Όπως με όλους τους β- λακταμικούς αντιβακτηριακούς παράγοντες, έχουν αναφερθεί σοβαρές και
περιστασιακά θανατηφόρες αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Στην περίπτωση σοβαρών αντιδράσεων
υπερευαισθησίας, η θεραπεία με κεφταζιδίμη πρέπει να διακοπεί άμεσα και να εφαρμοστούν επαρκή
μέτρα έκτακτης ανάγκης.
Πριν από την έναρξη της θεραπείας, πρέπει να τεκμηριώνεται εάν ο ασθενής έχει ιστορικό σοβαρής
αντίδρασης υπερευαισθησίας στην κεφταζιδίμη, σε άλλες κεφαλοσπορίνες ή σε οποιοδήποτε άλλο
τύπο β- λακτάμης. Εφιστάται προσοχή σε περίπτωση χορήγησης κεφταζιδίμης σε ασθενείς που
έχουν ιστορικό μη σοβαρής υπερευαισθησίας σε άλλες β- λακτάμες.
Η κεφταζιδίμη έχει ένα περιορισμένο φάσμα αντιβακτηριακής δράσης. Δεν είναι κατάλληλη για
χρήση ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία ορισμένων τύπων λοιμώξεων εκτός εάν το παθογόνο είναι
ήδη γνωστό και τεκμηριωμένο ότι είναι ευαίσθητο ή υπάρχει πολύ μεγάλη υποψία ότι για το(α)
πιθανότερο(α) παθογόνο(α) θα είναι κατάλληλη η θεραπεία με κεφταζιδίμη. Αυτό εφαρμόζεται
ιδιαίτερα σε ασθενείς με βακτηριαιμία και κατά την θεραπεία βακτηριακής μηνιγγίτιδας, λοιμώξεων
του δέρματος και των μαλακών μορίων και λοιμώξεων των οστών και των αρθρώσεων. Επιπλέον, η
κεφταζιδίμη είναι ευαίσθητη σε υδρόλυση από αρκετές β- λακταμάσες ευρέως φάσματος (ESBLs).
Επομένως, όταν επιλέγεται η κεφταζιδίμη ως θεραπεία, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι
πληροφορίες για τον επιπολασμό των οργανισμών που παράγουν ESBL.
Περιπτώσεις κολίτιδας σχετιζόμενης με τον αντιβακτηριακό παράγοντα και ψευδομεμβρανώδους
κολίτιδας έχουν αναφερθεί με όλους σχεδόν τους αντιβακτηριακούς παράγοντες, περιλαμβανομένης
της κεφταζιδίμης και μπορεί να ποικίλουν σε βαρύτητα από ήπιες έως απειλητικές για τη ζωή. Ως εκ
τούτου, είναι σημαντικό να συνεκτιμηθεί αυτή η διάγνωση σε ασθενείς που παρουσιάζουν διάρροια
κατά τη διάρκεια ή μετά τη χορήγηση κεφταζιδίμης (βλέπε παράγραφο 4.8). Θα πρέπει να εξετάζεται
το ενδεχόμενο διακοπής της θεραπείας με κεφταζιδίμη και χορήγησης ειδικής αγωγής για
Clostridium difficile. Δεν πρέπει να χορηγούνται φαρμακευτικά προϊόντα που αναστέλλουν την
περισταλτικότητα του εντέρου.
Η συγχορήγηση με υψηλές δόσεις κεφαλοσπορινών και νεφροτοξικών φαρμακευτικών προϊόντων,
όπως οι αμινογλυκοσίδες ή τα ισχυρά διουρητικά (π.χ. φουροσεμίδη), ενδέχεται να επηρεάσουν
δυσμενώς τη νεφρική λειτουργία.
Η κεφταζιδίμη αποβάλλεται δια των νεφρών. Ως εκ τούτου, η δόση πρέπει να μειώνεται σε
συνάρτηση με τον βαθμό της νεφρικής δυσλειτουργίας. Ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία θα
πρέπει να παρακολουθούνται στενά τόσο για την ασφάλεια όσο και για την αποτελεσματικότητα.
Έχουν αναφερθεί περιστασιακά νευρολογικά επακόλουθα, όταν η δόση δεν μειώθηκε σε ασθενείς με
νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε παραγράφους 4.2 και 4.8).
Η παρατεταμένη χρήση μπορεί να οδηγήσει σε υπερανάπτυξη μη ευαίσθητων μικροοργανισμών
(π.χ. εντερόκοκκοι, μύκητες) λόγω της οποίας μπορεί να χρειαστεί προσωρινή διακοπή της αγωγής ή
άλλα κατάλληλα μέτρα. Είναι απαραίτητη η επαναλαμβανόμενη αξιολόγηση της κατάστασης του
ασθενή.
Η κεφταζιδίμη δεν επηρεάζει τα ενζυμικές δοκιμασίες για γλυκοζουρία, αλλά επηρεάζει ελαφρώς
(ψευδώς θετικό αποτέλεσμα) τις μεθόδους αναγωγής χαλκού (Benedict’s, Fehling’s, Clinitest).
Η κεφταζιδίμη δεν επηρεάζει τη δοκιμασία αντίδρασης της κρεατινίνης με πικρικό οξύ σε αλκαλικό
περιβάλλον.