ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Gemcitabine/Actavis 38 mg/ml κόνις για διάλυμα προς έγχυση
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
1 ml του ανασυσταθέντος διαλύματος προς έγχυση (βλ. παράγραφο 6.6) περιέχει 38
mg γεμσιταβίνης (με τη μορφή υδροχλωρικής γεμσιταβίνης).
200
mg
φιαλίδιο:
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 200 mg γεμσιταβίνης (με τη μορφή υδροχλωρικής
γεμσιταβίνης)
Περιέχει περίπου 0,15 mmol (3,56 mg) νατρίου ανά φιαλίδιο των 200 mg.
1
g
φιαλίδιο:
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 1g γεμσιταβίνης (με τη μορφή υδροχλωρικής γεμσιταβίνης)
Περιέχει περίπου 0,77 mmol (17,81 mg) νατρίου ανά φιαλίδιο των 1g.
2
g
φιαλίδιο:
Κάθε φιαλίδιο περιέχει 2g γεμσιταβίνης (με τη μορφή υδροχλωρικής γεμσιταβίνης)
Περιέχει περίπου 1.54 mmol (35.62 mg) νατρίου ανά φιαλίδιο των 2g.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για διάλυμα προς έγχυση.
Λευκό ή σχεδόν λευκό συμπύκνωμα. Μετά την ανσασύσταση σε χλωριούχο νάτριο
0,9%, το διάλυμα είναι διαυγές έως ελαφρώς γαλακτώδες και άχρωμο έως ανοιχτό
κίτρινο.
Το pH του ανασυσταθέντος διαλύματος σε διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0,9% είναι
3,0 ± 0,3.
Η ωσμωμοριακότητα του ανασυσταθέντος διαλύματος (38 mg/ml γεμσιταβίνης (με τη
μορφή υδροχλωρικής γεμσιταβίνης) σε διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0,9%) είναι 775
mOsm/l.
4. ΚΛΙΝΙΚΆ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΆ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία του τοπικώς προχωρημένου ή
μεταστατικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης σε συνδυασμό με σισπλατίνη.
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με τοπικώς προχωρημένο ή
μεταστατικό αδενοκαρκίνωμα του παγκρέατος.
2
Η γεμσιταβίνη, σε συνδυασμό με σισπλατίνη, ενδείκνυται για τη θεραπεία πρώτης
γραμμής ασθενών με τοπικώς προχωρημένο ή μεταστατικό μη μικροκυτταρικό
καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC). Το ενδεχόμενο μονοθεραπείας με γεμσιταβίνη μπορεί
να εξεταστεί σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε εκείνους με κατάσταση απόδοσης 2.
Η γεμσιταβίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με τοπικώς προχωρημένο ή
μεταστατικό επιθηλιακό καρκίνωμα των ωοθηκών, σε συνδυασμό με καρβοπλατίνη
σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα νόσο μετά από ένα διάστημα ελεύθερο υποτροπών
τουλάχιστον 6 μηνών μετά από θεραπεία πρώτης γραμμής με βάση τις πλατίνες.
Η γεμσιταβίνη σε συνδυασμό με πακλιταξέλη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών
με ανεγχείρητο, τοπικώς υποτροπιάζοντα ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού, οι
οποίοι έχουν εμφανίσει υποτροπή μετά από επικουρική/νεοεπικουρική
χημειοθεραπεία. Το προηγούμενο σχήμα χημειοθεραπείας θα έπρεπε να είχε
συμπεριλάβει μία ανθρακυκλίνη, εκτός εάν αντενδείκνυτο κλινικώς.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η γεμσιταβίνη θα πρέπει να συνταγογραφείται μόνο από έναν γιατρό με πείρα στη
χρήση αντικαρκινικής χημειοθεραπείας.
Δοσολογία
Καρκίνος της ουροδόχου κύστης
Συνδυαστική χρήση
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1000 mg/m
2
, χορηγούμενη μέσω έγχυσης
διάρκειας 30 λεπτών. Η δόση θα πρέπει να χορηγείται κατά τις Ημέρες 1, 8 και 15
κάθε κύκλου διάρκειας 28 ημερών σε συνδυασμό με σισπλατίνη. Η σισπλατίνη
χορηγείται σε μία συνιστώμενη δόση 70 mg/m
2
κατά την Ημέρα 1 μετά τη γεμσιταβίνη
ή κατά την Ημέρα 2 κάθε κύκλου 28 ημερών. Αυτός ο κύκλος διάρκειας 4 εβδομάδων
στη συνέχεια επαναλαμβάνεται. Μείωση της δοσολογίας σε κάθε κύκλο ή κατά τη
διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να γίνει ανάλογα με τον βαθμό τοξικότητας που
παρουσιάζεται σε κάθε ασθενή.
Καρκίνος του παγκρέατος
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1000 mg/m
2
, χορηγούμενη μέσω ενδοφλέβιας
έγχυσης διάρκειας 30 λεπτών. Η δόση αυτή θα πρέπει να επαναλαμβάνεται άπαξ
εβδομαδιαίως για έως και 7 εβδομάδες, ακολουθούμενη από μία εβδομάδα διακοπής.
Οι επακόλουθοι κύκλοι θα αποτελούνται από ενέσεις χορηγούμενες άπαξ
εβδομαδιαίως για 3 διαδοχικές εβδομάδες, κάθε 4 εβδομάδες. Μείωση της
δοσολογίας σε κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να γίνει ανάλογα
με τον βαθμό τοξικότητας που παρουσιάζεται σε κάθε ασθενή.
Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα
Μονοθεραπεία
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1000 mg/m
2
, χορηγούμενη μέσω ενδοφλέβιας
έγχυσης διάρκειας 30 λεπτών. Αυτή θα πρέπει να επαναλαμβάνεται άπαξ
εβδομαδιαίως για 3 εβδομάδες, ακολουθούμενη από μία περίοδο διακοπής διάρκειας
1 εβδομάδας. Αυτός ο κύκλος διάρκειας 4 εβδομάδων στη συνέχεια
επαναλαμβάνεται. Μείωση της δοσολογίας σε κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου μπορεί να γίνει ανάλογα με τον βαθμό τοξικότητας που παρουσιάζεται σε
κάθε ασθενή.
Συνδυαστική χρήση
Η συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης είναι 1250 mg/m
2
εμβαδού επιφάνειας σώματος
χορηγούμενη ως μία ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30 λεπτών κατά την Ημέρα 1 και
3
8 του θεραπευτικού κύκλου (21 ημέρες). Μείωση της δοσολογίας σε κάθε κύκλο ή
κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να γίνει ανάλογα με τον βαθμό τοξικότητας
που παρουσιάζεται σε κάθε ασθενή.
Η σισπλατίνη έχει χρησιμοποιηθεί σε δόσεις μεταξύ 75-100 mg/m
2
μία φορά κάθε 3
εβδομάδες.
Καρκίνος του μαστού
Συνδυαστική χρήση
Η χρήση γεμσιταβίνης σε συνδυασμό με πακλιταξέλη συνιστάται να γίνεται με τη
χορήγηση πακλιταξέλης (175 mg/m
2
) κατά την Ημέρα 1 με τη μορφή ενδοφλέβιας
έγχυσης σε διάστημα περίπου 3 ωρών, ακολουθούμενη από τη χορήγηση
γεμσιταβίνης (1250 mg/m
2
) με τη μορφή ενδοφλέβιας έγχυσης σε διάστημα 30 λεπτών
κατά τις Ημέρες 1 και 8 κάθε κύκλου 21 ημερών. Μείωση της δοσολογίας σε κάθε
κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να γίνει ανάλογα με τον βαθμό
τοξικότητας που παρουσιάζεται σε κάθε ασθενή. Οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν
έναν απόλυτο αριθμό κοκκιοκυττάρων τουλάχιστον 1.500 (x 10
6
/l) πριν την έναρξη
του συνδυασμού γεμσιταβίνης και πακλιταξέλης.
Καρκίνος των ωοθηκών
Συνδυαστική χρήση
Η χρήση γεμσιταβίνης σε συνδυασμό με καρβοπλατίνη συνιστάται να γίνεται με
χορήγηση γεμσιταβίνης 1000 mg/m
2
κατά τις Ημέρες 1 και 8 κάθε κύκλου 21 ημερών,
με τη μορφή ενδοφλέβιας έγχυσης σε διάστημα 30 λεπτών. Μετά τη γεμσιταβίνη, η
καρβοπλατίνη θα χορηγείται κατά την Ημέρα 1 σύμφωνα με μία στοχευόμενη τιμή
AUC 4,0 mg/mlmin. Μείωση της δοσολογίας σε κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου μπορεί να γίνει ανάλογα με τον βαθμό τοξικότητας που παρουσιάζεται σε
κάθε ασθενή.
