ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Ceftazidime/Generics 2 g, κόνις για ενέσιμο διάλυμα
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Kεφταζιδίμη πενταϋδρική, που αντιστοιχεί σε 2 g κεφταζιδίμης.
Για ένα φιαλίδιο
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
Το Ceftazidime/Generics 2g περιέχει 101,2 mg (4,4 mmol) νατρίου ανά φιαλίδιο.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα.
Λευκή προς υπόλευκη, κρυσταλλική κόνις σε φιαλίδιο.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Ceftazidime/Generics ενδείκνυται για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των λοιμώξεων που
αναφέρονται παρακάτω σε ενήλικες και παιδιά, περιλαμβανομένων νεογνών (από τη γέννηση).
Νοσοκομειακή πνευμονία
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις σε ασθενείς με κυστική ίνωση
Βακτηριακή μηνιγγίτιδα
Χρόνια πυώδης μέση ωτίτιδα
Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
Λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων
Περιτονίτιδα σχετιζόμενη με αιμοκάθαρση σε ασθενείς που υποβάλλονται σε συνεχή
περιπατητική περιτοναϊκή διύλιση (CAPD)
Θεραπεία ασθενών με βακτηριαιμία σε συσχέτιση, ή σε υποψία συσχέτισης, με οποιαδήποτε από τις
λοιμώξεις που αναφέρονται παραπάνω.
Η κεφταζιδίμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς που έχουν εμπύρετη ουδετεροπενία εάν
υπάρχει υπόνοια ότι αυτή οφείλεται σε βακτηριακή λοίμωξη.
1
Η κεφταζιδίμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως περιεγχειρητική προφύλαξη από λοιμώξεις του
ουροποιητικού σε ασθενείς που υποβάλλονται σε διουρηθρική προστατεκτομή (TURP).
Για την επιλογή της κεφταζιδίμης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντιβακτηριακό της φάσμα, το
οποίο περιορίζεται κυρίως σε αερόβια αρνητικά κατά Gram βακτήρια (βλέπε παραγράφους 4.4 και
5.1).
Η κεφταζιδίμη πρέπει να συγχορηγείται μαζί με άλλους αντιβακτηριακούς παράγοντες σε περίπτωση
που το πιθανό εύρος των παθογόνων βακτηρίων δεν καλύπτεται από το φάσμα δράσης της.
Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες για την κατάλληλη χρήση
αντιβακτηριακών παραγόντων.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Πίνακας 1: Ενήλικες και παιδιά ≥ 40 kg
Διαλείπουσα Χορήγηση
Λοίμωξη Δόση που πρέπει να χορηγείται
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις σε ασθενείς με
κυστική ίνωση
100 έως 150 mg/kg/ημέρα κάθε 8 ώρες,
μέγιστη δόση 9 g ημερησίως
1
Εμπύρετη ουδετεροπενία 2 g κάθε 8 ώρες
Νοσοκομειακή πνευμονία
Βακτηριακή μηνιγγίτιδα
Βακτηριαιμία*
Λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων 1-2 g κάθε 8 ώρες
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος και των
μαλακών μορίων
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
Περιτονίτιδα σχετιζόμενη με αιμοκάθαρση σε
ασθενείς που υποβάλλονται σε συνεχή
περιπατητική περιτοναϊκή διύλιση
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του ουροποιητικού
συστήματος
1-2 g κάθε 8 ώρες ή 12 ώρες
Περιεγχειρητική προφύλαξη σε
διουρηθρική εκτομή του προστάτη
(TURP)
1 g κατά την επαγωγή αναισθησίας
και μια δεύτερη δόση κατά την αφαίρεση του
καθετήρα
Χρόνια πυώδης μέση ωτίτιδα 1 g έως 2 g κάθε 8 ώρες
Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα
Συνεχής Έγχυση
Λοίμωξη Δόση που πρέπει να χορηγείται
2
Εμπύρετη ουδετεροπενία Δόση φόρτισης 2 g και ακολούθως συνεχής
έγχυση 4 έως 6 g το εικοσιτετράωρο
1
Νοσοκομειακή πνευμονία
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις σε
ασθενείς με κυστική ίνωση
Βακτηριακή μηνιγγίτιδα
Βακτηριαιμία*
Λοιμώξεις των οστών και των αρθρώσεων
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του δέρματος και
των μαλακών μορίων
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές λοιμώξεις
Περιτονίτιδα σχετιζόμενη με αιμοκάθαρση σε
ασθενείς που υποβάλλονται σε συνεχή
περιπατητική περιτοναϊκή διύλιση
1
Σε ενήλικες με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, έχει χρησιμοποιηθεί δόση 9 g/ημέρα χωρίς
ανεπιθύμητες ενέργειες.
* Όταν συσχετίζεται ή υπάρχει υποψία συσχέτισης με οποιαδήποτε από τις λοιμώξεις που
αναφέρονται στην παράγραφο 4.1.
Πίνακας 2: Παιδιά < 40 kg
Βρέφη και νήπια > 2 μηνών και
παιδιά < 40 kg
Λοίμωξη Συνήθης δόση
Διαλείπουσα Χορήγηση
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του
ουροποιητικού συστήματος
100-150 mg/kg/ημέρα
σε τρεις διαιρεμένες
δόσεις, μέγιστη δόση
6 g/ημέρα
Χρόνια πυώδης μέση ωτίτιδα
Κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα
Ουδετεροπενικά παιδιά 150 mg/kg/ημέρα σε
τρεις διαιρεμένες
δόσεις, μέγιστη δόση
6 g/ημέρα
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις σε
ασθενείς με κυστική ίνωση
Βακτηριακή μηνιγγίτιδα
Βακτηριαιμία*
Λοιμώξεις των οστών και των
αρθρώσεων
100-150 mg/kg/ημέρα
σε τρεις διαιρεμένες
δόσεις, μέγιστη δόση
6 g/ημέρα
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του
δέρματος και των μαλακών
μορίων
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές
λοιμώξεις
Περιτονίτιδα σχετιζόμενη με
αιμοκάθαρση σε ασθενείς που
υποβάλλονται σε συνεχή
περιπατητική περιτοναϊκή
διύλιση
Συνεχής Έγχυση
Εμπύρετη ουδετεροπενία Δόση φόρτισης 60-100
mg/kg και ακολούθως
συνεχής έγχυση 100-
200 mg/kg/ημέρα,
μέγιστη δόση 6 g/ημέρα
Νοσοκομειακή πνευμονία
Βρογχοπνευμονικές λοιμώξεις σε
ασθενείς με κυστική ίνωση
Βακτηριακή μηνιγγίτιδα
Βακτηριαιμία*
3
Λοιμώξεις των οστών και των
αρθρώσεων
Επιπλεγμένες λοιμώξεις του
δέρματος και των μαλακών
μορίων
Επιπλεγμένες ενδοκοιλιακές
λοιμώξεις
Περιτονίτιδα σχετιζόμενη με
αιμοκάθαρση σε ασθενείς που
υποβάλλονται σε συνεχή
περιπατητική περιτοναϊκή
διύλιση
Νεογέννητα και βρέφη ≤ 2
μηνών
Λοίμωξη Συνήθης δόση
Διαλείπουσα Χορήγηση
Στην πλειοψηφία των λοιμώξεων 25-60 mg/kg/ημέρα σε
δύο διαιρεμένες δόσεις
1
1
Σε νεογέννητα και βρέφη 2 μηνών, ο χρόνος ημιζωής της κεφταζιδίμης στον ορό μπορεί
να είναι τριπλάσιος έως τετραπλάσιος σε σύγκριση με τους ενήλικες.
