ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
COVERAM 5mg/5mg δισκία
COVERAM 5mg/10mg δισκία
COVERAM 10mg/5mg δισκία
COVERAM 10mg/10mg δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε δισκίο περιέχει 3,395 mg περινδοπρίλης (perindopril) που αντιστοιχεί σε 5 mg
περινδοπρίλης αργινίνης (perindopril arginine) και 6,935 mg αμλοδιπίνης βεσυλικής
(amlodipine besilate) που αντιστοιχεί σε 5 mg αμλοδιπίνης (amlodipine)
Κάθε δισκίο περιέχει 3,395 mg περινδοπρίλης (perindopril) που αντιστοιχεί σε 5 mg
περινδοπρίλης αργινίνης (perindopril arginine) και 13,870 mg αμλοδιπίνης βεσυλικής
(amlodipine besilate) που αντιστοιχεί σε 10 mg αμλοδιπίνης (amlodipine)
Κάθε δισκίο περιέχει 6,790 mg περινδοπρίλης (perindopril) που αντιστοιχεί σε 10 mg
περινδοπρίλης αργινίνης (perindopril arginine) και 6,935 mg αμλοδιπίνης βεσυλικής
(amlodipine besilate) που αντιστοιχεί σε 5 mg αμλοδιπίνης (amlodipine)
Κάθε δισκίο περιέχει 6,790 mg περινδοπρίλης (perindopril) που αντιστοιχεί σε 10 mg
περινδοπρίλης αργινίνης (perindopril arginine) και 13,870 mg αμλοδιπίνης βεσυλικής
(amlodipine besilate) που αντιστοιχεί σε 10 mg αμλοδιπίνης (amlodipine)
Έκδοχο: μονοϋδρική λακτόζη.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Δισκίο.
Λευκό, ραβδόμορφο δισκίο, χαραγμένο με την ένδειξη 5/5 στη μία πλευρά και το
σήμα στην άλλη πλευρά.
Λευκό, τετράγωνο δισκίο χαραγμένο με την ένδειξη 5/10 στη μία πλευρά και το σήμα
στην άλλη πλευρά.
Λευκό, τριγωνικό δισκίο, χαραγμένο με την ένδειξη 10/5 στη μία πλευρά και το σήμα
στην άλλη πλευρά.
Λευκό, στρογγυλό δισκίο, χαραγμένο με την ένδειξη 10/10 στη μία πλευρά και το
σήμα στην άλλη πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το COVERAM ενδείκνυται ως θεραπεία υποκατάστασης για την αγωγή της
ιδιοπαθούς υπέρτασης και/ή της σταθερής στεφανιαίας νόσου, σε ασθενείς που
ρυθμίζονται ήδη με περινδοπρίλη και αμλοδιπίνη, οι οποίες χορηγούνται ταυτόχρονα
στην ίδια δόση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Από το στόμα.
Ένα δισκίο την ημέρα σε μία δόση, κατά προτίμηση το πρωί πριν από το φαγητό.
Ο συνδυασμός σταθερών δόσεων δεν είναι κατάλληλος ως θεραπεία έναρξης.
Εάν απαιτείται αλλαγή της δοσολογίας, η δόση του COVERAM μπορεί να μεταβληθεί
ή να εξεταστεί το ενδεχόμενο εξατομικευμένης τιτλοποίησης με ελεύθερο
συνδυασμό.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ασθενείς με νεφρική διαταραχή και ηλικιωμένοι (βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.2)
Η απομάκρυνση της περινδοπριλάτης είναι μειωμένη στους ηλικιωμένους και στους
ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Επομένως, η συνήθης ιατρική παρακολούθηση θα
περιλαμβάνει συχνό έλεγχο της κρεατινίνης και του καλίου.
Το COVERAM μπορεί να χορηγείται σε ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης 60ml/min
και δεν είναι κατάλληλο για ασθενείς με κάθαρση κρεατινίνης < 60ml/min. Σε αυτούς
τους ασθενείς, συνιστάται εξατομικευμένη τιτλοποίηση της δόσης με χορήγηση των
παραγόντων ξεχωριστά.
