ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Risedronate Sodium/Actavis 35 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 35 mg νατριούχου
ρισεδρονάτης (Risedronate sodium) (ισοδυναμεί με 32,5 mg ρισεδρονικού οξέος).
Έκδοχο με γνωστή δράση: 133,58 μονοϋδρικής λακτόζης / δισκίο
Για τον πλήρη κατάλογο εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο, αμφίκυρτο, ανοιχτού πορτοκαλί χρώματος,
στρογγυλό δισκίο.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης, προκείμενου να μειωθεί ο
κίνδυνος των σπονδυλικών καταγμάτων. Θεραπεία της εγκατεστημένης
μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος των
καταγμάτων του ισχίου (βλ. παράγραφο 5.1).
Θεραπεία της οστεοπόρωσης σε άνδρες που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο καταγμάτων
(βλ. παράγραφο 5.1).
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η συνιστώμενη δόση σε ενήλικες είναι ένα δισκίο των 35 mg από το στόμα μία
φορά την εβδομάδα. Το δισκίο θα πρέπει να λαμβάνεται την ίδια ημέρα κάθε
εβδομάδα.
Η απορρόφηση της νατριούχου ρισεδρονάτης επηρεάζεται από την τροφή, συνεπώς
για τη διασφάλιση της επαρκούς απορρόφησης, οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν
το Risedronate Sodium/Actavis των 35 mg:
Πριν από το πρόγευμα: 30 λεπτά τουλάχιστον πριν από τη λήψη της πρώτης
τροφής, άλλου φαρμακευτικού προϊόντος ή υγρού (εκτός από νερό βρύσης) της
ημέρας.
Οι ασθενείς πρέπει να καθοδηγούνται ώστε, εφόσον παραλειφθεί μια δόση, θα
πρέπει να λάβουν ένα δισκίο Risedronate Sodium/Actavis των 35 mg, την ημέρα που
θα γίνει αντιληπτό. Στη συνέχεια, οι ασθενείς πρέπει να επανέλθουν στη λήψη του
ενός δισκίου μια φορά την εβδομάδα, κατά την ημέρα που λαμβάνεται κανονικά το
δισκίο. Την ίδια ημέρα δεν πρέπει να λαμβάνονται δύο δισκία.
Το δισκίο πρέπει να καταπίνεται ολόκληρο και να μην απομυζάται ή μασάται.
Προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταφορά του δισκίου στο στομάχι, το Risedronate
Sodium/Actavis των 35 mg θα πρέπει να ληφθεί σε όρθια θέση με ένα ποτήρι νερό
βρύσης (≥ 120 ml). Μετά τη λήψη του δισκίου οι ασθενείς δεν πρέπει να ξαπλώνουν
για τα επόμενα 30 λεπτά (βλ. παράγραφο 4.4).
Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο λήψης συμπληρωματικού ασβεστίου και
βιταμίνης D εφόσον η διαιτητική πρόσληψη είναι ανεπαρκής.
Η βέλτιστη διάρκεια της θεραπείας με διφωσφονικά για την οστεοπόρωση δεν έχει
τεκμηριωθεί. Η ανάγκη για συνέχιση της θεραπείας θα πρέπει να επανεκτιμάται
περιοδικά με βάση τα οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους του Risedronate
Sodium/Actavis για κάθε ασθενή ξεχωριστά, ιδιαίτερα μετά από 5 ή περισσότερα έτη
χρήσης.
Ηλικιωμένοι:
Δεν απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας επειδή η βιοδιαθεσιμότητα, η
κατανομή και η απέκκριση ήταν παρόμοιες στους ηλικιωμένους (ηλικίας > 60 ετών)
και τους νεότερους ασθενείς.
Αυτό έχει τεκμηριωθεί επίσης και σε υπερήλικες, ηλικίας 75 ετών και άνω,
μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς.
Νεφρική δυσλειτουργία: Δεν απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας στους ασθενείς
εκείνους με ήπια έως μέτρια νεφρική δυσλειτουργία. Η χρήση της νατριούχου
ρισεδρονάτης αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία
(κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από 30 ml/λεπτό) (βλ. παραγράφους 4.3 και 5.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
: Η νατριούχος ρισεδρονάτη δε συνιστάται για χρήση σε
παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών λόγω ανεπαρκών δεδομένων ως προς την
ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα (βλ. επίσης παράγραφο 5.1).
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη νατριούχο ρισεδρονάτη ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Υποασβεστιαιμία (βλ. παράγραφο 4.4).
Κύηση και γαλουχία.
Σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/λεπτό).
4.4. Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Τροφές, υγρά (εκτός από νερό βρύσης) και φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν
πολυσθενή κατιόντα (όπως ασβέστιο, μαγνήσιο, σίδηρος και αργίλιο)
παρεμποδίζουν την απορρόφηση των διφωσφονικών και δεν θα πρέπει να
λαμβάνονται ταυτόχρονα με το Risedronate Sodium/Actavis των 35 mg (βλ.
παράγραφο 4.5). Προκειμένου να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη αποτελεσματικότητα,
είναι αναγκαία η αυστηρή τήρηση των δοσολογικών συστάσεων (βλ. παράγραφο
4.2).
Η αποτελεσματικότητα των διφωσφονικών στη θεραπεία της οστεοπόρωσης
σχετίζεται με την παρουσία χαμηλής οστικής πυκνότητας ή/και τα προϋπάρχοντα
κατάγματα.