* Όταν συσχετίζεται ή υπάρχει υποψία συσχέτισης με οποιαδήποτε από τις λοιμώξεις που
αναφέρονται στην παράγραφο 4.1.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Ceftazidime/Generics χορηγούμενου ως συνεχή έγχυση
σε νεογνά και βρέφη < 2 μηνών δεν έχει τεκμηριωθεί.
Ηλικιωμένοι
Δεδομένης της σχετιζόμενης με την ηλικία περιορισμένης κάθαρσης της κεφταζιδίμης σε
ηλικιωμένους ασθενείς, η ημερήσια δόση δεν πρέπει κανονικά να υπερβαίνει τα 3 g σε ασθενείς άνω
των 80 ετών.
Ηπατική δυσλειτουργία
Τα διαθέσιμα δεδομένα δεν υποδεικνύουν την ανάγκη ρύθμισης της δόσης σε ήπια έως μέτρια
ηπατική δυσλειτουργία. Δεν υπάρχουν δεδομένα από μελέτες σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
δυσλειτουργία (βλέπε επίσης παράγραφο 5.2). Συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση για την
ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα.
Νεφρική δυσλειτουργία
Η κεφταζιδίμη απεκκρίνεται αμετάβλητη δια των νεφρών. Ως εκ τούτου, η δόση πρέπει να μειώνεται
σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας (βλέπε επίσης παράγραφο 4.4).
Θα πρέπει να χορηγείται αρχική δόση φόρτισης 1 g. Οι δόσεις συντήρησης πρέπει να βασίζονται
στην κάθαρση της κρεατινίνης.
Πίνακας 3: Συνιστώμενες δόσεις συντήρησης του Ceftazidime / Generics σε ασθενείς με νεφρική
δυσλειτουργία -διαλείπουσα έγχυση
Ενήλικες και παιδιά 40 kg
4
Κάθαρση κρεατινίνης
(ml/λεπτό)
Κατά προσέγγιση
κρεατινίνη ορού μmol/l
(mg/dl)
Συνιστώμενη μονάδα
δόσης
Ceftazidime / Generics
(g)
Συχνότητα
χορήγησης
δόσης
(ωριαία)
50-31 150-200
(1,7-2,3)
1 12
30-16 200-350
(2,3-4,0)
1 24
15-6 350-500
(4,0-5,6)
0,5 24
<5 >500
(>5,6)
0,5 48
Σε ασθενείς με σοβαρές λοιμώξεις, πρέπει να αυξάνεται η μονάδα δόσης κατά 50% ή να αυξάνεται η
συχνότητα χορήγησης της δόσης.
Σε παιδιά, η κάθαρση κρεατινίνης πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα προς την επιφάνεια σώματος ή
την ελεύθερη λίπους σωματική μάζα.
Παιδιά < 40 kg
Κάθαρση κρεατινίνης
(ml/λεπτό)**
Κατά προσέγγιση
κρεατινίνη ορού*
μmol/l (mg/dl)
Συνιστώμενη
μεμονωμένη δόση
mg/kg σωματικού
βάρους
Συχνότητα
χορήγησης
δόσης
(ωριαία)
50-31 150-200
(1,7-2,3)
25 12
30-16 200-350
(2,3-4,0)
25 24
15-6 350-500
(4,0-5,6)
12,5 24
<5 >500
(>5,6)
12,5 48
* Οι τιμές κρεατινίνης ορού είναι ενδεικτικές και ενδέχεται να μην αντιπροσωπεύουν
ακριβώς τον ίδιο βαθμό μείωσης για όλους τους ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας.
** Υπολογίζεται βάσει της επιφάνειας σώματος, ή μετράται.
Συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα.
Πίνακας 4: Συνιστώμενες δόσεις συντήρησης Ceftazidime / Generics σε νεφρική δυσλειτουργία -
συνεχής έγχυση
Ενήλικες και παιδιά 40 kg
Κάθαρση κρεατινίνης
(ml/min)
Κατά προσέγγιση κρεατινίνη
ορού μmol/l (mg/dl)
Συχνότητα χορήγησης
δόσης (ωριαία)
5
50-31 150-200
(1,7-2,3)
Δόση φόρτισης 2 g και
ακολούθως 1 g έως 3
g /24 ώρες
30-16 200-350
(2,3-4,0)
Δόση φόρτισης 2 g και
ακολούθως 1 g/24 ώρες
≤15 >350
(>4,0)
Δεν αξιολογήθηκε
Συνιστάται προσοχή στη επιλογή της δόσης. Συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση για την
ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα.
Παιδιά < 40 kg
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Ceftazidime/Generics χορηγούμενου ως συνεχή έγχυση
σε παιδιά < 40 kg με νεφρική δυσλειτουργία δεν έχει τεκμηριωθεί. Συνιστάται στενή κλινική
παρακολούθηση για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα.
Εάν χρησιμοποιείται συνεχής έγχυση σε παιδιά με νεφρική δυσλειτουργία, η κάθαρση κρεατινίνης
θα πρέπει να ρυθμίζεται ως προς το εμβαδόν επιφάνειας σώματος ή την ελεύθερη λίπους σωματική
μάζα.
Αιμοκάθαρση
Ο χρόνος ημιζωής στον ορό κατά τη διάρκεια αιμοκάθαρσης κυμαίνεται από 3 έως 5 ώρες.
Μετά από κάθε περίοδο αιμοκάθαρσης, πρέπει να επαναλαμβάνεται η δόση συντήρησης της
κεφταζιδίμης που συνιστάται στον πίνακα παρακάτω.
Περιτοναϊκή διύλιση
Η κεφταζιδίμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς που υποβάλλονται σε περιτοναϊκή διύλιση ή
συνεχή περιπατητική περιτοναϊκή διύλιση (CAPD).