Η αμλοδιπίνη όταν χρησιμοποιείται σε παρόμοιες δόσεις σε ηλικιωμένους ή
νεότερους ασθενείς είναι εξίσου καλά ανεκτή. Για τους ηλικιωμένους, συνιστώνται
τα συνήθη δοσολογικά σχήματα, εντούτοις αύξηση της δόσης θα πρέπει να γίνεται με
προσοχή. Οι μεταβολές των συγκεντρώσεων αμλοδιπίνης στο πλάσμα δε σχετίζονται
με το βαθμό νεφρικής διαταραχής. Η αμλοδιπίνη δεν απομακρύνεται με
αιμοκάθαρση.
Ασθενείς με ηπατική διαταραχή: βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.2
Συστάσεις για το δοσολογικό σχήμα δεν έχουν καθοριστεί σε ασθενείς με ήπια ή
μέτρια ηπατική διαταραχή, επομένως η επιλογή της δόσης θα πρέπει να είναι
προσεκτική και θα πρέπει να ξεκινά από το χαμηλότερο σημείο του δοσολογικού
εύρους (βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.2). Για την εύρεση της βέλτιστης δόσης
έναρξης και δόσης συντήρησης των ασθενών με ηπατική διαταραχή, θα πρέπει να
γίνεται εξατομικευμένη τιτλοποίηση της δόσης των ασθενών, χρησιμοποιώντας τον
ελεύθερο συνδυασμό αμλοδιπίνης και περινδοπρίλης. Η φαρμακοκινητική της
αμλοδιπίνης δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική διαταραχή. . Η
χορήγηση της αμλοδιπίνης πρέπει να ξεκινά από τη χαμηλότερη δόση και να
τιτλοποιείται αργά σε ασθενείς με βαριά ηπατική διαταραχή.
Παιδιατρικός πληθυσμός
To COVERAM δε θα πρέπει να χορηγείται σε παιδιά και εφήβους, γιατί η
αποτελεσματικότητα και η ανοχή της περινδοπρίλης και της αμλοδιπίνης, σε
συνδυασμό, δεν έχουν διαπιστωθεί σε παιδιά και εφήβους.
4.3 Αντενδείξεις
Σχετικές με την περινδοπρίλη:
- Υπερευαισθησία στην περινδοπρίλη ή σε οποιονδήποτε άλλο αναστολέα του ΜΕΑ,
- Ιστορικό αγγειοοιδήματος που έχει σχέση με προηγούμενη θεραπεία με αναστολέα
του ΜΕΑ,
- Κληρονομικό ή ιδιοπαθές αγγειοοίδημα,
- Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.6).
2
- Η ταυτόχρονη χρήση του COVERAM με προϊόντα που περιέχουν αλισκιρένη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική δυσλειτουργία (GFR
< 60 ml/min/1.73 m²) (βλ. παραγράφους 4.5 και 5.1).
Σχετικές με την αμλοδιπίνη:
- Σοβαρή υπόταση,
- Υπερευαισθησία στην αμλοδιπίνη ή στα παράγωγα της διυδροπυριδίνης,
- Καταπληξία, συμπεριλαμβανομένης καρδιογενούς καταπληξίας,
- Απόφραξη της ροής εξώθησης της αριστερής κοιλίας (π.χ. υψηλού βαθμού αορτική
στένωση),
- Αιμοδυναμικά ασταθής καρδιακή ανεπάρκεια μετά από οξύ έμφραγμα του
μυοκαρδίου.
Σχετικές με το
COVERAM
:
Όλες οι αντενδείξεις που σχετίζονται με κάθε ένα από τα συστατικά χωριστά, όπως
περιγράφονται παραπάνω, ισχύουν και για το σταθερό συνδυασμό COVERAM.
- Υπερευαισθησία σε κάποιο από τα έκδοχα.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Όλες οι προειδοποιήσεις που σχετίζονται με κάθε ένα από τα συστατικά χωριστά,
όπως περιγράφονται παρακάτω, ισχύουν και για το σταθερό συνδυασμό COVERAM.