Η μεγάλη ηλικία ή οι κλινικοί παράγοντες κινδύνου για κατάγματα δεν αποτελούν
από μόνα
τους επαρκή λόγο έναρξης θεραπείας της οστεοπόρωσης με κάποιο διφωσφονικό.
Σε υπερήλικες (ηλικίας > 80 ετών) τα δεδομένα για την υποστήριξη της
αποτελεσματικότητας
των διφωσφονικών, συμπεριλαμβανόμενης και της ρισεδρονάτης, είναι
περιορισμένα (βλ. παράγραφο 5.1).
Τα διφωσφονικά έχουν συσχετιστεί με οισοφαγίτιδα, γαστρίτιδα, οισοφαγικές
εξελκώσεις και γαστροδωδεκαδακτυλικές εξελκώσεις. Συνεπώς, απαιτείται
προσοχή:
Σε ασθενείς με ιστορικό οισοφαγικών διαταραχών που καθυστερούν τη
διέλευση από τον οισοφάγο ή την κένωση του οισοφάγου π.χ. στένωση ή
αχαλασία.
Σε ασθενείς που δεν μπορούν να παραμείνουν σε όρθια θέση για τουλάχιστον
30 λεπτά μετά τη λήψη του δισκίου.
Εάν η νατριούχος ρισεδρονάτη χορηγείται σε ασθενείς με ενεργές ή πρόσφατες
οισοφαγικές διαταραχές ή διαταραχές του άνω γαστρεντερικού.
(συμπεριλαμβανομένων του γνωστού οισοφάγου Barret)
Οι γιατροί που συνταγογραφούν το φάρμακο πρέπει να τονίζουν τη σημασία των
δοσολογικών οδηγιών στους ασθενείς, καθώς και της επαγρύπνησης όσον αφορά
σημεία και συμπτώματα πιθανής οισοφαγικής αντίδρασης. Οι ασθενείς θα πρέπει
να καθοδηγούνται ώστε να ζητήσουν έγκαιρα ιατρική φροντίδα εάν αναπτύξουν
συμπτώματα οισοφαγικού ερεθισμού όπως δυσφαγία, πόνο κατά την κατάποση,
οπισθοστερνικό πόνο ή νέο / επιδεινωθέν αίσθημα καύσου.
Η υποασβεστιαιμία πρέπει να αντιμετωπίζεται πριν από την έναρξη της θεραπείας
με Risedronate Sodium/Actavis των 35 mg. Άλλες διαταραχές του μεταβολισμού
των οστών και των μετάλλων (π.χ. δυσλειτουργία του παραθυρεοειδούς,
υποβιταμίνωση D) πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά την έναρξη της θεραπείας με
Risedronate Sodium/Actavis των 35 mg.
Σε καρκινοπαθείς που λαμβάνουν θεραπευτικά σχήματα κυρίως ενδοφλεβίως
χορηγούμενων διφωσφονικών έχει αναφερθεί οστεονέκρωση της γνάθου, η οποία
γενικά σχετίζεται με εξαγωγή οδόντων ή/και τοπική λοίμωξη
(συμπεριλαμβανομένης της οστεομυελίτιδας). Πολλοί από αυτούς τους ασθενείς
λάμβαναν επίσης χημειοθεραπεία και κορτικοστεροειδή. Οστεονέκρωση της γνάθου
έχει επίσης αναφερθεί σε ασθενείς με οστεοπόρωση που λαμβάνουν διφωσφονικά
από το στόμα.
Οδοντιατρική εξέταση με κατάλληλη προληπτική οδοντιατρική θα πρέπει να
προηγείται της θεραπείας με διφωσφονικά σε ασθενείς με συνυπάρχοντες
παράγοντες κινδύνου (π.χ. καρκίνο, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία,
κορτικοστεροειδή, πτωχή στοματική υγιεινή).
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν
επεμβατικές οδοντιατρικές επεμβάσεις, εάν αυτό είναι εφικτό. Σε ασθενείς που
αναπτύσσουν οστεονέκρωση της γνάθου κατά τη διάρκεια της θεραπείας με
διφωσφονικά, η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί με μία οδοντιατρική χειρουργική
επέμβαση. Σε ασθενείς στους οποίους οι οδοντιατρικές επεμβάσεις είναι
απαραίτητες δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα προκειμένου να υποδειχθεί κατά
πόσον η διακοπή της θεραπείας με διφωσφονικά μειώνει τον κίνδυνο
οστεονέκρωσης της γνάθου.
Η κλινική κρίση του θεράποντος ιατρού θα πρέπει να καθορίζει το σχέδιο
διαχείρισης κάθε ασθενούς βάσει της εξατομικευμένης αξιολόγησης οφέλους /
κινδύνου.