Εκτός από την ενδοφλέβια χρήση, η κεφταζιδίμη είναι δυνατό να προστεθεί στο υγρό
της αιμοκάθαρσης (συνήθως 125 έως 250 mg για 2 λίτρα διαλύματος αιμοκάθαρσης).
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια που υποβάλλονται σε συνεχή αρτηριοφλεβική αιμοκάθαρση ή
αιμοδιήθηση υψηλής ροής σε μονάδες εντατικής θεραπείας: 1 g ημερησίως ως εφάπαξ δόση ή σε
διαιρεμένες δόσεις. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοδιήθηση χαμηλής ροής, πρέπει να
χορηγείται η δόση που συνιστάται για ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε φλεβοφλεβική αιμοδιήθηση και φλεβοφλεβική αιμοκάθαρση,
πρέπει να χορηγούνται οι συνιστώμενες δόσεις που αναφέρονται στους πίνακες παρακάτω.
Πίνακας 5: Οδηγίες για τη δόση σε ασθενείς υπό συνεχή φλεβοφλεβική αιμοδιήθηση
Υπολειμματική
νεφρική λειτουργία
Δόση συντήρησης (mg) για ρυθμό υπερδιήθησης (ml/λεπτό)
1
:
6
(κάθαρση κρεατινίνης
σε ml/λεπτό)
5 16,7 33,3 50
0 250 250 500 500
5 250 250 500 500
10 250 500 500 750
15 250 500 500 750
20 500 500 500 750
1
Η δόση συντήρησης πρέπει να χορηγείται κάθε 12 ώρες.
Πίνακας 6: Οδηγίες για τη δόση σεσυνεχής φλεβοφλεβική αιμοκάθαρση
Υπολειμματική
νεφρική
λειτουργία
(κάθαρση
κρεατινίνης σε
ml/λεπτό)
Δόση συντήρησης (mg) για παροχή διερχόμενης ουσίας
1
:
1,0 λίτρο/ώρα 2,0 λίτρα/ώρα
Ρυθμός υπερδιήθησης (λίτρα/ώρα) Ρυθμός υπερδιήθησης
(λίτρα/ώρα)
0,5 1,0 2,0 0,5 1,0 2,0
0 500 500 500 500 500 750
5 500 500 750 500 500 750
10 500 500 750 500 750 1000
15 500 750 750 750 750 1000
20 750 750 1000 750 750 1000
1
Η δόση συντήρησης πρέπει να χορηγείται κάθε 12 ώρες.
Τρόπος χορήγησης
Το Ceftazidime/Generics πρέπει να χορηγείται με ενδοφλέβια ένεση ή έγχυση ή με βαθιά ενδομυϊκή
ένεση. Τα συνιστώμενα σημεία ενδομυϊκής ένεσης είναι το άνω έξω τεταρτημόριο του μείζονος
γλουτιαίου μυός ή το πλάγιο του μηρού. Τα διαλύματα του Ceftazidime/Generics είναι δυνατό να
χορηγηθούν απευθείας σε φλέβα ή στο σύστημα παρεντερικής χορήγησης υγρών τα οποία
ενδεχομένως λαμβάνει ο ασθενής.
Η καθιερωμένη συνιστώμενη οδός χορήγησης είναι με ενδοφλέβια διαλείπουσα ένεση ή συνεχή
ενδοφλέβια έγχυση. Το ενδεχόμενο ενδομυϊκής χορήγησης μπορεί να εξετασθεί μόνο εάν η
ενδοφλέβια οδός δεν είναι δυνατή ή είναι λιγότερο κατάλληλη για τον ασθενή.
Η δόση εξαρτάται από τη σοβαρότητα, την ευαισθησία, τη θέση και τον τύπο της λοίμωξης, καθώς
και από την ηλικία και την κατάσταση της νεφρικής λειτουργίας του ασθενή.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην κεφταζιδίμη, σε οποιαδήποτε άλλη κεφαλοσπορίνη ή σε κάποιο από τα
έκδοχα.
Ιστορικό σοβαρής υπερευαισθησίας (π.χ. αναφυλακτική αντίδραση) σε οποιοδήποτε άλλο τύπο β-
λακταμικού αντιβακτηριακού παράγοντα (πενικιλλίνες, μονοβακτάμες και καρβαπενέμες).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
7
Όπως με όλους τους β- λακταμικούς αντιβακτηριακούς παράγοντες, έχουν αναφερθεί σοβαρές και
περιστασιακά θανατηφόρες αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Στην περίπτωση σοβαρών αντιδράσεων
υπερευαισθησίας, η θεραπεία με κεφταζιδίμη πρέπει να διακοπεί άμεσα και να εφαρμοστούν επαρκή
μέτρα έκτακτης ανάγκης.
Πριν από την έναρξη της θεραπείας, πρέπει να τεκμηριώνεται εάν ο ασθενής έχει ιστορικό σοβαρής
αντίδρασης υπερευαισθησίας στην κεφταζιδίμη, σε άλλες κεφαλοσπορίνες ή σε οποιοδήποτε άλλο
τύπο β- λακτάμης. Εφιστάται προσοχή σε περίπτωση χορήγησης κεφταζιδίμης σε ασθενείς που
έχουν ιστορικό μη σοβαρής υπερευαισθησίας σε άλλες β- λακτάμες.
Η κεφταζιδίμη έχει ένα περιορισμένο φάσμα αντιβακτηριακής δράσης. Δεν είναι κατάλληλη για
χρήση ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία ορισμένων τύπων λοιμώξεων εκτός εάν το παθογόνο είναι
ήδη γνωστό και τεκμηριωμένο ότι είναι ευαίσθητο ή υπάρχει πολύ μεγάλη υποψία ότι για το(α)
πιθανότερο(α) παθογόνο(α) θα είναι κατάλληλη η θεραπεία με κεφταζιδίμη. Αυτό εφαρμόζεται
ιδιαίτερα σε ασθενείς με βακτηριαιμία και κατά την θεραπεία βακτηριακής μηνιγγίτιδας, λοιμώξεων
του δέρματος και των μαλακών μορίων και λοιμώξεων των οστών και των αρθρώσεων. Επιπλέον, η
κεφταζιδίμη είναι ευαίσθητη σε υδρόλυση από αρκετές β- λακταμάσες ευρέως φάσματος (ESBLs).
Επομένως, όταν επιλέγεται η κεφταζιδίμη ως θεραπεία, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι
πληροφορίες για τον επιπολασμό των οργανισμών που παράγουν ESBL.