Σχετικές με την περινδοπρίλη
Ειδικές προειδοποιήσεις
Υπερευαισθησία/Αγγειοοίδημα:
Αγγειοοίδημα του προσώπου, των άκρων, των χειλέων, των βλεννογόνων, της
γλώσσας, της γλωττίδας και/ή του λάρυγγα έχει αναφερθεί σπάνια σε ασθενείς που
ακολουθούν αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένης της
περινδοπρίλης (βλέπε παράγραφο 4.8). Αυτό μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή
κατά τη διάρκεια της αγωγής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το COVERAM πρέπει να
διακόπτεται άμεσα και να αρχίζει η κατάλληλη παρακολούθηση, η οποία θα
συνεχίζεται μέχρι να επέλθει πλήρης αποκατάσταση των συμπτωμάτων. Στις
περιπτώσεις εκείνες όπου το οίδημα περιοριζόταν στο πρόσωπο και τα χείλη, υπήρξε
γενικώς αποκατάσταση του προβλήματος χωρίς αγωγή, μολονότι τα αντιισταμινικά
έχουν φανεί χρήσιμα στην ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Αγγειοοίδημα που συνδέεται με οίδημα του λάρυγγα μπορεί να είναι θανατηφόρο.
Όταν υπάρχει συμμετοχή της γλώσσας, της γλωττίδας ή του λάρυγγα, με πιθανότητα
απόφραξης των αεροφόρων οδών, πρέπει να χορηγείται άμεσα θεραπεία επείγουσας
αντιμετώπισης. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει τη χορήγηση αδρεναλίνης και/ή τη
διατήρηση ανοιχτών αεροφόρων οδών. Ο ασθενής πρέπει να βρίσκεται κάτω από
στενή ιατρική παρακολούθηση, μέχρις ότου να επιτευχθεί πλήρης και σταθερή
υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Οι ασθενείς με ιστορικό αγγειοοιδήματος, που δε σχετίζεται με αγωγή με αναστολέα
του ΜΕΑ, μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης αγγειοοιδήματος, όταν
λαμβάνουν αναστολέα του ΜΕΑ (βλέπε παράγραφο 4.3).
Εντερικό αγγειοοίδημα έχει σπάνια αναφερθεί σε ασθενείς υπό αγωγή με αναστολείς
του ΜΕΑ. Οι ασθενείς αυτοί παρουσίασαν κοιλιακό άλγος (με ή χωρίς ναυτία ή
έμετο). Σε κάποια περιστατικά, δεν υπήρχε προηγούμενο αγγειοοίδημα του προσώπου
και τα επίπεδα C-1 εστεράσης ήταν φυσιολογικά. Το αγγειοοίδημα διαγνώστηκε με
διαδικασίες που περιλάμβαναν κοιλιακή αξονική τομογραφία ή υπέρηχο ή κατά τη
3
διάρκεια χειρουργικής επέμβασης και τα συμπτώματα εξαλείφθηκαν μετά τη διακοπή
του αναστολέα του ΜΕΑ. Το εντερικό αγγειοοίδημα θα πρέπει να περιλαμβάνεται
στη διαφορική διάγνωση ασθενών υπό αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ, οι οποίοι
εκδηλώνουν κοιλιακό άλγος (βλέπε παράγραφο 4.8).
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις κατά την αφαίρεση λιποπρωτεϊνών χαμηλής
πυκνότητας (
LDL
):
Σπάνια, ασθενείς που λάμβαναν αναστολείς του ΜΕΑ κατά τη διάρκεια αφαίρεσης
λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL) με θειική δεξτράνη εμφάνισαν
απειλητικές για τη ζωή αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις αυτές
αποφεύχθηκαν με προσωρινή διακοπή της αγωγής με τον αναστολέα του ΜΕΑ, πριν
από κάθε αφαίρεση.
Αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις κατά την απευαισθητοποίηση:
Ασθενείς που λάμβαναν αναστολείς του ΜΕΑ κατά τη διάρκεια αγωγής
απευαισθητοποίησης (π.χ. δηλητήριο υμενοπτέρων) εμφάνισαν αναφυλακτοειδείς
αντιδράσεις. Στους ίδιους ασθενείς, οι αντιδράσεις αυτές αποφεύχθηκαν όταν οι
αναστολείς του ΜΕΑ διακόπηκαν προσωρινά, αλλά επανεμφανίστηκαν όταν οι
αναστολείς του ΜΕΑ χορηγήθηκαν ξανά εκ παραδρομής.
