαλμία και
οφθαλμοβλεννογονική τοξικότητα τύπου πρακτολόλης.
Χρόνια Καρδιακή Ανεπάρκεια
Τα στοιχεία για τις ανεπιθύμητες ενέργειες που σημειώνονται σε
ασθενείς με ΧΚΑ έχουν προκύψει από μία ελεγχόμενη με εικονικό
φάρμακο κλινική μελέτη στην οποία συμμετείχαν 1067 ασθενείς που
έλαβαν τη νεμπιβολόλη και 1061 ασθενείς που έλαβαν το εικονικό
φάρμακο. Κατά την παραπάνω μελέτη, συνολικά 449 ασθενείς που
έλαβαν τη νεμπιβολόλη (42,1%) ανέφεραν ανεπιθύμητες αντιδράσεις οι
οποίες ήταν τουλάχιστον πιθανά αιτιακά συσχετιζόμενες συγκριτικά με
334 ασθενείς που έλαβαν το εικονικό φάρμακο (31,5%).
Οι πιο συχνές αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες σε ασθενείς που
λάμβαναν νεμπιβολόλη είναι η βραδυκαρδία και η ζάλη, και οι δύο
περίπου στο 11% των ασθενών. Η συχνότητα μεταξύ των ασθενών που
λάμβαναν εικονικό φάρμακο ήταν περίπου 2% και 7%, αντίστοιχα.
Τα ακόλουθα περιστατικά αναφέρθηκαν ως ανεπιθύμητες ενέργειες (ως
τουλάχιστον πιθανώς σχετιζόμενες με το φάρμακο) και θεωρούνται
σχετιζόμενες ειδικά με τη θεραπεία της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας:
Επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας σε ποσοστό 5,8% των
ασθενών που λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 5,2% των ασθενών
που λάμβαναν εικονικό φάρμακο.
Ορθοστατική υπόταση αναφέρθηκε στο 2,1% των ασθενών που
λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 1,0% των ασθενών που λάμβαναν
εικονικό φάρμακο.
Μη ανοχή στο φάρμακο αναφέρθηκε στο 1,6% των ασθενών που
λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 0,8% των ασθενών που λάμβαναν
εικονικό φάρμακο.
Κολποκοιλιακός αποκλεισμός 1ου βαθμού αναφέρθηκε στο 1,4%
των ασθενών που λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 0,9% των
ασθενών που λάμβαναν εικονικό φάρμακο.
Οίδημα κάτω άκρων αναφέρθηκε στο 1,0% των ασθενών που
λάμβαναν νεμπιβολόλη έναντι 0,2% των ασθενών που λάμβαναν
εικονικό φάρμακο.
13
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες
του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος
αναφοράς: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562
Χολαργός, Αθήνα. Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585,
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr.
4.9. Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα υπερδοσολογίας με τη νεμπιβολόλη.
Συμπτώματα
Συμπτώματα υπερδοσολογίας των β-αποκλειστών είναι: βραδυκαρδία,
υπόταση, βρογχόσπασμος και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια.
Θεραπευτική αντιμετώπιση
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας ή υπερευαισθησίας, ο ασθενής θα πρέπει
να τίθεται υπό στενή ιατρική παρακολούθηση και να αντιμετωπίζεται σε
μονάδα εντατικής θεραπείας. Θα πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα της
γλυκόζης στο αίμα. Η απορρόφηση των υπολειμμάτων του φαρμάκου που
ενδέχεται να βρίσκονται ακόμη στο γαστρεντερικό σύστημα μπορεί να
αποφευχθεί μέσω της πλύσης στομάχου και της χορήγησης ενεργού
άνθρακα και ενός καθαρτικού. Μπορεί να χρειαστεί τεχνητή αναπνοή. Η
βραδυκαρδία ή οι εκτενείς αντιδράσεις από το παρασυμπαθητικό
σύστημα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με χορήγηση ατροπίνης ή
μεθυλατροπίνης. Η υπόταση και η καταπληξία (σοκ) θα πρέπει να
αντιμετωπίζονται με χορήγηση πλάσματος/υποκατάστατων πλάσματος
και αν είναι απαραίτητο με κατεχολαμίνες. Η επίδραση των β-
αποκλειστών μπορεί να αντισταθμιστεί με αργή ενδοφλέβια χορήγηση