Περιπτώσεις κολίτιδας σχετιζόμενης με τον αντιβακτηριακό παράγοντα και ψευδομεμβρανώδους
κολίτιδας έχουν αναφερθεί με όλους σχεδόν τους αντιβακτηριακούς παράγοντες, περιλαμβανομένης
της κεφταζιδίμης και μπορεί να ποικίλουν σε βαρύτητα από ήπιες έως απειλητικές για τη ζωή. Ως εκ
τούτου, είναι σημαντικό να συνεκτιμηθεί αυτή η διάγνωση σε ασθενείς που παρουσιάζουν διάρροια
κατά τη διάρκεια ή μετά τη χορήγηση κεφταζιδίμης (βλέπε παράγραφο 4.8). Θα πρέπει να εξετάζεται
το ενδεχόμενο διακοπής της θεραπείας με κεφταζιδίμη και χορήγησης ειδικής αγωγής για
Clostridium difficile. Δεν πρέπει να χορηγούνται φαρμακευτικά προϊόντα που αναστέλλουν την
περισταλτικότητα του εντέρου.
Η συγχορήγηση με υψηλές δόσεις κεφαλοσπορινών και νεφροτοξικών φαρμακευτικών προϊόντων,
όπως οι αμινογλυκοσίδες ή τα ισχυρά διουρητικά (π.χ. φουροσεμίδη), ενδέχεται να επηρεάσουν
δυσμενώς τη νεφρική λειτουργία.
Η κεφταζιδίμη αποβάλλεται δια των νεφρών. Ως εκ τούτου, η δόση πρέπει να μειώνεται σε
συνάρτηση με τον βαθμό της νεφρικής δυσλειτουργίας. Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία θα
πρέπει να παρακολουθούνται στενά τόσο για την ασφάλεια όσο και για την αποτελεσματικότητα.
Έχουν αναφερθεί περιστασιακά νευρολογικά επακόλουθα, όταν η δόση δεν μειώθηκε σε ασθενείς με
νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε παραγράφους 4.2 και 4.8).
Η παρατεταμένη χρήση μπορεί να οδηγήσει σε υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων μικροοργανισμών
(π.χ. εντερόκοκκοι, μύκητες) λόγω της οποίας μπορεί να χρειαστεί προσωρινή διακοπή της αγωγής ή
άλλα κατάλληλα μέτρα. Είναι απαραίτητη η επαναλαμβανόμενη αξιολόγηση της κατάστασης του
ασθενή.
Η κεφταζιδίμη δεν επηρεάζει τα ενζυμικές δοκιμασίες για γλυκοζουρία, αλλά επηρεάζει ελαφρώς
(ψευδώς θετικό αποτέλεσμα) τις μεθόδους αναγωγής χαλκού (Benedict’s, Fehling’s, Clinitest).
Η κεφταζιδίμη δεν επηρεάζει τη δοκιμασία αντίδρασης της κρεατινίνης με πικρικό οξύ σε αλκαλικό
περιβάλλον.
8
Θετικό αποτέλεσμα σε δοκιμασία Coombs λόγω της χρήσης κεφταζιδίμης εμφανίζεται σε ποσοστό 5
% περίπου των ασθενών και μπορεί να επηρεάσει τη διασταύρωση του αίματος.
Σημαντικές πληροφορίες σχετικά με ορισμένα συστατικά του Ceftazidime/Generics:
Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η περιεκτικότητα σε νάτριο που είναι 50,6 mg ανά 1,0 g δόσης.
Το παραπάνω θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που ακολουθούν δίαιτα με
ελεγχόμενη περιεκτικότητα σε νάτριο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπίδρασης μόνο με προβενεσίδη και φουροσεμίδη.
Η ταυτόχρονη χρήση υψηλών δόσεων νεφροτοξικών φαρμακευτικών προϊόντων μπορεί να
επηρεάσει δυσμενώς τη νεφρική λειτουργία (βλέπε παράγραφο 4.4).
Η χλωραμφαινικόλη έχει ανταγωνιστική δράση in vitro προς την κεφταζιδίμη και άλλες
κεφαλοσπορίνες. Η κλινική σημασία αυτού του ευρήματος δεν έχει εξακριβωθεί, αλλά στη σύσταση
για συγχορήγηση κεφταζιδίμης με χλωραμφαινικόλη, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα
ανταγωνισμού.
4.6 Kύηση και γαλουχία
Κύηση
Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία από τη χρήση κεφταζιδίμης σε έγκυες γυναίκες. Μελέτες σε ζώα
δεν κατέδειξαν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιπτώσεις στην εγκυμοσύνη, στην ανάπτυξη του
εμβρύου, στον τοκετό ή στη μεταγεννητική ανάπτυξη (βλέπε παράγραφο 5.3).
Το Ceftazidime/Generics πρέπει να χορηγείται σε έγκυες γυναίκες μόνο εάν το όφελος υπερσκελίζει
τον κίνδυνο.
Θηλασμός
Η κεφταζιδίμη απεκκρίνεται στο ανθρώπινο μητρικό γάλα σε μικρές ποσότητες, ωστόσο, σε
θεραπευτικές δόσεις κεφταζιδίμης δεν αναμένονται επιπτώσεις για το βρέφος που θηλάζει. Το
Ceftazidime/Generics μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά το θηλασμό.
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με την επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών. Ενδέχεται, ωστόσο, να εμφανιστούν ανεπιθύμητες ενέργειες .χ. ζάλη), οι οποίες μπορεί
να επηρεάσουν την ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών (βλέπε παράγραφο 4.8).
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
9
Οι πλέον συχνές ανεπιθύμητες αντιδράσεις είναι η ηωσινοφιλία, η θρομβοκυττάρωση, η φλεβίτιδα ή
η θρομβοφλεβίτιδα με ενδοφλέβια χορήγηση, η διάρροια, οι παροδικές αυξήσεις των ηπατικών
ενζύμων, το κηλιδοβλατιδώδες ή το κνιδωτικό εξάνθημα, το άλγος και/ή η φλεγμονή μετά από
ενδομυϊκή ένεση και η θετική δοκιμασία Coombs.
