ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Anastrozole/Specifar 1 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 1 mg αναστροζόλης.
Έκδοχα: Κάθε δισκίο περιέχει 65 mg μονοϋδρικής λακτόζης
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Λευκό, στρογγυλό επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο με διάμετρο περίπου 6,6 mm.
4. ΚΛΙΝΙΚΆ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΆ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία του προχωρημένου καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες. Η
αποτελεσματικότητα του Anastrozole/Specifar δεν έχει καταδειχθεί σε ασθενείς με
αρνητικούς οιστρογονικούς υποδοχείς, εκτός και αν είχαν καταδείξει προηγούμενη
θετική κλινική ανταπόκριση στην ταμοξιφαίνη.
Επικουρική θεραπεία μετεμμηνοπαυσικών γυναικών με θετικό για ορμονικούς υποδοχείς
πρώιμο διηθητικό καρκίνο του μαστού.
Επικουρική θεραπεία πρώιμου σταδίου, θετικού για ορμονικούς υποδοχείς καρκίνο του
μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που έχουν λάβει 2 έως 3 έτη επικουρικής
θεραπείας με ταμοξιφαίνη.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Για ενήλικες και ηλικιωμένες ασθενείς: 1 επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο θα
πρέπει να λαμβάνεται από του στόματος άπαξ ημερησίως.
Δεν υπάρχει καμία σχετική ένδειξη για χρήση του Anastrozole/Specifar σε παιδιά.
Επί ήπιας έως μέτριας βλάβης της νεφρικής λειτουργίας δεν απαιτείται καμία ρύθμιση
Σελίδα 1 από 10
της δόσης.
Επί ήπιας βλάβης της ηπατικής λειτουργίας δεν απαιτείται καμία ρύθμιση της δόσης.
Επί πρώιμου σταδίου καρκίνο του μαστού, η συνιστώμενη διάρκεια της θεραπείας είναι 5
έτη.
4.3 Αντενδείξεις
Η χρήση του Anastrozole/Specifar αντενδείκνυται:
- σε περιπτώσεις υπερευαισθησίας στην αναστροζόλη σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα του
προϊόντος
- κατά τη διάρκεια της προεμμηνοπαυσιακής περιόδου
- κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας
- επί σοβαρής νεφρικής βλάβης (εάν η κάθαρση της κρεατινίνης είναι κάτω των 20
ml/min)
- επί μετρίων ή σοβαρών ηπατικών νοσημάτων
- σε ασθενείς που έχουν λάβει ταυτόχρονα θεραπεία με φαρμακευτικά προϊόντα που
περιέχουν οιστρογόνα (βλ. παράγραφο 4.5)
- σε ασθενείς που έχουν λάβει ταυτόχρονα θεραπεία με ταμοξιφαίνη (βλ. παράγραφο
4.5).
4.4 Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η έναρξη της εμμηνόπαυσης πρέπει να επιβεβαιώνεται μέσω βιοχημικών δοκιμασιών,
εάν η ορμονολογική κατάσταση της ασθενούς δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με κλινικές
μεθόδους.
Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποστηρίζουν την ασφαλή χρήση του
Anastrozole/Specifar σε ασθενείς με μέτρια ή σοβαρή ηπατική βλάβη ή σε ασθενείς με
σοβαρή βλάβη της νεφρικής λειτουργίας (κάθαρση κρεατινίνης κάτω των 20 ml/min).
Η χρήση φαρμακευτικών προϊόντων που μειώνουν τα επίπεδα οιστρογόνων,
συμπεριλαμβανομένου του Anastrozole/Specifar, μπορεί να μειώσει την οστική
πυκνότητα και, ως πιθανή επίπτωση, μπορεί να συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο
καταγμάτων.
Σε ασθενείς με οστεοπόρωση ή σε κίνδυνο εμφάνισης αυτής της νόσου, απαιτείται η
μέτρηση της οστικής πυκνότητας κατά την έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια σε
τακτά χρονικά διαστήματα. Εάν θεωρείται απαραίτητο, συνιστάται προφυλακτική και
επικουρική θεραπεία με προσεκτική παρακολούθηση της ασθενούς.
2
Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την ταυτόχρονη χορήγηση αναλόγων της LHRH.
