5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες:
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα : Αντινεοπλασματικός παράγοντας, Κωδικός ATC: L01D B03.
H επιρουμπισίνη είναι ένα κυτταροτοξικό δραστικό αντιβιοτικό από την ομάδα των
ανθρακυκλινών.
Ο μηχανισμός της δράσης της επιρουμπισίνης σχετίζεται με την ιδιότητα της να συνδέεται με το
DNA. Μελέτες σε κυτταρικές καλλιέργειες έδειξαν γρήγορη κυτταρική διείσδυση, εντοπισμό
στον πυρήνα και αναστολή της σύνθεσης του νουκλεϊνικού οξέος και της μίτωσης. Η
επιρουμπισίνη έχει αποδειχτεί ότι είναι δραστική σε ένα ευρύ φάσμα των πειραματικών όγκων
συμπεριλαμβανομένων των L1210 και P388 λευχαιμιών, του SΑ180 σαρκώματος (συμπαγών με
ασκίτη μορφών), του B16 μελανώματος, του μαστικού καρκινώματος, του πνευμονικού
καρκινώματος Lewis και του εντερικού καρκινώματος 38. Έχει επίσης δείξει δραστικότητα
έναντι ανθρώπινων όγκων που έχουν μεταμοσχευτεί σε γυμνά τριχώματος χωρίς θυμό ποντίκια
(μελάνωμα, μαστικά, πνευμονικά, προστατικά και ωοθηκικά καρκινώματα).
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες:
Σε ασθενείς με φυσιολογική ηπατική και νεφρική λειτουργία, τα επίπεδα στο πλάσμα μετά την
ενδοφλέβια ένεση 60-150 mg/m
2
του φαρμάκου ακολουθούν καμπύλη τρι-εκθετικής μείωσης με
μια πολύ γρήγορη αρχική φάση και με μια αργή τελική φάση με χρόνο ημίσειας ζωής περίπου 40
ώρες. Αυτές οι δόσεις είναι μέσα στα όρια της φαρμακοκινητικής γραμμικότητας, τόσο υπό την
έννοια των τιμών της κάθαρσης στο πλάσμα όσο και της μεταβολικής διόδου. Μεταξύ 60 και
120 mg/m
2
υπάρχει μια εκτεταμένη γραμμική φαρμακοκινητική, τα 150 mg/m
2
είναι στην άκρη
της γραμμικότητας της δόσης. Οι κυριότεροι μεταβολίτες οι οποίοι έχουν ταυτοποιηθεί είναι η
επιρουμπισινόλη (13-ΟΗ επιρουμπισίνη) και γλουκουρονίδια της επιρουμπισίνης και της
επιρουμπισινόλης.
Σε φαρμακοκινητικές μελέτες σε ασθενείς με καρκίνωμα in situ της κύστης τα επίπεδα στο
πλάσμα της επιρουμπισίνης μετά από ενδοκυστική ενστάλλαξη είναι τυπικά χαμηλά (<10ng/ml).
Δεν μπορεί επομένως να υποτεθεί σημαντική συστηματική απορρόφηση. Σε ασθενείς με
αλλοιώσεις του βλεννογόνου της κύστης (π.χ. όγκος, κυστίτιδα, χειρουργικές επεμβάσεις),
μπορεί να αναμένεται ένας υψηλότερος ρυθμός επαναρρόφησης.
Η 4’-Ο γλουκουρονιδίωση διαχωρίζει την επιρουμπισίνη από την δοξορουμπισίνη και μπορεί να
ευθύνεται για την ταχύτερη αποβολή της επιρουμπισίνης και για την μειωμένη τοξικότητα της.
Τα επίπεδα στο πλάσμα του κύριου μεταβολίτη, του 13-ΟΗ αναλόγου (επιρουμπισινόλη) είναι
σταθερά χαμηλότερα και ουσιαστικά παράλληλα με εκείνα του αμεταβόλιστου φαρμάκου.
Η επιρουμπισίνη αποβάλλεται κυρίως μέσω του ήπατος
.
οι υψηλές τιμές της κάθαρσης του
πλάσματος (0,9 l/min) δείχνουν οτι αυτή η αργή αποβολή οφείλεται στην εκτεταμένη κατανομή
στους ιστούς. Η απέκκριση μέσω των ούρων αντιστοιχεί σε περίπου 9-10% της χορηγούμενης
δόσης σε 48 ώρες.
Η απέκκριση μέσω των χοληφόρων αντιπροσωπεύει την κυριότερη οδό της αποβολής, περίπου
το 40% της χορηγούμενης δόσης ανακτάται στην χολή μέσα σε 72 ώρες. Το φάρμακο δεν
διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό.
5.3 Προκλινικά στοιχεία ασφάλειας (τοξικολογικές ιδιότητες)