Για να προσδιοριστεί η συχνότητα εμφάνισης συχνών και όχι συχνών ανεπιθύμητων ενεργειών,
χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από επιχορηγούμενες και μη κλινικές δοκιμές. Οι συχνότητες που
παρουσιάζονται για όλες τις υπόλοιπες ανεπιθύμητες ενέργειες εκτιμήθηκαν κυρίως
χρησιμοποιώντας στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου και αφορούν
στο ποσοστό αναφορών και όχι στην πραγματική συχνότητα. Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας
εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας. Η ακόλουθη
συνθήκη έχει χρησιμοποιηθεί για την κατηγοριοποίηση της συχνότητας των ανεπιθύμητων
ενεργειών:
Πολύ συχνές (≥ 1/10)
Συχνές (≥ 1/100 έως < 1/10)
Όχι συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000)
Πολύ σπάνιες (< 1/10.000)
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)
Κατηγορία
Οργανικού
Συστήματος
Συχνές Όχι συχνές Πολύ σπάνιες Μη γνωστές
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
Καντιντίαση
(περιλαμβανομένης
κολπίτιδας και
στοματικής
μονιλίασης)
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και
του λεμφικού
συστήματος
Ηωσινοφιλία
Θρομβοκυττάρωση
Ουδετεροπενία
Λευκοπενία
Θρομβοπενία
Ακοκκιο-
κυττάρωση
Αιμολυτική
αναιμία
Λεμφοκυττάρωση
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αναφυλαξία
(περιλαμβανομένου
βρογχόσπασμου
και υπότασης)
(βλέπε παράγραφο
4.4)
Διαταραχές του
νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία
Ζάλη
Νευρολογικά
επακόλουθα
1
Παραισθησία
Αγγειακές
διαταραχές
Φλεβίτιδα ή
θρομβοφλεβίτιδα
με ενδοφλέβια
χορήγηση
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Διάρροια
Διάρροια και
κολίτιδα
σχετιζόμενη με τον
αντιβακτηριακό
παράγοντα
2
(βλέπε
Δυσγευσία
10
παράγραφο 4.4)
Κοιλιακό άλγος
Ναυτία
Έμετος
Διαταραχές του
ήπατος και των
χοληφόρων
Παροδικές
αυξήσεις ενός ή
περισσότερων
ηπατικών ενζύμων
3
Ίκτερος
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Κηλιδοβλατιδώδες
ή κνιδωτικό
εξάνθημα
Κνησμός
Τοξική
επιδερμική
νεκρόλυση
Σύνδρομο
Stevens-Johnson
Πολύμορφο
ερύθημα
Αγγειοοίδημα
Διαταραχές των
νεφρών και των
ουροφόρων οδών
Παροδικές αυξήσεις
της ουρίας αίματος,
του αζώτου ουρίας
αίματος και/ή της
κρεατινίνης ορού
Διάμεση
νεφρίτιδα
Οξεία νεφρική
ανεπάρκεια
Γενικές διαταραχές
και καταστάσεις της
οδού χορήγησης
Άλγος και/ή
φλεγμονή έπειτα
από ενδομυϊκή
ένεση
Πυρετός
Παρακλινικές
εξετάσεις
Θετική δοκιμασία
Coombs
4
1
Υπάρχουν αναφορές νευρολογικών επακόλουθων, όπως τρόμος, μυοκλονία, σπασμοί,
εγκεφαλοπάθεια και κώμα, σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία στους οποίους η δόση της
κεφταζιδίμης δεν μειώθηκε καταλλήλως.
2
Η διάρροια και η κολίτιδα οφείλονται ενδεχομένως σε Clostridium difficile και μπορεί να
εκδηλωθούν ως ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα.
3
ALT (SGPT), AST (SOGT), LHD, GGT, αλκαλική φωσφατάση.
4
Θετικό αποτέλεσμα σε δοκιμασία Coombs εμφανίζεται σε ποσοστό 5 % περίπου των ασθενών και
μπορεί να επηρεάσει τη διασταύρωση αίματος.
4.9 Υπερδοσολογία
Η υπερδοσολογία μπορεί να οδηγήσει σε νευρολογικά επακόλουθα, όπως, μεταξύ άλλων,
εγκεφαλοπάθεια, σπασμοί και κώμα.
Συμπτώματα υπερδοσολογίας μπορεί να εκδηλωθούν εάν η δόση δεν μειώνεται καταλλήλως σε
ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε παραγράφους 4.2 και 4.4).
Οι συγκεντρώσεις της κεφταζιδίμης στον ορό μπορεί να είναι μειωμένες κατά την αιμοκάθαρση ή
την περιτοναϊκή διύλιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
11
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιβακτηριακά για συστηματική χρήση. Κεφαλοσπορίνες τρίτης
γενιάς. Κωδικός ATC: J01DD02.
Μηχανισμός δράσης
Η κεφταζιδίμη αναστέλλει τη σύνθεση του βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος μετά από σύνδεση
σε πενικιλλινοδεσμευτικές πρωτεΐνες (PBP). Αυτό συνεπάγεται τη διακοπή της βιοσύνθεσης του
κυτταρικού τοιχώματος (πεπτιδογλυκάνη), που οδηγεί σε λύση και απόπτωση του βακτηριακού
κυττάρου.
Σχέση φαρμακοκινητικής/φαρμακοδυναμικής (ΦΚ/ΦΔ)
Για τις κεφαλοσπορίνες, ο σημαντικότερος δείκτης φαρμακοκινητικής-φαρμακοδυναμικής που
συσχετίζεται με in vivo αποτελεσματικότητα έχει αποδειχτεί ότι είναι το ποσοστό των
μεσοδιαστημάτων μεταξύ των δόσεων στο οποίο η αδέσμευτη ποσότητα εξακολουθεί να είναι
ανώτερη της ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης (MIC) της κεφταζιδίμης για κάθε στοχούμενο
είδος (δηλ. %T>MIC).
Μηχανισμός ανθεκτικότητας
Η ανθεκτικότητα των βακτηρίων στην κεφταζιδίμη οφείλεται ενδεχομένως σε έναν ή περισσότερους
από τους ακόλουθους μηχανισμούς:
υδρόλυση από β- λακταμάσες. Η κεφταζιδίμη υδρολύεται αποτελεσματικά από ευρέος
φάσματος β- λακταμάσες (ESBL), όπως η οικογένεια SHV των ESBL και τα ένζυμα AmpC που
μπορεί να είναι ενεργοποιημένα ή σταθερά κατασταλμένα σε ορισμένα αερόβια αρνητικά κατά
Gram είδη βακτηρίων
μειωμένη συγγένεια πενικιλλινοδεσμευτικών πρωτεϊνών προς τη κεφταζιδίμη
αδιαπερατότητα εξωτερικής μεμβράνης, που περιορίζει την πρόσβαση της κεφταζιδίμης σε
πενικιλλινοδεσμευτικές πρωτεΐνες σε αρνητικούς κατά Gram μικροοργανισμούς
βακτηριακές αντλίες εκροής
Όρια αντοχής
Τα όρια ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης (MIC) που έχουν καθοριστεί από την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή Δοκιμής της Ευαισθησίας σε Αντιμικροβιακούς Παράγοντες (EUCAST) είναι τα εξής:
Μικροοργανισμός Όρια αντοχής (mg/L)
S I R
Εντεροβακτηριοειδή ≤ 1 2-4 > 4
Pseudomonas
aeruginosa
≤ 8
1
- > 8
Όρια αντοχής
σχετιζόμενα με μη
αναφερόμενα είδη
2
≤4 8 > 8
S=ευαίσθητος, Ι= ενδιάμεσης ευαισθησίας, R=ανθεκτικός.
