Η ροπιβακαΐνη είναι ένα μακράς δράσης αμιδικού τύπου τοπικό αναισθητικό με αναισθητική και
αναλγητική δράση. Σε υψηλές δόσεις το ROPIVACAINE/GENERICS προκαλεί χειρουργική αναισθησία,
ενώ σε χαμηλότερες δόσεις προκαλεί αισθητικό αποκλεισμό με περιορισμένο και μη-εξελισσόμενο
κινητικό αποκλεισμό.
Ο μηχανισμός είναι η αναστρέψιμη ελάττωση της διαπερατότητας της μεμβράνης των νευρικών ινών για
τα ιόντα νατρίου. Συνεπώς, μειώνεται η ταχύτητα εκπόλωσης και αυξάνει ο ουδός διεγερσιμότητας, με
αποτέλεσμα να προκαλείται τοπικός αποκλεισμός των νευρικών ώσεων.
Η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα της ροπιβακαΐνης είναι η μακρά διάρκεια δράσης. Η έναρξη και η διάρκεια
της αποτελεσματικότητας της τοπικής αναισθησίας εξαρτώνται από το σημείο χορήγησης και τη δόση,
αλλά δεν επηρεάζονται από την παρουσία αγγειοσυσπαστικού (π.χ. αδρεναλίνη (επινεφρίνη)). Για
λεπτομέρειες σχετικά με την έναρξη και διάρκεια δράσης του ROPIVACAINE/GENERICS, βλέπε τον
πίνακα στην παράγραφο «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης».
Ενδοφλέβιες εγχύσεις ροπιβακαΐνης έγιναν καλά ανεκτές σε υγιείς εθελοντές σε χαμηλές δόσεις και με
αναμενόμενα συμπτώματα από το ΚΝΣ στις μέγιστες ανεκτές δόσεις. Η κλινική εμπειρία με το φάρμακο
αυτό δείχνει ότι έχει ικανοποιητικά όρια ασφάλειας όταν χρησιμοποιείται επαρκώς στις συνιστώμενες
δόσεις.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η ροπιβακαΐνη έχει κέντρο συμμετρίας και διατίθεται ως καθαρό S-(-)-εναντιομερές. Παρουσιάζει μεγάλη
λιποδιαλυτότητα. Όλοι οι μεταβολίτες έχουν τοπική αναισθητική δράση, αλλά με αξιοσημείωτα μικρότερη
ισχύ και μικρότερη διάρκεια δράσης από τη ροπιβακαΐνη.
Η συγκέντρωση στο πλάσμα της ροπιβακαΐνης εξαρτάται από τη δόση, την οδό χορήγησης και την
αγγείωση της θέσης ένεσης. Η ροπιβακαΐνη ακολουθεί γραμμική φαρμακοκινητική και η Cmax είναι
ανάλογη της δόσης.
Η ροπιβακαΐνη απορροφάται πλήρως και διφασικά από τον επισκληρίδιο χώρο με χρόνους ημίσειας ζωής
των δύο φάσεων της τάξης των 14 λεπτών και 4 ωρών στους ενήλικες. Η βραδεία απορρόφηση είναι ο
παράγοντας που καθορίζει το ρυθμό αποβολής της ροπιβακαΐνης, πράγμα που εξηγεί γιατί ο φαινόμενος
χρόνος ημίσειας ζωής της αποβολής είναι μεγαλύτερος μετά από επισκληρίδιο χορήγηση συγκριτικά με την
ενδοφλέβια χορήγηση. Και στα παιδιά επίσης, η ροπιβακαΐνη παρουσιάζει διφασική απορρόφηση από τον
ιεροκοκκυγικό επισκληρίδιο χώρο.
Η ροπιβακαΐνη έχει μέση ολική κάθαρση πλάσματος της τάξης των 440 ml/min, νεφρική κάθαρση του 1
ml/min, όγκο κατανομής σε σταθεροποιημένη κατάσταση 47 λίτρα και τελικό χρόνο ημίσειας ζωής 1,8
ώρες μετά από ενδοφλέβια χορήγηση. Η ροπιβακαΐνη έχει ενδιάμεση τιμή λόγου ηπατικής απέκκρισης
περίπου 0,4. Είναι κυρίως συνδεδεμένη στην α1-όξινη γλυκοπρωτεΐνη στο πλάσμα με κλάσμα μη
δεσμευμένης ουσίας περίπου 6%.
Έχει παρατηρηθεί αύξηση των ολικών συγκεντρώσεων στο πλάσμα κατά τη διάρκεια συνεχούς
επισκληρίδιου και διασκαληνικής έγχυσης, που σχετίζεται με μετεγχειρητική αύξηση της α1-όξινης
γλυκοπρωτεΐνης.
Οι διακυμάνσεις στη συγκέντρωση της ελεύθερης ουσίας, δηλαδή της φαρμακολογικά ενεργούς ουσίας,
είναι πολύ λιγότερες από την ολική συγκέντρωση στο πλάσμα.
Λόγω του μέτριου έως χαμηλού βαθμού διύλισης της ροπιβακαΐνης από το ήπαρ, η ταχύτητα της αποβολής
της αναμένεται να εξαρτάται από τη συγκέντρωση του μη δεσμευμένου φαρμάκου στο πλάσμα. Η αύξηση
της α1-όξινης γλυκοπρωτεΐνης (AAG) μετεγχειρητικά θα αυξήσει το κλάσμα του μη δεσμευμένου
φαρμάκου λόγω της αυξημένης σύνδεσης με τις πρωτεΐνες, γεγονός που πρόκειται να αυξήσει τη συνολική
κάθαρση και να οδηγήσει σε αύξηση της ολικής συγκέντρωσης στο πλάσμα, όπως παρατηρείται κατά τις
μελέτες που πραγματοποιούνται σε παιδιατρικούς και σε ενήλικες ασθενείς. Η κάθαρση της μη
δεσμευμένης ροπιβακαΐνης παραμένει αμετάβλητη όπως καταδεικνύεται από το γεγονός πως οι
συγκεντρώσεις του μη δεσμευμένου φαρμάκου κατά την διάρκεια έγχυσης που πραγματοποιείται
μετεγχειρητικά παραμένουν σταθερές. Η συγκέντρωση του μη δεσμευμένου φαρμάκου στο πλάσμα είναι
εκείνη που σχετίζεται με τις συστηματικές φαρμακοδυναμικές επιδράσεις και με την τοξικότητα.
Η ροπιβακαΐνη διαπερνά εύκολα τον πλακούντα και αποκαθίσταται ταχέως η ισορροπία σε σχέση με τις
συγκεντρώσεις του ελεύθερου κλάσματος. Ο βαθμός της σύνδεσης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος στο
έμβρυο είναι μικρότερος απ’ ότι στη μητέρα, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να σημειώνονται
χαμηλότερες ολικές συγκεντρώσεις πλάσματος στο έμβρυο απ’ ότι στη μητέρα.
Η ροπιβακαΐνη μεταβολίζεται εκτενώς, κυρίως μέσω αρωματικής υδροξυλίωσης. Συνολικά το 86% της
δόσης απεκκρίνεται με τα ούρα μετά από ενδοφλέβια χορήγηση από το οποίο μόνο το 1% σχετίζεται με το
αμετάβλητο φάρμακο. Ο κύριος μεταβολίτης είναι η 3-υδρόξυ-ροπιβακαΐνη, της οποίας ποσοστό ίσο με
10