Παρακολούθηση για εμφάνιση τοξικότητας και τροποποίηση της δόσης λόγω
τοξικότητας
Τροποποίηση της δόσης λόγω μη αιματολογικής τοξικότητας
Περιοδική φυσική εξέταση και έλεγχοι της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας θα
πρέπει να πραγματοποιούνται για την ανίχνευση μη αιματολογικής τοξικότητας.
Μείωση της δοσολογίας σε κάθε κύκλο ή κατά τη διάρκεια ενός κύκλου μπορεί να
γίνει ανάλογα με τον βαθμό τοξικότητας που παρουσιάζεται σε κάθε ασθενή. Εν
γένει, για σοβαρή (Βαθμού 3 ή 4) μη αιματολογική τοξικότητα, εκτός της ναυτίας και
του εμέτου, η θεραπεία με γεμσιταβίνη θα πρέπει να αναστέλλεται ή να μειώνεται
σύμφωνα με την κρίση του θεράποντος ιατρού. Η χορήγηση των δόσεων θα πρέπει να
αναστέλλεται έως ότου η τοξικότητα θα έχει υποχωρήσει κατά τη γνώμη του
γιατρού.
Για ρύθμιση της δοσολογίας της σισπλατίνης, της καρβοπλατίνης και της
πακλιταξέλης σε συνδυαστική θεραπεία, ανατρέξτε στην αντίστοιχη Περίληψη των
Χαρακτηριστικών του Προϊόντος.
Τροποποίηση της δόσης λόγω αιματολογικής τοξικότητας
Έναρξη ενός κύκλου
Για όλες τις ενδείξεις, ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται πριν από τη
χορήγηση κάθε δόσης ως προς τον αριθμό των αιμοπεταλίων και των
κοκκιοκυττάρων. Οι ασθενείς θα πρέπει να έχουν απόλυτο αριθμό κοκκιοκυττάρων
τουλάχιστον 1.500 (x 10
6
/l) και αριθμό αιμοπεταλίων 100.000 (x 10
6
/l) πριν την
έναρξη ενός κύκλου θεραπείας.
4
Κατά τη διάρκεια ενός κύκλου
Οι τροποποιήσεις της δόσης της γεμσιταβίνης κατά τη διάρκεια ενός κύκλου θα
πρέπει να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες:
Τροποποίηση της δόσης της γεμσιταβίνης κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου θεραπείας για καρκίνο της ουροδόχου κύστης, NSCLC και
καρκίνο του παγκρέατος, χορηγούμενης ως μονοθεραπεία ή σε
συνδυασμό με σισπλατίνη
Απόλυτος αριθμός
κοκκιοκυττάρων
(x 10
6
/l)
Αριθμός
αιμοπεταλίων
(x 10
6
/l)
Ποσοστό συνήθους
δόσης
γεμσιταβίνης (%)
> 1.000 και > 100.000 100
500-1.000 ή 50.000-100.000 75
<500 ή < 50.000 Παράλειψη της
δόσης *
* Η θεραπεία που έχει παραλειφθεί δεν θα χορηγείται εκ νέου κατά τη διάρκεια
ενός κύκλου πριν ο απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων είναι τουλάχιστον 500
(x10
6
/l) και ο αριθμός αιμοπεταλίων είναι 50.000 (x10
6
/l).
Τροποποίηση της δόσης της γεμσιταβίνης κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου θεραπείας για καρκίνο του μαστού, χορηγούμενης σε
συνδυασμό με πακλιταξέλη
Απόλυτος αριθμός
κοκκιοκυττάρων
(x 10
6
/l)
Αριθμός
αιμοπεταλίων
(x 10
6
/l)
Ποσοστό συνήθους
δόσης
γεμσιταβίνης (%)
1.200 και >75.000 100
1.000- <1.200 ή 50.000-75.000 75
700- <1.000 και 50.000 50
<700 ή <50.000 Παράλειψη της
δόσης *
*Η θεραπεία που έχει παραλειφθεί δεν θα χορηγείται εκ νέου κατά τη διάρκεια
ενός κύκλου. Η θεραπεία θα ξεκινήσει κατά την ημέρα 1 του επόμενου κύκλου
όταν ο απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων είναι τουλάχιστον 1.500 (x10
6
/l) και ο
αριθμός αιμοπεταλίων είναι 100.000 (x10
6
/l).
Τροποποίηση της δόσης της γεμσιταβίνης κατά τη διάρκεια ενός
κύκλου θεραπείας για καρκίνο των ωοθηκών, χορηγούμενης σε
συνδυασμό με καρβοπλατίνη
Απόλυτος αριθμός
κοκκιοκυττάρων
(x 10
6
/l)
Αριθμός
αιμοπεταλίων
(x 10
6
/l)
Ποσοστό συνήθους
δόσης
γεμσιταβίνης (%)
> 1.500 και 100.000 100
1000-1.500 ή 75.000-100.000 50
<1000 ή < 75.000 Παράλειψη της
δόσης *
*Η θεραπεία που έχει παραλειφθεί δεν θα χορηγείται εκ νέου κατά τη διάρκεια
ενός κύκλου. Η θεραπεία θα ξεκινήσει κατά την ημέρα 1 του επόμενου κύκλου
όταν ο απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων είναι τουλάχιστον 1.500 (x10
6
/l) και ο
αριθμός αιμοπεταλίων είναι 100.000 (x10
6
/l).
5
Τροποποιήσεις της δόσης λόγω αιματολογικής τοξικότητας σε επακόλουθους
κύκλους, για όλες τις ενδείξεις
Η δόση της γεμσιταβίνης θα πρέπει να μειώνεται στο 75% της δόσης έναρξης του
αρχικού κύκλου, στην περίπτωση εμφάνισης των ακόλουθων αιματολογικών
τοξικοτήτων:
Απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων < 500 x 10
6
/l για περισσότερες από 5
ημέρες
Απόλυτος αριθμός κοκκιοκυττάρων < 100 x 10
6
/l για περισσότερες από 3
ημέρες
Εμπύρετος ουδετεροπενία
Αριθμός αιμοπεταλίων 25.000 x 10
6
/L
Καθυστέρηση του κύκλου για περισσότερο από 1 εβδομάδα λόγω τοξικότητας
Μέθοδος χορήγησης
Το φαρμακευτικό προϊόν είναι καλά ανεκτό κατά τη διάρκεια της έγχυσης και μπορεί
να χορηγηθεί σε περιπατητικούς ασθενείς. Εάν εμφανιστεί εξαγγείωση, εν γένει η
έγχυση θα πρέπει να διακόπτεται αμέσως και να ξεκινά και πάλι σε ένα άλλο
αιμοφόρο αγγείο. Ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά μετά τη
χορήγηση.
Για οδηγίες σχετικά με την επανασύσταση, βλ. παράγραφο 6.6.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με νεφρική ή ηπατική βλάβη
Η γεμσιταβίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ή
νεφρική ανεπάρκεια καθώς υπάρχουν ανεπαρκείς πληροφορίες από κλινικές μελέτες
που επιτρέπουν σαφείς δοσολογικές συστάσεις για εκείνους τους πληθυσμούς
ασθενών (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2).
Πληθυσμός ηλικιωμένων ασθενών (ηλικίας > 65 ετών)
Η γεμσιταβίνη ήταν καλά ανεκτή σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών. Δεν
υπάρχουν ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι ρυθμίσεις της δοσολογίας, εκτός από
εκείνες που συνιστώνται για όλους τους ασθενείς και έχουν ήδη περιγραφεί, είναι
απαραίτητες για τους ηλικιωμένους ασθενείς (βλ. παράγραφο 5.2).
Πληθυσμός παιδιατρικών ασθενών (ηλικίας < 18 ετών)
Η γεμσιταβίνη δεν συνιστάται για χρήση σε παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών λόγω
ανεπαρκών δεδομένων ασφαλείας και αποτελεσματικότητας.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα αναφέρονται
στη παράγραφο 6.1.
Γαλουχία (βλ. παράγραφο 4.6).
4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη
χρήση
Η παράταση του χρόνου έγχυσης και η αυξημένη δοσολογική συχνότητα έχει
καταδειχθεί ότι αυξάνουν την τοξικότητα.
6
Αιματολογική τοξικότητα
Η γεμσιταβίνη μπορεί να καταστείλει τη λειτουργία του μυελού των οστών και
εκδηλώνεται με λευκοπενία, θρομβοκυτταροπενία και αναιμία.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν γεμσιταβίνη θα πρέπει να παρακολουθούνται πριν από
κάθε δόση ως προς τα επίπεδα αιμοπεταλίων, λευκοκυττάρων και κοκκιοκυττάρων.
Το ενδεχόμενο αναβολής ή τροποποίησης της θεραπείας θα πρέπει να εξετάζεται
όταν ανιχνεύεται φαρμακοεπαγόμενη καταστολή του μυελού των οστών (βλ.