υδροχλωρικής ισοπρεναλίνης, με εναρκτήρια δόση ίση με περίπου
5 μg/λεπτό, ή με δοβουταμίνη, με εναρκτήρια δόση ίση με 2,5 μg/λεπτό,
μέχρι να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σε ανθεκτικές
περιπτώσεις η ισοπρεναλίνη μπορεί να συνδυαστεί με ντοπαμίνη. Εάν
αυτό επίσης δεν επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, μπορεί να
χορηγηθούν ενδοφλέβια δόσεις γλυκαγόνου 50-100 μg/kg. Εάν είναι
απαραίτητο, η ένεση θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μέσα σε μία ώρα
ακολουθούμενη, εάν είναι απαραίτητο, από ενδοφλέβια έγχυση
γλυκαγόνου στο δόση των 70 μg/kg/ώρα. Σε ακραίες περιπτώσεις κατά
την αντιμετώπιση ανθεκτικής στη θεραπεία βραδυκαρδίας, μπορεί να
τοποθετηθεί βηματοδότης.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία : β-αποκλειστές, εκλεκτικοί
Κωδικός ATC : C07 AB12
14
Η νεμπιβολόλη είναι ένα ρακεμικό μίγμα δύο εναντιομερών, της SRRR-
νεμπιβολόλης (d-νεμπιβολόλη) και της RSSS-νεμπιβολόλης (l-
νεμπιβολόλη). Συνδυάζει δύο φαρμακολογικές δράσεις:
Αποτελεί έναν ισχυρό και εκλεκτικό ανταγωνιστή των β-
υποδοχέων: η δράση αυτή αποδίδεται στο SRRR-εναντιομερές (d-
εναντιομερές).
Έχει ήπιες αγγειοδιασταλτικές ιδιότητες οι οποίες αποδίδονται σε
μία αλληλεπίδραση με τον οδό της L-αργινίνης/νιτρικού οξειδίου.
Μονήρεις και επαναλαμβανόμενες δόσεις της νεμπιβολόλης μειώνουν
τον καρδιακό ρυθμό και την αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της
ανάπαυσης και της άσκησης, τόσο σε νορμοτασικά άτομα όσο και σε
υπερτασικούς ασθενείς. Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα διατηρείται
κατά τη διάρκεια της χρόνιας θεραπείας.
Σε θεραπευτικές δόσεις η νεμπιβολόλη στερείται α-αδρενεργικού
ανταγωνισμού.
Κατά τη διάρκεια οξείας και χρόνιας θεραπείας με τη νεμπιβολόλη στους
υπερτασικούς ασθενείς, η συστηματική αγγειακή αντίσταση μειώνεται.
Παρά τη μείωση της καρδιακής συχνότητας, η μείωση της καρδιακής
εξώθησης κατά την ηρεμία και κατά την άσκηση είναι πιθανό να είναι
μειωμένη λόγω του αυξημένου όγκου παλμού. Η κλινική συσχέτιση
αυτών των αιμοδυναμικών διαφορών σε σύγκριση με άλλους
ανταγωνιστές των β
1
υποδοχέων δεν έχει τεκμηριωθεί πλήρως.
Στους υπερτασικούς ασθενείς, η νεμπιβολόλη αυξάνει την αγγειακή
αντίδραση στην ακετυλοχολίνη (ACh) η οποία διαμεσολαβείται από το
μονοξείδιο του αζώτου (NO) και η οποία είναι μειωμένη στους ασθενείς
με ενδοθηλιακή δυσλειτουργία.
Κατά τη διάρκεια μίας ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο μελέτης
θνησιμότητας-νοσηρότητας η οποία πραγματοποιήθηκε σε 2.128
ασθενείς ηλικίας 70 ετών (διάμεση ηλικία 75,2 έτη) με
σταθεροποιημένη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια με ή χωρίς μείωση του
κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας (μέσο LVEF: 36 12,3%, με
την ακόλουθη κατανομή: LVEF κάτω από 35% σε ποσοστό 56% των
ασθενών, LVEF κυμαινόμενο μεταξύ 35% και 45% σε ποσοστό 25% των
ασθενών και LVEF πάνω από 45% σε ποσοστό 19% των ασθενών) με ένα
μέσο χρόνο παρακολούθησης της τάξης των 20 μηνών, η νεμπιβολόλη,
χορηγούμενης επικουρικά της καθιερωμένης θεραπείας, παρέτεινε σε
σημαντικό βαθμό το χρόνο μέχρι την επίπτωση του θανάτου ή μέχρι τη
νοσηλεία για καρδιαγγειακά αίτια (πρωτεύον τελικό σημείο
αποτελεσματικότητας) με μείωση του σχετικού κινδύνου ίση με 14%
(απόλυτη μείωση: 4,2%). Η μείωση αυτού του κινδύνου σημειώθηκε
έπειτα από 6 μήνες θεραπευτικής αγωγής και διατηρήθηκε καθ’ όλη τη
χρονική διάρκεια της θεραπείας (διάμεση χρονική διάρκεια: 18 μήνες).
