των 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης, χορηγούμενα ημερησίως (n=480) σε μία διπλά
τυφλή, πολυκεντρική μελέτη, διάρκειας ενός έτους, σε μετεμμηνοπαυσιακές
γυναίκες με οστεοπόρωση.
Στο κλινικό πρόγραμμα για τη νατριούχο ρισεδρονάτη, χορηγούμενη μία φορά την
ημέρα μελετήθηκε η επίδραση αυτής στον κίνδυνο εμφάνισης καταγμάτων ισχίου
και σπονδύλων και συμπεριελήφθησαν γυναίκες με πρόωρη και όψιμη εμμηνόπαυση
με και χωρίς κατάγματα. Μελετήθηκαν ημερήσιες δόσεις των 2,5 mg και 5 mg και
σε όλες τις ομάδες, συμπεριλαμβανόμενης και της ομάδας ελέγχου, χορηγήθηκε
ασβέστιο και βιταμίνη D (στην περίπτωση που τα επίπεδα αναφοράς ήταν χαμηλά).
Ο απόλυτος και ο σχετικός κίνδυνος νέων καταγμάτων των σπονδύλων και του
ισχίου εκτιμήθηκε με τη χρήση της ανάλυσης του χρόνου έως την εμφάνιση του
πρώτου συμβάματος.
Σε δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες (n=3661) συμπεριλήφθηκαν
γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση, ηλικίας κάτω των 85 ετών με σπονδυλικά
κατάγματα κατά την ένταξή τους στη μελέτη. Η χορήγηση 5 mg νατριούχου
ρισεδρονάτης ημερησίως για 3 έτη μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης νέων
σπονδυλικών καταγμάτων σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Σε γυναίκες με
τουλάχιστον 2 ή κατ’ ελάχιστον 1 σπονδυλικό κάταγμα, η μείωση του σχετικού
κινδύνου ήταν 49% και 41%, αντίστοιχα (επίπτωση νέων σπονδυλικών
καταγμάτων με νατριούχο ρισεδρονάτη 18,1% και 11,3%, ενώ με το εικονικό
φάρμακο 29,0% και 16,3%, αντίστοιχα). Το αποτέλεσμα της θεραπείας
διαπιστώθηκε αρκετά πρώιμα, από το τέλος κιόλας του πρώτου έτους
θεραπείας. Ωφελήθηκαν επίσης γυναίκες με πολλαπλά κατάγματα κατά την
ένταξή τους στη μελέτη. Η χορήγηση 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως
ελάττωσε επίσης τον ετήσιο ρυθμό απώλειας ύψους σε σύγκριση με την ομάδα
ελέγχου.
Σε δύο επιπρόσθετες, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες
συμπεριελήφθησαν γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση, ηλικίας άνω των 70 ετών
με ή και χωρίς σπονδυλικά κατάγματα κατά την ένταξή τους στη μελέτη.
Συμπεριελήφθησαν γυναίκες, ηλικίας 70-79 ετών με οστική πυκνότητα (BMD)
στον αυχένα του μηριαίου οστού, βαθμολογία Τ < -3 SD (εύρος κατασκευαστή,
δηλαδή -2,5 SD εφαρμόζοντας τη μέθοδο NHANES III) και τουλάχιστον έναν
επιπρόσθετο παράγοντα κινδύνου. Θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν γυναίκες,
ηλικίας > 80 ετών βάσει ενός τουλάχιστον, μη σκελετικού παράγοντα κινδύνου
για κάταγμα ισχίου ή με χαμηλή οστική πυκνότητα στον αυχένα του μηριαίου
οστού. Στατιστική σημαντικότητα ως προς την αποτελεσματικότητα της
ρισεδρονάτης έναντι του εικονικού φαρμάκου επιτυγχάνεται μόνο εφόσον
συγκεντρωθούν τα στοιχεία από τις δύο ομάδες θεραπείας με 2,5 mg και 5 mg.
Τα ακόλουθα αποτελέσματα βασίζονται μόνο σε μία εκ των υστέρων ανάλυση
των υποομάδων, όπως καθορίζεται από την κλινική πράξη και τους πρόσφατους
ορισμούς της οστεοπόρωσης:
Στην υποομάδα των ασθενών με οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του
μηριαίου οστού, βαθμολογία Τ < -2,5 SD (NHANES III) και με ένα τουλάχιστον
σπονδυλικό κάταγμα κατά την έναρξη της μελέτης, η νατριούχος ρισεδρονάτη
χορηγούμενη επί 3 έτη μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης καταγμάτων του ισχίου
κατά 46% σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (επίπτωση καταγμάτων ισχίου
συνολικά στις ομάδες νατριούχου ρισεδρονάτης 2,5 mg και 5 mg 3,8%, έναντι
7,4% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου).
Από τα δεδομένα προκύπτει ότι στις υπερήλικες (ηλικία > 80 ετών) είναι
δυνατό να παρατηρηθεί μικρότερη προφύλαξη από αυτή. Αυτό ενδεχομένως
οφείλεται στην αυξημένη σημασία των μη σκελετικών παραγόντων για
κατάγματα του ισχίου καθώς αυξάνεται η ηλικία. Σε αυτές τις μελέτες, τα
στοιχεία που αναλύθηκαν ως ένα δευτερεύον τελικό σημείο αξιολόγησης
έδειξαν μείωση του κινδύνου εμφάνισης νέων σπονδυλικών καταγμάτων σε