Συνεπώς, αυτός ο συνδυασμός περιορίζεται για χρήση μόνο σε κλινικές μελέτες.
Αυτό το προϊόν περιέχει λακτόζη. Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά νοσήματα
δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκεια της λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφηση της
γλυκόζης-γαλακτόζης δεν θα πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
4.5 Αλληλεπίδραση με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Δεν έχει παρατηρηθεί καμία κλινικά σημαντικά αλληλεπίδραση μεταξύ της
αναστροζόλης και άλλων φαρμάκων.
Ταμοξιφαίνη ή/και άλλα περιέχοντα οιστρογόνα φάρμακα δεν θα πρέπει να χορηγούνται
ταυτόχρονα με το Anastrozole/Specifar, καθώς μπορεί να μειώσουν τη φαρμακολογική
και τη θεραπευτική δράση της αναστροζόλης.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με τη χρήση της αναστροζόλης σε εγκύους ασθενείς.
Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν καταδείξει αναπαραγωγική τοξικότητα (βλ. παράγραφο
5.3). Ο δυνητικός κίνδυνος για τους ανθρώπους είναι άγνωστος. Το Anastrozole/Specifar
αντενδείκνυται κατά την κύηση.
Γαλουχία
Είναι άγνωστο κατά πόσον η αναστροζόλη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο μητρικό γάλα.
Το Anastrozole/Specifar αντενδείκνυται κατά τη γαλουχία.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Το Anastrozole/Specifar είναι απίθανο να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητα γρήγορης
αντίδρασης του ασθενούς. Ωστόσο, εάν εμφανιστούν αδυναμία ή υπνηλία με τη χρήση
του, οι ασθενείς δεν θα πρέπει να οδηγούν οχήματα ή να εκτελούν επικίνδυνες εργασίες
σε όσο διάστημα αυτά τα συμπτώματα εμμένουν.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Πολύ συχνές
(1/10)
Αγγειακές διαταραχές
Εξάψεις, κυρίως ήπιας ή μέτριας
βαρύτητας
Συχνές
(1/100 έως <1/10)
Γενικές
Αδυναμία, κυρίως ήπια ή μέτρια
Σελίδα 3 από 10
Διαταραχές του
μυοσκελετικού συστήματος,
του συνδετικού ιστού και
των οστών
Άλγος/δυσκαμψία αρθρώσεων, κυρίως
ήπιας ή μέτριας βαρύτητας
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος και του μαστού
Ξηρότητα κόλπου, κυρίως ήπιας ή
μέτριας βαρύτητας
Διαταραχές του δέρματος
και του υποδόριου ιστού
Απώλεια μαλλιών, κυρίως ήπιας ή
μέτριας βαρύτητας
Εξάνθημα, κυρίως ήπιας ή μέτριας
βαρύτητας
Διαταραχές του
γαστρεντερικού συστήματος
Ναυτία, κυρίως ήπιας ή μέτριας
βαρύτητας
Διάρροια, κυρίως ήπιας ή μέτριας
βαρύτητας
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία, κυρίως ήπιας ή μέτριας
βαρύτητας
Σπάνιες
(1/1000 έως
<1/100)
Διαταραχές του
αναπαραγωγικού
συστήματος και του μαστού
Κολπική αιμορραγία, κυρίως ήπιας ή
μέτριας βαρύτητας
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Ανορεξία, κυρίως ήπιας βαρύτητας
Υπερχοληστερολαιμία, κυρίως ήπιας ή
μέτριας βαρύτητας
Διαταραχές του
γαστρεντερικού συστήματος
Έμετος, κυρίως ήπιας ή μέτριας
βαρύτητας
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Υπνηλία, κυρίως ήπιας ή μέτριας
βαρύτητας
Πολύ σπάνιες
(<1/10.000)
Διαταραχές του δέρματος
και του υποδόριου ιστού
Πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο
Stevens-Johnson
4
Αλλεργικές αντιδράσεις,
συμπεριλαμβανομένων του
αγγειοιδήματος, της κνίδωσης και της
αναφυλαξίας
Λόγω της φαρμακολογικής δράσης της αναστροζόλης μπορεί να εμφανιστούν εξάψεις,
ξηρότητα κόλπου και απώλεια μαλλιών. Κατά τη χρήση του Anastrozole/Specifar μπορεί
να εμφανιστούν γαστρεντερικές ενοχλήσεις (ανορεξία, ναυτία, έμετος και διάρροια),
αδυναμία, άλγος/δυσκαμψία αρθρώσεων, υπνηλία, κεφαλαλγία και ήπια εξανθήματα,
συμπεριλαμβανομένων σπάνιων μορφών βλεννογονοδερματικών παθήσεων, όπως
πολύμορφο ερύθημα και σύνδρομο Stevens-Johnson.
