Έκδοση 3.0, 04/2013
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Gemcitabine/Actavis 40 mg/ml συμπύκνωμα για την παρασκευή διαλύματος προς
έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε ml συμπυκνώματος για την παρασκευή διαλύματος προς έγχυση περιέχει 40
mg γεμσιταβίνης (με τη μορφή υδροχλωρικής γεμσιταβίνης)
Κάθε φιαλίδιο των 5 ml περιέχει 200 mg γεμσιταβίνης (με τη μορφή υδροχλωρικής
γεμσιταβίνης).
Κάθε φιαλίδιο των 25 ml περιέχει 1 g γεμσιταβίνης (με τη μορφή υδροχλωρικής
γεμσιταβίνης).
Κάθε φιαλίδιο των 50 ml περιέχει 2 g γεμσιταβίνης (με τη μορφή υδροχλωρικής
γεμσιταβίνης).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Συμπύκνωμα για την παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
Το pH του συμπυκνώματος είναι 2.4 ± 0.4 και η ωσμωτικότητα είναι περίπου 270-
280 mOsmol/kg.
Διαυγές, άχρωμο ή ωχροκίτρινο διάλυμα.
4. ΚΛΙΝΙΚΆ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΆ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία του τοπικώς προχωρημένου ή
μεταστατικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης σε συνδυασμό με σισπλατίνη.
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με τοπικώς προχωρημένο ή
μεταστατικό αδενοκαρκίνωμα του παγκρέατος.
Η γεμσιταβίνη, σε συνδυασμό με σισπλατίνη, ενδείκνυται ως θεραπεία πρώτης
γραμμής σε ασθενείς με τοπικώς προχωρημένο ή μεταστατικό μη μικροκυτταρικό
καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC). Το ενδεχόμενο μονοθεραπείας με γεμσιταβίνη
μπορεί να εξεταστεί σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε εκείνους με κατάσταση
απόδοσης 2.
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με τοπικώς προχωρημένο ή
μεταστατικό επιθηλιακό καρκίνωμα των ωοθηκών, σε συνδυασμό με καρβοπλατίνη
σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα νόσο μετά από ένα διάστημα ελεύθερο υποτροπών
τουλάχιστον 6 μήνες μετά τη θεραπεία πρώτης γραμμής με βάση την πλατίνη.
Η γεμσιταβίνη σε συνδυασμό με πακλιταξέλη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών
με μη εξαιρέσιμο, τοπικώς υποτροπιάζοντα ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού, οι
οποίες έχουν εμφανίσει υποτροπή μετά από επικουρική/προεγχειρητική
2
χημειοθεραπεία. Το προηγούμενο σχήμα χημειοθεραπείας θα έπρεπε να
συμπεριλαμβάνει μία ανθρακυκλίνη, εκτός εάν αντενδείκνυτο κλινικά.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η γεμσιταβίνη θα πρέπει να συνταγογραφείται μόνο από έναν γιατρό με πείρα στη
χρήση αντικαρκινικής χημειοθεραπείας.
Δοσολογία
Καρκίνος της ουροδόχου κύστης
Συνδυαστική χρήση
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1000 mg/m
2
, χορηγούμενη μέσω έγχυσης
διάρκειας 30 λεπτών. Η δόση θα πρέπει να χορηγείται κατά τις Ημέρες 1, 8 και 15
κάθε κύκλου διάρκειας 28 ημερών σε συνδυασμό με σισπλατίνη. Η σισπλατίνη
χορηγείται σε μία συνιστώμενη δόση 70 mg/m
2
κατά την Ημέρα 1 ακολουθούμενη
από γεμσιταβίνη ή κατά την Ημέρα 2 κάθε κύκλου 28 ημερών. Αυτός ο κύκλος
διάρκειας 4 εβδομάδων επαναλαμβάνεται. Η μείωση της δοσολογίας με κάθε κύκλο
ή κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να εφαρμοστεί με βάση τον βαθμό
τοξικότητας που εμφανίζει ο ασθενής.
Καρκίνος του παγκρέατος
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1000 mg/m
2
, χορηγούμενη μέσω
ενδοφλέβιας έγχυσης διάρκειας 30 λεπτών. Αυτή θα πρέπει να επαναλαμβάνεται
άπαξ εβδομαδιαίως για έως και 7 εβδομάδες μετά από μία εβδομάδα διακοπής. Οι
επακόλουθοι κύκλοι θα αποτελούνται από ενέσεις άπαξ εβδομαδιαίως για 3
διαδοχικές εβδομάδες από κάθε 4 εβδομάδες. Η μείωση της δοσολογίας με κάθε
κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να εφαρμοστεί με βάση τον βαθμό
τοξικότητας που εμφανίζει ο ασθενής.
Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα
Μονοθεραπεία
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1000 mg/m
2
, χορηγούμενη μέσω
ενδοφλέβιας έγχυσης διάρκειας 30 λεπτών. Αυτή θα πρέπει να επαναλαμβάνεται
άπαξ εβδομαδιαίως για 3 εβδομάδες μετά από μία περίοδο διακοπής διάρκειας 1
εβδομάδας. Αυτός ο κύκλος διάρκειας 4 εβδομάδων επαναλαμβάνεται. Η μείωση της
δοσολογίας με κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να εφαρμοστεί με
βάση τον βαθμό τοξικότητας που εμφανίζει ο ασθενής.
Συνδυαστική χρήση
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1250 mg/m
2
επιφάνειας σώματος
χορηγούμενη ως μία ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30 λεπτών κατά την Ημέρα 1 και
8 του θεραπευτικού κύκλου (21 ημέρες). Η μείωση της δοσολογίας με κάθε κύκλο ή
κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να εφαρμοστεί με βάση τον βαθμό τοξικότητας
που εμφανίζει ο ασθενής.
Η σισπλατίνη έχει χρησιμοποιηθεί σε δόσεις μεταξύ 75-100 mg/m
2
μία φορά κάθε 3
εβδομάδες.
Καρκίνος του μαστού
Συνδυαστική χρήση
Η γεμσιταβίνη σε συνδυασμό με πακλιταξέλη συνιστάται με τη χρήση πακλιταξέλης
(175 mg/m
2
) χορηγούμενης κατά την Ημέρα 1 σε διάστημα περίπου 3 ωρών ως
ενδοφλέβια έγχυση, ακολουθούμενη από γεμσιταβίνη (1250 mg/m
2
) ως μία
ενδοφλέβια έγχυση 30 λεπτών κατά τις Ημέρες 1 και 8 κάθε κύκλου 21 ημερών. Η
μείωση της δοσολογίας με κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να
εφαρμοστεί με βάση τον βαθμό τοξικότητας που εμφανίζει ο ασθενής. Οι ασθενείς
3
θα πρέπει να έχουν έναν απόλυτο αριθμό κοκκιοκυττάρων τουλάχιστον 1.500 (x
10
6
/l) πριν την έναρξη του συνδυασμού γεμσιταβίνης και πακλιταξέλης.
Καρκίνος των ωοθηκών
Συνδυαστική χρήση
Η γεμσιταβίνη σε συνδυασμό με καρβοπλατίνη συνιστάται με τη χρήση
γεμσιταβίνης 1000 mg/m
2
χορηγούμενης κατά τις Ημέρες 1 και 8 κάθε κύκλου 21
ημερών ως ενδοφλέβια έγχυση 30 λεπτών. Μετά τη γεμσιταβίνη, η καρβοπλατίνη θα
χορηγείται κατά την Ημέρα 1 μέχρι την επίτευξη μίας στοχευόμενης τιμής AUC
4,0 mg/ml∙min. Η μείωση της δοσολογίας με κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου μπορεί να εφαρμοστεί με βάση τον βαθμό τοξικότητας που εμφανίζει ο
ασθενής.
Παρακολούθηση για την εμφάνιση τοξικότητας και τροποποίηση της δόσης λόγω
τοξικότητας
Τροποποίηση της δόσης λόγω μη αιματολογικής τοξικότητας
Περιοδική φυσική εξέταση και έλεγχοι της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας θα
πρέπει να πραγματοποιούνται για την ανίχνευση μη αιματολογικής τοξικότητας.
Η μείωση της δοσολογίας με κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να
εφαρμοστεί με βάση τον βαθμό τοξικότητας που εμφανίζει ο ασθενής. Εν γένει, για
σοβαρή (Βαθμού 3 ή 4) μη αιματολογική τοξικότητα, εκτός της ναυτίας και του
εμέτου, η θεραπεία με γεμσιταβίνη θα πρέπει να διακόπτεται προσωρινά ή να
μειώνεται σύμφωνα με την κρίση του θεράποντος γιατρού. Οι δόσεις θα πρέπει να
διακόπτονται έως ότου η τοξικότητα έχει υποχωρήσει κατά τη γνώμη του γιατρού.