Ουδετεροπενία/Ακοκκιοκυτταραιμία/Θρομβοπενία/Αναιμία:
Ουδετεροπενία/ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία και αναιμία έχουν αναφερθεί σε
ασθενείς που λάμβαναν αναστολείς του ΜΕΑ. Η ουδετεροπενία εμφανίζεται σπάνια
σε ασθενείς που έχουν φυσιολογική νεφρική λειτουργία και δεν έχουν άλλες
επιπλοκές. Η περινδοπρίλη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με εξαιρετική προσοχή σε
ασθενείς που πάσχουν από αγγειακή νόσο του κολλαγόνου, που ακολουθούν
ανοσοκατασταλτική αγωγή, αγωγή με αλλοπουρινόλη ή προκαϊναμίδη ή που έχουν
συνδυασμό αυτών των παραγόντων επιπλοκής, ιδίως εάν προϋπάρχει βλάβη στη
νεφρική λειτουργία. Κάποιοι από αυτούς τους ασθενείς εμφάνισαν σοβαρές
μολύνσεις, οι οποίες, σε λίγες περιπτώσεις, δεν ανταποκρίθηκαν σε εντατική
αντιβιοτική θεραπεία. Εάν χρησιμοποιηθεί περινδοπρίλη σε αυτούς τους ασθενείς,
συνιστάται περιοδική παρακολούθηση του αριθμού των λευκοκυττάρων και θα
πρέπει να δοθεί οδηγία στους ασθενείς να αναφέρουν οποιαδήποτε ένδειξη μόλυνσης
(π.χ. πονόλαιμος, πυρετός).
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης ( RASS )
Υπάρχουν αποδείξεις ότι η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των
υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης αυξάνει τον κίνδυνο υπότασης,
υπερκαλιαιμίας και μειωμένης νεφρικής λειτουργίας (περιλαμβανομένης της οξείας
νεφρικής ανεπάρκειας). Ως εκ τούτου, διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RASS) μέσω της συνδυασμένης χρήσης αναστολέων
ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης δεν συνιστάται.
(βλ. παραγράφους 4.5 και 5.1).
Εάν η θεραπεία διπλού αποκλεισμού θεωρείται απολύτως απαραίτητη, αυτό θα
πρέπει να λάβει χώρα μόνο κάτω από την επίβλεψη ειδικού και με συχνή στενή
παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας, των ηλεκτρολυτών και της αρτηριακής
πίεσης.
Οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ δεν θα πρέπει
να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια.
Κύηση:
4
Θεραπεία με αναστολείς του ΜΕΑ δεν πρέπει να ξεκινάει κατά την κύηση. Ασθενείς
που προγραμματίζουν εγκυμοσύνη θα πρέπει να αντικαταστήσουν την αγωγή με
εναλλακτικές αντιυπερτασικές αγωγές οι οποίες διαθέτουν εδραιωμένο προφίλ
ασφάλειας για χορήγηση κατά την εγκυμοσύνη, εκτός εάν η εξακολούθηση της
θεραπείας με αναστολείς του ΜΕΑ κρίνεται ουσιώδης. Όταν διαπιστώνεται
εγκυμοσύνη, η αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ πρέπει να διακόπτεται άμεσα και,
ανάλογα με την περίπτωση, να χορηγείται εναλλακτική θεραπεία (βλέπε
παραγράφους 4.3 και 4.6).
Προφυλάξεις κατά τη χρήση
Υπόταση:
Οι αναστολείς του ΜΕΑ μπορεί να προκαλέσουν πτώση της αρτηριακής πίεσης. Η
συμπτωματική υπόταση είναι σπάνια σε ανεπίπλεκτους υπερτασικούς ασθενείς και
είναι περισσότερο πιθανό να συμβεί σε ασθενείς που έχουν μειωμένο όγκο αίματος,
π.χ. λόγω διουρητικής αγωγής, διαιτητικού περιορισμού του άλατος, αιμοκάθαρσης,
διάρροιας ή εμέτου, ή σε ασθενείς που έχουν σοβαρή υπέρταση εξαρτώμενη από τη
ρενίνη (βλέπε παραγράφους 4.5 και 4.8). Σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για
συμπτωματική υπόταση, η αρτηριακή πίεση, η νεφρική λειτουργία και το κάλιο του
ορού πρέπει να ελέγχονται στενά, κατά τη διάρκεια της αγωγής με COVERAM.
Παρόμοιες προφυλάξεις ισχύουν για ασθενείς με ισχαιμία του μυοκαρδίου ή
αγγειακή εγκεφαλική νόσο, στους οποίους η υπερβολική πτώση της αρτηριακής
πίεσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο.