παράγραφο 4.2). Ωστόσο, η μυελοκαταστολή είναι μικρής διάρκειας και συνήθως δεν
οδηγεί σε μείωση της δόσης και σπάνια σε διακοπή του φαρμάκου.
Οι αριθμοί των κυττάρων στο περιφερικό αίμα μπορεί να συνεχίσουν να
επιδεινώνονται μετά τη διακοπή της χορήγησης της γεμσιταβίνης. Σε ασθενείς με
πλημμελή λειτουργία του μυελού των οστών, η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά με
προσοχή. Όπως και με άλλες θεραπείες με κυτταροτοξικούς παράγοντες, ο κίνδυνος
αθροιστικής καταστολής του μυελού των οστών πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν όταν
η θεραπεία με γεμσιταβίνη χορηγείται μαζί με άλλη χημειοθεραπεία.
Ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια
Η χορήγηση της γεμσιταβίνης σε ασθενείς με συνυπάρχουσες μεταστάσεις στο ήπαρ
ή προϋπάρχον ιατρικό ιστορικό ηπατίτιδας, αλκοολισμού ή κίρρωσης του ήπατος,
μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της υποκείμενης ηπατικής ανεπάρκειας.
Εργαστηριακή αξιολόγηση της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας
(συμπεριλαμβανομένων ιολογικών εξετάσεων) θα πρέπει να πραγματοποιείται ανά
περιοδικά χρονικά διαστήματα.
Η γεμσιταβίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ή
νεφρική ανεπάρκεια καθώς δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες από κλινικές
μελέτες που να επιτρέπουν σαφείς δοσολογικές συστάσεις για αυτόν τον πληθυσμό
ασθενών (βλ. παράγραφο 4.2).
Συγχορηγούμενη ακτινοθεραπεία
Συγχορηγούμενη ακτινοθεραπεία (χορηγούμενη ταυτόχρονα ή με διαφορά 7
ημερών): Έχει αναφερθεί τοξικότητα (βλ. παράγραφο 4.5 για λεπτομέρειες και
συστάσεις για χρήση).
Εμβόλια από ζώντες ιούς
Τα εμβόλια για τον κίτρινο πυρετό και άλλα εμβόλια από ζώντες εξασθενημένους
ιούς δεν συνιστώνται σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με γεμσιταβίνη (βλ.
παράγραφο 4.5).
Το σύνδρομο της οπίσθιας αναστρέψιμης εγκεφαλοπάθειας
Εκθέσεις της οπίσθιας αναστρέψιμης εγκεφαλοπάθειας συνδρόμου (PRES), με
δυνητικά σοβαρές συνέπειες έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που λάμβαναν
γεμσιταβίνη ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλους χημειοθεραπευτικούς
παράγοντες. Οξεία υπέρταση και δραστικότητα επιληπτικών κρίσεων αναφέρθηκαν
στους περισσότερους ασθενείς σε θεραπεία με γεμσιταβίνη που βιώνουν PRES, αλλά
και άλλα συμπτώματα, όπως κεφαλαλγία, λήθαργο, σύγχυση και τύφλωση θα
μπορούσε επίσης να είναι παρόν. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται βέλτιστα από
απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI). Το PRES ήταν συνήθως αναστρέψιμο με
τα κατάλληλα υποστηρικτικά μέτρα. Η γεμσιταβίνη πρέπει να διακοπεί οριστικά και
υποστηρικτικά μέτρα να εφαρμόζονται, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της
αρτηριακής πίεσης και της θεραπείας αντι-κατάσχεσης, αν το PRES αναπτύσσεται
κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
7
Καρδιαγγειακά
Λόγω του κινδύνου εμφάνισης καρδιακών ή/και αγγειακών διαταραχών με τη
γεμσιταβίνη, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δίνεται με ασθενείς που εμφανίζουν
ιστορικό καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Σύνδρομο διαφυγής τριχοειδών
Το σύνδρομο διαφυγής τριχοειδών έχει αναφερθεί σε ασθενείς που λάμβαναν
γεμσιταβίνη ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλους χημειοθεραπευτικούς
παράγοντες (βλέπε παράγραφο 4.8). Η κατάσταση είναι συνήθως θεραπεύσιμη, αν
αναγνωριστεί νωρίς και αντιμετωπίστεί κατάλληλα, αλλά έχουν αναφερθεί
θανατηφόρα κρούσματα. Το σύνδρομο περιλαμβάνει συστηματική τριχοειδή
υπερπερατότητα κατά την οποία υγρά και πρωτεϊνες από το ενδαγγειακό χώρο
διαρρέουν στο διάμεσο χώρο. Τα κλινικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν
γενικευμένο οίδημα, αύξηση του σωματικού βάρους, υπολευκωματιναιμία, σοβαρή
υπόταση, οξεία νεφρική ανεπάρκεια και πνευμονικό οίδημα. Η γεμσιταβίνη πρέπει να
διακοπεί και υποστηρικτικά να λυφθούν, εάν το σύνδρομο διαφυγής τριχοειδών
αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Σύνδρομο διαρροής τριχοειδών
μπορεί να συμβεί σε μεταγενέστερους κύκλους και έχει συσχετισθεί στη
βιβλιογραφία με σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων.
Αναπνευστικά
Πνευμονικές επιδράσεις, ορισμένες φορές σοβαρές (όπως πνευμονικό οίδημα,
διάμεση πνευμονίτιδα ή σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων (ARDS)),
έχουν αναφερθεί σε σχέση με τη θεραπεία με γεμσιταβίνη. Εάν αναπτυχθούν τέτοιες
επιδράσεις, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διακοπής της θεραπείας με
γεμσιταβίνη. Η πρώιμη χρήση μέτρων υποστηρικτικής φροντίδας μπορεί να βοηθήσει
στη βελτίωση της κατάστασης.
Νεφρικά
Αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο
Σπάνια αναφέρθηκαν κλινικά ευρήματα που να συμφωνούσαν με το αιμολυτικό
ουραιμικό σύνδρομο (HUS) (στοιχεία που προέκυψαν μετά την κυκλοφορία του
φαρμάκου) σε ασθενείς που λάμβαναν γεμσιταβίνη (βλ. παράγραφο 4.8). Το
αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο είναι μία δυνητικά θανατηφόρα διαταραχή. Η
γεμσιταβίνη θα πρέπει να διακόπτεται με τα πρώτα σημεία οποιωνδήποτε ενδείξεων
μικροαγγειοπαθητικής αιμολυτικής αναιμίας, όπως η ταχεία μείωση των επιπέδων
αιμοσφαιρίνης μαζί με ταυτόχρονη εμφάνιση θρομβοκυτταροπενίας, αύξηση των
επιπέδων χολερυθρίνης στον ορό, των επιπέδων κρεατινίνης στον ορό, του αζώτου
ουρίας αίματος ή της LDH. Η νεφρική ανεπάρκεια ενδέχεται να μην είναι
αναστρέψιμη με τη διακοπή της θεραπείας και ενδέχεται να απαιτείται
αιμοκάθαρση.
Γονιμότητα
Σε μελέτες γονιμότητας, η γεμσιταβίνη προκάλεσε υποσπερματογένεση σε αρσενικά
ποντίκια (βλ. παράγραφο 5.3). Συνεπώς, οι άνδρες που λαμβάνουν θεραπεία με
γεμσιταβίνη συμβουλεύονται να μην αποκτήσουν παιδί κατά τη διάρκεια της
θεραπείας και έως και 6 μήνες μετά τη θεραπεία και να αναζητήσουν περαιτέρω
συμβουλές σχετικά με την κρυοσυντήρηση του σπέρματος πριν τη θεραπεία λόγω της
πιθανότητας πρόκλησης στειρότητας λόγω της θεραπείας με τη γεμσιταβίνη (βλ.
παράγραφο 4.6).
Νάτριο
To φιαλίδιο 200 mg γεμσιταβίνης περιέχει 3,56 mg (<1 mmol) νάτριο.
To φιαλίδιο 1g γεμσιταβίνης περιέχει 17,81 mg (<1 mmol) νάτριο.
8
To φιαλίδιο 2g γεμσιταβίνης περιέχει 35.62 mg (1.54 mmol) νάτριο.
Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν από ασθενείς που ακολουθούν διατροφή
ελεγχόμενου νατρίου.
4.5 Αλληλεπίδραση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία ειδική μελέτη αλληλεπιδράσεων (βλ. παράγραφο
5.2).