Κολπική αιμορραγία έχει αναφερθεί σπανίως, κυρίως σε ασθενείς με προχωρημένο
καρκίνο του μαστού κατά τη διάρκεια των πρώτων λίγων εβδομάδων μετά την αλλαγή
από την υφιστάμενη ορμονοθεραπεία σε θεραπεία με αναστροζόλη. Εάν η αιμορραγία
εμμένει, είναι απαραίτητη περαιτέρω αξιολόγηση της ασθενούς.
4.9 Υπερδοσολογία
Υπάρχει περιορισμένη κλινική πείρα σε σχέση με την υπερδοσολογία της αναστροζόλης.
Σε μελέτες με πειραματόζωα, η αναστροζόλη επέδειξε χαμηλή οξεία τοξικότητα.
Κλινικές δοκιμές έχουν διεξαχθεί με διάφορες δοσολογίες αναστροζόλης, έως και 60 mg
σε μία και μοναδική δόση χορηγούμενη σε υγιείς άνδρες εθελοντές και έως και 10 mg
ημερησίως χορηγούμενα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με προχωρημένο καρκίνο του
μαστού. Αυτές οι δοσολογίες ήταν καλά ανεκτές. Δεν έχει τεκμηριωθεί η ύπαρξη μίας
και μοναδικής δόσης αναστροζόλης που προκαλεί απειλητικά για τη ζωή συμπτώματα.
Δεν υπάρχει κανένα ειδικό αντίδοτο για την υπερδοσολογία και η θεραπεία πρέπει να
είναι συμπτωματική.
Κατά την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο της
πιθανότητας ότι μπορεί να έχουν ληφθεί ταυτόχρονα πολλοί φαρμακευτικοί παράγοντες.
Εάν η ασθενής έχει τις αισθήσεις της, συνιστάται η πρόκληση εμέτου.
Η αιμοκάθαρση μπορεί να είναι χρήσιμη για την απομάκρυνση του φαρμάκου που έχει
ήδη απορροφηθεί, επειδή η αναστροζόλη δεν δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από τις
πρωτεΐνες του πλάσματος.
Συνιστάται η λήψη γενικών υποστηρικτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένης της συχνής
παρακολούθησης των ζωτικών σημείων και της στενής παρακολούθησης της ασθενούς.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αναστολείς ενζύμων, Κωδικός ATC: L02BG03
Σελίδα 5 από 10
Η αναστροζόλη είναι ένας ισχυρός και εξαιρετικά εκλεκτικός μη στεροειδής αναστολέας
της αρωματάσης. Σε μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες, η οιστραδιόλη παράγεται κυρίως από
τη μετατροπή της ανδροστενεδιόνης σε οιστρόνη μέσω του ενζυμικού συμπλόκου
αρωματάση που εντοπίζεται στους περιφερικούς ιστούς. Η οιστρόνη επακολούθως
μετατρέπεται σε οιστραδιόλη.
Με τη μείωση των επιπέδων της κυκλοφορούσας οιστραδιόλης έχει καταδειχθεί ότι
προκαλεί μία ευεργετική επίδραση σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού. Σε
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η αναστροζόλη σε μία ημερήσια δόση 1 mg κατέστειλε
τα επίπεδα οιστραδιόλης κατά περισσότερο από 80%.
Η αναστροζόλη δεν έχει προγεστερονική, ανδρογονική ή οιστρογονική δραστηριότητα.
Οι τακτικές ημερήσιες δόσης αναστροζόλης έως και 10 mg δεν είχαν οποιαδήποτε
επίδραση στην έκκριση κορτιζόλης ή αλδοστερόνης, οι οποίες μετρήθηκαν πριν ή μετά
τη συνήθη δοκιμασία διέγερσης με ACTH. Συνεπώς, δεν συνιστάται συμπληρωματική
θεραπεία με κορτικοειδή κατά τη διάρκεια της χορήγησής της.