Για τη ρύθμιση της δοσολογίας της σισπλατίνης, της καρβοπλατίνης και της
πακλιταξέλης σε συνδυαστική θεραπεία, ανατρέξτε στην αντίστοιχη Περίληψη των
Χαρακτηριστικών του Προϊόντος.
Τροποποίηση της δόσης λόγω αιματολογικής τοξικότητας
Έναρξη ενός κύκλου
Για όλες τις ενδείξεις, ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται πριν από κάθε δόση
ως προς τον αριθμό των αιμοπεταλίων και των κοκκιοκυττάρων. Οι ασθενείς θα
πρέπει να έχουν έναν απόλυτο αριθμό κοκκιοκυττάρων τουλάχιστον 1.500 (x 10
6
/l)
και αριθμό αιμοπεταλίων 100.000 (x 10
6
/l) πριν την έναρξη ενός κύκλου.
Κατά τη διάρκεια ενός κύκλου
Οι τροποποιήσεις της δόσης της γεμσιταβίνης κατά τη διάρκεια ενός κύκλου θα
πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες:
Τροποποίηση της δόσης της γεμσιταβίνης κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου για καρκίνο της ουροδόχου κύστης, NSCLC και παγκρεατικό
καρκίνο, χορηγούμενης ως μονοθεραπείας ή σε συνδυασμό με
σισπλατίνη
Απόλυτος αριθμός
κοκκιοκυττάρων
(x 10
6
/l)
Αριθμός
αιμοπεταλίων
(x 10
6
/l)
Ποσοστό συνήθους
δόσης
γεμσιταβίνης (%)
1.000 και > 100.000 100
500-1.000 ή 50.000-100.000 75
<500 ή < 50.000 Παράλειψη δόσης *
4
* Η θεραπεία που έχει παραλειφθεί δεν θα χορηγείται εκ νέου κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου πριν ο απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων είναι τουλάχιστον 500 (x10
6
/l)
και ο αριθμός αιμοπεταλίων είναι 50.000 (x10
6
/l).
Τροποποίηση της δόσης της γεμσιταβίνης κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου για καρκίνο του μαστού, χορηγούμενης σε συνδυασμό με
πακλιταξέλη
Απόλυτος αριθμός
κοκκιοκυττάρων
(x 10
6
/l)
Αριθμός
αιμοπεταλίων
(x 10
6
/l)
Ποσοστό συνήθους
δόσης
γεμσιταβίνης (%)
≥1.200 και >75,000 100
1.000-<1.200 ή 50,000-75,000 75
700-<1.000 και 50,000 50
<700 ή <50,000 Παράλειψη δόσης *
*Η θεραπεία που έχει παραλειφθεί δεν θα χορηγείται εκ νέου κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου. * Η θεραπεία θα ξεκινήσει κατά την ημέρα 1 του επόμενου κύκλου όταν ο
απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων είναι τουλάχιστον 1.500 (x10
6
/l) και ο αριθμός
αιμοπεταλίων είναι 100.000 (x10
6
/l).
Τροποποίηση της δόσης της γεμσιταβίνης κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου για καρκίνο των ωοθηκών, χορηγούμενης σε συνδυασμό με
καρβοπλατίνη
Απόλυτος αριθμός
κοκκιοκυττάρων
(x 10
6
/l)
Αριθμός
αιμοπεταλίων
(x 10
6
/l)
Ποσοστό συνήθους
δόσης
γεμσιταβίνης (%)
>1.500 και 100,000 100
1000-1.500 ή 75,000-100,000 50
<1000 ή < 75,000 Παράλειψη δόσης *
*Η θεραπεία που έχει παραλειφθεί δεν θα χορηγείται εκ νέου κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου. * Η θεραπεία θα ξεκινήσει κατά την ημέρα 1 του επόμενου κύκλου όταν ο
απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων είναι τουλάχιστον 1.500 (x10
6
/l) και ο αριθμός
αιμοπεταλίων είναι 100.000 (x10
6
/l).
Τροποποίηση της δόσης λόγω αιματολογικής τοξικότητας σε επακόλουθους
κύκλους, για όλες τις ενδείξεις
Η δόση της γεμσιταβίνης θα πρέπει να μειωθεί στο 75% της δόσης έναρξης του
αρχικού κύκλου, σε περίπτωση εμφάνισης των ακόλουθων αιματολογικών
τοξικοτήτων:
Απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων < 500 x 10
6
/l για περισσότερες από 5
ημέρες
Απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων < 100 x 10
6
/l για περισσότερες από 3
ημέρες
Εμπύρετος ουδετεροπενία
Αριθμός αιμοπεταλίων ≥25.000 x 10
6
/L
Καθυστέρηση του κύκλου για περισσότερο από 1 εβδομάδα λόγω τοξικότητας
5
Τρόπος χορήγησης
Το φαρμακευτικό προϊόν είναι καλά ανεκτό κατά τη διάρκεια της έγχυσης και
μπορεί να χορηγηθεί σε περιπατητικούς ασθενείς. Εάν εμφανιστεί εξαγγείωση, εν
γένει η έγχυση θα πρέπει να διακοπεί αμέσως και να ξεκινήσει και πάλι σε ένα άλλο
αιμοφόρο αγγείο. Ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά μετά τη
χορήγηση.
Για οδηγίες σχετικά με την αραίωση του φαρμακευτικού προϊόντος πρίν την
χορήγηση, βλ. παράγραφο 6.6.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με νεφρική ή ηπατική βλάβη
Η γεμσιταβίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ή
νεφρική βλάβη καθώς υπάρχουν ανεπαρκείς πληροφορίες από κλινικές μελέτες που
επιτρέπουν σαφείς δοσολογικές συστάσεις για εκείνους τους πληθυσμούς ασθενών
(βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2).
Ηλικιωμένα άτομα(ηλικίας > 65 ετών)
Η γεμσιταβίνη ήταν καλά ανεκτή σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών. Δεν
υπάρχουν ενδείξεις που να υποδηλώνουν ότι ρυθμίσεις της δοσολογίας, εκτός από
εκείνες που ήδη συνιστώνται για όλους τους ασθενείς, είναι απαραίτητες για τα
ηλικιωμένα άτομα (βλ. παράγραφο 5.2).
Πληθυσμός παιδιατρικών ασθενών (ηλικίας < 18 ετών)
Η γεμσιταβίνη δεν συνιστάται για χρήση σε παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών λόγω
ανεπαρκών δεδομένων ασφαλείας και αποτελεσματικότητας.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6,1.
Γαλουχία (βλ. παράγραφο 4.6).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η παράταση του χρόνου έγχυσης και η αυξημένη δοσολογική συχνότητα έχει
καταδειχθεί ότι αυξάνουν την τοξικότητα.
Αιματολογική τοξικότητα
Η γεμσιταβίνη μπορεί να οδηγήσει σε καταστολή της λειτουργίας του μυελού των
οστών, η οποία εκδηλώνεται ως λευκοπενία, θρομβοκυτταροπενία και αναιμία.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν γεμσιταβίνη θα πρέπει να παρακολουθούνται πριν από
κάθε δόση ως προς τον αριθμό των αιμοπεταλίων, των λευκοκυττάρων και των
κοκκιοκυττάρων. Το ενδεχόμενο αναβολής ή τροποποίησης της θεραπείας θα πρέπει
να εξετάζεται όταν παρατηρείται φαρμακοεπαγόμενη μυελοκαταστολή (βλ.
παράγραφο 4.2). Ωστόσο, η μυελοκαταστολή έχει μικρή διάρκεια, συνήθως δεν
οδηγεί σε μείωση της δοσολογίας, ενώ σπανίως οδηγεί στη διακοπή της.
Οι τιμές των έμμορφων στοιχείων του περιφερικού αίματος μπορεί να συνεχίσουν
να επιδεινώνονται μετά τη διακοπή της χορήγησης της γεμσιταβίνης. Σε ασθενείς
με πλημμελή λειτουργία του μυελού των οστών, η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά με
προσοχή. Όπως με άλλες κυτταροτοξικές θεραπείες, θα πρέπει να λαμβάνεται υπ'
όψιν ο κίνδυνος αθροιστικής καταστολής του μυελού των οστών όταν η θεραπεία με
γεμσιταβίνη χορηγείται ταυτόχρονα με άλλες χημειοθεραπείες.