Εάν εκδηλωθεί υπόταση, ο ασθενής πρέπει να ξαπλώσει και, εάν είναι απαραίτητο,
θα πρέπει να λάβει διάλυμα χλωριούχου νατρίου 9 mg/ml (0,9%) με ενδοφλέβια
χορήγηση. Η παροδική υποτασική απόκριση δεν αποτελεί αντένδειξη για περαιτέρω
δόσεις, οι οποίες χορηγούνται συνήθως χωρίς δυσκολία από τη στιγμή που έχει
αυξηθεί η πίεση του αίματος μετά από αύξηση του όγκου.
Στένωση αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας / υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια:
Όπως ισχύει και για τους άλλους αναστολείς του ΜΕΑ, η περινδοπρίλη θα πρέπει να
χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας και
απόφραξη της ροής εξώθησης της αριστερής κοιλίας, λόγω αορτικής στένωσης ή
υπερτροφικής μυοκαρδιοπάθειας.
Νεφρική διαταραχή:
Σε περιπτώσεις νεφρικής διαταραχής (κάθαρση κρεατινίνης < 60 ml/min), συνιστάται
εξατομικευμένη τιτλοποίηση της δόσης με κάθε ένα από τα συστατικά χωριστά
(βλέπε παράγραφο 4.2).
Η τακτική παρακολούθηση του καλίου και της κρεατινίνης αποτελεί μέρος της
τυπικής ιατρικής πράξης για ασθενείς με νεφρική διαταραχή (βλέπε παράγραφο 4.8).
Σε ορισμένους ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση νεφρικής αρτηρίας ή με
στένωση αρτηρίας μονήρους νεφρού, στους οποίους έχουν χορηγηθεί αναστολείς του
ΜΕΑ, έχουν παρατηρηθεί αυξήσεις της ουρίας του αίματος και της κρεατινίνης του
ορού, συνήθως αναστρέψιμες με τη διακοπή της αγωγής. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό
σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Εάν συνυπάρχει και νεφραγγειακή υπέρταση,
υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σοβαρής υπότασης και νεφρικής ανεπάρκειας.
Ορισμένοι υπερτασικοί ασθενείς χωρίς εμφανή προϋπάρχουσα νεφρική αγγειακή
νόσο εμφάνισαν αυξήσεις της ουρίας του αίματος και της κρεατινίνης του ορού,
συνήθως μικρής κλίμακας και παροδικές, ιδιαίτερα όταν η περινδοπρίλη χορηγήθηκε
ταυτόχρονα με διουρητικό. Αυτό είναι ακόμα πιθανότερο να συμβεί σε ασθενείς με
προϋπάρχουσα νεφρική διαταραχή.
5
Ηπατική ανεπάρκεια:
Σπάνια, οι αναστολείς του ΜΕΑ έχουν συσχετισθεί με ένα σύνδρομο που αρχίζει με
χολοστατικό ίκτερο και εξελίσσεται σε κεραυνοβόλο ηπατική νέκρωση και (μερικές
φορές) σε θάνατο. Ο μηχανισμός του συνδρόμου αυτού δεν είναι κατανοητός. Οι
ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς του ΜΕΑ και εμφανίζουν ίκτερο ή σημαντική
αύξηση των ηπατικών ενζύμων πρέπει να διακόπτουν την αγωγή με τον αναστολέα
του ΜΕΑ και να έχουν την κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση (βλέπε παράγραφο
4.8).
Φυλή:
Οι αναστολείς του ΜΕΑ προκαλούν αγγειοοίδημα σε μαύρους ασθενείς σε υψηλότερο
ποσοστό απ’ ό,τι σε ασθενείς που δεν είναι μαύροι.
Όπως συμβαίνει και με τους άλλους αναστολείς του ΜΕΑ, η περινδοπρίλη μπορεί να
είναι λιγότερο αποτελεσματική στη μείωση της αρτηριακής πίεσης σε μαύρους
ασθενείς σε σύγκριση με ασθενείς που δεν είναι μαύροι, πιθανά λόγω του
υψηλότερου επιπολασμού χαμηλών επιπέδων ρενίνης στον πληθυσμό των μαύρων
υπερτασικών.
Βήχας:
Με τη χρήση αναστολέων του ΜΕΑ έχει αναφερθεί βήχας. Χαρακτηριστικά, ο βήχας
είναι μη παραγωγικός, επίμονος και εξαφανίζεται με τη διακοπή της αγωγής. Ο
βήχας που προκαλείται από τους αναστολείς του ΜΕΑ θα πρέπει να θεωρείται μέρος
της διαφορικής διάγνωσης του βήχα.