Σε μία μεγάλη κλινική μελέτη φάσης ΙΙΙ που διεξήχθη σε 9.366 μετεμμηνοπαυσιακές
γυναίκες με πρώιμου σταδίου διηθητικό καρκίνο του μαστού, η επικουρική θεραπεία με
αναστροζόλη που συνεχίστηκε για 5 έτη μετά τη χειρουργική επέμβαση αποδείχτηκε ότι
ήταν στατιστικά ανώτερη της ταμοξιφαίνης στην ελεύθερη εξέλιξης της νόσου επιβίωση.
Αυτό το όφελος υπέρ της αναστροζόλης έναντι της ταμοξιφαίνης ήταν πιο έκδηλο σε
ασθενείς με θετικούς για ορμονικούς υποδοχείς καρκίνους.
Η αναστροζόλη αποδείχτηκε ότι ήταν στατιστικά ανώτερη της ταμοξιφαίνης ως προς τον
χρόνο έως την υποτροπή της νόσου. Η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερου μεγέθους από
εκείνη που παρατηρήθηκε στην ελεύθερη εξέλιξης της νόσου επιβίωσης τόσο για τον
πληθυσμό Πρόθεσης-Προς-Θεραπεία (ITT) και τον θετικό για ορμονικούς υποδοχείς
πληθυσμό.
Η αναστροζόλη αποδείχτηκε ότι ήταν στατιστικά ανώτερη της ταμοξιφαίνης ως προς τον
χρόνο έως την εμφάνιση απομακρυσμένης υποτροπής. Ήταν δυνατή η ανίχνευση μίας
αριθμητικής τάσης υπέρ της αναστροζόλης, και για την ελεύθερη απομακρυσμένης
υποτροπής επιβίωση.
Η επίπτωση αμφοτερόπλευρου καρκίνου του μαστού ήταν στατιστικά μειωμένη για το
σκέλος της αναστροζόλης έναντι του σκέλους της ταμοξιφαίνης.
Το όφελος ως προς τη συνολική επιβίωση της ταμοξιφαίνης διατηρήθηκε με τη θεραπεία
με αναστροζόλη. Η επιπρόσθετη ανάλυση του χρόνου έως τον θάνατο μετά την
υποτροπή κατέδειξε μία αριθμητική τάση υπέρ της αναστροζόλης σε σύγκριση με την
ταμοξιφαίνη.
Συνολικά, η αναστροζόλη ήταν καλά ανεκτή. Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες
αναφέρθηκαν ανεξαρτήτως της αιτιολογικής σχέσης: Οι ασθενείς που λάμβαναν
αναστροζόλη παρουσίασαν μία μείωση των εξάψεων, της κολπικής αιμορραγίας, των
κολπικών εκκρίσεων, του καρκίνου του ενδομητρίου, των φλεβικών θρομβοεμβολικών
επεισοδίων και των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων σε σύγκριση με ασθενείς στο
6
σκέλος της ταμοξιφαίνης. Ωστόσο, οι ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία μα αναστροζόλη
παρουσίασαν υψηλότερη επίπτωση διαταραχών των αρθρώσεων (συμπεριλαμβανομένων
της αρθρίτιδας, της αρθροπάθειας και της αρθραλγίας) και καταγμάτων. Κατά τη
διάρκεια μίας παρακολούθησης 68 μηνών, παρατηρήθηκε ένα ποσοστό καταγμάτων 22
ανά 1.000 ασθενο-έτη στο σκέλος της αναστροζόλης και 15 ανά 1.000 ασθενο-έτη με την
ομάδα της ταμοξιφαίνης. Το ποσοστό καταγμάτων για την αναστροζόλη παρέμεινε εντός
του ευρέος φάσματος των ποσοστών καταγμάτων που έχουν αναφερθεί σε έναν
διορθωμένο για την ηλικία πληθυσμό μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών.
Ο συνδυασμός αναστροζόλης και ταμοξιφαίνης δεν κατέδειξε κανένα θεραπευτικό
όφελος σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία ταμοξιφαίνης είτε σε ολόκληρο τον πληθυσμό
είτε στις θετικές για ορμονικούς υποδοχείς ασθενείς. Το σκέλος της συνδυαστικής
θεραπείας της μελέτης διεκόπη.