Άτυπα κατάγματα του μηριαίου οστού
Άτυπα υποτροχαντήρια κατάγματα και κατάγματα της διάφυσης του μηριαίου
έχουν αναφερθεί με θεραπεία με διφωσφονικά, κυρίως σε ασθενείς που λαμβάνουν
μακροχρόνια θεραπεία για την οστεοπόρωση. Αυτά τα εγκάρσια ή μικρά λοξά
κατάγματα μπορούν να συμβούν οπουδήποτε κατά μήκος του μηριαίου οστού, από
ακριβώς κάτω από τον ελάσσονα τροχαντήρα μέχρι και ακριβώς επάνω από το
υπερκονδύλιο κύρτωμα. Αυτά τα κατάγματα συμβαίνουν μετά από μικρό ή καθόλου
τραυματισμό και μερικοί ασθενείς βιώνουν πόνο στο μηρό ή στη βουβωνική χώρα,
που συνδέεται συχνά με απεικονιστικά ευρήματα των καταγμάτων κόπωσης,
εβδομάδες ή και μήνες πριν παρουσιάσουν πλήρες κάταγμα μηριαίου. Τα
κατάγματα είναι συχνά αμφοτερόπλευρα, ως εκ τούτου το αντίπλευρο μηριαίο
οστούν πρέπει να εξεταστεί σε ασθενείς που έλαβαν διφωσφονικά και που έχουν
υποστεί κάταγμα του μηριαίου άξονα. Πτωχή επούλωση των καταγμάτων αυτών
έχει επίσης αναφερθεί. Η διακοπή των διφωσφονικών σε ασθενείς που υπάρχει
υποψία ότι έχουν άτυπο κάταγμα μηριαίου θα πρέπει να εκτιμηθεί εν αναμονή της
αξιολόγησης του ασθενούς, με βάση την εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναλογίας
κινδύνου/οφέλους.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με διφωσφονικά οι ασθενείς πρέπει να
ευαισθητοποιούνται ώστε να αναφέρουν οποιοδήποτε πόνο στο μηρό, στο ισχίο ή
στη βουβωνική χώρα και κάθε ασθενής που παρουσιάζει αυτά τα συμπτώματα
πρέπει να αξιολογείται για ατελές κάταγμα του μηριαίου.
Το φάρμακο αυτό περιέχει λακτόζη. Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκεια Lapp λακτάσης ή
δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο.
4.5. Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί επίσημες μελέτες αλληλεπιδράσεων, ωστόσο κατά τη
διάρκεια των κλινικών μελετών δε βρέθηκαν κλινικά σχετικές αλληλεπιδράσεις με
άλλα φαρμακευτικά προϊόντα. Στις μελέτες φάσης III για την οστεοπόρωση με
ημερήσια χορήγηση νατριούχου ρισεδρονάτης αναφέρθηκε η χρήση
ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή Μη Στεροειδών Αντιφλεγμονωδών Φαρμάκων (ΜΣΑΦ)
από το 33% και το 45% των ασθενών, αντίστοιχα. Στη μελέτη φάσης III με
χορήγηση μία φορά την εβδομάδα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αναφέρθηκε η
χρήση ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή ΜΣΑΦ από το 57% και το 40% των ασθενών,
αντίστοιχα. Μεταξύ των τακτικών χρηστών ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή ΜΣΑΦ (3
ή περισσότερες ημέρες ανά εβδομάδα) η επίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών από το
ανώτερο γαστρεντερικό σύστημα σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με νατριούχο
ρισεδρονάτη ήταν παρόμοια με εκείνη των ασθενών της ομάδας ελέγχου.
Εάν θεωρείται απαραίτητο, η νατριούχος ρισεδρονάτη μπορεί να χορηγείται μαζί με
οιστρογόνα (αφορά μόνο στις γυναίκες).
Η συγχορήγηση φαρμάκων που περιέχουν πολυσθενή κατιόντα (π.χ. ασβέστιο,
μαγνήσιο, σίδηρο και αργίλιο) παρεμποδίζει την απορρόφηση του Risedronate
Sodium/Actavis των 35 mg (βλ. παράγραφο 4.4).
Η νατριούχος ρισεδρονάτη δε μεταβολίζεται συστηματικά, δεν επάγει τα ένζυμα
του κυτοχρώματος Ρ450 και συνδέεται σε μικρό βαθμό με τις πρωτεΐνες.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα από τη χρήση της νατριούχου ρισεδρονάτης σε
εγκύους γυναίκες. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή
(βλ. παράγραφο 5.3). Ο ενδεχόμενος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι άγνωστος. Το
Risedronate Sodium/Actavis των 35 mg δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την
κύηση.
Γαλουχία
Μελέτες σε ζώα υποδηλώνουν ότι μία μικρή ποσότητα νατριούχου ρισεδρονάτης
περνά στο μητρικό γάλα.
Το Risedronate Sodium/Actavis των 35 mg δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από
γυναίκες που θηλάζουν.
4.7. Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Το Risedronate Sodium/Actavis έχει καμία ή αμελητέα επίδραση στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8. Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η νατριούχος ρισεδρονάτη έχει μελετηθεί σε κλινικές μελέτες φάσης III, στις
οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 15.000 ασθενείς. Η πλειονότητα των
ανεπιθύμητων ενεργειών που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των κλινικών
μελετών ήταν ήπιας ως μέτριας βαρύτητας και συνήθως δεν απαιτήθηκε διακοπή
της αγωγής.
Τα ανεπιθύμητα συμβάντα που αναφέρθηκαν σε κλινικές μελέτες φάσης III σε
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση που αντιμετωπίστηκαν θεραπευτικά
για διάστημα έως και 36 μηνών με 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης την ημέρα
(n=5.020) ή με εικονικό φάρμακο (n=5.048) και θεωρήθηκαν ενδεχομένως ή
πιθανώς σχετιζόμενα με τη νατριούχο ρισεδρονάτη παρατίθενται πιο κάτω, με
χρήση της ακόλουθης σύμβασης (η συχνότητα εμφάνισης έναντι του εικονικού
φαρμάκου παρουσιάζεται σε παρένθεση): πολύ συχνές (≥ 1/10), συχνές (≥ 1/100
έως < 1/10), όχι συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100), σπάνιες (≥ 1/10.000 έως <
1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000).