Ακτινοθεραπεία
Συγχορηγούμενη (χορηγούμενη ταυτόχρονα ή με διαφορά 7 ημερών) – Η τοξικότητα
που σχετίζεται με αυτή την πολυδιάστατη θεραπεία εξαρτάται από πολλούς
διαφορετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της δόσης της γεμσιταβίνης, της
συχνότητας χορήγησης της γεμσιταβίνης, της δόσης της ακτινοβολίας, της τεχνικής
σχεδιασμού της ακτινοθεραπείας, του στοχευόμενου ιστού και του στοχευόμενου
όγκου. Προκλινικές και κλινικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η γεμσιταβίνη έχει
ακτινοευαισθητοποιό δραστηριότητα. Σε μία μόνο μελέτη, όπου χορηγήθηκε
γεμσιταβίνη σε δόση των 1.000 mg/m
2
για έως και 6 διαδοχικές εβδομάδες μαζί με
θεραπευτική ακτινοβολία θώρακος σε ασθενείς με μη μικροκυτταρικό καρκίνο του
πνεύμονα, παρατηρήθηκε σημαντική τοξικότητα με τη μορφή σοβαρής και δυνητικά
απειλητικής για τη ζωή βλεννογονίτιδας, ιδιαίτερα οισοφαγίτιδας, και
πνευμονίτιδας, ιδιαίτερα σε ασθενείς που λάμβαναν μεγάλες ποσότητες
ακτινοθεραπείας [διάμεσος όγκος θεραπείας 4.795 cm
3
]. Μελέτες που
πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια υποδηλώνουν ότι είναι εφικτή η χορήγηση
γεμσιταβίνης σε χαμηλότερες δόσεις μαζί με ακτινοθεραπεία με προβλεπόμενη
τοξικότητα, όπως μία μελέτη φάσης ΙΙ στον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του
πνεύμονα, όπου δόσεις ακτινοβολίας θώρακος 66 Gy εφαρμόστηκαν ταυτόχρονα με
χορήγηση γεμσιταβίνης (600 mg/m
2
, τέσσερις φορές) και σισπλατίνης (80 mg/m
2
,
δύο
φορές) κατά τη διάρκεια 6 εβδομάδων. Το βέλτιστο σχήμα για ασφαλή χορήγηση της
γεμσιταβίνης μαζί με θεραπευτικές δόσεις ακτινοβολίας δεν έχει ακόμη
προσδιοριστεί σε όλους τους τύπους όγκων.
Μη συγχορηγούμενη (χορηγούμενη με διαφορά >7 ημερών) – Η ανάλυση των
δεδομένων δεν υποδεικνύει καμία ενισχυμένη τοξικότητα όταν η γεμσιταβίνη
χορηγείται περισσότερο από 7 ημέρες πριν ή μετά την ακτινοθεραπεία, εκτός από
ανάκληση ακτινοβολίας. Τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η γεμσιταβίνη μπορεί να
ξεκινήσει να χορηγείται μετά την υποχώρηση των οξέων επιδράσεων της
ακτινοθεραπείας ή τουλάχιστον μία εβδομάδα μετά την ακτινοθεραπεία.
Πρόκληση βλαβών από την ακτινοβολία έχει αναφερθεί σε στοχευόμενους ιστούς
(π.χ. οισοφαγίτιδα, κολίτιδα και πνευμονίτιδα) σε σχέση τόσο με την παράλληλη όσο
και με τη μη παράλληλη χορήγηση γεμσιταβίνης.
Άλλες αλληλεπιδράσεις
Τα εμβόλια για τον κίτρινο πυρετό και άλλα ζώντα εξασθενημένα εμβόλια δεν
συνιστώνται λόγω του κινδύνου συστηματικής, ενδεχομένως θανατηφόρας, νόσου,
ειδικά σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα από τη χρήση της γεμσιταβίνης σε εγκύους γυναίκες.
Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν καταδείξει αναπαραγωγική τοξικότητα (βλ.
παράγραφο 5.3). Βάσει των αποτελεσμάτων από μελέτες σε πειραματόζωα και του
μηχανισμού δράσης της γεμσιταβίνης, αυτή η ουσία δεν θα πρέπει να
9
χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης εκτός εάν είναι ξεκάθαρα απαραίτητο.
Οι γυναίκες θα πρέπει να καθοδηγούνται να μη μείνουν έγκυοι κατά τη διάρκεια της
θεραπείας με τη γεμσιταβίνη και να ενημερώσουν αμέσως τον θεράποντα ιατρό τους
εάν συμβεί παρ’ όλα αυτά κάτι τέτοιο.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό κατά πόσον η γεμσιταβίνη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα και
δεν μπορεί να αποκλειστεί η εμφάνιση ανεπιθύμητων επιδράσεων στο βρέφος που
θηλάζει. Η γαλουχία θα πρέπει να διακόπτεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με τη
γεμσιταβίνη.
Γονιμότητα
Σε μελέτες γονιμότητας, η γεμσιταβίνη προκάλεσε υποσπερματογένεση σε αρσενικά
ποντίκια (βλ. ενότητα 5.3). Συνεπώς, οι άνδρες που λαμβάνουν θεραπεία με
γεμσιταβίνη θα καθοδηγούνται να μην αποκτήσουν παιδί κατά τη διάρκεια της
θεραπείας και έως και 6 μήνες μετά τη θεραπεία και να αναζητήσουν περαιτέρω
συμβουλές σχετικά με την κρυοσυντήρηση του σπέρματος πριν τη θεραπεία, λόγω
της πιθανότητας πρόκλησης στειρότητας από τη θεραπεία με τη γεμσιταβίνη.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και
τη χρήση μηχανών. Ωστόσο, η γεμσιταβίνη έχει αναφερθεί ότι προκαλεί ήπια έως
μέτρια υπνηλία, ειδικά σε συνδυασμό με κατανάλωση αλκοόλ. Οι ασθενείς θα πρέπει
να προειδοποιούνται να αποφεύγουν την οδήγηση ή τον χειρισμό μηχανών έως ότου
τεκμηριωθεί ότι δεν εμφανίζουν υπνηλία.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συνηθέστερα αναφερθείσες ανεπιθύμητες φαρμακευτικές αντιδράσεις που
σχετίζονται με τη θεραπεία γεμσιταβίνης περιλαμβάνουν: ναυτία με ή χωρίς έμετο,
αυξημένα επίπεδα ηπατικών τρανσαμινασών (AST/ALT) και αλκαλικής φωσφατάσης,
έχουν αναφερθεί σε περίπου 60% των ασθενών, πρωτεϊνουρία και αιματουρία έχει
αναφερθεί σε περίπου 50% των ασθενών, δύσπνοια έχει αναφερθεί σε 10-40% των
ασθενών (μέγιστη επίπτωση σε ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα), αλλεργικά
δερματικά εξανθήματα εμφανίζονται σε περίπου 25% των ασθενών και σχετίζονται
με κνησμό στο 10% των ασθενών.
Η συχνότητα και η βαρύτητα των ανεπιθύμητων αντιδράσεων επηρεάζονται από τη
δόση, τον ρυθμό έγχυσης και τα διαστήματα μεταξύ δόσεων (βλ. ενότητα 4.4).
Δοσοπεριοριστικές ανεπιθύμητες αντιδράσεις είναι οι μειώσεις στους αριθμούς
θρομβοκυττάρων, λευκοκυττάρων και κοκκιοκυττάρων (βλ. παράγραφο 4.2).
Δεδομένα κλινικών μελετών
Οι συχνότητες ορίζονται ως: Πολύ συνήθεις (≥1/10), Συνήθεις (≥1/100 και <1/10),
Ασυνήθεις (≥1/1000 και <1/100), Σπάνιες (≥1/10.000 και ≤1/1000), Πολύ Σπάνιες
(<1/10.000).
Ο ακόλουθος πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών και συχνοτήτων βασίζεται σε
δεδομένα από κλινικές δοκιμές. Σε κάθε κατηγορία συχνοτήτων, οι ανεπιθύμητες
ενέργειες παρουσιάζονται σε σειρά φθίνουσας σοβαρότητας.
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Ομαδοποίηση συχνοτήτων
10
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Ομαδοποίηση συχνοτήτων
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Πολύ Σπάνιες
Αναφυλακτοειδής αντίδραση
Διαταραχές του
μεταβολισμού και
της θρέψης
Συνήθεις
Ανορεξία
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Συνήθεις
Κεφαλαλγία
Αϋπνία
Υπνηλία
Ασυνήθεις
Αγγειακό εγκεφαλικό
Πολύ Σπάνιες
Σύνδρομο της οπίσθιας αναστρέψιμης
εγκεφαλοπάθειας (βλέπε παράγραφο. 4.4)
Καρδιακές
διαταραχές
Ασυνήθεις
Αρρυθμίες, κατά κύριο λόγο υπερκοιλιακές στη φύση
Καρδιακή ανεπάρκεια
Σπάνιες
Έμφραγμα του μυοκαρδίου
Αγγειακές
διαταραχές
Σπάνιες
Κλινικές ενδείξεις περιφερικής αγγειίτιδας και
γάγγραινας
Υπόταση
Πολύ Σπάνιες
Σύνδρομο διαφυγής τριχοειδών (βλέπε. παράγραφο.