Επικουρική θεραπεία στον καρκίνο του μαστού πρώιμου σταδίου σε ασθενείς που
λάμβαναν επικουρική θεραπεία με ταμοξιφαίνη
Μία δοκιμή φάσης ΙΙΙ, η ABCSG 8, διεξήχθη σε 2.579 μετεμμηνοπαυσικές γυναίκες με
θετικό για ορμονικούς υποδοχείς καρκίνο του μαστού πρώιμου σταδίου που έλαβαν
επικουρική θεραπεία με ταμοξιφαίνη. Οι ασθενείς που άλλαξαν τη θεραπεία σε
αναστροζόλη κατέδειξαν ανώτερα αποτελέσματα ως προς την ελεύθερη νόσου επιβίωση
σε σύγκριση με εκείνες που συνέχισαν να λαμβάνουν ταμοξιφαίνη.
Ο χρόνος έως την εμφάνιση οποιασδήποτε υποτροπής της νόσου, ο χρόνος έως την
εμφάνιση τοπικής ή απομακρυσμένης υποτροπής επιβεβαίωσε το στατιστικό
πλεονέκτημα της αναστροζόλης που συνάδει με τα αποτελέσματα της ελεύθερης νόσου
επιβίωσης. Η επίπτωση αμφοτερόπλευρου καρκίνου του μαστού ήταν πολύ χαμηλή και
στα δύο θεραπευτικά σκέλη με ένα αριθμητικό πλεονέκτημα για τις ασθενείς που
λάμβαναν αναστροζόλη. Η συνολική επιβίωση ήταν παρόμοια και για τις δύο ομάδες
θεραπείας.
Δύο ακόμη παρόμοιες μελέτες που διεξήχθησαν με τη χρήση αναστροζόλης
(GABG/ARNO 95 και ITA), όπως επίσης και μία συνδυασμένη ανάλυση της μελέτης
ABCSG 8 και των μελετών GABG/ARNO 95, επιβεβαίωσαν αυτά τα αποτελέσματα.
Το προφίλ ασφαλείας της αναστροζόλης που ελήφθη από αυτές τις 3 μελέτες συνάδει με
το γνωστό προφίλ ασφαλείας που έχει τεκμηριωθεί σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με
θετικό για ορμονικούς υποδοχείς καρκίνο του μαστού πρώιμου σταδίου.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η φαρμακοκινητική της αναστροζόλης είναι ανεξάρτητη της ηλικίας των
μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών. Η φαρμακοκινητική δεν έχει μελετηθεί σε παιδιά.
Απορρόφηση
Η απορρόφηση της αναστροζόλης, η δραστική ουσία του Anastrozole/Specifar, είναι
ταχεία. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα συνήθως εμφανίζονται εντός δύο ωρών,
εάν το φάρμακο χορηγείται σε κατάσταση νηστείας. Η τροφή προκαλεί μία ελαφρά
μείωση του ρυθμού, αλλά όχι του βαθμού της απορρόφησης. Μία μικρή μεταβολή του
Σελίδα 7 από 10
ρυθμού απορρόφησης δεν αναμένεται να προκαλέσει μία κλινικά σημαντική επίδραση
στις συγκεντρώσεις πλάσματος σε σταθερή κατάσταση κατά τη διάρκεια της άπαξ
ημερησίως χορηγούμενης δοσολογίας των δισκίων Anastrozole/Specifar. Μετά από 7
ημερήσιες δόσεις, οι συγκεντρώσεις αναστροζόλης που επιτεύχθηκαν στο πλάσμα είναι
90-95% των συγκεντρώσεων σταθερής κατάστασης. Δεν υπάρχουν ενδείξεις εξάρτησης
των φαρμακοκινητικών παραμέτρων της αναστροζόλης από τον χρόνο ή τη δόση.
Κατανομή
Η αναστροζόλη δεσμεύεται σε ποσοστό 40% από τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Μεταβολισμός
Η αναστροζόλη μεταβολίζεται εκτενώς στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, με λιγότερο
από 10% της δόσης να απεκκρίνεται αμετάβλητο στα ούρα εντός 72 ωρών από τη
δοσολογία. Ο μεταβολισμός της αναστροζόλης πραγματοποιείται μέσω N-
απαλκυλίωσης, υδροξυλίωσης και γλυκουρονιδίωσης. Οι μεταβολίτες απεκκρίνονται
κυρίως μέσω των ούρων. Η τριαζόλη, ο κύριος μεταβολίτης της αναστροζόλης στο
πλάσμα, δεν αναστέλλει το ένζυμο αρωματάση.