6
Ηπατική και νεφρική βλάβη
Η χορήγηση της γεμσιταβίνης σε ασθενείς με συνυπάρχουσες ηπατικές μεταστάσεις
ή με προϋπάρχον ιατρικό ιστορικό ηπατίτιδας, αλκοολισμού ή ηπατικής κίρρωσης
μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της υποκείμενης ηπατικής ανεπάρκειας.
Εργαστηριακή αξιολόγηση της νεφρικής και της ηπατικής λειτουργίας
(συμπεριλαμβανομένων των ιολογικών εξετάσεων) θα πρέπει να διεξάγεται
περιοδικά.
Η γεμσιταβίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ή
νεφρική λειτουργική ανεπάρκεια καθώς υπάρχουν ανεπαρκείς πληροφορίες από
κλινικές μελέτες που επιτρέπουν σαφείς δοσολογικές συστάσεις για αυτόν τον
πληθυσμό ασθενών (βλ. παράγραφο 4.2).
Συγχορηγούμενη ακτινοθεραπεία.
Συγχορηγούμενη ακτινοθεραπεία (χορηγείται ταυτόχρονα ή με διαφορά 7 ημερών):
Έχει αναφερθεί τοξικότητα (βλ. παράγραφο 4.5 για λεπτομέρειες και συστάσεις για
τη χρήση).
Εμβόλια από ζώντες ιούς
Το εμβόλιο του κίτρινου πυρετού και άλλα εμβόλια από ζώντες εξασθενημένους ιούς
δεν συνιστώνται σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με γεμσιταβίνη (βλ.
παράγραφο 4.5).
Σύνδρομο της οπίσθιας αναστρέψιμης εγκεφαλοπάθειας
Έχουν γίνει αναφορές για το σύνδρομο της οπίσθιας αναστρέψιμης
εγκεφαλοπάθειας (PRES) με δυνητικά σοβαρές επιπτώσεις, σε ασθενείς που
λάμβαναν γεμσιταβίνη ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλους
χημειοθεραπευτικούς παράγοντες. Οξεία υπέρταση και επιληπτική δραστηριότητα
αναφέρθηκαν στους περισσότερους ασθενείς που λαμβανουν γεμσιταβίνη και
βιώνουν PRES, αλλά και άλλα συμπτώματα όπως πονοκέφαλος, λήθαργος, σύγχυση
και τύφλωση μπορςί επίσης να είναι παρόν. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται καλύτερα
με απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI). Το PRES ήταν συνήθως αναστρέψιμο
με τα κατάλληλα υποστηρικτικά μέτρα. Η γεμσιταβίνη πρέπει να διακοπεί οριστικά
και να εφαρμοστούνυποστηρικτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της
αρτηριακής πίεσης και τη θεραπεία αντι-κατάσχεση, αν το PRES αναπτύσσεται κατά
τη διάρκεια της θεραπείας.
Καρδιαγγειακές
Λόγω του κινδύνου καρδιακών ή/και αγγειακών διαταραχών με τη χρήση
γεμσιταβίνης, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό
καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
Σύνδρομο διαφυγής τριχοειδών
Σύνδρομο διαφυγής τριχοειδών έχει αναφερθεί σε ασθενείς που λάμβαναν
γεμσιταβίνη ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλους χημειοθεραπευτικούς
παράγοντες (βλέπε παράγραφο 4.8). Η κατάσταση είναι θεραπεύσιμη συνήθως, αν
διαγνωσθεί νωρίς και να αντιμετωπίστείκατάλληλα, αλλά θανατηφόρα περιστατικά
έχουν αναφερθεί. Η κατάσταση περιλαμβάνει συστηματική τριχοειδή
υπερπερατότητα κατά τη διάρκεια της οποίας τα υγρά και οι πρωτεϊνες από το
ενδοαγγειακό χώρο διαρρεύσουν στο διάμεσο χώρο. Τα κλινικά χαρακτηριστικά
περιλαμβάνουν γενικευμένο οίδημα, αύξηση βάρους, υπολευκωματιναιμία, σοβαρή
υπόταση, οξεία νεφρική ανεπάρκεια και πνευμονικό οίδημα. Η γεμσιταβίνη πρέπει
να διακοπεί και να εφαρμοστούν υποστηρικτικά μέτρα, εάν το σύνδρομο διαφυγής
τριχοειδών αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Σύνδρομο τριχοειδούς
7
διαρροής μπορεί να συμβεί σε μεταγενέστερους κύκλους και έχει συνδεθεί στη
βιβλιογραφία με σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων.
Πνευμονικές
Αναπνευστικά συμβάματα, ορισμένες φορές σοβαρά (όπως πνευμονικό οίδημα,
διάμεση πνευμονοπάθεια, ή σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων (ARDS))
έχουν συσχετιστεί με τη θεραπεία με γεμσιταβίνη. Η αιτιολογία αυτών των
συμβαμάτων είναι άγνωστη. Εάν εμφανιστούν τέτοια συμβάματα, θα πρέπει να
εξετάζεται το ενδεχόμενο διακοπής της θεραπείας με γεμσιταβίνη. Η έγκαιρη χρήση
υποστηρικτικής αγωγής μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της κατάστασης.
Νεφρικές
Αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο
Κλινικά ευρήματα που συνάδουν με αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο (HUS)
αναφέρθηκαν σπάνια σε ασθενείς που λαμβάνουν γεμσιταβίνη (βλ. παράγραφο 4.8).
Η γεμσιταβίνη θα πρέπει να διακόπτεται κατά τα πρώτα σημεία οποιασδήποτε
ένδειξης μικροαγγειοπαθητικής αιμολυτικής αναιμίας, όπως ταχεία μείωση της
αιμοσφαιρίνης με συνοδό θρομβοκυτταροπενία, αύξηση των επιπέδων χολερυθρίνης,
κρεατινίνης ορού, αζώτου ουρίας αίματος ή LDH. Η νεφρική ανεπάρκεια ενδέχεται
να μην είναι αναστρέψιμη με τη διακοπή της θεραπείας και μπορεί να απαιτηθεί
αιμοκάθαρση.
Γονιμότητα
Σε μελέτες γονιμότητας η γεμσιταβίνη προκάλεσε υποσπερματογένεση σε
αρσενικούς ποντικούς (βλ. παράγραφο 5.3). Συνεπώς, σε άνδρες που λαμβάνουν
θεραπεία με γεμσιταβίνη συνιστάται να μην κάνουν παιδί κατά τη διάρκεια και έως
και 6 μήνες μετά τη θεραπεία και να αναζητούν περαιτέρω συμβουλή γιατρού
σχετικά με την κρυοσυντήρηση του σπέρματος πριν τη θεραπεία λόγω της
πιθανότητας στειρότητας εξαιτίας της θεραπείας με γεμσιταβίνη (βλέπε παράγραφο
4.6).
Gemcitabine/ActavisGemcitabine/Actavis
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
8
Δεν έχουν διεξαχθεί ειδικές μελέτες αλληλεπίδρασης (βλ. παράγραφο 5.2)
Ακτινοθεραπεία
Ταυτόχρονη (χορηγείται ταυτόχρονα ή με διαφορά 7 ημερών) – Η τοξικότητα που
σχετίζεται με αυτή τη συνδυασμένη θεραπεία εξαρτάται από πολλούς διαφορετικούς
παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της δόσης και της συχνότητας χορήγησης της
γεμσιταβίνης, της δόσης της ακτινοβολίας, της τεχνικής σχεδιασμού της
ακτινοθεραπείας, του ιστού-στόχου και του στοχευόμενου όγκου χορήγησης.