4.4)
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του
θώρακα και του
μεσοθωρακίου
Πολύ συνήθεις
Δύσπνοια – συνήθως ήπια και υποχωρεί γρήγορα
χωρίς θεραπεία
Συνήθεις
Βήχας
Ρινίτιδα
Ασυνήθεις
Διάμεση πνευμονίτιδα (βλ. παράγραφο 4.4)
Βρογχόσπασμος – συνήθως ήπιος και παροδικός
αλλά μπορεί να χρειαστεί παρεντερική θεραπεία
Σπάνιες
Πνευμονικό οίδημα
Σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων (βλ.
παράγραφο 4.4)
11
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Ομαδοποίηση συχνοτήτων
Γαστρεντερικές
διαταραχές
Πολύ συνήθεις
Έμετος
Ναυτία.
Συνήθεις
Διάρροια
Στοματίτιδα και εξέλκωση του στόματος
Δυσκοιλιότητα
Πολύ σπάνιες
Ισχαιμική κολίτιδα
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Πολύ συνήθεις
Αύξηση των ηπατικών τρανσαμινασών (AST και ALT)
και της αλκαλικής φωσφατάσης
Συνήθεις
Αυξημένη χολερυθρίνη
Ασυνήθεις
Σοβαρή ηπατοτοξικότητα, συμπεριλαμβανομένων
ηπατικής ανεπάρκειας και θανάτου
Σπάνιες
Αυξημένη γ-γλουταμυλ-τρανσφεράση (GGT)
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Πολύ συνήθεις
Αλλεργικό δερματικό εξάνθημα που σχετίζεται
συχνά με κνησμό
Αλωπεκία
Συνήθεις
Κνησμός
Εφίδρωση
Σπάνιες
Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις,
συμπεριλαμβανομένων απολέπισης και
πομφολυγώδους δερματικού εξανθήματος
Εξέλκωση
Σχηματισμός φλυκταινών (φυσαλίδες) και ελκών
Απολέπιση
Πολύ σπάνιες
Τοξική επιδερμική νεκρόλυση
Σύνδρομο
Stevens-Johnson
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και
του συνδετικού
ιστού
Συνήθεις
Οσφυαλγία
Μυαλγία
Διαταραχές των Πολύ Συνήθεις
12
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Ομαδοποίηση συχνοτήτων
νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Αιματουρία
Ήπια πρωτεϊνουρία
Ασυνήθεις
Νεφρική ανεπάρκεια (βλ. παράγραφο 4.4)
Αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο (βλ. παράγραφο 4.4)
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις της
οδού χορήγησης
Πολύ συνήθεις
Συμπτώματα που προσομοιάζουν με εκείνα της
γρίπης – τα πλέον συνήθη συμπτώματα είναι
πυρετός, κεφαλαλγία, ρίγη, μυαλγία, κακουχία και
ανορεξία. Έχουν επίσης αναφερθεί βήχας, ρινίτιδα,
κακουχία, εφίδρωση και δυσκολίες στον ύπνο.
Οίδημα / περιφερικό οίδημα – συμπεριλαμβανομένου
του οιδήματος προσώπου. Το οίδημα είναι συνήθως
αναστρέψιμο μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Συνήθεις
Πυρετός
Εξασθένηση
Ρίγη
Σπάνιες
Αντιδράσεις στη θέση της έγχυσης – ήπιας φύσης
κατά κύριο λόγο
Τραυματισμός,
δηλητηρίαση και
επεμβατικές
επιπλοκές
Σπάνιες
Τοξικότητα ακτινοβολίας (βλ. παράγραφο 4.5).
Ανάκληση ακτινοβολίας
13
Συνδυαστική χρήση σε καρκίνο του μαστού
Η συχνότητα εμφάνισης αιματολογικών τοξικοτήτων βαθμού 3 και 4, ειδικά της
ουδετεροπενίας, αυξάνεται όταν η γεμσιταβίνη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με
πακλιταξέλη. Ωστόσο, η αύξηση αυτών των ανεπιθύμητων αντιδράσεων δεν
σχετίζεται με αυξημένη επίπτωση λοιμώξεων ή αιμορραγικών επεισοδίων. Κόπωση
και εμπύρετη ουδετεροπενία εμφανίζονται συχνότερα όταν η γεμσιταβίνη
χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την πακλιταξέλη. Η κόπωση, η οποία δεν
σχετίζεται με αναιμία, συνήθως υποχωρεί μετά τον πρώτο κύκλο.
Ανεπιθύμητες Ενέργειες Βαθμού 3 και 4
Πακλιταξέλη έναντι γεμσιταβίνης συν πακλιταξέλη
Αριθμός (%) Ασθενών
Σκέλος Πακλιταξέλης
(N=259)
Σκέλος Γεμσιταβίνης
συν Πακλιταξέλη
(N=262)
Βαθμού 3 Βαθμού 4 Βαθμού 3 Βαθμού 4
Εργαστηριακές
Αναιμία
5 (1,9) 1 (0,4) 15 (5,7) 3 (1,1)
Θρομβοκυτταροπενία
0 0 14 (5,3) 1 (0,4)
Ουδετεροπενία
11 (4,2) 17 (6,6)* 82 (31,3) 45 (17,2)*
Μη εργαστηριακές
Εμπύρετη
ουδετεροπενία
3 (1,2) 0 12 (4,6) 1(0,4)
Κόπωση
3 (1,2) 1 (0,4) 15 (5,7) 2 (0,8)
Διάρροια
5 (1,9) 0 8 (3,1) 0
Κινητική
νευροπάθεια
2(0,8) 0 6(2,3) 1(0,4)
Αισθητηριακή
νευροπάθεια
9(3,5) 0 14(5,3) 1(0,4)
*Ουδετεροπενία Βαθμού 4, διάρκειας μεγαλύτερης από 7 ημέρες, παρατηρήθηκε στο
12,6% των ασθενών στο σκέλος της συνδυαστικής θεραπείας και στο 5,0% των
ασθενών στο σκέλος της πακλιταξέλης.
14
Συνδυαστική χρήση σε καρκίνο της ουροδόχου κύστης
Ανεπιθύμητες Ενέργειες Βαθμού 3 και 4
MVAC έναντι Γεμσιταβίνης συν σισπλατίνη
Αριθμός (%) Ασθενών
Σκέλος MVAC
(μεθοτρεξάτη, βινβλαστίνη,
δοξορουβικίνη και
σισπλατίνη)
(N=196)
Σκέλος γεμσιταβίνης συν
σισπλατίνη
(N=200)
Βαθμού 3 Βαθμού 4 Βαθμού 3 Βαθμού 4
Εργαστηριακές
Αναιμία
30(16) 4(2) 47(24) 7(4)
Θρομβοκυτταροπενία
15(8) 25(13) 57(29) 57(29)
Μη εργαστηριακές
Ναυτία και έμετος
37(19) 3(2) 44(22) 0(0)
Διάρροια
15(8) 1(1) 6(3) 0(0)
Λοίμωξη
19(10) 10(5) 4(2) 1(1)
Στοματίτιδα
34(18) 8(4) 2(1) 0(0)
Συνδυαστική χρήση σε καρκίνο των ωοθηκών
Ανεπιθύμητες Ενέργειες Βαθμού 3 και 4
Καρβοπλατίνη έναντι Γεμσιταβίνης συν καρβοπλατίνη
Αριθμός (%) Ασθενών
Σκέλος καρβοπλατίνης
(N=174)
Σκέλος γεμσιταβίνης συν
καρβοπλατίνη
(N=175)
Βαθμού 3 Βαθμού 4 Βαθμού 3 Βαθμού 4
Εργαστηριακές
Αναιμία
10(5,7) 4(2,3) 39(22,3) 9(5,1)
Ουδετεροπενία
19(10,9) 2(1,1) 73(41,7) 50(28,6)
Θρομβοκυτταροπενία
18(10,3) 2(1,1) 53(30,3) 8(4,6)
Λευκοπενία
11(6,3) 1(0,6) 84(48,0) 9(5,1)
Μη εργαστηριακές
Αιμορραγία
0(0,0) 0(0,0) 3(1,8) 0(0,0)
Εμπύρετη
ουδετεροπενία
0(0,0) 0(0,0) 2(1,1) 0(0,0)
Λοίμωξη χωρίς
ουδετεροπενία
0(0,0) 0(0,0) 0(0,0) 1(0,6)
Η αισθητηριακή νευροπάθεια ήταν επίσης συχνότερη στο σκέλος της συνδυαστικής
θεραπείας από ό,τι στο σκέλος της μονοθεραπείας με καρβοπλατίνη.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος.
Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να
αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του
Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Μεσογείων 284, 15562, Χολαργός, Τηλ.: + 30 213-
2040200, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr ).
15
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχει γνωστό αντίδοτο για την υπερδοσολογία γεμσιταβίνης. Δόσεις έως και
5700 mg/m
2
έχουν χορηγηθεί μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης σε διάστημα 30 λεπτών
κάθε 2 εβδομάδες με κλινικά αποδεκτή τοξικότητα. Σε περίπτωση υποψίας
υπερδοσολογίας, ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται με κατάλληλες μετρήσεις
των έμμορφων συστατικών του αίματος και να λαμβάνει υποστηρικτική θεραπεία,
ως απαιτείται.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: ανάλογα πυριδίνης Κωδικός ATC: L01BC05
Μηχανισμός δράσης
Κυτταρικός μεταβολισμός και μηχανισμός δράσης: Η γεμσιταβίνη (dFdC), η οποία
είναι ένας αντιμεταβολίτης πυριμιδίνης, μεταβολίζεται ενδοκυτταρικά μέσω
νουκλεοσιδικής κινάσης σε δραστικά διφωσφορικά (dFdCDP) και τριφωσφορικά
(dFdCTP) νουκλεοσίδια. Η κυτταροτοξική επίδραση της γεμσιταβίνης οφείλεται σε
αναστολή της σύνθεσης DNA μέσω των δύο μηχανισμών δράσης των dFdCDP και
dFdCTP. Πρώτον, η dFdCDP αναστέλλει τη ριβονουκλεοτιδική αναγωγάση, η οποία
είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την κατάλυση των αντιδράσεων σύνθεσης
τριφωσφορικών δεσοξυνουκλεοσιδίων (dCTP), τα οποία χρησιμοποιούνται στη
σύνθεση του DNA. Η αναστολή αυτού του ενζύμου από την dFdCDP μειώνει τη
συγκέντρωση των δεσοξυνουκλεοσιδίων εν γένει, και ειδικότερα, των dCTP.
Δεύτερον, η dFdCTP ανταγωνίζεται τα dCTP για ενσωμάτωση στο DNA (αυτο-
ενίσχυση).
Παρομοίως, μία μικρή ποσότητα γεμσιταβίνης μπορεί επίσης να ενσωματωθεί στο
RNA. Συνεπώς, η μειωμένη ενδοκυτταρική συγκέντρωση των dCTP καθιστά δυνατή
την ενσωμάτωση της dFdCTP στο DNA. Η DNA πολυμεράση έψιλον δεν έχει τη
δυνατότητα να εξαλείψει τη γεμσιταβίνη και να επιδιορθώσει τις αντιγραφόμενες
έλικες DNA. Αφού τη γεμσιταβίνη ενσωματωθεί στο DNA, ένα επιπρόσθετο
νουκλεοτίδιο προστίθεται στις αναπτυσσόμενες έλικες DNA. Μετά από αυτή την
προσθήκη υπάρχει ουσιαστικά μία πλήρης αναστολή της περαιτέρω σύνθεσης DNA
(καλυμμένος τερματισμός αλυσίδων). Μετά την ενσωμάτωση στο DNA, η
γεμσιταβίνη φαίνεται ότι επάγει τη διεργασία του προγραμματισμένου κυτταρικού
θανάτου, γνωστού ως απόπτωση.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Κυτταροτοξική δράση σε καλλιέργειες κυττάρων
Η γεμσιταβίνη παρουσιάζει σημαντικές κυτταροτοξικές επιδράσεις έναντι διαφόρων
καλλιεργειών καρκινικών κυττάρων από τρωκτικά και ανθρώπους. Η δράση της
είναι ειδική για τη φάση του κυτταρικού κύκλου, με τρόπο ώστε η γεμσιταβίνη να
καταστρέφει κατά κύριο κύτταρα που βρίσκονται στη φάση σύνθεσης του DNA (φάση
S) και, υπό ορισμένες συνθήκες, να αναστέλλει τη μετάβαση των κυττάρων από τη
φάση G1 στη φάση S. In vitro, η κυτταροτοξική επίδραση της γεμσιταβίνης εξαρτάται
τόσο από τη συγκέντρωση όσο και από τον χρόνο.
Αντικαρκινική δράση σε προκλινικά πρότυπα
Σε πρότυπα πειραματόζωων, η αντικαρκινική δράση της γεμσιταβίνης είναι
εξαρτώμενη από το θεραπευτικό πρόγραμμα. Όταν η γεμσιταβίνη χορηγείται
ημερησίως παρατηρείται υψηλή θνησιμότητα μεταξύ των πειραματοζώων με
16
ελάχιστη αντικαρκινική δράση. Ωστόσο, εάν η γεμσιταβίνη χορηγείται κάθε τρίτη ή
τέταρτη ημέρα, μπορεί να χορηγηθεί σε μη θανατηφόρες δόσεις με σημαντική
αντικαρκινική δραστηριότητα έναντι ενός μεγάλου φάσματος καρκίνων σε
τρωκτικά.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Καρκίνος της ουροδόχου κύστης
Μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ 405 ασθενών με προχωρημένο ή μεταστατικό
καρκίνωμα μεταβατικού επιθηλίου ανώτερου ουροποιητικού συστήματος δεν έδειξε
διαφορές μεταξύ των δύο θεραπευτικών σκελών, του συνδυασμού
γεμσιταβίνης/σισπλατίνης έναντι του συνδυασμού
μεθοτρεξάτης/βινβλαστίνης/αδριαμυκίνης/σισπλατίνης (MVAC), ως προς τη διάμεση
επιβίωση (12,8 και 14,8 μήνες, αντίστοιχα, p=0,547), τον χρόνο έως την εξέλιξη της
νόσου (7,4 και 7,6 μήνες αντίστοιχα, p=0,842) και το ποσοστό ανταπόκρισης (49,4%
και 45,7% αντίστοιχα, p=0,512). Ωστόσο, ο συνδυασμός γεμσιταβίνης και
σισπλατίνης είχε ένα καλύτερο προφίλ τοξικότητας από ό,τι ο συνδυασμός MVAC.
Καρκίνος του παγκρέατος
Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ 126 ασθενών με προχωρημένο ή
μεταστατικό καρκίνο του παγκρέατος, η γεμσιταβίνη επέδειξε ένα στατιστικά
σημαντικό υψηλότερο ποσοστό κλινικού οφέλους από ό,τι η 5-φθοριοουρακίλη
(23,8% και 4,8% αντίστοιχα, p=0,0022). Επίσης, μία στατιστικά σημαντική
παράταση του χρόνου έως την εξέλιξη της νόσου από 0,9 έως 2,3 μήνες (log-rank
p<0,0002) και μία στατιστικά σημαντική παράταση της διάμεσης επιβίωσης από 4,4
σε 5,7 μήνες (log-rank p<0,0024) παρατηρήθηκε σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία
με γεμσιταβίνη σε σύγκριση με ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με 5-
φθοριοουρακίλη.
Μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα
Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ 522 ασθενείς με μη εγχειρήσιμο, τοπικά
προχωρημένο ή μεταστατικό NSCLC, η γεμσιταβίνη σε συνδυασμό με σισπλατίνη
επέδειξε ένα στατιστικά σημαντικό υψηλότερο ποσοστό ανταπόκρισης σε σχέση με
τη μονοθεραπεία με σισπλατίνη (31,0% και 12,0%, αντίστοιχα, p<0,0001). Μία
στατιστικά σημαντική παράταση του χρόνου έως την εξέλιξη της νόσου από 3,7 έως
5,6 μήνες (log-rank p<0,0012) και μία στατιστικά σημαντική παράταση της διάμεσης
επιβίωσης από 7,6 σε 9,1 μήνες (log-rank p<0.004) παρατηρήθηκε σε ασθενείς που
λάμβαναν θεραπεία με γεμσιταβίνη/σισπλατίνη σε σύγκριση με ασθενείς που
λάμβαναν θεραπεία με σισπλατίνη.
Σε μία άλλη τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ 135 ασθενών με NSCLC σταδίου IIIB ή
IV, ένας συνδυασμός γεμσιταβίνης και σισπλατίνης επέδειξε ένα στατιστικά
σημαντικό υψηλότερο ποσοστό ανταπόκρισης σε σχέση με έναν συνδυασμό
σισπλατίνης και ετοποσίδης (40,6% και 21,2%, αντιστοίχως, p=0,025). Μία
στατιστικά σημαντική παράταση του χρόνου έως την εξέλιξη της νόσου από 4,3 σε
6,9 μήνες (p=0,014) παρατηρήθηκε σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με
γεμσιταβίνη/σισπλατίνη σε σύγκριση με ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με
ετοποσόδη/σισπλατίνη.
Και στις δύο μελέτες βρέθηκε ότι η ανεκτικότητα ήταν παρόμοια και στα δύο
θεραπευτικά σκέλη.