1
Τα όρια αντοχής σχετίζονται με θεραπεία υψηλής δόσης (2 g x 3).
12
2
Τα όρια αντοχής σχετιζόμενα με μη αναφερόμενα είδη έχουν υπολογισθεί κυρίως βάσει ΦΚ/ΦΔ
δεδομένων και είναι ανεξάρτητα των κατανομών MIC των συγκεκριμένων ειδών. Χρησιμοποιούνται
μόνο για είδη που δεν αναφέρονται στον πίνακα ή στις υποσημειώσεις.
Μικροβιολογική ευαισθησία
Ο επιπολασμός της επίκτητης ανθεκτικότητας ενδεχομένως ποικίλει ανάλογα με την περιοχή και τον
χρόνο για συγκεκριμένα είδη, και τα τοπικά δεδομένα ποσοστών ανθεκτικότητας είναι επιθυμητά,
κυρίως όταν χρειαστεί να αντιμετωπισθούν σοβαρές λοιμώξεις. Όποτε κρίνεται απαραίτητο, θα
πρέπει να ζητείται η συνδρομή ειδικού λοιμωξιολόγου, όταν ο τοπικός επιπολασμός της
ανθεκτικότητας διακυβεύει τη χρησιμότητα της κεφταζιδίμης τουλάχιστον για ορισμένους τύπους
λοίμωξης.
Συνήθως ευαίσθητα είδη
Θετικά κατά Gram αερόβια :
Streptococcus pyogenes
Streptococcus agalactiae
Αρνητικά κατά Gram αερόβια :
Citrobacter koseri
Escherichia coli
Haemophilus influenzae
Moraxella catarrhalis
Neisseria meningitidis
Proteus mirabilis
Proteus spp. (άλλα)
Providencia spp.
Είδη για τα οποία η επίκτητη ανθεκτικότητα μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα
Αρνητικά κατά Gram αερόβια:
Acinetobacter baumannii
£+
Burkholderia cepacia
Citrobacter freundii
Enterobacter aerogenes
Enterobacter cloacae
Klebsiella pneumoniae
Klebsiella spp. (άλλα)
Pseudomonas aeruginosa
Serratia spp.
Morganella morganii
Θετικά κατά Gram αερόβια :
Staphylococcus aureus
£
Streptococcus pneumoniae
££
Θετικά κατά Gram αναερόβια :
Clostridium perfringens
Peptococcus spp.
Peptostreptococcus spp.
Αρνητικά κατά Gram αναερόβια :
Fusobacterium spp.
Ενδογενώς ανθεκτικοί οργανισμοί
Θετικά κατά Gram αερόβια :
Εντερόκοκκοι συμπεριλαμβανομένων των Enterococcus faecalis και Enterococcus faecium
Listeria spp.
Θετικά κατά Gram αναερόβια
13
Clostridium difficile
Αρνητικά κατά Gram αναερόβια :
Bacteroides spp. (many strains of Bacteroides fragilis are resistant).
Άλλα :
Chlamydia spp.
Mycoplasma spp.
Legionella spp.
£
Τα στελέχη S. aureus που είναι ευαίσθητα στη μεθικιλλίνη θεωρείται ότι έχουν ενδογενή
χαμηλή ευαισθησία στην κεφταζιδίμη. Όλα τα ανθεκτικά στη μεθικιλλίνη στελέχη S. aureus είναι
ανθεκτικά στην κεφταζιδίμη.
££
Τα στελέχη S. pneumoniae που έχουν ενδιάμεση ευαισθησία ή είναι ανθεκτικά στην
πενικιλλίνη αναμένεται ότι θα έχουν τουλάχιστον μειωμένη ευαισθησία σε κεφταζιδίμη.
+ Υψηλά ποσοστά αντοχής έχουν παρατηρηθεί σε μία ή περισσότερες περιοχές/χώρες εντός της
ΕΕ.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Κατόπιν ενδομυϊκής χορήγησης 500 mg και 1 g κεφταζιδίμης, τα μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα 18 και
37 mg/l αντίστοιχα, επιτυγχάνονται ταχέως. Μετά την παρέλευση 5 λεπτών από ενδοφλέβια bolus
ένεση 500 mg, 1 g ή 2 g, τα επίπεδα στο πλάσμα είναι 46, 87 και 170 mg/l, αντίστοιχα. Η κινητική
της κεφταζιδίμης είναι γραμμική εντός του εύρους μονήρης δόσης 0,5 έως 2 g έπειτα από
ενδοφλέβια ή ενδομυική χορήγηση.
Κατανομή
Ο βαθμός σύνδεσης της κεφταζιδίμης με τις πρωτεΐνες του ορού είναι μικρός, κυμαινόμενος σε περί
το 10%. Συγκεντρώσεις που υπερβαίνουν τα επίπεδα της ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης
(MIC) για τα συνήθη παθογόνα είναι δυνατό να επιτευχθούν σε ιστούς όπως τα οστά, στην καρδιά,
στη χολή, στα πτύελα, στο υδατοειδές υγρό, στο αρθρικό, στο υπεζωκοτικό και στο περιτοναϊκό
υγρό. Η κεφταζιδίδη διαπερνά εύκολα τον πλακούντα και απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Διαπερνά
σε μικρό ποσοστό τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, με αποτέλεσμα χαμηλά επίπεδα κεφταζιδίμης στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό απουσία φλεγμονής. Ωστόσο, στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό απαντώνται
συγκεντρώσεις της τάξης των 4 έως 20 mg/l ή μεγαλύτερες εάν υπάρχει φλεγμονή στις μήνιγγες.
Βιομετατροπή
Η κεφταζιδίμη δε μεταβολίζεται.
Αποβολή
Μετά από παρεντερική χορήγηση, οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα φθίνουν με χρόνο ημιζωής περίπου
2 ώρες. Η κεφταζιδίμη απεκκρίνεται αμετάβλητη στα ούρα μέσω σπειραματικής διήθησης. Ποσοστό
80 έως 90 % της δόσης ανακτάται στα ούρα μέσα σε 24 ώρες. Λιγότερο από 1 % απεκκρίνεται μέσω
της χολής.
Ειδικοί πληθυσμοί ασθενών
Νεφρική δυσλειτουργία
14
Η αποβολή της κεφταζιδίμης είναι μειωμένη σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία και η δόση θα
πρέπει να μειώνεται (βλέπε παράγραφο 4.2).
Ηπατική δυσλειτουργία
Η ύπαρξη ήπιας έως μέτριας ηπατικής δυσλειτουργίας δεν είχε επίδραση στη φαρμακοκινητική της
κεφταζιδίμης σε άτομα που έλαβαν 2 g ενδοφλεβίως κάθε 8 ώρες επί 5 ημέρες, υπό τον όρο ότι δεν
υπήρχε έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας (βλέπε παράγραφο 4.2).