Προκλινικές και κλινικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η γεμσιταβίνη έχει
ακτινοευαισθητοποιό δράση. Στη μοναδική μελέτη όπου η γεμσιταβίνη σε δόση
1.000 mg/ml χορηγήθηκε ταυτόχρονα για έως και 6 διαδοχικές εβδομάδες με
θεραπευτική ακτινοβολία θώρακος σε ασθενείς με μη μικροκυτταρικό καρκίνο του
πνεύμονα, παρατηρήθηκε σημαντική τοξικότητα με τη μορφή σοβαρής, και δυνητικά
απειλητικής για τη ζωή βλεννογονίτιδας, συγκεκριμένα οισοφαγίτιδας, και
πνευμονίτιδας, ιδιαίτερα σε ασθενείς που λάμβαναν μεγάλες δόσεις ακτινοθεραπεία
[διάμεσος όγκος δόσης 4.795 cm
3
]. Μελέτες που διεξήχθησαν στη συνέχεια
υποδηλώνουν ότι είναι εφικτή η χορήγηση γεμσιταβίνης σε χαμηλότερες δόσεις με
ταυτόχρονη ακτινοθεραπεία με προβλέψιμη τοξικότητα, όπως σε μία μελέτη φάσης ΙΙ
στον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, όπου δόσεις ακτινοβολίας θώρακος
66 Gy εφαρμόστηκαν ταυτόχρονα με τη χορήγηση γεμσιταβίνης (600 mg/m
2
,
τετράκις) και σισπλατίνης (80 mg/m
2
δις) στο διάστημα 6 εβδομάδων. Το βέλτιστο
σχήμα για ασφαλή χορήγηση γεμσιταβίνης με θεραπευτικές δόσεις ακτινοβολίας δεν
έχει προσδιοριστεί ακόμη σε όλους τους τύπους καρκίνου.
Μη ταυτόχρονη (χορηγείται με διαφορά >7 ημερών) – Η ανάλυση των δεδομένων
δεν καταδεικνύει ενισχυμένη τοξικότητα όταν η γεμσιταβίνη χορηγείται
περισσότερες από 7 ημέρες πριν ή μετά την ακτινοβολία, εκτός από το φαινόμενο
αναμνηστικής ακτινοβολίας. Τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η χορήγηση
γεμσιταβίνης μπορεί να ξεκινήσει μετά την υποχώρηση των οξέων επιδράσεων της
ακτινοβολίας ή τουλάχιστον μία εβδομάδα μετά την ακτινοβολία.
Τραυματισμός από την ακτινοβολία έχει αναφερθεί σε ιστούς-στόχους (π.χ.
οισοφαγίτιδα, κολίτιδα και πνευμονίτιδα) σε συνδυασμό τόσο με ταυτόχρονη όσο
και μη ταυτόχρονη χρήση γεμσιταβίνης.
Άλλες
Κίτρινος πυρετός και άλλα εμβόλια από ζωντανούς εξασθενημένους ιούς δεν
συνιστώνται λόγω του κινδύνου συστηματικής, δυνητικά θανατηφόρου νόσου,
ιδιαίτερα σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα από τη χρήση της γεμσιταβίνης σε εγκύους
γυναίκες. Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν καταδείξει αναπαραγωγική τοξικότητα
(βλ. παράγραφο 5.3). Βάσει των αποτελεσμάτων από μελέτες σε πειραματόζωα και
του μηχανισμού δράσης της γεμσιταβίνης, αυτή η ουσία δεν θα πρέπει να
χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης, εκτός και αν είναι σαφώς
απαραίτητο. Στις γυναίκες θα πρέπει να συνιστάται να μην μείνουν έγκυοι κατά τη
διάρκεια της θεραπείας με γεμσιταβίνη και να ειδοποιούν αμέσως τον θεράποντα
γιατρό τους, εάν κάτι τέτοιο προκύψει.
Θηλασμός
Είναι άγνωστο κατά πόσον η γεμσιταβίνη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα και
δεν μπορούν να αποκλειστούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες στο παιδί που θηλάζει. Ο
θηλασμός θα πρέπει να διακόπτεται κατά τη θεραπεία με γεμσιταβίνη.
9
Γονιμότητα
Σε μελέτες γονιμότητας η γεμσιταβίνη προκάλεσε υποσπερματογένεση σε
αρσενικούς ποντικούς (βλ. παράγραφο 5.3). Συνεπώς, σε άνδρες που λαμβάνουν
θεραπεία με γεμσιταβίνη συνιστάται να μην κάνουν παιδί κατά τη διάρκεια και έως
και 6 μήνες μετά τη θεραπεία και να αναζητούν περαιτέρω συμβουλή γιατρού
σχετικά με την κρυοσυντήρηση του σπέρματος πριν τη θεραπεία λόγω της
πιθανότητας στειρότητας εξαιτίας της θεραπείας με γεμσιταβίνη.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης
και το χειρισμό μηχανών. Ωστόσο η γεμσιταβίνη έχει αναφερθεί ότι προκαλεί ήπια
έως μέτρια υπνηλία, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την κατανάλωση αλκοόλ. Οι
ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν να οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανές έως ότου
εξακριβωθεί ότι δεν έχει επηρεαστεί η εγρήγορσή τους.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι πιο συχνά αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες στο φάρμακο οι οποίες
σχετίζονται με τη θεραπεία με γεμσιταβίνη συμπεριλαμβάνουν: Ναυτία με ή χωρίς
έμετο, αύξηση των ηπατικών τρανσαμινασών (AST/ALT) και της αλκαλικής
φωσφατάσης, αναφέρονται περίπου στο 60% των ασθενών. Πρωτεϊνουρία και
αιματουρία αναφέρεται περίπου στο 50% των ασθενών. Δύσπνοια αναφέρεται στο
10-40% των ασθενών (υψηλότερη επίπτωση σε ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα).
Αλλεργικά δερματικά εξανθήματα εμφανίζονται περίπου στο 25% των ασθενών και
σχετίζονται με κνησμό στο 10% των ασθενών.
Η συχνότητα και η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών επηρεάζονται από τη
δοσολογία, το ρυθμό έγχυσης και τα διαστήματα μεταξύ των δόσεων (βλ.
παράγραφο 4.4). Δοσο-περιοριστικές ανεπιθύμητες ενέργειες στον αριθμό των
αιμοπεταλίων, των λευκοκυττάρων και των κοκκιοκυττάρων (βλ. παράγραφο 4.2).
Δεδομένα κλινικών μελετών
Οι συχνότητες ορίζονται ως ακολούθως: Πολύ συνήθεις (≥1/10), Συνήθεις (≥1/100
έως <1/10), Ασυνήθεις (≥1/1000 έως <1/100), Σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1000),
και Πολύ σπάνιες (<1/10,000).
Ο ακόλουθος πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών και συχνοτήτων βασίζεται σε
δεδομένα από κλινικές μελέτες. Σε κάθε κατηγορία συχνοτήτων, οι ανεπιθύμητες
ενέργειες παρουσιάζονται σε σειρά μειούμενης σοβαρότητας.
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Κατηγορία συχνοτήτων
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και
του λεμφικού
συστήματος
Πολύ συνήθεις
Λευκοπενία (Ουδετεροπενία Βαθμού 3 = 19,3%,
Βαθμού 4 = 6%).
Η μυελοκαταστολή είναι συνήθως ήπια έως μέτρια και
επηρεάζει κυρίως τον αριθμό των κοκκιοκυττάρων (βλ.
παράγραφο 4.2 και 4.4)
Θρομβοκυτταροπενία
Αναιμία
10
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Κατηγορία συχνοτήτων
Συνήθεις
Εμπύρετος ουδετεροπενία
Πολύ σπάνιες
Θρομβοκυττάρωση
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Πολύ σπάνιες
Αναφυλακτοειδής αντίδραση
Διαταραχές του
μεταβολισμού και
της θρέψης
Συνήθεις
Ανορεξία
Διαταραχές
νευρικού
συστήματος
Συνήθεις
Κεφαλαλγία
Αϋπνία
Υπνηλία
Ασυνήθεις
Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο
Πολύ σπάνιες
Σύνδρομο της οπίσθιας αναστρέψιμης
εγκεφαλοπάθειας
Καρδιακές
διαταραχές
Ασυνήθεις
Αρρυθμίες, κατά κύριο λόγο υπερκοιλιακής φύσεως
Καρδιακή ανεπάρκεια
Σπάνιες
Έμφραγμα του μυοκαρδίου
Αγγειακές
διαταραχές
Σπάνιες
Κλινικά σημεία περιφερικής αγγειίτιδας και
γάγγραινας
Υπόταση
Πολύ σπάνιες
Σύνδρομο διαφυγής τριχοειδών (βλ. παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του
θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Πολύ συνήθεις
Δύσπνοια – συνήθως ήπια και υποχωρεί γρήγορα
χωρίς θεραπεία
Συνήθεις
Βήχας
Ρινίτιδα
Ασυνήθεις
Διάμεση πνευμονοπάθεια (βλ. παράγραφο 4.4)
Βρογχόσπασμος – συνήθως ήπιος και παροδικός
αλλά μπορεί να απαιτεί παρεντερική θεραπεία
Σπάνιες
Πνευμονικό οίδημα
Σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων (βλ.