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Συχνές: Κεφαλαλγία (1,8% έναντι 1,4%).
Οφθαλμικές διαταραχές:
Όχι συχνές: Ιρίτιδα*.
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος:
Συχνές: Δυσκοιλιότητα (5% έναντι 4,8%), δυσπεψία (4,5% έναντι 4,1%), ναυτία
(4,3% έναντι 4,0%), κοιλιακό άλγος (3,5% έναντι 3,3%), διάρροια (3%
έναντι 2,7%).
Όχι συχνές: Γαστρίτιδα (0,9% έναντι 0,7%), οισοφαγίτιδα (0,9% έναντι 0,9%),
δυσφαγία (0,4% έναντι 0,2%), δωδεκαδακτυλίτιδα (0,2% έναντι 0,1%),
έλκος οισοφάγου (0,2% έναντι 0,2%).
Σπάνιες: Γλωσσίτιδα (<0,1% έναντι 0,1%), στένωση οισοφάγου (<0,1% έναντι
0,0%).
Διαταραχές, του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού:
Συχνές: Μυοσκελετικό άλγος (2,1% έναντι 1,9%).
Παρακλινικές εξετάσεις:
Σπάνιες: Παθολογικές τιμές στις δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας*.
* Δεν προκύπτουν σχετικές συχνότητες εμφάνισης από μελέτες οστεοπόρωσης
φάσης III. Η συχνότητα εμφάνισης βασίζεται σε ευρήματα ανεπιθύμητων
συμβαμάτων / εργαστηριακά ευρήματα / ευρήματα δοκιμασιών επαναπρόκλησης
από προηγούμενες κλινικές μελέτες.
Σε μία διπλά τυφλή, πολυκεντρική μελέτη, διάρκειας 1 έτους όπου έγινε σύγκριση
μεταξύ των 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως (n=480) και των 35 mg
νατριούχου ρισεδρονάτης εβδομαδιαίως (n=485) σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες
με οστεοπόρωση, αποδείχθηκε ότι τα προφίλ ασφάλειας και ανοχής στο σύνολο
τους ήταν παρόμοια. Επί πλέον αναφέρθηκαν τα ακόλουθα ανεπιθύμητα συμβάντα,
τα οποία, κατά τους ερευνητές, θεωρήθηκαν ενδεχομένως ή πιθανώς σχετιζόμενα με
το φάρμακο (η επίπτωση στην ομάδα των 35 mg ρισεδρονάτης ήταν μεγαλύτερη από
εκείνη στην ομάδα των 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης): διαταραχές του
γαστρεντερικού συστήματος (1,6% έναντι 1,0%) και άλγος (1,2% έναντι 0,8%).
Σε μία μελέτη, διάρκειας δύο ετών σε άνδρες με οστεοπόρωση, αποδείχθηκε ότι η
συνολική ασφάλεια και ανοχή ήταν παρόμοια μεταξύ της ομάδας θεραπείας και της
ομάδας εικονικού φαρμάκου. Τα ανεπιθύμητα συμβάντα ήταν σύμφωνα με εκείνα
που είχαν παρατηρηθεί προηγουμένως σε γυναίκες.
Εργαστηριακά ευρήματα
: Σε ορισμένους ασθενείς έχουν αναφερθεί πρώιμες,
παροδικές, ασυμπτωματικές και ήπιες μειώσεις των επιπέδων του ασβεστίου και
των φωσφορικών στον ορό.
Κατά την εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου, οι ακόλουθες αντιδράσεις
έχουν αναφερθεί (συχνότητα σπάνιες): Άτυπα υποτροχαντήρια κατάγματα και
κατάγματα της διάφυσης του μηριαίου (ανεπιθύμητη ενέργεια της κατηγορίας των
διφωσφονικών).
Επί πλέον, οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρθηκαν πολύ σπάνια μετά
την κυκλοφορία του προϊόντος (άγνωστη συχνότητα):
Οφθαλμικές διαταραχές
:
Ιριδίτιδα, ραγοειδίτιδα
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού:
Οστεονέκρωση της γνάθου
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
:
Υπερευαισθησία και δερματικές αντιδράσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το
αγγειοοίδημα, το γενικευμένο εξάνθημα, η κνίδωση, οι πομφολυγώδεις δερματικές
αντιδράσεις και η λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα, μερικά από τια οποία είναι
σοβαρά και περιλαμβάνουν μεμονωμένες αναφορές συνδρόμου Stevens-Johnson και
τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης.
Απώλεια μαλλιών.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Αναφυλακτική αντίδραση.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Σοβαρές ηπατικές διαταραχές. Στα περισσότερα από τα αναφερθέντα περιστατικά,
οι ασθενείς λάμβαναν επίσης θεραπεία με άλλα προϊόντα που είναι γνωστό ότι
προκαλούν ηπατικές διαταραχές.
μ μ Αναφορά πιθανολογού ενων ανεπιθύ ητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Μεσογείων 284, 15562, Χολαργός, Τηλ.:
+ 30 213-2040200, Φαξ: + 30 210-6549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr ).
4.9. Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες ειδικές πληροφορίες για τη θεραπεία της υπερδοσολογίας
με τη νατριούχο ρισεδρονάτη.