Ηλικιωμένοι
Η μειωμένη κάθαρση που παρατηρείται σε ηλικιωμένους ασθενείς οφειλόταν κυρίως στη
σχετιζόμενη με την ηλικία μείωση της νεφρικής κάθαρσης της κεφταζιδίμης. Ο μέσος χρόνος
ημιζωής αποβολής κυμαίνεται από 3,5 έως 4 ώρες μετά από εφάπαξ ή επαναλαμβανόμενη για 7
ημέρες δις ημερησίως ενδοφλέβια ένεση bolus 2 g σε ηλικιωμένους ηλικίας 80 ετών και άνω.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Ο χρόνος ημιζωής της κεφταζιδίμης είναι παρατεταμένος κατά 4,5 έως 7,5 ώρες σε πρόωρα και
τελειόμηνα νεογνά μετά από δόσεις 25 έως 30 mg/kg. Όμως, από την ηλικία των 2 μηνών, ο χρόνος
ημιζωής δεν διαφέρει σε σύγκριση με τους ενήλικες.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο με βάση τις μελέτες
φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας και
τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα. Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες ενδεχόμενης
καρκινογένεσης με την κεφταζιδίμη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Νάτριο ανθρακικό, άνυδρο
6.2 Ασυμβατότητες
Η κεφταζιδίμη δεν πρέπει να αναμιγνύεται με διαλύματα που έχουν pH πάνω από 7,5, για
παράδειγμα ενέσιμο διάλυμα διττανθρακικού νατρίου. Η κεφταζιδίμη δεν πρέπει να αναμιγνύεται με
αμινογλυκοσίδες σε ενέσιμο διάλυμα επειδή υπάρχει κίνδυνος να σημειωθεί καθίζηση.
Οι σωληνίσκοι και οι καθετήρες για ενδοφλέβια χρήση θα πρέπει να ξεπλένονται με διάλυμα
φυσιολογικού ορού μεταξύ της χορήγησης της κεφταζιδίμης και της βανκομυκίνης για να
αποφευχθεί η καθίζηση.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
15
Η χημική και φυσική σταθερότητα κατά τη χρήση μετά από την ανασύσταση/ αραίωση στα
παρακάτω διαλύματα ανασύστασης/ αραίωσης:
- ενέσιμο ύδωρ
- διάλυμα χλωριούχου νατρίου 0.9%
- διάλυμα γλυκόζης 10%
- διάλυμα δεξτράνης 10%
- διάλυμα γαλακτικού νατρίου
έχει καταδειχθεί για 4 ώρες σε θερμοκρασία που δεν ξεπερνά τους 25 °C ή για 24 ώρες σε
θερμοκρασία που κυμαίνεται μεταξύ 2 °C και 8 °C.
Ωστόσο, από μικροβιολογικής πλευράς, το προϊόν πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως. Εάν δε
χρησιμοποιηθεί αμέσως, οι χρόνοι φύλαξης κατά τη χρήση και οι συνθήκες φύλαξης πριν από τη
χρήση είναι ευθύνη του χρήστη και δε θα πρέπει κανονικά να υπερβαίνουν τις 24 ώρες στους 2 έως
8°C, εκτός και αν η ανασύσταση έχει πραγματοποιηθεί υπό ελεγχόμενες και επικυρωμένες συνθήκες
ασηψίας.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Πριν από την ανασύσταση: Φυλάσσετε τον περιέκτη στην εξωτερική συσκευασία για να
προστατεύεται από το φως.
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες διατήρησης για το προϊόν αυτό.
Για τις οδηγίες διατήρησης του ανασυσταμένου φαρμακευτικού προϊόντος, βλέπε παράγραφο 6.3.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Γυάλινο φιαλίδιο τύπου III, το οποίο φέρει ελαστικό πώμα από χλωροβουτύλιο και αποσπώμενο
επίπωμα αλουμινίου (τύπου flip-off).
Συσκευασίες των 1, 5, 10, 25, 50 φιαλιδίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Όλα τα μεγέθη φιαλιδίων Ceftazidime/Generics παρέχονται υπό μειωμένη πίεση. Καθώς διαλύεται
το προϊόν, απελευθερώνεται διοξείδιο του άνθρακα και αναπτύσσεται θετική πίεση. Μικρές
φυσαλίδες διοξειδίου του άνθρακα στο ανασυσταθέν διάλυμα πρέπει να αγνοούνται.
Οδηγίες για την ανασύσταση
Ανατρέξτε στον παρακάτω πίνακα για τον όγκο του προστιθέμενου υγρού αραίωσης (μέσο
αραίωσης) και τις συγκεντρώσεις των διαλυμάτων, ο οποίος μπορεί να χρησιμεύσει στις περιπτώσεις
όπου απαιτείται κλασματοποίηση των δόσεων.
Μέγεθος φιαλιδίου Ποσότητα μέσου
αραίωσης που πρέπει
να προστίθεται (ml)
Συγκέντρωση
κατά
προσέγγιση
(mg/ml)
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα 500 mg
500 mg Ενδομυϊκή ένεση 1,5 ml 260
16
Ενδοφλέβια ένεση
bolus 5 ml 90
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση 1 g
1 g Ενδομυϊκή ένεση
Ενδοφλέβια ένεση
bolus
Ενδοφλέβια έγχυση
3 ml
10 ml
50 ml*
260
90
20
Κόνις για ενέσιμο διάλυμα ή διάλυμα προς έγχυση 2 g
2 g Ενδοφλέβια ένεση
bolus
Ενδοφλέβια έγχυση
10 ml
50 ml*
170
40
* Σημείωση: Η προσθήκη πρέπει να γίνεται σε δύο στάδια
Το χρώμα των διαλυμάτων ποικίλλει από ανοικτό κίτρινο έως κεχριμπαρί-πορτοκαλί ανάλογα με τη
συγκέντρωση, το μέσο αραίωσης και τις συνθήκες φύλαξης. Σύμφωνα με τις διατυπωθείσες
συστάσεις, η δραστικότητα του προϊόντος δεν επηρεάζεται δυσμενώς από αυτές τις χρωματικές
παραλλαγές.
Παρασκευή για την απευθείας χορήγηση των 500 mg IM-IV, του 1 g IM-IV και των 2 g IV
Πρέπει να ακολουθούνται οι παρακάτω οδηγίες για την ανασύσταση:
1. Εισάγετε τη βελόνα της σύριγγας μέσω του πώματος του αρχικού φιαλιδίου και ενέσατε τον
συνιστώμενο όγκο μέσου αραίωσης. Το κενό αέρος υποβοηθά ενδεχομένως την είσοδο του
μέσου αραίωσης.
2. Αποσύρετε τη βελόνα της σύριγγας.