παράγραφο 4.4)
11
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Κατηγορία συχνοτήτων
Γαστρεντερικές
διαταραχές
Πολύ συνήθεις
Έμετος
Ναυτία
Συνήθεις
Διάρροια
Στοματίτιδα και στοματικό έλκος
Δυσκοιλιότητα
Πολύ σπάνιες
Ισχαιμική κολίτιδα
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Πολύ συνήθεις
Αύξηση των ηπατικών τρανσαμινασών (AST/ALT)
και της αλκαλικής φωσφατάσης
Συνήθεις
Αυξημένα επίπεδα χολερυθρίνης
Μη συχνές
Σοβαρή ηπατοτοξικότητα, συμπεριλαμβανομένων της
ηπατικής ανεπάρκειας και του θανάτου.
Σπάνιες
Υψηλά επίπεδα γ-γλουταμυλ-τρανσφεράσης (GGT)
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Πολύ συνήθεις
Αλλεργικό δερματικό εξάνθημα
συχνά σχετιζόμενο
με κνησμό
Αλωπεκία
Συνήθεις
Κνησμός
Εφίδρωση
Σπάνιες
Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις,
συμπεριλαμβανομένων της απολέπισης και των
πομφολυγωδών δερματικών εξανθημάτωνΕξέλκωση
Κύστεις και σχηματισμός ελκών
Απολέπιση
Πολύ σπάνιες
Τοξική επιδερμική νεκρόλυση
Σύνδρομο Steven-Johnson
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και
του συνδετικού
ιστού
Συνήθεις
Οσφυαλγία
Μυαλγία
Διαταραχές των
νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Πολύ Συνήθεις
Αιματουρία
Ήπια πρωτεϊνουρία
12
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Κατηγορία συχνοτήτων
Ασυνήθεις
Νεφρική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 4.4)
Αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο (βλ. παράγραφο 4.4)
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις της
οδού χορήγησης
Πολύ συνήθεις
Γριππώδη συμπτώματα - τα πιο κοινά συμπτώματα
είναι πυρετός, κεφαλαλγία, ρίγη, μυαλγία,
εξασθένηση και ανορεξία. Βήχας, ρινίτιδα,
κακουχία, εφίδρωση και δυσκολία στον ύπνο έχουν
επίσης αναφερθεί
Οίδημα/περιφερικό οίδημα συμπεριλαμβανομένου
του οιδήματος στο πρόσωπο. Το οίδημα είναι
συνήθως αναστρέψιμο μετά τη διακοπή της
θεραπείας
Συνήθεις
Πυρετός
Εξασθένηση
Ρίγη
Σπάνιες
Αντιδράσεις στο σημείο ένεσηςκυρίως ήπιας
φύσεως
Τραυματισμός,
δηλητηρίαση και
μετεγχειρητικές
επιπλοκές
Σπάνιες
Τοξικότητα ακτινοβολίας (βλ. παράγραφο 4.5).
Φαινόμενο αναμνηστικής ακτινοβολίας
Συνδυαστική χρήση στον καρκίνο του μαστού
Η συχνότητα εμφάνισης αιματολογικών τοξικοτήτων βαθμού 3 και 4, ιδιαιτέρως της
ουδετεροπενίας, αυξάνεται όταν η γεμσιταβίνη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με
την πακλιταξέλη. Ωστόσο, η αύξηση αυτών των ανεπιθύμητων αντιδράσεων δε
σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση λοιμώξεων και αιμορραγικών συμβαμάτων. Η
κόπωση και η εμπύρετος ουδετεροπενία εμφανίζονται πιο συχνά όταν η γεμσιταβίνη
χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με πακλιταξέλη. Η κόπωση, η οποία δε σχετίζεται με
αναιμία, συνήθως υποχωρεί μετά τον πρώτο κύκλο.
Ανεπιθύμητες Ενέργειες Βαθμού 3 και 4
Πακλιταξέλη έναντι του συνδυασμού Γεμσιταβίνης και Πακλιταξέλης
Αριθμός (%) Ασθενών
Σκέλος πακλιταξέλης
(Ν=259)
Σκέλος Γεμσιταβίνης
και Πακλιταξέλης
(Ν=262)
Βαθμός 3 Βαθμός 4 Βαθμός 3 Βαθμός 4
Εργαστηριακές
Αναιμία 5 (1,9) 1 (0,4) 15 (5,7) 3 (1,1)
Θρομβοκυτταροπενία
0 0 14 (5,3) 1 (0,4)
Ουδετεροπενία 11 (4,2) 17 (6,6)* 82 (31,3) 45 (17,2)*
13
Μη-εργαστηριακές
Εμπύρετος
ουδετεροπενία
3 (1,2) 0 12 (4,6) 1(0,4)
Κόπωση 3 (1,2) 1 (0,4) 15 (5,7) 2 (0,8)
Διάρροια 5 (1,9) 0 8 (3,1) 0
Κινητική
νευροπάθεια
2(0,8) 0 6(2,3) 1(0,4)
Αισθητική
νευροπάθεια
9(3,5) 0 14(5,3) 1(0,4)
*Ουδετεροπενία βαθμού 4 που διαρκεί για περισσότερες από 7 ημέρες εμφανίζεται
στο 12,6% των ασθενών στο συνδυαστικό σκέλος και στο 5,0% των ασθενών στο
σκέλος της πακλιταξέλης.
Συνδυαστική χρήση στον καρκίνο της ουροδόχου κύστης
Ανεπιθύμητες Ενέργειες Βαθμού 3 και 4
MVAC έναντι του συνδυασμού Γεμσιταβίνης και Σισπλατίνης
Αριθμός (%) Ασθενών
Σκέλος MVAC
(μεθοτρεξάτη,
βινπλαστίνη,
δοξορουβικίνη και
σισπλατίνη) (Ν=196)
Σκέλος γεμσιταβίνης
και σισπλατίνης
(Ν=200)
Βαθμός 3 Βαθμός 4 Βαθμός 3 Βαθμός 4
Εργαστηριακές
Αναιμία 30(16) 4(2) 47(24) 7(4)
Θρομβοκυτταροπενία
15(8) 25(13) 57(29) 57(29)
Μη-εργαστηριακές
Ναυτία και
έμετος
37(19) 3(2) 44(22) 0(0)
Διάρροια
15(8) 1(1) 6(3) 0(0)
Λοίμωξη
19(10) 10(5) 4(2) 1(1)
Στοματίτιδα
34(18) 8(4) 2(1) 0(0)
14
Συνδυαστική χρήση στον καρκίνο του μαστού
Ανεπιθύμητες Ενέργειες Βαθμού 3 και 4
Καρβοπλατίνη έναντι του συνδυασμού Γεμσιταβίνης και
Καρβοπλατίνης
Αριθμός (%) Ασθενών
Σκέλος καρβοπλατίνης
(n=174)
Σκέλος γεμσιταβίνης και
καρβοπλατίνης
(n=175)
Βαθμός 3 Βαθμός 4 Βαθμός 3 Βαθμός 4
Εργαστηριακές
Αναιμία
10(5,7) 4(2,3) 39(22,3) 9(5,1)
Ουδετεροπενία
19(10,9) 2(1,1) 73(41,7) 50(28,6)
Θρομβοκυτταροπενία
18(10.3) 2(1.1) 53(30.3) 8(4.6)
Λευκοπενία
11(6.3) 1(0.6) 84(48.0) 9(5.1)
Μη-εργαστηριακές
Αιμορραγία
0(0,0) 0(0,0) 3(1,8) (0,0)
Εμπύρετος
ουδετεροπενία
0(0,0) 0(0,0) 2(1,1) (0,0)
Λοίμωξη χωρίς
Ουδετεροπενία
0(0) 0(0,0) (0,0) 1(0,6)
Η αισθητική νευροπάθεια ήταν επίσης πιο συχνή στο συνδυαστικό σκέλος σε
σύγκριση με τη μονοθεραπεία καρβοπλατίνης.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Μεσογείων 284, 15562, Χολαργός, Τηλ.:
+ 30 213-2040200, Φαξ: + 30 210-6549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr ).