Μπορεί να παρουσιαστούν μειώσεις στα επίπεδα ασβεστίου στον ορό μετά από
σημαντική υπερδοσολογία. Ορισμένοι από τους ασθενείς αυτούς μπορεί επίσης να
παρουσιάσουν σημεία και συμπτώματα υποασβεστιαιμίας.
Για τη δέσμευση της ρισεδρονάτης και τη μείωση της απορρόφησης της νατριούχου
ρισεδρονάτης πρέπει να χορηγείται γάλα ή αντιόξινα που περιέχουν μαγνήσιο,
ασβέστιο ή αργίλιο. Σε περιπτώσεις σημαντικής υπερδοσολογίας, προκειμένου να
απομακρυνθεί η νατριούχος ρισεδρονάτη που δεν έχει απορροφηθεί μπορεί να
εξεταστεί το ενδεχόμενο πλύσης του στομάχου.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Διφωσφονικά
Κωδικός ATC: M05BA07.
Η νατριούχος ρισεδρονάτη είναι ένας διφωσφονικός πυριδινυλεστέρας που
δεσμεύεται στον υδροξυαπατίτη των οστών και αναστέλλει τη μέσω των
οστεοκλαστών απορρόφηση των οστών. Η οστική εναλλαγή μειώνεται ενώ
διατηρείται η δραστηριότητα των οστεοβλαστών και η επιμετάλλωση στα οστά. Σε
προκλινικές μελέτες, η νατριούχος ρισεδρονάτη εμφάνισε ισχυρή αντι-
οστεοκλαστική και αντι-απορροφητική δραστικότητα, ενώ αύξησε κατά
δοσοεξαρτώμενο τρόπο την οστική μάζα και τη βιομηχανική σκελετική αντοχή. Η
δραστικότητα της νατριούχου ρισεδρονάτης επιβεβαιώθηκε από μετρήσεις των
βιοχημικών δεικτών της οστικής εναλλαγής κατά τη διάρκεια φαρμακοδυναμικών
και κλινικών μελετών. Σε μελέτες με μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες,
παρατηρήθηκαν μειώσεις στους βιοχημικούς δείκτες της οστικής εναλλαγής μέσα
σε 1 μήνα και έφθασαν το μέγιστο μέσα σε 3-6 μήνες. Οι μειώσεις στους
βιοχημικούς δείκτες της οστικής εναλλαγής ήταν παρόμοιες μεταξύ των 35 mg
νατριούχου ρισεδρονάτης και των 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως στους
12 μήνες.
Σε μία μελέτη όπου συμμετείχαν άνδρες με οστεοπόρωση παρατηρήθηκαν μειώσεις
στους βιοχημικούς δείκτες της οστικής εναλλαγής στο νωρίτερο χρονικό σημείο
των 3 μηνών και εξακολούθησε να παρατηρείται στους 24 μήνες.
Θεραπεία της Μετεμμηνοπαυσιακής Οστεοπόρωσης:
Ένας αριθμός παραγόντων κινδύνου συνδέονται με τη μετεμμηνοπαυσιακή
οστεοπόρωση, όπως η χαμηλή οστική μάζα, η χαμηλή οστική πυκνότητα, η πρώιμη
εμμηνόπαυση, το ιστορικό καπνίσματος και το οικογενειακό ιστορικό
οστεοπόρωσης. Η κλινική επίπτωση της οστεοπόρωσης είναι τα κατάγματα. Ο
κίνδυνος καταγμάτων αυξάνεται με τον αριθμό των παραγόντων κινδύνου.
Με βάση τα αποτελέσματα ως προς τη μέση μεταβολή της οστικής πυκνότητας στην
οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, τα 35 mg νατριούχου ρισεδρονάτης
χορηγούμενα άπαξ εβδομαδιαίως (n=485) αποδείχθηκαν θεραπευτικά ισοδύναμα
των 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης, χορηγούμενα ημερησίως (n=480) σε μία διπλά
τυφλή, πολυκεντρική μελέτη, διάρκειας ενός έτους, σε μετεμμηνοπαυσιακές
γυναίκες με οστεοπόρωση.
Στο κλινικό πρόγραμμα για τη νατριούχο ρισεδρονάτη, χορηγούμενη μία φορά την
ημέρα μελετήθηκε η επίδραση αυτής στον κίνδυνο εμφάνισης καταγμάτων ισχίου
και σπονδύλων και συμπεριελήφθησαν γυναίκες με πρόωρη και όψιμη εμμηνόπαυση
με και χωρίς κατάγματα. Μελετήθηκαν ημερήσιες δόσεις των 2,5 mg και 5 mg και
σε όλες τις ομάδες, συμπεριλαμβανόμενης και της ομάδας ελέγχου, χορηγήθηκε
ασβέστιο και βιταμίνη D (στην περίπτωση που τα επίπεδα αναφοράς ήταν χαμηλά).
Ο απόλυτος και ο σχετικός κίνδυνος νέων καταγμάτων των σπονδύλων και του
ισχίου εκτιμήθηκε με τη χρήση της ανάλυσης του χρόνου έως την εμφάνιση του
πρώτου συμβάματος.