3. Ανακινήστε το αρχικό φιαλίδιο για να διαλυθεί το περιεχόμενό του. Απελευθερώνεται
διοξείδιο του άνθρακα (CO
2
) και παράγεται ένα διαυγές διάλυμα σε περίπου 1 έως 2 λεπτά.
4. Αναστρέψτε το αρχικό φιαλίδιο. Έχοντας πλήρως πατημένο το έμβολο της σύριγγας,
εισάγετε τη βελόνα μέσω του πώματος του φιαλιδίου και αναρροφήστε όλο το διάλυμα στη
σύριγγα πίεση μέσα στο φιαλίδιο υποβοηθά ενδεχομένως την αναρρόφηση). Βεβαιωθείτε ότι
η βελόνα παραμένει μέσα στο διάλυμα και δεν εισέρχεται στον χώρο της κεφαλής.
5. Το διάλυμα που αναρροφάται μπορεί να περιέχει μικρές φυσαλίδες διοξειδίου του άνθρακα,
οι οποίες πρέπει να αγνοούνται.
Για την ενδοφλέβια χορήγηση, τα διαλύματα πρέπει να χορηγηθούν απευθείας σε φλέβα ή στο
σύστημα παρεντερικής χορήγησης υγρών που ενδεχομένως λαμβάνει ο ασθενής.
Παρασκευή για τη χορήγηση των φιαλιδίων προς έγχυση των 2 g
Είναι πιθανόν το φιαλίδιο αυτό να είναι κατασκευασμένο ώστε να επιτρέπει τη βραχείας διάρκειας
ενδοφλέβια έγχυση (π.χ. διάρκειας έως 30 λεπτών).
Παρασκευάστε μία συνολική ποσότητα 50ml συμβατού μέσου αραίωσης, το οποίο θα προστεθεί σε
ΔΥΟ στάδια όπως περιγράφεται παρακάτω:
1. Εισάγετε τη βελόνα της σύριγγας μέσω του πώματος του φιαλιδίου και προσθέστε 10 ml
μέσου αραίωσης. Το κενό αέρος υποβοηθά ενδεχομένως την είσοδο του μέσου αραίωσης.
17
2. Αποσύρετε τη βελόνα της σύριγγας.
3. Ανακινήστε το αρχικό φιαλίδιο για να διαλυθεί το περιεχόμενό του. Απελευθερώνεται CO
2
και σε περίπου 1 έως 2 λεπτά το διάλυμα που θα προκύψει θα είναι διαυγές.
4. Δεν πρέπει να εισάγετε βελόνα απελευθέρωσης του αερίου εάν το προϊόν δεν έχει πρώτα
διαλυθεί. Εισάγετε μέσω του πώματος του φιαλιδίου μία βελόνα απελευθέρωσης του αερίου
για να μειωθεί η εσωτερική πίεση.
5. Μεταγγίστε το ανασυσταμένο διάλυμα στον περιέκτη απ’ όπου θα γίνει η τελική χορήγηση,
φτάνοντας το συνολικό όγκο σε τουλάχιστον 50 ml, και χορηγήστε με ενδοφλέβια έγχυση για
15-30 λεπτά.
Ανασύσταση των φιαλιδίων του 1 g και 2 g με τη βοήθεια ενός πώματος μετάγγισης
Για τη χρήση με το πώμα μετάγγισης, το περιεχόμενο του φιαλιδίου του 1 g πρέπει να ανασυσταθεί
σε σάκο έγχυσης χωρητικότητας τουλάχιστον 50mL και το περιεχόμενο του φιαλιδίου των 2 g
πρέπει να ανασυσταθεί σε σάκο έγχυσης χωρητικότητας τουλάχιστον 100mL προκειμένου να είναι
δυνατή η απελευθέρωση του αερίου.
1. Τοποθετήστε και εφαρμόστε το πώμα μετάγγισης στο αρχικό φιαλίδιο της κεφταζιδίμης υπό
άσηπτες συνθήκες πάνω σε μία επίπεδη επιφάνεια.
2. Προσαρμόστε το σύστημα (πώμα μετάγγισης + αρχικό φιαλίδιο) στο σημείο ένεσης του σάκου
έγχυσης σε πλάγια θέση (με το φιαλίδιο να βρίσκεται από πάνω).
3. Σπρώξτε το σημείο ένεσης του σάκου προς τα πάνω έτσι ώστε να συναντήσει το άκρο
της βελόνας του πώματος μετάγγισης.
4. Αναστρέψτε το όλο σύστημα (με το φιαλίδιο να έχει φορά προς τα κάτω). Πιέστε 2-3
φορές το σάκο έγχυσης για να γεμίσετε το διάλυμα μέχρι περίπου τα 3/4 του όγκου του
φιαλιδίου για το φιαλίδιο του 1 g και μέχρι περίπου το 1/5 του όγκου του φιαλιδίου για το
φιαλίδιο των 2 g.
5. Ανακινήστε το σύστημα (φιαλίδιο + πώμα μετάγγισης + σάκος έγχυσης), για να
διαλυθεί το περιεχόμενο του φιαλιδίου. Προς αποφυγή διαρροής, κρατήστε τα μέρη του
συστήματος (φιαλίδιο + πώμα μετάγγισης + σάκος έγχυσης) καλά ενωμένα.
6. Αναστρέψτε πάλι το σύστημα (με το φιαλίδιο να βρίσκεται από πάνω). Μεταγγίστε το
ανασυσταμένο διάλυμα μέσα στο σάκο έγχυσης πιέζοντας και αποσυμπιέζοντας το σάκο
έγχυσης. Εάν χρειάζεται, επαναλάβετε τα προηγούμενα στάδια, έτσι ώστε να επιτευχθεί καλή
διάλυση του περιεχομένου του φιαλιδίου μέσα στο σάκο έγχυσης.
7. Αργά και προσεκτικά απομακρύνετε το πώμα μετάγγισης και το φιαλίδιο από το σημείο ένεσης
του σάκου έγχυσης, σε πλάγια θέση (με το φιαλίδιο από πάνω).
Για μία μόνο χρήση.
Το διάλυμα που δεν έχει χρησιμοποιηθεί πρέπει να απορρίπτεται.
Πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο διαυγή διαλύματα που δεν περιέχουν σωματίδια.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με τις
κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Δικαιούχος προϊόντος & Κάτοχος Άδειας Κυκλοφορίας για την Ελλάδα:
Generics Pharma Hellas, Λ. Βουλιαγμένης 577
Α
, 16 451 Αργυρούπολη, Αθήνα, Τηλ: 210-9936410
18
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Ceftazidime/Generics 2g: 13991/04-03-2010
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
04-03-2010
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
<[Να συμπληρωθεί σε εθνικό επίπεδο]>
19