Για τον καθορισμό της μέγιστης αθροιστικής δόσης της επιρουβικίνης θα
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κάθε συγχορηγούμενη θεραπεία με
δυνητικώς καρδιοτοξικά φάρμακα.
Η καρδιακή λειτουργία θα πρέπει να αξιολογείται πριν οι ασθενείς
υποβληθούν σε θεραπεία με επιρουβικίνη και πρέπει να παρακολουθείται
καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο
κίνδυνος πρόκλησης βαριάς καρδιακής δυσλειτουργίας.
Ο κίνδυνος ενδέχεται να μειωθεί μέσω τακτικής παρακολούθησης του
LVEF κατά την πορεία της θεραπείας με άμεση διακοπή της
επιρουβικίνης μόλις εμφανιστεί το πρώτο σημείο διαταραγμένης
λειτουργίας. Η κατάλληλη ποσοτική μέθοδος για επαναλαμβανόμενη
αξιολόγηση της καρδιακής λειτουργίας (εκτίμηση του LVEF)
περιλαμβάνει πολυδιοδική ραδιοϊσοτοπική αγγειογραφία (MUGA) ή
ηχοκαρδιογραφία (ECHO). Συνιστάται μια αρχική καρδιακή εκτίμηση με
ΗΚΓ και είτε σε απεικόνιση με MUGA ή με ECHO, ιδιαίτερα σε ασθενείς
με παράγοντες κινδύνου για αυξημένη καρδιοτοξικότητα. Πρέπει να
πραγματοποιείται επαναλαμβανόμενος προσδιορισμός του LVEF με
MUGA ή ECHO, ιδιαίτερα με υψηλότερες, αθροιστικές δόσεις
ανθρακυκλινών. Η τεχνική που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση πρέπει
να είναι σταθερή σε όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης.
Δεδομένου του κινδύνου καρδιομυοπάθειας, αθροιστική δόση 900 mg/m
2
επιρουβικίνης θα πρέπει να υπερβαίνεται μόνο με εξαιρετική προσοχή.
Πριν και μετά από κάθε θεραπευτικό κύκλο συνιστάται να γίνεται
ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ). Οι μεταβολές στο ΗΚΓ, όπως η επιπέδωση
ή η αναστροφή του κύματος Τ, η πτώση του τμήματος S-T, ή η
εγκατάσταση αρρυθμιών, που είναι γενικά παροδικής ή αναστρέψιμης
φύσεως, δεν θα πρέπει να λαμβάνονται απαραίτητα ως ενδείξεις που
υπαγορεύουν τη διακοπή της θεραπευτικής αγωγής. Με τη χορήγηση
αθροιστικών δόσεων < 900 mg/m², υπάρχουν ενδείξεις πως σπάνια
σημειώνεται καρδιακή τοξικότητα. Σε περίπτωση καρδιακής
ανεπάρκειας, η θεραπευτική αγωγή με την επιρουβικίνη θα πρέπει να
διακόπτεται.
Η μυοκαρδιοπάθεια που έχει προκληθεί από ανθρακυκλίνες συσχετίζεται
με εμμένουσα μείωση του δυναμικού του QRS, με παράταση πέραν των
φυσιολογικών ορίων του συστολικού μεσοδιαστήματος (περίοδος προ-
εξώθησης /χρόνος εξώθησης αριστερής κοιλίας - PEP/ LVET-) και με
μείωση του κλάσματος εξώθησης. Είναι πολύ σημαντική η
παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας στους ασθενείς που
λαμβάνουν θεραπευτική αγωγή με επιρουβικίνη και συνιστάται οι
μέθοδοι αξιολόγησης της καρδιακής λειτουργίας να είναι μη-
επεμβατικές. Οι μεταβολές που σημειώνονται στο
ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) μπορεί να είναι ενδεικτικές
μυοκαρδιοπάθειας που έχει προκληθεί από ανθρακυκλίνες αν και το ΗΚΓ
δεν αποτελεί ευαίσθητη ή εξειδικευμένη μέθοδο για την παρακολούθηση
της καρδιοτοξικότητας που σχετίζεται με τις ανθρακυκλίνες.
Η παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας πρέπει να είναι ιδιαίτερα
αυστηρή σε ασθενείς που λαμβάνουν υψηλές αθροιστικές δόσεις και σε
εκείνους με παράγοντες κινδύνου, ιδιαίτερα πριν από τη χρήση
ανθρακυκλίνης ή ανθρακενεδιόνης. Ωστόσο, η καρδιοτοξικότητα με την
επιρουβικίνη ενδέχεται να παρουσιαστεί σε χαμηλότερες αθροιστικές