Σε δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες (n=3661) συμπεριλήφθηκαν
γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση, ηλικίας κάτω των 85 ετών με σπονδυλικά
κατάγματα κατά την ένταξή τους στη μελέτη. Η χορήγηση 5 mg νατριούχου
ρισεδρονάτης ημερησίως για 3 έτη μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης νέων
σπονδυλικών καταγμάτων σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Σε γυναίκες με
τουλάχιστον 2 ή κατ’ ελάχιστον 1 σπονδυλικό κάταγμα, η μείωση του σχετικού
κινδύνου ήταν 49% και 41%, αντίστοιχα (επίπτωση νέων σπονδυλικών
καταγμάτων με νατριούχο ρισεδρονάτη 18,1% και 11,3%, ενώ με το εικονικό
φάρμακο 29,0% και 16,3%, αντίστοιχα). Το αποτέλεσμα της θεραπείας
διαπιστώθηκε αρκετά πρώιμα, από το τέλος κιόλας του πρώτου έτους
θεραπείας. Ωφελήθηκαν επίσης γυναίκες με πολλαπλά κατάγματα κατά την
ένταξή τους στη μελέτη. Η χορήγηση 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως
ελάττωσε επίσης τον ετήσιο ρυθμό απώλειας ύψους σε σύγκριση με την ομάδα
ελέγχου.
Σε δύο επιπρόσθετες, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες
συμπεριελήφθησαν γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση, ηλικίας άνω των 70 ετών
με ή και χωρίς σπονδυλικά κατάγματα κατά την ένταξή τους στη μελέτη.
Συμπεριελήφθησαν γυναίκες, ηλικίας 70-79 ετών με οστική πυκνότητα (BMD)
στον αυχένα του μηριαίου οστού, βαθμολογία Τ < -3 SD (εύρος κατασκευαστή,
δηλαδή -2,5 SD εφαρμόζοντας τη μέθοδο NHANES III) και τουλάχιστον έναν
επιπρόσθετο παράγοντα κινδύνου. Θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν γυναίκες,
ηλικίας > 80 ετών βάσει ενός τουλάχιστον, μη σκελετικού παράγοντα κινδύνου
για κάταγμα ισχίου ή με χαμηλή οστική πυκνότητα στον αυχένα του μηριαίου
οστού. Στατιστική σημαντικότητα ως προς την αποτελεσματικότητα της
ρισεδρονάτης έναντι του εικονικού φαρμάκου επιτυγχάνεται μόνο εφόσον
συγκεντρωθούν τα στοιχεία από τις δύο ομάδες θεραπείας με 2,5 mg και 5 mg.
Τα ακόλουθα αποτελέσματα βασίζονται μόνο σε μία εκ των υστέρων ανάλυση
των υποομάδων, όπως καθορίζεται από την κλινική πράξη και τους πρόσφατους
ορισμούς της οστεοπόρωσης:
Στην υποομάδα των ασθενών με οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του
μηριαίου οστού, βαθμολογία Τ < -2,5 SD (NHANES III) και με ένα τουλάχιστον
σπονδυλικό κάταγμα κατά την έναρξη της μελέτης, η νατριούχος ρισεδρονάτη
χορηγούμενη επί 3 έτη μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης καταγμάτων του ισχίου
κατά 46% σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (επίπτωση καταγμάτων ισχίου
συνολικά στις ομάδες νατριούχου ρισεδρονάτης 2,5 mg και 5 mg 3,8%, έναντι
7,4% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου).
Από τα δεδομένα προκύπτει ότι στις υπερήλικες (ηλικία > 80 ετών) είναι
δυνατό να παρατηρηθεί μικρότερη προφύλαξη από αυτή. Αυτό ενδεχομένως
οφείλεται στην αυξημένη σημασία των μη σκελετικών παραγόντων για
κατάγματα του ισχίου καθώς αυξάνεται η ηλικία. Σε αυτές τις μελέτες, τα
στοιχεία που αναλύθηκαν ως ένα δευτερεύον τελικό σημείο αξιολόγησης
έδειξαν μείωση του κινδύνου εμφάνισης νέων σπονδυλικών καταγμάτων σε
ασθενείς με χαμηλή οστική πυκνότητα BMD στον αυχένα του μηριαίου οστού
χωρίς σπονδυλικό κάταγμα και σε ασθενείς με χαμηλή οστική πυκνότητα BMD
στον αυχένα του μηριαίου οστού με ή χωρίς σπονδυλικό κάταγμα.
Η χορήγηση 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως επί 3 έτη αύξησε την
οστική πυκνότητα (BMD) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου στην οσφυϊκή μοίρα
της σπονδυλικής στήλης, τον αυχένα του μηριαίου οστού, τους τροχαντήρες και
τον καρπό και διατήρησε την οστική πυκνότητα στο μέσο της διάφυσης της
κερκίδας.
Σε μία μονοετή μελέτη παρακολούθησης, μετά από 3 έτη θεραπείας με 5 mg
νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως παρατηρήθηκε ταχεία αναστρεψιμότητα
της κατασταλτικής δράσης της νατριούχου ρισεδρονάτης στον ρυθμό της
οστικής εναλλαγής.
Δείγματα βιοψίας οστών από γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση που υποβλήθηκαν
σε θεραπεία με 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως για 2-3 έτη, έδειξαν
μία αναμενόμενη μέτρια μείωση στην οστική εναλλαγή. Το οστό που
σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια της θεραπείας με νατριούχο ρισεδρονάτη είχε
φυσιολογική πεταλιώδη δομή και επιμετάλλωση. Τα στοιχεία αυτά σε
συνδυασμό με τη μειωμένη επίπτωση καταγμάτων λόγω οστεοπόρωσης στα
σημεία των σπονδύλων σε γυναίκες με οστεοπόρωση δεν φαίνεται να δηλώνουν
κάποια επιζήμια δράση στην ποιότητα των οστών.