Χειρουργική/Αναισθησία:
Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε σοβαρή εγχείρηση ή κατά τη διάρκεια χορήγησης
αναισθητικών που προκαλούν υπόταση, το COVERAM μπορεί να παρεμποδίσει το
σχηματισμό της αγγειοτασίνης ΙΙ δευτερογενώς ως προς την αντισταθμιστική
απελευθέρωση ρενίνης. Η αγωγή θα πρέπει να διακόπτεται μία ημέρα πριν την
εγχείρηση. Εάν εμφανιστεί υπόταση και θεωρηθεί ότι οφείλεται σε αυτό το
μηχανισμό, μπορεί να διορθωθεί με αύξηση του όγκου του αίματος.
Υπερκαλιαιμία:
Αυξήσεις του καλίου του ορού έχουν παρατηρηθεί σε ορισμένους ασθενείς που
λάμβαναν αναστολείς του ΜΕΑ, συμπεριλαμβανομένης της περινδοπρίλης. Οι
παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση υπερκαλιαιμίας περιλαμβάνουν νεφρική
ανεπάρκεια, επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, ηλικία (> 70 ετών), σακχαρώδη
διαβήτη και άλλα συμβάματα, ιδιαίτερα αφυδάτωση, οξεία μη αντιρροπούμενη
καρδιακή ανεπάρκεια, μεταβολική οξέωση και ταυτόχρονη χρήση καλιοσυντηρητικών
διουρητικών (π.χ. σπιρονολακτόνη, επλερενόνη, τριαμτερένη ή αμιλορίδη),
συμπληρωμάτων καλίου ή υποκατάστατων άλατος που περιέχουν κάλιο ή αφορούν
τους ασθενείς που παίρνουν άλλα φάρμακα τα οποία σχετίζονται με αυξήσεις του
καλίου του ορού (π.χ. ηπαρίνη). Η χρήση συμπληρωμάτων καλίου,
καλιοσυντηρητικών διουρητικών ή υποκατάστατων άλατος που περιέχουν κάλιο,
ιδιαίτερα σε ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία, μπορεί να οδηγήσει σε
σημαντική αύξηση του καλίου του ορού. Η υπερκαλιαιμία μπορεί να προκαλέσει
σοβαρές και, ορισμένες φορές, θανατηφόρες αρρυθμίες. Εάν η ταυτόχρονη χρήση
περινδοπρίλης και κάποιου από τους προαναφερθέντες παράγοντες κρίνεται
απαραίτητη, θα πρέπει να γίνεται με προσοχή και τακτική παρακολούθηση του
καλίου του ορού (βλέπε παράγραφο 4.5).
Διαβητικοί ασθενείς:
6
Στους διαβητικούς ασθενείς που λαμβάνουν αντιδιαβητικούς παράγοντες από το
στόμα ή ινσουλίνη, η γλυκαιμική ρύθμιση πρέπει να παρακολουθείται στενά κατά
τον πρώτο μήνα της αγωγής με αναστολέα του ΜΕΑ (βλέπε παράγραφο 4.5).
Σχετικές με την αμλοδιπίνη:
Προφυλάξεις κατά τη χρήση
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της αμλοδιπίνης σε υπερτασική κρίση δεν
έχει προσδιοριστεί.
Χρήση σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια:
Η αγωγή των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια, θα πρέπει να γίνεται με προσοχή.
Σε μακροχρόνια, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη, ασθενών με καρδιακή
ανεπάρκεια σοβαρού βαθμού (κατηγορίας ΙΙΙ και IV κατά NYHA), η αναφερόμενη
εμφάνιση πνευμονικού οιδήματος ήταν υψηλότερη στην ομάδα υπό θεραπεία με
αμλοδιπίνη συγκριτικά με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου (βλέπε παράγραφο
5.1). Αναστολείς διαύλων ασβεστίου, συμπεριλαμβανομένης της αμλοδιπίνης, θα
πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή
ανεπάρκεια, καθώς μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο μελλοντικών καρδιακών
συμβαμάτων και θνητότητας.