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο για την υπερδοσολογία της γεμσιταβίνης. Δόσεις έως
και 5700 mg/m2 έχουν χορηγηθεί μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης διάρκειας άνω των 30
λεπτών κάθε 2 εβδομάδες με κλινικά αποδεκτή τοξικότητα. Σε περίπτωση υποψίας
υπερδοσολογίας, ο ασθενής θα πρέπει να τεθεί υπό παρακολούθηση με κατάλληλα
αιμοδιαγράμματα και να λάβει υποστηρικτική θεραπεία, εάν αυτό είναι απαραίτητο.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: ανάλογα πυριμιδίνης Κωδικός ATC: L01BC05
Μηχανισμός δράσης
Κυτταρικός μεταβολισμός και μηχανισμός δράσης: Η γεμσιταβίνη (dFdC), η οποία
είναι ένας αντιμεταβολίτης πυριμιδίνης, μεταβολίζεται ενδοκυτταρικά από
νουκλεοτιδικές κινάσες σε ενεργά διφωσφορικά (dFdCDP) και τριφωσφορικά
(dFdCTP) νουκλεοτίδια. Η κυτταροτοξική επίδραση της γεμσιταβίνης οφείλεται στην
αναστολή της σύνθεσης του DNA από δύο μηχανισμούς δράσης των dFdCDP και
15
dFdCTP. Πρώτον, η dFdCDP αναστέλλει τη ριβονουκλεοτιδική αναγωγάση, η οποία
ευθύνεται αποκλειστικά για την κατάλυση των αντιδράσεων που παράγουν
τριφωσφορικά δεσοξυνουκλεοτίδια (dCTP) για τη σύνθεση του DNA. Η αναστολή
αυτού του ενζύμου από την dFdCDP μειώνει τη συγκέντρωση των
δεσοξυνουκλεοτιδίων εν γένει, και ειδικά, των dCTP. Δεύτερον, η dFdCTP
ανταγωνίζεται με το dCTP για ενσωμάτωση στο DNA (αυτο-ενίσχυση).
Παρομοίως, μία μικρή ποσότητα γεμσιταβίνης μπορεί επίσης να ενσωματωθεί στο
RNA. Συνεπώς, η μειωμένη ενδοκυτταρική συγκέντρωση του dCTP ενισχύει την
ενσωμάτωση της dFdCTP στο DNA. Η DNA πολυμεράση έψιλον δεν μπορεί να
εξαλείψει τη γεμσιταβίνη και να επιδιορθώσει τις αντιγραφόμενες έλικες του DNA.
Αφού η γεμσιταβίνη ενσωματωθεί στο DNA, ένα επιπρόσθετο νουκλεοτίδιο
προστίθεται στις αναπτυσσόμενες έλικες του DNA. Μετά από αυτή την προσθήκη
υπάρχει ουσιαστικά μία πλήρης αναστολή της περαιτέρω σύνθεσης DNA (κρυφός
τερματισμός αλυσίδων). Μετά την ενσωμάτωση στο DNA, η γεμσιταβίνη φαίνεται
ότι επάγει τη διαδικασία του προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου, γνωστού ως
απόπτωση.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Κυτταροτοξική δράση σε καλλιέργειες κυττάρων
Η γεμσιταβίνη επιδεικνύει σημαντική κυτταροτοξική δράση έναντι διαφόρων
καλλιεργειών καρκινικών κυττάρων από τρωκτικά και ανθρώπους. Η δράση της
παρουσιάζει ειδικότητα για τη φάση του κυτταρικού κύκλου, καταστρέφοντας κατά
κύριο λόγο κύτταρα που βρίσκονται στη φάση σύνθεσης του DNA (φάση S) και,
εμποδίζοντας, κάτω από ορισμένες συνθήκες, τη μετάβαση των κυττάρων από τη
φάση G1 στη φάση S του κυτταρικού κύκλου. In vitro, η κυτταροτοξική δράση της
γεμσιταβίνης εξαρτάται τόσο από τη συγκέντρωση όσο και από το χρόνο.
Αντικαρκινική δράση σε προκλινικά μοντέλα
Σε μοντέλα πειραματόζωων με καρκίνο, η αντικαρκινική δράση της γεμσιταβίνης
είναι εξαρτώμενη από το θεραπευτικό πρόγραμμα. Όταν η γεμσιταβίνη χορηγείται
ημερησίως παρατηρείται υψηλή θνησιμότητα μεταξύ των πειραματοζώων αλλά
ελάχιστη αντικαρκινική δραστικότητα. Ωστόσο, εάν η γεμσιταβίνη χορηγείται κάθε
τρίτη ή τέταρτη ημέρα, μπορεί να χορηγηθεί σε μη θανατηφόρες δόσεις με σημαντική
αντικαρκινική δραστικότητα έναντι ενός μεγάλου φάσματος καρκίνων σε
ποντικούς.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Καρκίνος ουροδόχου κύστης
Μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ 405 ασθενών με προχωρημένο ή μεταστατικό
καρκίνωμα εκ μεταβατικού επιθηλίου στο ανώτερο ουροποιητικό σύστημα δεν
κατέδειξε διαφορές μεταξύ των δύο θεραπευτικών σκελών, του συνδυασμού
γεμσιταβίνης/σισπλατίνης έναντι του συνδυασμού
μεθοτρεξάτης/βινβλαστίνης/αδριαμυκίνης/σισπλατίνης (MVAC), ως προς τη διάμεση
επιβίωση (12,8 και 14,8 μήνες, αντίστοιχα, p=0,547), τον χρόνο έως την εξέλιξη της
νόσου (7,4 και 7,6 μήνες αντίστοιχα, p=0,842) και το ποσοστό ανταπόκρισης
(49,4% και 45,7% αντίστοιχα, p=0,512). Ωστόσο, ο συνδυασμός γεμσιταβίνης και
σισπλατίνης είχε καλύτερο προφίλ τοξικότητας από ό,τι ο συνδυασμός MVAC.
Καρκίνος παγκρέατος
Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 126 ασθενείς με προχωρημένο ή
μεταστατικό καρκίνο του παγκρέατος, η γεμσιταβίνη κατέδειξε στατιστικά
σημαντικά υψηλότερο ποσοστό κλινικής ανταπόκρισης από ό,τι η 5-φθοριοουρακίλη
(23,8% και 4,8% αντίστοιχα, p=0,0022). Επίσης, παρατηρήθηκε μία στατιστικά
σημαντική παράταση του χρόνου έως την εξέλιξη της νόσου από 0,9 σε 2,3 μήνες
(έλεγχος λογαριθμικής σειράς (log rank), p<0,0002) και μία στατιστικά σημαντική
16
παράταση της διάμεσης επιβίωσης από 4,4 σε 5,7 μήνες (έλεγχος λογαριθμικής
σειράς, p<0.0024) σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με γεμσιταβίνη σε σύγκριση
με ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με 5-φθοριοουρακίλη.
Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα
Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 522 ασθενείς με μη επιδεχόμενο
χειρουργική επέμβαση, τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό NSCLC, η γεμσιταβίνη
σε συνδυασμό με σισπλατίνη κατέδειξε στατιστικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό
ανταπόκρισης σε σχέση με τη μονοθεραπεία με σισπλατίνη (31,0% και 12,0%,
αντίστοιχα, p<0,0001). Μία στατιστικά σημαντική παράταση του χρόνου έως την
εξέλιξη της νόσου από 3,7 σε 5,6 μήνες (έλεγχος λογαριθμικής σειράς, p<0,0012)
και μία στατιστικά σημαντική παράταση της διάμεσης επιβίωσης από 7,6 σε 9,1
μήνες (έλεγχος λογαριθμικής σειράς, p<0.004) παρατηρήθηκε σε ασθενείς που
λάμβαναν θεραπεία με γεμσιταβίνη/σισπλατίνη σε σύγκριση με ασθενείς που
λάμβαναν θεραπεία με σισπλατίνη.
Σε μία άλλη τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 135 ασθενείς με NSCLC σταδίου
IIIB ή IV, ένας συνδυασμός γεμσιταβίνης και σισπλατίνης κατέδειξε ένα στατιστικά
σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ανταπόκρισης σε σχέση με έναν συνδυασμό
σισπλατίνης και ετοποσίδης (40,6% και 21,2%, αντιστοίχως, p=0,025). Μία
στατιστικά σημαντική παράταση του χρόνου έως την εξέλιξη της νόσου από 4,3 σε
6,9 μήνες (p=0,014) παρατηρήθηκε σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με
γεμσιταβίνη/σισπλατίνη σε σύγκριση με ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με
ετοποσίδη/σισπλατίνη.
Και στις δύο μελέτες καταδείχθηκε ότι η ανεκτικότητα ήταν παρόμοια και στα δύο
θεραπευτικά σκέλη.