Ενδοσκοπικά ευρήματα από έναν αριθμό ασθενών με διάφορες μέτριες έως σοβαρές
γαστρεντερικές ενοχλήσεις, τόσο στην ομάδα της νατριούχου ρισεδρονάτης όσο και
στην ομάδα ελέγχου δεν έδειξαν σχετιζόμενα με τη θεραπεία γαστρικά,
δωδεκαδακτυλικά ή οισοφαγικά έλκη σε οποιαδήποτε από τις ομάδες, αν και
παρατηρήθηκε δωδεκαδακτυλίτιδα, όχι συχνά, στην ομάδα της νατριούχου
ρισεδρονάτης.
Θεραπεία της Οστεοπόρωσης σε Άνδρες
Σε μία διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη, διάρκειας 2 ετών σε
284 άνδρες , η νατριούχος ρισεδρονάτη των 35 mg, χορηγούμενη μία φορά την
εβδομάδα αποδείχθηκε ότι είναι αποτελεσματική σε άνδρες με οστεοπόρωση
(ηλικιακό εύρος 36 έως 84 ετών). Όλοι οι ασθενείς έλαβαν συμπληρωματικά
ασβέστιο και βιταμίνη D.
Αύξηση της BMD παρατηρήθηκε ήδη 6 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας με
νατριούχο ρισεδρονάτη. Η νατριούχος ρισεδρονάτη των 35 mg μία φορά την
εβδομάδα προκάλεσε μέσες αυξήσεις της οστικής πυκνότητας στην οσφυϊκή μοίρα
της σπονδυλικής στήλης, στον αυχένα του μηριαίου οστού, τους τροχαντήρες και το
ολικό ισχίο σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο μετά από θεραπεία 2 ετών. Σε
αυτή τη μελέτη δεν αποδείχθηκε η αποτελεσματικότητα κατά των καταγμάτων.
Η επίδραση της νατριούχου ρισεδρονάτης στο οστό (αύξηση της οστικής
πυκνότητας και μείωση της οστικής εναλλαγής) ήταν παρόμοια μεταξύ ανδρών και
γυναικών.
Παιδιατρικός πληθυσμός:
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της νατριούχου ρισεδρονάτης έχει
ερευνηθεί σε μία 3ετή μελέτη (μία τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με
εικονικό φάρμακο, πολυκεντρική, παράλληλη μελέτη της ομάδας διάρκειας ενός
έτους που ακολουθείται από δύο χρόνια ανοικτής θεραπείας) σε παιδιατρικούς
ασθενείς ηλικίας 4 έως λιγότερο από 16 χρόνια με ήπια έως μέτρια ατελή
οστεογένεση. Σε αυτή τη μελέτη, οι ασθενείς που ζυγίζουν 10-30 kg έλαβαν
ρισεδρονάτη 2,5 mg ημερησίως και οι ασθενείς που ζυγίζουν περισσότερο από 30
kg έλαβαν ρισεδρονάτη 5 mg ημερησίως. Μετά από την ολοκλήρωση της
τυχαιοποιημένης, διπλά-τυφλής, ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο φάσης,
διάρκειας ενός έτους, καταδείχθηκε μια στατιστικά σημαντική αύξηση της οστικής
πυκνότητας (BMD) στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης για την ομάδα της
ρισεδρονάτης έναντι της ομάδας του εικονικού φαρμάκου. Ωστόσο, στην ομάδα της
ρισεδρονάτης βρέθηκε αυξημένος αριθμός ασθενών με, κατά 1 τουλάχιστον, νέων
μορφομετρικών σπονδυλικών καταγμάτων (διαγνωσμένων με ακτινογραφία),
συγκριτικά με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Κατά τη διάρκεια της διπλά
τυφλής περιόδου ενός έτους, το ποσοστό των ασθενών που ανέφεραν κλινικά
κατάγματα ήταν 30,9% στην ομάδα ρισενδρονάτης και 49,0% στην ομάδα του
εικονικού φαρμάκου. Στην ανοιχτή θεραπεία, όταν όλοι οι ασθενείς έλαβαν
ρισεδρονάτη (μήνας 12 έως μήνας 36), κλινικά κατάγματα αναφέρθηκαν από το
65,3% των ασθενών που αρχικά τυχαιοποιήθηκαν στην ομάδα του εικονικού
φαρμάκου και κατά 52,9% των ασθενών που αρχικά τυχαιοποιήθηκαν στην ομάδα
ρισεδρονάτης. Συνολικά, τα αποτελέσματα είναι ανεπαρκή για να υποστηρίξουν τη
χρήση της νατριούχου ρισεδρονάτης σε παιδιατρικούς ασθενείς με ήπια έως μέτρια
ατελή οστεογένεση.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση:
Η απορρόφηση μετά την από στόματος χορήγηση είναι σχετικά ταχεία (t
max
~1 ώρα)
και είναι ανεξάρτητη της δόσης στο εύρος που μελετάται (μελέτη εφάπαξ
χορήγησης 2,5 έως 30 mg, μελέτες πολλαπλών δόσεων, 2,5 έως 5 mg ημερησίως και
δόσεις έως και 50 mg εβδομαδιαίως). Η μέση από στόματος βιοδιαθεσιμότητα του
δισκίου είναι 0,63% και μειώνεται όταν η νατριούχος ρισεδρονάτη χορηγείται με
τροφή. Η βιοδιαθεσιμότητα ήταν παρόμοια σε άνδρες και γυναίκες.