Καρκίνωμα των ωοθηκών
Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ, 356 ασθενείς με προχωρημένο επιθηλιακό
καρκίνωμα των ωοθηκών που είχαν εμφανίσει υποτροπή τουλάχιστον 6 μήνες μετά
την ολοκλήρωση της θεραπείας με βάση τις πλατίνες τυχαιοποιήθηκαν για να λάβουν
θεραπεία με γεμσιταβίνη και καρβοπλατίνη (GCb), ή καρβοπλατίνη (Cb). Μία
στατιστικά σημαντική παράταση του χρόνου έως την εξέλιξη της νόσου από 5,8 σε
8,6 μήνες (log-rank p=0,0038) παρατηρήθηκε στους ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία
17
με GCb σε σύγκριση με τους ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με Cb. Υπήρξαν
διαφορές ως προς τα ποσοστά ανταπόκρισης (47,2% στο σκέλος του συνδυασμού
GCb έναντι 30,9% στο σκέλος της Cb (p=0,0016)) και τη διάμεση επιβίωση (18 μήνες
(GCb) έναντι 17,3 μηνών (Cb) (p=0,73)) υπέρ του σκέλους GCb.
Καρκίνος του μαστού
Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη φάσης ΙΙΙ 529 ασθενών με μη εγχειρήσιμο, τοπικά
υποτροπιάζοντα ή μεταστατικό καρκίνο του μαστού με υποτροπή μετά από
επικουρική/νεοεπικουρική χημειοθεραπεία, η γεμσιταβίνη σε συνδυασμό με
πακλιταξέλη κατέδειξαν μία στατιστικά σημαντική παράταση του χρόνου έως την
τεκμηριωμένη εξέλιξη της νόσου από 3,98 σε 6,14 μήνες (log-rank p=0,0002) στους
ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με γεμσιταβίνη/πακλιταξέλη σε σύγκριση με τους
ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με πακλιταξέλη. Μετά από 377 θανάτους, η
συνολική επιβίωση ήταν 18,6 μήνες έναντι 15,8 μηνών (log rank p=0,0489, HR 0,82)
σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με γεμσιταβίνη/πακλιταξέλη σε σύγκριση με
τους ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με πακλιταξέλη και το συνολικό ποσοστό
ανταπόκρισης ήταν 41,4% και 26,2% αντίστοιχα (p= 0,0002).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η φαρμακοκινητική της γεμσιταβίνης έχει εξεταστεί σε 353 ασθενείς σε επτά
μελέτες. Οι 121 γυναίκες και 232 άνδρες ήταν ηλικίας από 29 έως 79 ετών. Από
αυτούς τους ασθενείς, περίπου 45% έπασχαν από μη μικροκυτταρικό καρκίνο του
πνεύμονα και 35% είχαν διάγνωση παγκρεατικού καρκίνου. Οι ακόλουθες
φαρμακοκινητικές παράμετροι ελήφθησαν για δόσεις που κυμαίνονταν από 500 έως
2.592 mg/ m
2
και εγχύθηκαν σε διάστημα από 0,4 έως 1,2 ώρες.
Απορρόφηση
Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (ελήφθησαν εντός 5 λεπτών από την
ολοκλήρωση της έγχυσης) ήταν 3,2 έως 45,5 µg/ml. Οι συγκεντρώσεις πλάσματος
του μητρικού συμπλόκου μετά από μία δόση 1.000 mg/ m
2
/30 λεπτά είναι
μεγαλύτερες από 5 µg/ml για περίπου 30 λεπτά μετά την ολοκλήρωση της έγχυσης,
και μεγαλύτερες από 0,4 µg/ml για μία επί πλέον ώρα.
Κατανομή
Ο όγκος κατανομής του κεντρικού διαμερίσματος ήταν 12,4 l/ m
2
για τις γυναίκες
και 17,5 l/ m
2
για τους άνδρες (η μεταβλητότητα μεταξύ των ατόμων ήταν 91,9%). Ο
όγκος κατανομής στο περιφερικό διαμέρισμα ήταν 47,4 l/ m
2
. Ο όγκος στο περιφερικό
διαμέρισμα δεν επηρεάζεται από το φύλο.
Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος θεωρείται αμελητέα.
Χρόνος ημίσειας ζωής: Αυτός κυμαίνεται από 42 έως 94 λεπτά, ανάλογα με την
ηλικία και το φύλο. Για το συνιστώμενο δοσολογικό πρόγραμμα, η απέκκριση της
γεμσιταβίνης θα πρέπει ουσιαστικά να έχει ολοκληρωθεί εντός 5 έως 11 ωρών από
την έναρξη της έγχυσης. Η γεμσιταβίνη δεν συσσωρεύεται όταν χορηγείται άπαξ
εβδομαδιαίως.
Βιομετατροπή
Η γεμσιταβίνη μεταβολίζεται ταχέως μέσω της απαμινάσης της συτιδίνης στο ήπαρ,
τους νεφρούς, το αίμα και άλλους ιστούς. Ο ενδοκυτταρικός μεταβολισμός της
γεμσιταβίνης παράγει τη μονοφωσφορική, διφωσφορική και τριφωσφορική
γεμσιταβίνη (dFdCMP, dFdCDP και dFdCTP) εκ των οποίων η dFdCDP και η dFdCTP
θεωρούνται δραστικές. Αυτοί οι ενδοκυττάριοι μεταβολίτες δεν έχουν ανιχνευθεί στο
πλάσμα ή στα ούρα. Ο κύριος μεταβολίτης 2/δεοξυ-2,2/διφθοροουριδίνη (dFdU) δεν
είναι δραστικός και ανιχνεύεται στο πλάσμα και στα ούρα.
Εξάλειψη
18
Η συστηματική κάθαρση κυμαίνεται από 29,2 l/hr/m
2
έως 92,2 /hr/m
2
ανάλογα με το
φύλο και την ηλικία (η μεταβλητότητα μεταξύ των ασθενών ήταν 52,2%). Η
κάθαρση στις γυναίκες είναι περίπου 25% χαμηλότερη από εκείνη στους άνδρες. Αν
και ταχεία, η κάθαρση τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες φαίνεται ότι
μειώνεται με την ηλικία. Για τη συνιστώμενη δόση γεμσιταβίνης των 1000 mg/m
2
χορηγούμενης με τη μορφή έγχυσης διάρκειας 30 λεπτών, η χαμηλότερη κάθαρση για
τις γυναίκες και τους άνδρες δεν θα πρέπει να καθιστά απαραίτητη μία μείωση της
δόσης της γεμσιταβίνης.
Απέκκριση μέσω των ούρων: Λιγότερο από 10% απεκκρίνεται ως αμετάβλητο
φάρμακο.
Η νεφρική κάθαρση ήταν 2 έως 7 l/hr/m
2
.
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας μετά τη χορήγηση, 92 έως 98% της χορηγούμενης
δόσης γεμσιταβίνης ανακτάται, 99% στα ούρα, κατά κύριο λόγο με τη μορφή dFdU
και 1% της δόσης απεκκρίνεται στα κόπρανα.
Κινητική της dFdCTP
Αυτός ο μεταβολίτης μπορεί να ανευρεθεί στα μονοκύτταρα κύτταρα του περιφερικού
αίματος και οι πιο κάτω πληροφορίες αναφέρονται σε αυτά τα κύτταρα. Οι
ενδοκυτταρικές συγκεντρώσεις αυξάνονται αναλογικά με δόσεις γεμσιταβίνης
35-350 mg/m
2
/30 λεπτά, οι οποίες παράγουν συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης
0,4-5 µg/ml. Σε συγκεντρώσεις γεμσιταβίνης στο πλάσμα άνω των 5 µg/ml, τα
επίπεδα dFdCTP δεν αυξάνονται, υποδηλώνοντας ότι ο σχηματισμός του μεταβολίτη
σε αυτά τα κύτταρα μπορεί να κορεσθεί.
Χρόνος ημίσειας ζωής της τελικής απέκκρισης: 0,7-12 ώρες.
Κινητική της dFdU
Μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα (3-15 λεπτά μετά την ολοκλήρωση της έγχυσης
των 30 λεπτών, 1000 mg/m
2
): 28-52 µg/ml. Κατώτατη συγκέντρωση μετά την άπαξ
εβδομαδιαίως χορηγούμενη δοσολογία: 0,07-1,12 µg/ml, χωρίς εμφανή συσσώρευση.
Τριφασική καμπύλη συγκέντρωσης στο πλάσμα σε συνάρτηση με τον χρόνο, μέσος
χρόνος ημίσειας ζωής της τελικής φάσης – 65 ώρες (εύρος 33-84 ώρες).
Σχηματισμός της dFdU από το μητρικό σύμπλοκο: 91% -98%.