Καρκίνωμα ωοθηκών
Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ, 356 ασθενείς με προχωρημένο επιθηλιακό
καρκίνωμα των ωοθηκών που είχαν εμφανίσει υποτροπή τουλάχιστον 6 μήνες μετά
την ολοκλήρωση της θεραπείας με βάση την πλατίνη τυχαιοποιήθηκαν για να
λάβουν θεραπεία με γεμσιταβίνη και καρβοπλατίνη (GCb) ή μόνο καρβοπλατίνη
(Cb). Μία στατιστικά σημαντική παράταση του χρόνου έως την εξέλιξη της νόσου
από 5,8 σε 8,6 μήνες (έλεγχος λογαριθμικής σειράς, p=0,0038) παρατηρήθηκε στους
ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με GCb σε σύγκριση με τους ασθενείς που
λάμβαναν θεραπεία με Cb. Οι διαφορές ως προς το ποσοστό ανταπόκρισης, 47,2%
στο σκέλος του συνδυασμού GCb έναντι 30,9% στο σκέλος της Cb (p=0,0016), και
ως προς τη διάμεση επιβίωση, 18 μήνες (GCb) έναντι 17,3 μηνών (Cb) (p=0,73)
ευνοούσαν το σκέλος της θεραπείας GCb.
Καρκίνος του μαστού
Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ σε 529 ασθενείς με μη επιδεχόμενο
χειρουργική επέμβαση, τοπικά υποτροπιάζων ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού
που υποτροπίασαν μετά από επικουρική/προεγχειρητική χημειοθεραπεία, η χορήγηση
γεμσιταβίνης σε συνδυασμό με πακλιταξέλη κατέδειξε μία στατιστικά σημαντική
παράταση του χρόνου έως την τεκμηριωμένη εξέλιξη της νόσου από 3,98 σε 6,14
μήνες (έλεγχος λογαριθμικής σειράς, p=0,0002) στους ασθενείς που λάμβαναν
θεραπεία με γεμσιταβίνη/πακλιταξέλη σε σύγκριση με τους ασθενείς που λάμβαναν
θεραπεία με πακλιταξέλη. Μετά από 377 θανάτους, η συνολική επιβίωση ήταν 18,6
μήνες έναντι 15,8 μηνών (έλεγχος λογαριθμικής σειράς, p=0,0489, HR 0,82) στους
ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με γεμσιταβίνη/πακλιταξέλη σε σύγκριση με τους
ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με πακλιταξέλη και το συνολικό ποσοστό
ανταπόκρισης ήταν 41,4% και 26,2% αντίστοιχα (p= 0,0002).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
17
Η φαρμακοκινητική της γεμσιταβίνης έχει μελετηθεί σε 353 ασθενείς σε επτά
μελέτες. Οι 121 γυναίκες και 232 άνδρες ήταν ηλικίας από 29 έως 79 ετών. Από
αυτούς τους ασθενείς, περίπου 45% έπασχαν από μη μικροκυτταρικό καρκίνο του
πνεύμονα και 35% είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο του παγκρέατος. Οι ακόλουθες
φαρμακοκινητικές παράμετροι παρατηρήθηκαν για δόσεις που κυμαίνονταν από 500
έως 2.592 mg/ m
2
και χορηγήθηκαν μέσω έγχυσης εντός 0,4 έως 1,2 ωρών.
Απορρόφηση
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (παρατηρήθηκαν εντός 5 λεπτών από την
ολοκλήρωση της έγχυσης) ήταν 3,2 έως 45,5 µg/ml. Οι συγκεντρώσεις της μητρικής
ένωσης στο πλάσμα μετά από μία δόση 1.000 mg/m
2
/30 λεπτά είναι υψηλότερες από
5 µg/ml για περίπου 30 λεπτά μετά την ολοκλήρωση της έγχυσης, και υψηλότερες
από 0,4 µg/ml για μία επί πλέον ώρα.
Κατανομή
Ο όγκος κατανομής στο κεντρικό διαμέρισμα ήταν 12,4 l/ m
2
για τις γυναίκες και
17,5 l/ m
2
για τους άνδρεςδιακύμανση μεταξύ των ατόμων ήταν 91,9%). Ο όγκος
κατανομής στο περιφερικό διαμέρισμα ήταν 47,4 l/ m
2
. Ο όγκος στο περιφερικό
διαμέρισμα δεν επηρεάζεται από το φύλο του ασθενούς.
Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος θεωρήθηκε αμελητέα.
Χρόνος ημίσειας ζωής: Κυμαινόταν από 42 έως 94 λεπτά, ανάλογα με την ηλικία και
το φύλο. Για το συνιστώμενο δοσολογικό πρόγραμμα, η αποβολή της γεμσιταβίνης
θα πρέπει να ολοκληρώνεται εντός 5 έως 11 ωρών από την έναρξη της έγχυσης. Η
γεμσιταβίνη δεν συσσωρεύεται όταν χορηγείται άπαξ εβδομαδιαίως.
Βιομετασχηματισμός
Η γεμσιταβίνη μεταβολίζεται ταχέως από την απαμινάσης της
κυτιδίνης στο ήπαρ, τους νεφρούς, το αίμα και άλλους ιστούς. Ο ενδοκυτταρικός
μεταβολισμός της γεμσιταβίνης παράγει τη μονοφωσφορική, τη διφωσφορική και
την τριφωσφορική γεμσιταβίνη (dFdCMP, dFdCDP και dFdCTP) εκ των οποίων η
dFdCDP και η dFdCTP θεωρούνται δραστικές. Αυτοί οι ενδοκυττάριοι μεταβολίτες
δεν έχουν ανιχνευθεί στο πλάσμα ή στα ούρα. Ο κύριος μεταβολίτης 2'δεοξυ 2', 2'
διφθοροουριδίνη (dFdU) δεν είναι δραστικός και ανιχνεύεται στο πλάσμα και στα
ούρα.
Αποβολή
Η συστηματική κάθαρση κυμαινόταν από 29,2 l/hr/m
2
έως 92,2 /hr/m
2
ανάλογα με το φύλο και την ηλικία (η διακύμανση μεταξύ των ατόμων ήταν 52,2%).
Η κάθαρση στις γυναίκες είναι περίπου 25% χαμηλότερη από εκείνη στους άνδρες.
Αν και ταχεία, η κάθαρση τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες φαίνεται ότι
μειώνεται με την ηλικία. Για τη συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης των 1.000 mg/m
2
,
χορηγούμενης ως έγχυση διάρκειας 30 λεπτών, η χαμηλότερη κάθαρση για τις
γυναίκες και τους άνδρες δεν θα πρέπει να καθιστά απαραίτητη μία μείωση της
δόσης της γεμσιταβίνης.
Απέκκριση μέσω των ούρων: Λιγότερο από το 10% απεκκρίνεται ως αμετάβλητο
φάρμακο.
Η νεφρική κάθαρση ήταν 2 έως 7 l/hr/m
2
.
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας μετά τη χορήγηση του φαρμάκου, 92 έως 98% της
χορηγούμενης δόσης γεμσιταβίνης ανακτάται, 99% στα ούρα, κατά κύριο λόγο με τη
μορφή dFdU και 1% της δόσης απεκκρίνεται μέσω των κοπράνων.
Κινητική της dFdCTP
Αυτός ο μεταβολίτης μπορεί να ανιχνευθεί στα μονοπύρηνα κύτταρα του
περιφερικού αίματος και οι πληροφορίες που δίνονται πιο κάτω αναφέρονται σε
αυτά τα κύτταρα. Οι ενδοκυτταρικές συγκεντρώσεις αυξάνονται αναλογικά με τις
δόσεις γεμσιταβίνης των 35-350 mg/m
2
/30 λεπτά, οι οποίες παράγουν
συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης 0,4-5 µg/ml. Σε συγκεντρώσεις γεμσιταβίνης
18
στο πλάσμα άνω των 5 µg/ml, τα επίπεδα dFdCTP δεν αυξάνονται, υποδηλώνοντας
το γεγονός ότι ο σχηματισμός του μεταβολίτη σε αυτά τα κύτταρα μπορεί να
κορεσθεί.
Χρόνος ημίσειας ζωής τελικής απέκκρισης: 0,7-12 ώρες.
Κινητική της dFdU
Μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (3-15 λεπτά μετά την ολοκλήρωση της
έγχυσης διάρκειας 30 λεπτών, 1000 mg/m
2
): 28-52 µg/ml. Κατώτατη συγκέντρωση
μετά από άπαξ εβδομαδιαίως χορηγούμενη δοσολογία: 0,07-1,12 µg/ml, χωρίς
εμφανή συσσώρευση. Τριφασική καμπύλη συγκέντρωσης στο πλάσμα σε συνάρτηση
με τον χρόνο, μέσος χρόνος ημίσειας ζωής τελικής φάσης 65 ώρες (εύρος 33-84
ώρες).
Σχηματισμός της dFdU από τη μητρική ένωση: 91% -98%.