Απέκκριση
Η αναστροζόλη απεκκρίνεται βραδέως με έναν χρόνο ημίσειας ζωής απέκκρισης 40-50
ωρών.
Σε εθελοντές με σταθερή κίρρωση του ήπατος ή νεφρική ανεπάρκεια, η κάθαρση της από
του στόματος χορηγούμενης αναστροζόλης παρέμεινε εντός του εύρους που
παρατηρήθηκε σε υγιείς εθελοντές.
5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια
Σε μελέτες σε πειραματόζωα, τοξικότητα σχετιζόμενη με τη φαρμακοδυναμική δράση
παρατηρήθηκε μόνο σε υψηλές δόσεις.
Ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν περιγραφεί σε μελέτες αναπαραγωγής (μειωμένος αριθμός
βιώσιμων κυήσεων και αναστρέψιμη στειρότητα). Αυτές οι επιδράσεις σχετίζονται με τη
φαρμακολογική επίδραση της ουσίας. Το όριο ασφαλείας είναι επαρκές σε σύγκριση με
τη θεραπευτική δόση στους ανθρώπους.
Δεν έχει παρατηρηθεί καμία τερατογόνος επίδραση σε επίμυες και κονίκλους.
Μελέτες γενετικής τοξικολογίας που διεξήχθησαν με την αναστροζόλη κατέδειξαν ότι
δεν καταδεικνύει μεταλλαξιογόνο ούτε κλαστογόνο δράση.
Σε μία μελέτη καρκινογένεσης σε επίμυες, παρατηρήθηκε αύξηση της επίπτωσης των
ηπατικών νεοπλασμάτων και των ενδομήτριων στρωματικών πολυπόδων σε θηλυκούς
επίμυες και των αδενωμάτων θυρεοειδούς σε αρσενικούς επίμυες, σε μία δόση που
αντιπροσωπεύει μία έκθεση κατά 100 φορές μεγαλύτερη από εκείνη των θεραπευτικών
δόσεων που χορηγούνται στους ανθρώπους. Αυτές οι μεταβολές δεν θεωρούνται ως
κλινικά σχετικές.
Μία μελέτη ογκογένεσης σε μύες, διάρκειας δύο ετών, προκάλεσε την ανάπτυξη
8
καλοηθών όγκων των ωοθηκών και μία διαταραχή στην επίπτωση νεοπλασμάτων του
λεμφοδικτυωτού ιστού (λιγότερα ιστιοκυτταρικά σαρκώματα σε θηλυκούς μύες και
περισσότεροι θάνατοι ως αποτέλεσμα των λεμφωμάτων). Αυτές οι διαταραχές θεωρείται
ότι είναι ειδικές για τους μύες επιδράσεις της αναστολής της αρωματάσης και όχι κλινικά
σχετικές.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου:
Lactose monohydrate
Maize starch
Povidone K-30
Microcrystalline cellulose
Sodium starch glycolate
Silica colloidal anhydrous
Magnesium stearate
Talc
Επικάλυψη με λεπτό υμένιο:
Hypromellose
Macrogol
Titanium dioxide
Τalc
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν έχει εφαρμογή.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
6.5 Φύση και περιεχόμενο του περιέκτη
Επικαλυμένα με λεπτό υμένιο δισκία συσκευασμένα σε κυψέλες από PVC/Aluminium
σε συσκευασίες των 20, 28, 30, 50, 84, 98, 100 και 300 δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
Σελίδα 9 από 10
6.6 Ειδικές προφυλάξεις κατά την αποκομιδή και λοιπός χειρισμός
Δεν υπάρχουν ειδικές προδιαγραφές.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
SPECIFAR ABEE
28
ης
Οκτωβρίου 1
Αγία Βαρβάρα
12351, Αθήνα
Τηλ: 2105401500
E-mail: info@specifar.gr
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
90397/17-12-2009
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
17-12-2009
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
17-12-2009
10