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα της νεμπιβολόλης ήταν ανεξάρτητο από την
ηλικία, το φύλο, ή το κλάσμα εξώθησης της αριστερής κοιλίας του
πληθυσμού που μελετήθηκε. Το όφελος επί της θνησιμότητας παντός
αιτιολογίας δεν είχε στατιστική σημασία σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο (απόλυτη μείωση: 2,3%). Στους ασθενείς που έλαβαν τη
θεραπεία με τη νεμπιβολόλη παρατηρήθηκε μείωση στα ποσοστά του
αιφνίδιου θανάτου (4,1% έναντι 6,6%, σχετική μείωση ίση με 38%).
15
Τα
in
vitro και τα in
vivo πειράματα που πραγματοποιήθηκαν στα ζώα
κατέδειξαν πως η νεμπιβολόλη δεν έχει ενδογενή συμπαθομιμητική
δράση.
Τα
in
vitro και τα in
vivo πειράματα που πραγματοποιήθηκαν στα ζώα
κατέδειξαν πως η νεμπιβολόλη σε φαρμακολογικές δόσεις δεν έχει
σταθεροποιητική επί της μεμβράνης δράση.
Σε υγιείς εθελοντές, η νεμπιβολόλη δεν έχει σημαντική επίδραση στη
μέγιστη ικανότητα άσκησης ή αντοχής.
5.2. Φαρμακοκινητικές Ιδιότητες
Η νεμπιβολόλη αποτελεί ένα λιπόφιλο, καρδιοεκλεκτικό β-αποκλειστή
χωρίς σταθεροποιητική δράση επί της μεμβράνης ή επί της ενδογενούς
συμπαθομιμητικής δράσης (intrinsic sympathomimetic activity, ISA) (l-
εναντιομερές). Επίσης έχει αγγειοδιασταλτική δράση η οποία
διαμεσολαβείται από το μονοξείδιο του αζώτου (NO) (d-εναντιομερές).
Απορρόφηση
Αμφότερα τα εναντιομερή της νεμπιβολόλης απορροφούνται ταχέως μετά
από την από του στόματος χορήγηση. Η τροφή δεν έχει επίδραση στην
απορρόφηση της νεμπιβολόλης· η νεμπιβολόλη μπορεί να χορηγηθεί με ή
χωρίς τη συνοδεία γεύματος.
Κατανομή
Στο πλάσμα, και τα δύο εναντιομερή της νεμπιβολόλης δεσμεύονται
κυρίως με αλβουμίνη. Η SRRR-νεμπιβολόλη δεσμεύεται με τις πρωτεΐνες
του πλάσματος σε ποσοστό 98,1% και η RSSS-νεμπιβολόλη σε ποσοστό
97,9%.
Βιομετασχηματισμός
Η νεμπιβολόλη μεταβολίζεται εκτεταμένα εν μέρει σε ενεργούς υδρόξυ-
μεταβολίτες. Η νεμπιβολόλη μεταβολίζεται μέσω αλικυκλικής και
αρωματικής υδροξυλίωσης, Ν-αφαλκυλίωσης και γλυκουρονιδίωσης.
Επιπλέον, σχηματίζονται γλυκουρονίδια των υδρόξυ-μεταβολιτών. Ο
μεταβολισμός της νεμπιβολόλης μέσω αρωματικής υδροξυλίωσης
υπόκειται στον εξαρτώμενο από το CYP2D6 γενετικό οξειδωτικό
πολυμορφισμό. Η βιοδιαθεσιμότητα της από του στόματος χορηγούμενης
νεμπιβολόλης κυμαίνεται κατά μέσο όρο σε ποσοστό 12% στα άτομα με
ταχύ μεταβολισμό και είναι ουσιαστικά πλήρης στα άτομα με βραδύ
μεταβολισμό. Στη σταθεροποιημένη κατάσταση και αναφερόμενη στα
ίδια δοσολογικά επίπεδα, η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα της
αμετάβλητης νεμπιβολόλης είναι περί τις 23 φορές μεγαλύτερη στα
άτομα με χαμηλό μεταβολισμό από ότι στα άτομα με ταχύ μεταβολισμό.