Κατανομή:
Στους ανθρώπους, ο μέσος όγκος κατανομής σε σταθερή κατάσταση είναι 6,3 l/kg.
Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι περίπου 24%.
Βιομετασχηματισμός:
Δεν υπάρχουν στοιχεία συστηματικού μεταβολισμού της νατριούχου ρισεδρονάτης.
Απέκκριση:
Το μισό περίπου της δόσης που απορροφάται απεκκρίνεται στα ούρα μέσα σε 24
ώρες και μετά από 28 ημέρες ανακτάται στα ούρα το 85% μίας ενδοφλέβιας δόσης.
Η μέση νεφρική κάθαρση είναι 105 ml/λεπτό και η μέση ολική κάθαρση είναι 122
ml/λεπτό και η διαφορά αυτή ενδεχομένως αποδίδεται στην κάθαρση λόγω
προσρόφησης στο οστό. Η νεφρική κάθαρση δεν εξαρτάται από τη συγκέντρωση και
υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ της νεφρικής κάθαρσης και της κάθαρσης
κρεατινίνης.
Η μη απορροφηθείσα νατριούχος ρισεδρονάτη απεκκρίνεται αμετάβλητη στα
κόπρανα. Μετά την από του στόματος χορήγηση, το προφίλ συγκέντρωσης - χρόνου
εμφανίζει τρεις φάσεις απέκκρισης με τελικό χρόνο ημιζωής 480 ώρες.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηλικιωμένοι:
Δεν απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας.
Χρήστες ακετυλοσαλικυλικού οξέος / Μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων
(ΜΣΑΦ):
Μεταξύ των τακτικών χρηστών ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή ΜΣΑΦ (3 ή
περισσότερες ημέρες ανά εβδομάδα) η επίπτωση ανεπιθύμητων ενεργειών από το
ανώτερο γαστρεντερικό σύστημα σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με
νατριούχο ρισεδρονάτη ήταν παρόμοια με εκείνη των ασθενών της ομάδας ελέγχου.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε τοξικολογικές μελέτες που διεξήχθησαν σε αρουραίους και σκύλους
εντοπίσθηκαν τοξικές δοσοεξαρτώμενες επιδράσεις στο ήπαρ των ζώων, κυρίως
υπό τη μορφή αύξησης των ενζύμων με ιστολογικές αλλοιώσεις στον αρουραίο μετά
από τη χορήγηση της νατριούχου ρισεδρονάτης. Η κλινική σημασία αυτών των
παρατηρήσεων δεν είναι γνωστή. Τοξικότητα των όρχεων παρουσιάσθηκε σε
αρουραίους και σκύλους σε δόσεις που θεωρήθηκαν ότι ήταν πάνω από το ανώτατο
θεραπευτικό όριο έκθεσης του ανθρώπου. Στα τρωκτικά συχνά σημειώθηκαν
δοσοσχετιζόμενες επιπτώσεις ερεθισμού των ανώτερων αεραγωγών. Παρόμοιες
δράσεις εντοπίσθηκαν και με άλλα διφωσφονικά. Σε μακροχρόνιες μελέτες με
τρωκτικά παρουσιάσθηκε επίσης κάποια δράση στο κατώτερο αναπνευστικό, παρ’
όλο που η κλινική σημασία αυτών των ευρημάτων δεν είναι σαφής. Σε μελέτες
τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή σε εκθέσεις που προσέγγιζαν τις κλινικές
εκθέσεις διαπιστώθηκαν μεταβολές της οστεοποίησης στο στέρνο ή/και το κρανίο
εμβρύων αρουραίων που έλαβαν το φάρμακο, καθώς και υποασβεστιαιμία και
θνησιμότητα σε κυοφορούντα θηλυκά μετά τον τοκετό. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε
ένδειξη τερατογένεσης σε δόση 3,2 mg/kg/ημέρα χορηγούμενη σε αρουραίους και σε
δόση 10 mg/kg/ημέρα χορηγούμενη σε κουνέλια, παρά το γεγονός ότι τα διαθέσιμα
στοιχεία αφορούν μόνο σε έναν μικρό αριθμό κουνελιών.
Η τοξική δράση στις μητέρες εμπόδισε τον έλεγχο υψηλότερων δόσεων. Μελέτες
σχετικά με τη γονοτοξικότητα και την καρκινογένεση δεν παρουσίασαν κάποιους
ιδιαίτερους κινδύνους για τους ανθρώπους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1. Κατάλογος Εκδόχων
Πυρήνας δισκίου:
μονοϋδρική λακτόζη, μικροκρυσταλλική κυτταρίνη,
κροσποβιδόνη, στεατικό μαγνήσιο.
Επικάλυψη
: κίτρινο οξείδιο του σιδήρου (E172), κόκκινο οξείδιο του σιδήρου
(E172), υπρομελλόζη, υδροξυπροπυλκυτταρίνη, πυρίτιο, κολλοειδές άνυδρο
διοξείδιο του τιτάνιου (Ε171), μακρογόλη 400, μακρογόλη 8000.
6.2. Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3. Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος.
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Λευκές ταινίες blister από PVC/PVDC και φύλλο αλουμινίου σε χαρτοκυτία.
Οι συσκευασίες blister περιέχουν 2, 4 ή 12 δισκία (3 x 4).
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Actavis Group PTC ehf.
Reykjavíkurvegur 76 78,
220 Hafnarfjörður,
Ισλανδία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
57862/08/28-01-2009
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
28-01-2009
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