Μέσος όγκος κατανομής στο κεντρικό διαμερίσμα: 18 l/m
2
(εύρος 11-22 l/m
2
).
Μέσος όγκος κατανομής σε σταθερή κατάσταση (Vss): 150 l/m
2
(εύρος 96-228 l/m
2
).
Κατανομή στους ιστούς: Εκτεταμένη.
Μέση φαινομενική κάθαρση: 2,5 l/hr/m
2
(εύρος 1-4 l/hr/m
2
).
Απέκκριση μέσω των ούρων: Ολική.
Συνδυαστική θεραπεία γεμσιταβίνης και πακλιτεξέλης
Η συνδυαστική θεραπεία δεν μετέβαλε τη φαρμακοκινητική είτε της γεμσιταβίνης
είτε της πακλιταξέλης.
Συνδυαστική θεραπεία γεμσιταβίνης και καρβοπλατίνης
Κατά τη συγχορήγηση με καρβοπλατίνη, η φαρμακοκινητική της γεμσιταβίνης δεν
μεταβλήθηκε.
Νεφρική βλάβη
Η ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (GFR από 30 ml/min έως 80 ml/min) δεν
παρουσιάζει κάποια σταθερή, σημαντική επίδραση στη φαρμακοκινητική της
γεμσιταβίνης.
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
19
Σε μελέτες επαναλαμβανόμενης δόσης διάρκειας έως και 6 μηνών σε μύες και
σκύλους, το κύριο εύρημα ήταν η εξαρτώμενη από το θεραπευτικό σχήμα και τη
δοσολογία καταστολή της αιμοποίησης, η οποία ήταν αναστρέψιμη.
Η γεμσιταβίνη έχει μεταλλαξιογόνο δράση σε μία
in vitro
δοκιμασία μετάλλαξης και
σε μία
in vivo
δοκιμασία μικροπυρήνα στον μυελό των οστών. Δεν έχουν διεξαχθεί
μακροχρόνιες μελέτες σε πειραματόζωα που να αξιολογούν το δυναμικό
καρκινογένεσης.
Σε μελέτες γονιμότητας, η γεμσιταβίνη προκάλεσε αναστρέψιμη υποσπερματογένεση
σε αρσενικούς μύες. Δεν έχει ανιχνευθεί επίδραση στη γονιμότητα των θηλυκών
ζώων.
Η αξιολόγηση πειραματικών μελετών σε πειραματόζωα έχει καταδείξει
αναπαραγωγική τοξικότητα π.χ. γενετικές ανωμαλίες και άλλες επιδράσεις στην
ανάπτυξη του εμβρύου, την πορεία της κύησης ή την περιγεννητική και
μεταγεννητική ανάπτυξη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Μαννιτόλη E421
Τριυδρικό οξεικό νάτριο
Υδροξείδιο του νατρίου 1 N (για ρύθμιση του pH)
6.2 Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν θα πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα εκτός εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 6.6.
6.3 Διάρκεια ζωής
Κόνις
3 έτη.
Ανασυσταθέν διάλυμα
Έχει καταδειχθεί χημική και φυσική σταθερότητα των διαλυμάτων μετά την
ανασύσταση για 24 ώρες στους 25°C. Από μικροβιολογικής άποψης, το διάλυμα θα
πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως. Εάν δεν χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι χρόνοι και οι
συνθήκες φύλαξης πριν τη χρήση του διαλύματος αποτελούν ευθύνη του χρήστη.
Τα ανασυσταθέντα διαλύματα γεμσιταβίνης δεν θα πρέπει να ψύχονται, καθώς
μπορεί να πραγματοποιηθεί κρυσταλλοποίηση.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μην ψύχετε ή καταψύχετε.
Για τις συνθήκες φύλαξης του ανασυσταθέντος φαρμακευτικού προϊόντος, βλ.
παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και περιεχόμενα του περιέκτη
Το Gemcitabine/Actavis συσκευάζεται σε άχρωμα γυάλινα φιαλίδια (τύπου I) με
πώμα από βρωμοβουτυλικό ελαστικό και σφραγισμένα με κλείστρα αλουμινίου με
20
καλύμματα από γκρι πολυπροπυλένιο. Το κάθε φιαλίδιο θα συσκευάζεται με ή χωρίς
προστατευτικό πλαστικό περίβλημα.
Μεγέθη συσκευασιών:
Ένα φιαλίδιο περιέχει 200 mg γεμσιταβίνης.
Ένα φιαλίδιο περιέχει 1g γεμσιταβίνης.
Ένα φιαλίδιο περιέχει 2g γεμσιταβίνης
Ενδέχεται να μην κυκλοφορούν στο εμπόριο όλα τα μεγέθη συσκευασίας.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την αποκομιδή του προϊόντος και
λοιπός χειρισμός
Χειρισμός
Οι κανονικές προφυλάξεις ασφαλείας για τους κυτταροστατικούς παράγοντες θα
πρέπει να τηρούνται κατά την παρασκευή και την απόρριψη του διαλύματος έγχυσης.
Ο χειρισμός του διαλύματος για έγχυση θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ένα κουτί
ασφαλείας, ενώ θα πρέπει να χρησιμοποιούνται προστατευτικά ρούχα και γάντια.
Εάν δεν είναι διαθέσιμο ένα κουτί ασφαλείας, ο εξοπλισμός θα πρέπει να
συμπληρώνεται από μάσκα και προστατευτικά γυαλιά.
Εάν το διάλυμα έρθει σε επαφή με τα μάτια, μπορεί να προκληθεί σοβαρός ερεθισμός.
Τα μάτια θα πρέπει να ξεπλυθούν αμέσως και σχολαστικά με νερό. Εάν ο ερεθισμός
διαρκεί, θα πρέπει να αναζητηθεί η συμβουλή ενός γιατρού. Εάν το διάλυμα χυθεί
στο δέρμα, ξεπλύνετε σχολαστικά με νερό.
Οδηγίες για την ανασύσταση (και την περαιτέρω αραίωση, εάν πραγματοποιείται)
Ο μόνος εγκεκριμένος διαλύτης για την ανασύσταση της στείρας κόνεως
γεμσιταβίνης είναι το ενέσιμο διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%) (χωρίς
συντηρητικά). Για λόγους διαλυτότητας, η μέγιστη συγκέντρωση για τη γεμσιταβίνη
κατά την ανασύσταση είναι 40 mg/ml. Η ανασύσταση σε συγκεντρώσεις
μεγαλύτερες από 40 mg/ml μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ατελή διάλυση και θα
πρέπει να αποφεύγεται.
- Θα πρέπει να χρησιμοποιείτε ασηπτική τεχνική κατά τη διάρκεια της
ανασύστασης και οποιασδήποτε περαιτέρω αραίωσης της γεμσιταβίνης για τη
χορήγηση ενδοφλέβιας έγχυσης.
- Για την ανασύσταση, προσθέστε τον κατάλληλο όγκο στείρου ενέσιμου
διαλύματος χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%), χωρίς συντηρητικά (όπως
αναφέρεται στο παρακάτω πίνακα), ανακινήστε για να διαλυθεί
Συσκευασία
Όγκος στείρου
ενέσιμου
διαλύματος
χλωριούχου
νατρίου
9 mg/ml (0,9%)
Συνολικός
όγκος μετά την
ανασύσταση
Τελική συγκέντρωση
200 mg 5 ml 5.26 ml 38 mg/ml
1 g 25 ml 26.3 ml 38 mg/ml
2 g 50 ml 52.6 ml 38 mg/ml
Περαιτέρω αραίωση μπορεί να πραγματοποιηθεί με στείρο ενέσιμο διάλυμα
χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%), χωρίς συντηρητικά. Το ανασυσταθέν
διάλυμα είναι ένα διαυγές άχρωμο έως ανοιχτό αχυρόχροο διάλυμα.
21
- Τα παρεντερικώς χορηγούμενα φαρμακευτικά προϊόντα θα πρέπει να
επιθεωρούνται οπτικά για την ύπαρξη σωματιδίων και αποχρωματισμού πριν
τη χορήγηση. Εάν παρατηρηθούν σωματίδια, μη χορηγήσετε το προϊόν.
Μη χρησιμοποιημένο υλικό ή απόβλητα θα πρέπει να απορρίπτονται σύμφωνα με τις
τοπικές προδιαγραφές.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Actavis Group PTC ehf.
Reykjavikurvegur 76-78
220 Hafnarfjordur
Ισλανδία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
<[Πρέπει να συμπληρωθεί καταλλήλως, ανάλογα με τη χώρα]>
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
14/09/2009
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
<{MM/ΕΕΕΕ}>
<[Πρέπει να συμπληρωθεί καταλλήλως, ανάλογα με τη χώρα]>
<Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτό το φάρμακο μπορείτε να βρείτε στον
δικτυακό τόπο της {ονομασία MA/Υπηρεσίας}>
22