αναγράφεται το μέσο εύρος της δόσης που αναμένεται να απαιτηθεί. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι
οδηγίες των σχετικών εγχειριδίων για τους παράγοντες που επηρεάζουν τις συγκεκριμένες τεχνικές
αποκλεισμού καθώς και τις εξατομικευμένες ανάγκες κάθε ασθενούς.
* Ως προς τους αποκλεισμούς μειζόνων νεύρων, δοσολογική σύσταση μπορεί να δοθεί μόνο για τον
αποκλεισμό του βραχιόνιου πλέγματος. Για άλλους αποκλεισμούς μειζόνων νεύρων, μπορεί να
απαιτηθεί χορήγηση χαμηλότερων δόσεων. Ωστόσο, δεν υπάρχει επί του παρόντος εμπειρία
συγκεκριμένων δοσολογικών συστάσεων για άλλους αποκλεισμούς.
1) Πρέπει να γίνεται δοσολόγηση με μικρές προσαυξήσεις και η αρχική δόση, που είναι περίπου 100
mg (97,5 mg = 13 ml, 105 mg = 14 ml) να χορηγείται σε διάστημα άνω των 3-5 λεπτών. Δύο
επιπρόσθετες δόσεις, συνολικά 50mg, μπορεί εάν χρειάζεται να χορηγηθούν.
2) δ/ε = δεν εφαρμόζεται
3) Η δόση για τον αποκλεισμό μειζόνων νεύρων πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την περιοχή
χορήγησης και την κατάσταση του ασθενούς. Ο διασκαληνικός και υπερκλείδιος αποκλεισμός του
βραχιόνιου πλέγματος μπορεί να συνδέεται με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης σοβαρών
ανεπιθύμητων ενεργειών ανεξάρτητα από το τοπικό αναισθητικό που χρησιμοποιήθηκε (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Γενικά, στη χειρουργική αναισθησία (π.χ. επισκληρίδιος χορήγηση) απαιτείται η χρήση των
υψηλότερων συγκεντρώσεων και δόσεων του φαρμάκου. Το σκεύασμα ROPIVACAINE/GENERICS
10 mg/ml συνιστάται για επισκληρίδιο αναισθησία όταν για την επέμβαση απαιτείται πλήρης
κινητικός αποκλεισμός. Για την αναλγησία (π.χ. επισκληρίδιος χορήγηση για την αντιμετώπιση του
οξέος άλγους) συνιστώνται οι χαμηλότερες συγκεντρώσεις και δόσεις.
Τρόπος χορήγησης
Περινευρική και επισκληρίδιος χορήγηση με ένεση ή έγχυση.
Συνιστάται προσεκτική αναρρόφηση πριν και κατά τη διάρκεια της ένεσης για την πρόληψη
ενδοαγγειακής ένεσης. Όταν πρόκειται να ενεθεί μεγάλη δόση, συνιστάται η χορήγηση μίας
δοκιμαστικής δόσης 3-5 ml λιδοκαΐνης (λιγνοκαΐνη) μαζί με αδρεναλίνη (επινεφρίνη) (Xylocaine
→
2%
με αδρεναλίνη (επινεφρίνη) 1:200.000). Η κατά λάθος ενδοαγγειακή ένεση μπορεί να αναγνωριστεί
από παροδική αύξηση της καρδιακής συχνότητας και η κατά λάθος ενδορραχιαία ένεση από σημεία
αποκλεισμού του νωτιαίου μυελού.
Η αναρρόφηση πρέπει να επαναλαμβάνεται πριν και κατά τη διάρκεια χορήγησης της κύριας δόσης, η
οποία πρέπει να ενίεται αργά ή σε σταδιακά αυξανόμενες δόσεις, με ρυθμό 25-50 mg/min, με
παράλληλη στενή παρακολούθηση των ζωτικών λειτουργιών του ασθενή και διατηρώντας λεκτική
επαφή. Σε περίπτωση που εμφανιστούν συμπτώματα τοξικότητας, η ένεση θα πρέπει να διακοπεί
αμέσως.
Στον επισκληρίδιο αποκλεισμό για χειρουργικές επεμβάσεις, έχουν χρησιμοποιηθεί μονήρεις δόσεις
μέχρι και 250 mg ροπιβακαΐνης και έχουν γίνει καλά ανεκτές.
Στον αποκλεισμό του βραχιόνιου πλέγματος έχει χρησιμοποιηθεί μονήρης δόση 300 mg σε
περιορισμένο αριθμό ασθενών και έχει γίνει καλά ανεκτή.
Σε αποκλεισμούς μακράς διαρκείας, είτε μέσω συνεχούς έγχυσης είτε μέσω επαναλαμβανόμενης
ταχείας (bolus) χορήγησης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος τοξικής συγκέντρωσης στο πλάσμα ή
πρόκλησης τοπικού τραυματισμού του νεύρου. Αθροιστικές δόσεις μέχρι και 675 mg ροπιβακαΐνης
για χειρουργική και μετεγχειρητική αναλγησία, που χορηγήθηκαν σε διάστημα 24 ωρών έγιναν καλά
ανεκτές στους ενήλικες, όπως και οι μετεγχειρητικές συνεχείς επισκληρίδιες εγχύσεις σε ρυθμό έως
28 mg/ώρα για 72 ώρες. Σε περιορισμένο αριθμό ασθενών χορηγήθηκαν υψηλότερες δόσεις έως 800
mg/ημέρα με σχετικά λίγες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Για τη θεραπεία του μετεγχειρητικού άλγους συνιστάται η ακόλουθη τεχνική: εάν δεν έχει ήδη
τοποθετηθεί προεγχειρητικά, επιτυγχάνεται επισκληρίδιος αποκλεισμός με ροπιβακαΐνη 7,5 mg/ml
μέσω ενός καθετήρα που εισάγεται στον επισκληρίδιο χώρο. Η αναλγησία διατηρείται με την έγχυση
ροπιβακαΐνης 2 mg/ml. Ρυθμός έγχυσης 6-14 ml (12-28 mg), ανά ώρα επιτυγχάνει επαρκή αναλγησία
με ήπιο μόνο και μη εξελισσόμενο κινητικό αποκλεισμό στις περισσότερες περιπτώσεις μέτριου έως
σοβαρού μετεγχειρητικού άλγους. Η μέγιστη διάρκεια επισκληρίδιου αποκλεισμού είναι 3 ημέρες.
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να γίνεται προσεκτικός έλεγχος του αναλγητικού αποτελέσματος, έτσι ώστε να
3