Όταν συνυπολογιστούν το αμετάβλητο φάρμακο και οι ενεργοί
μεταβολίτες, η διαφορά στη μέγιστη συγκέντρωση του πλάσματος είναι
από 1,3 έως 1,4 φορές. Εξαιτίας της διαφοράς που σημειώνεται στην
ταχύτητα του μεταβολισμού, η δόση της νεμπιβολόλης θα πρέπει πάντα
να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες κλινικές απαιτήσεις του κάθε
ασθενούς: τα άτομα με χαμηλό μεταβολισμό ενδέχεται κατά συνέπεια να
χρειάζονται χαμηλότερες δόσεις.
16
Στα άτομα με ταχύ μεταβολισμό, οι χρόνοι ημίσειας ζωής της αποβολής
των εναντιομερών της νεμπιβολόλης κυμαίνονται κατά μέσο όρο σε 10
ώρες. Στα άτομα με αργό μεταβολισμό, οι χρόνοι αυτοί είναι
μεγαλύτεροι κατά 3-5 φορές. Στα άτομα με ταχύ μεταβολισμό, τα
επίπεδα στο πλάσμα του RSSS-εναντιομερούς είναι ελαφρώς υψηλότερα
από εκείνα του SRRR-εναντιομερούς. Στα άτομα με αργό μεταβολισμό,
αυτή η διαφορά είναι μεγαλύτερη. Στα άτομα με ταχύ μεταβολισμό, οι
χρόνοι ημίσειας ζωής της αποβολής των υδρόξυ- μεταβολιτών
αμφότερων των εναντιομερών κυμαίνονται κατά μέσο όρο σε 24 ώρες,
και είναι περίπου διπλάσιοι σε χρονική διάρκεια στα άτομα με βραδύ
μεταβολισμό. Τα επίπεδα στη σταθεροποιημένη κατάσταση στην
πλειονότητα των ατόμων (ταχέως μεταβολίζοντες) επιτυγχάνονται μέσα
σε 24 ώρες για τη νεμπιβολόλη και μέσα σε λίγες ημέρες για τους
υδρόξυ- μεταβολίτες.
Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα για το δοσολογικό εύρος μεταξύ 1 και
30 mg είναι ανάλογες της δόσης. Η φαρμακοκινητική της νεμπιβολόλης
δεν επηρεάζεται από την ηλικία.
Αποβολή
Μία εβδομάδα μετά από τη χορήγηση, το 38% της δόσης απεκκρίνεται
στα ούρα και το 48% στα κόπρανα. Η απέκκριση από τα ούρα της
αμετάβλητης νεμπιβολόλης είναι μικρότερη από το 0,5% της δόσης.
5.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα προκλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν κάποιο ιδιαίτερο κίνδυνο
για τον άνθρωπο βάσει των συμβατικών μελετών γονοτοξικότητας και
δυναμικού καρκινογένεσης.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Μονοϋδρική λακτόζη
Νατριούχος διασταυρούμενη καρμελλόζη
Άμυλο αραβοσίτου
Πολυσορβικό 80
Υπρομελλόζη
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη
Οξείδιο του πυριτίου, άνυδρο κολλοειδές
Στεατικό μαγνήσιο
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
17
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλες (blisters) Αλουμινίου-Αλουμινίου σε συσκευασίες των 7, 10, 14,
28, 30, 50, 56, 60, 84, 90, 98, 100 δισκίων.
Διάτρητες κυψέλες μονάδας δόσης (unit dose blisters) Αλουμινίου-
Αλουμινίου σε συσκευασίες των 28x1, 56x1, 100x1 δισκίων.
Αδιαφανείς φιάλες από υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο (HDPE) οι
οποίες φέρουν πώματα πολυπροπυλενίου σε συσκευασίες των 100 και
500 δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΆΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΆΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΊΑΣ
Δικαιούχος προϊόντος:
Generics [UK] Ltd trading as Mylan, Station Close, Potters Bar, Hertfordshire, EN6
1TL, Αγγλία
Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας για την Ελλάδα:
Generics Pharma Hellas ΕΠΕ, Λ. Βουλιαγμένης 577
Α
, Αργυρούπολη
164 51, Αθήνα
Τηλ: 210-99 36 410
8. ΑΡΙΘΜΌΣ ΤΗΣ ΆΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΊΑΣ
90395/17-12-2009
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΊΑ ΠΡΏΤΗΣ ΈΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΈΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΆΔΕΙΑΣ
17-12-2009
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΊΑ ΑΝΑΘΕΏΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΈΝΟΥ
υμπληρώνεται σε εθνικό επίπεδο.]
18