Μέσος όγκος κατανομής στο κεντρικό διαμέρισμα: 18 l/m
2
(εύρος 11-22 l/m
2
).
Μέσος όγκος κατανομής σε σταθερή κατάσταση (Vss): 150 l/m
2
(εύρος 96-228 l/m
2
).
Κατανομή στους ιστούς: Εκτεταμένη.
Μέση φαινομενική κάθαρση: 2,5 l/hr/m
2
(εύρος 1-4 l/hr/m
2
).
Απέκκριση μέσω των ούρων: Ολική.
Συνδυαστική θεραπεία γεμσιταβίνης και πακλιταξέλης
Η συνδυαστική θεραπεία δεν μετέβαλε τη φαρμακοκινητική είτε της γεμσιταβίνης
είτε της πακλιταξέλης.
Συνδυαστική θεραπεία γεμσιταβίνης και καρβοπλατίνης
Κατά τη συγχορήγηση με καρβοπλατίνη, η φαρμακοκινητική της γεμσιταβίνης δεν
μεταβλήθηκε.
Νεφρική δυσλειτουργία
Η ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (GFR από 30 ml/min έως 80 ml/min) δεν
παρουσιάζει κάποια σταθερή, σημαντική επίδραση στη φαρμακοκινητική της
γεμσιταβίνης.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε μελέτες επαναλαμβανόμενης δόσης διάρκειας έως και 6 μηνών σε ποντικούς και
σκύλους, το κύριο εύρημα ήταν η εξαρτώμενη από το δοσολογικό πρόγραμμα και τη
δοσολογία καταστολή της αιμοποίησης, η οποία ήταν αναστρέψιμη.
Η γεμσιταβίνη έχει μεταλλαξιογόνο δράση σε μία
in vitro
δοκιμασία μετάλλαξης και
σε μία
in vivo
δοκιμασία μικροπυρήνα στον μυελό των οστών. Δεν έχουν διεξαχθεί
μακροχρόνιες μελέτες σε πειραματόζωα που να αξιολογούν το ενδεχόμενο
καρκινογόνου δράσης.
Σε μελέτες γονιμότητας, η γεμσιταβίνη προκάλεσε αναστρέψιμη υποσπερματογένεση
σε αρσενικούς ποντικούς. Δεν υπάρχουν ενδείξεις επίδρασης στη γονιμότητα των
θηλυκών.
Η αξιολόγηση πειραματικών μελετών σε πειραματόζωα έχει καταδείξει
αναπαραγωγική τοξικότητα π.χ. γενετικές ανωμαλίες και άλλες επιδράσεις στην
ανάπτυξη του εμβρύου, την πορεία της κύησης ή την περιγεννητική και
μεταγεννητική ανάπτυξη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
19
Υδροχλωρικό οξύ
Ενέσιμο ύδωρ
6.2 Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να συνδυάζεται με άλλα φαρμακευτικά
προϊόντα, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
Συμπύκνωμα σε κλειστό φιαλίδιο
18 μήνες.
Μετά το πρώτο άνοιγμα
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχει καταδειχθεί για 28 ημέρες
στους 25°C.
Από μικροβιολογικής άποψης, εκτός και αν η μέθοδος ανοίγματος αποκλείει τον
κίνδυνο μικροβιακής επιμόλυνσης, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιηθεί αμέσως. Εάν
δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, χρόνοι και συνθήκες φύλαξης κατά τη χρήση αποτελούν
ευθύνη του χρήστη.
Διάλυμα προς έγχυση
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση έχει αποδειχθεί για 28 ημέρες
στους 2 ° C έως 8 ° C και 25 ° C περίπου μετά την αραίωση σε διάλυμα χλωριούχου
νατρίου 0,9% σε τελική συγκέντρωση στην περιοχή μεταξύ 2 έως 25 mg / ml (2,0 mg
/ ml, 12 mg / ml και 25 mg / ml). Τα αραιωμένα διαλύματα είναι σταθερά όταν
συσκευάζονται είτε σε PVC ή PE σάκους έγχυσης.Από μικροβιολογικής άποψης, το
διάλυμα προς έγχυση θα πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί
αμέσως, ο χρόνος και οι συνθήκες φύλαξης πριν τη χρήση αποτελούν ευθύνη του
χρήστη και δεν θα πρέπει συνήθως να υπερβαίνουν τις 24 ώρες στους 2°C έως 8°C,
εκτός εάν η αραίωση έχει πραγματοποιηθεί σε ελεγχόμενες και επικυρωμένες
άσηπτες συνθήκες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσεται σε ψυγείο (2 ° C - 8 ° C)Για τις συνθήκες φύλαξης μετά το πρώτο
άνοιγμα του φιαλιδίου και του αραιωμένου φαρμακευτικού προϊόντος , βλ.
παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Άχρωμο γυάλινο φιαλίδιο (τύπου Ι) με λαστιχένιο πώμα βρωμοβουτυλίου και
σφραγισμένο με καλύμματα αλουμινίου που φέρουν δίσκο πολυπροπυλενίου. Το
φιαλίδιο θα συσκευάζεται με ή χωρίς προστατευτικό πλαστικό περιτύλιγμα.
Μεγέθη συσκευασιών:
Φιαλίδιο 1 x 5 ml
Φιαλίδιο 1 x 25 ml
Φιαλίδιο 1 x 50 ml
Μπορεί να μην κυκλοφορούν στο εμπόριο όλα τα μεγέθη συσκευασίας.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
20
Χειρισμός
Οι συνήθεις προφυλάξεις για την ασφάλεια των κυτταροστατικών παραγόντων θα
πρέπει να τηρούνται κατά την προετοιμασία και την αποκομιδή του διαλύματος
προς έγχυση. Τα μέλη του προσωπικού που είναι έγκυοι δεν θα πρέπει να
χειρίζονται το προϊόν. Ο χειρισμός του διαλύματος προς έγχυση θα πρέπει να
πραγματοποιείται σε ειδικό χώρο και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται προστατευτικά
ρούχα και γάντια. Εάν δεν υπάρχει διαθέσιμος τέτοιος ειδικός χώρος, ο εξοπλισμός
θα πρέπει να συμπληρώνεται με μάσκα και προστατευτικά γυαλιά. Εάν το σκεύασμα
έρθει σε επαφή με τα μάτια, αυτό μπορεί να προκαλέσει σοβαρό ερεθισμό. Τα μάτια
θα πρέπει να ξεπλυθούν αμέσως και επιμελώς με νερό. Εάν υπάρχει συνεχιζόμενη
ενόχληση, θα πρέπει να ζητηθεί η συμβουλή γιατρού. Εάν το διάλυμα έρθει σε επαφή
με το δέρμα, ξεπλύνετε επιμελώς με νερό.
Οδηγίες για αραίωση
Ο μόνος εγκεκριμένος διαλύτης για την αραίωση του Gemcitabine/Actavis
συμπυκνώματος για την παρασκευή διαλύματος προς έγχυση είναι το ενέσιμο
διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%) (χωρίς συντηρητικά).
- Χρησιμοποιείτε άσηπτη τεχνική κατά τη διάρκεια της αραίωσης της
γεμσιταβίνης για χορήγηση με ενδοφλέβια έγχυση.
- Το αραιωθέν διάλυμα είναι ένα διαυγές, άχρωμο ή ωχροκίτρινο διάλυμα.
- Τα παρεντερικά φαρμακευτικά προϊόντα θα πρέπει να ελέγχονται οπτικά
για την ύπαρξη σωματιδίων και αποχρωματισμό πριν τη χορήγηση. Εάν
παρατηρηθούν σωματίδια δεν θα πρέπει να πραγματοποιείται η χορήγηση.
- Κάθε μη χρησιμοποιημένο υλικό ή απόβλητο θα πρέπει να απορρίπτεται
σύμφωνα με τις τοπικές προδιαγραφές.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Actavis Group PTC ehf.
Reykjavíkurvegur 76 78,
220 Hafnarfjörður,
Ισλανδία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
<[Πρέπει να συμπληρωθεί καταλλήλως, ανάλογα με τη χώρα]>
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
<{ΗΗ/MM/ΕΕΕΕ}> <{ΗΗ μήνας ΕΕΕΕ}>
<[Πρέπει να συμπληρωθεί καταλλήλως, ανάλογα με τη χώρα]>
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
<{MM/ΕΕΕΕ}>
<[Πρέπει να συμπληρωθεί καταλλήλως, ανάλογα με τη χώρα]>
21
<Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτό το φάρμακο μπορείτε να βρείτε στον
δικτυακό τόπο της {ονομασία MA/Υπηρεσίας}>
22
23