RUCELA
mg/kg), που οδηγούν σε συγκεντρώσεις πλάσματος ≥ 200mg/l (περισσότερο από 30
φορές από τα θεραπευτικά επίπεδα μετά από ενδοφλέβια χορήγηση), εμφανίστηκαν
αναστρέψιμες, μη θανατηφόρες κοιλιακές αρρυθμίες.
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση της Moxifloxacin σε σκύλους (30 mg/kg εγχυόμενα
για πάνω από 15, 30 ή 60 λεπτά) ο βαθμός της επιμήκυνσης του διαστήματος QT
εξαρτώνταν σαφώς από το ρυθμό έγχυσης, π.χ. όσο μικρότερη η διάρκεια έγχυσης
τόσο πιο έντονη η επιμήκυνση του διαστήματος QT. Δεν παρατηρήθηκε επιμήκυνση
του διαστήματος QT όταν η δόση των 30 mg/kg εγχυόταν για τουλάχιστον 60 λεπτά.
Οι κινολόνες είναι γνωστό, ότι προκαλούν βλάβες στους χόνδρους των κυριοτέρων
διαρθρωτικών αρθρώσεων ζώων, που δεν έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξή τους. Η
χαμηλότερη από του στόματος δόση Moxifloxacin, που προκαλεί τοξικότητα στις
αρθρώσεις σε μικρούς στην ηλικία σκύλους, ήταν τετραπλάσια της μέγιστης
συνιστώμενης θεραπευτικής δόσης των 400 mg (υποθέτοντας βάρος σώματος 50kg)
σε μια βάση mg/kg, με συγκεντρώσεις πλάσματος δύο ή τρεις φορές υψηλότερες από
αυτή στη μέγιστη θεραπευτική δόση.
Δοκιμασίες τοξικότητας σε αρουραίους και πιθήκους (επαναλαμβανόμενη χορήγηση
έως 6 μήνες) δεν αποκάλυψε ένδειξη σχετική με οφθαλμοτοξικό κίνδυνο. Σε σκύλους,
υψηλές από του στόματος δόσεις (≥60 mg/kg) που οδήγησαν σε συγκεντρώσεις
πλάσματος ≥20 mg/l , προκάλεσαν μεταβολές στο ηλεκτροχοριοειδογράφημα και σε
μεμονωμένες περιπτώσεις ατροφία του αμφιβληστροειδή χιτώνα.
Μελέτες αναπαραγωγής, που διενεργήθηκαν με αρουραίους, πιθήκους και κονίκλους
έδειξαν, ότι η Moxifloxacin διαπερνά τον πλακούντα. Μελέτες στους αρουραίους (p.o
& i.v.) και πιθήκους (p.o), δεν έδειξαν ενδείξεις τερατογέννεσης ή διαταραχές της
γονιμότητας μετά τη χορήγηση Moxifloxacin. Ένα ελαφρώς αυξημένο ενδεχόμενο
δυσμορφιών των σπονδύλων και των πλευρών, παρατηρήθηκε σε έμβρυα κονίκλων
αλλά μόνο σε δόση 20 mg/kg i.v., η οποία ήταν σχετιζόμενη με σοβαρή μητρική
τοξικότητα. Υπήρξε αύξηση στις αποβολές στους πιθήκους και στους κονίκλους, σε
ανθρώπινες θεραπευτικές συγκεντρώσεις πλάσματος. Σε αρουραίους, μειωμένα βάρη
σε έμβρυα, αυξημένες προ του τοκετού αποβολές και ελαφρά αυξημένη διάρκεια
κύησης στην αυτοματική δραστηριότητα ορισμένων αρσενικών και θηλυκών νεογνών
παρατηρήθηκε σε δόσεις, που ήταν 63 φορές μεγαλύτερες από τη μέγιστη
συνιστώμενη δόση σε βάση mg/kg, σε συγκεντρώσεις πλάσματος στο εύρος των
ανθρώπινων θεραπευτικών δόσεων.
Σε μια τοπική μελέτη ανεκτικότητας που διενεργήθηκε σε σκύλους, δεν
παρατηρήθηκαν ενδείξεις τοπικής μη ανεκτικότητας, όταν η Moxifloxacin
χορηγήθηκε ενδοφλεβίως. Κατόπιν ενδαρτηριακής χορήγησης παρατηρήθηκαν,
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