Χρήση σε ασθενείς με διαταραγμένη ηπατική λειτουργία:
Η ημιπερίοδος ζωής της αμλοδιπίνης παρατείνεται και οι τιμές AUC είναι
υψηλότερες σε ασθενείς με διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας·συστάσεις για το
δοσολογικό σχήμα δεν έχουν καθοριστεί. Επομένως, η χορήγηση της αμλοδιπίνης
πρέπει να ξεκινά από το χαμηλότερο σημείο του δοσολογικού εύρους και συνιστάται
προσοχή τόσο κατά την έναρξη της αγωγής όσο και κατά την αύξηση της
δοσολογίας. Σε ασθενείς με βαριά ηπατική διαταραχή μπορεί να απαιτείται αργή
τιτλοποίηση της δόσης της αμλοδιπίνης και προσεκτική παρακολούθηση.
Χρήση σε ηλικιωμένους ασθενείς
Η αύξηση της δοσολογίας σε ηλικιωμένους ασθενείς πρέπει να γίνεται με προσοχή
(βλέπε παραγράφους 4.2 και 5.2).
Χρήση σε νεφρική ανεπάρκεια
Η αμλοδιπίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στους ασθενείς αυτούς στις συνήθεις
δόσεις. Μεταβολές των συγκεντρώσεων της αμλοδιπίνης στο πλάσμα δεν
συσχετίζονται με το βαθμό της νεφρικής δυσλειτουργίας. Η αμλοδιπίνη δεν
απομακρύνεται με αιμοκάθαρση.
Σχετικές με το
COVERAM
Όλες οι προειδοποιήσεις που σχετίζονται με το κάθε ένα συστατικό χωριστά, όπως
αναφέρονται πιο πάνω, θα πρέπει να εφαρμόζονται και για το σταθερό συνδυασμό
COVERAM.
Προφυλάξεις κατά τη χρήση
Έκδοχα:
Λόγω της ύπαρξης λακτόζης, ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα
δυσανεξίας στη γαλακτόζη, δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκειας
στη λακτάση τύπου Lapp δεν πρέπει να παίρνουν αυτό το φάρμακο.
7
Αλληλεπιδράσεις
Η ταυτόχρονη χρήση COVERAM με λίθιο, καλιοσυντηρητικά διουρητικά ή
συμπληρώματα καλίου ή δαντρολένη δε συνιστάται (βλέπε παράγραφο 4.5).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Σχετικές με την περινδοπρίλη
Τα δεδομένα από κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο διπλός αποκλεισμός του
συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (RASS) μέσω της συνδυασμένης
χρήσης αναστoλέων ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ ή
αλισκιρένης συσχετίζεται με υψηλότερη συχνότητα ανεπιθύμητων συμβάντων όπως
η υπόταση, η υπερκαλιαιμία και η μειωμένη νεφρική λειτουργία (περιλαμβανομένης
της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας) σε σύγκριση με τη χρήση ενός μόνου παράγοντα
που δρα στο σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (βλ. παραγράφους 4.3,
4.4 και 5.1).
Δε συνιστάται ταυτόχρονη χορήγηση:
Καλιοσυντηρητικά διουρητικά, συμπληρώματα καλίου ή υποκατάστατα άλατος που
περιέχουν κάλιο:
Παρόλο που τα επίπεδα του καλίου στον ορό συνήθως παραμένουν εντός των
φυσιολογικών ορίων, μπορεί να παρουσιαστεί υπερκαλιαιμία σε ορισμένους από
τους ασθενείς που λαμβάνουν περινδοπρίλη. Τα καλιοσυντηρητικά διουρητικά (π.χ.
σπιρονολακτόνη, τριαμτερένη ή αμιλορίδη), τα συμπληρώματα καλίου ή τα
υποκατάστατα άλατος που περιέχουν κάλιο μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική
αύξηση του καλίου του ορού. Συνεπώς, ο συνδυασμός της περινδοπρίλης με τα
προαναφερθέντα φάρμακα δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4). Εάν η ταυτόχρονη
χορήγηση ενδείκνυται λόγω αποδεδειγμένης υποκαλιαιμίας, πρέπει να
χρησιμοποιούνται με προσοχή και σε συχνή παρακολούθηση του καλίου του ορού.
Λίθιο:
Αναστρέψιμες αυξήσεις των συγκεντρώσεων λιθίου στον ορό και τοξικότητα
(σοβαρή νευροτοξικότητα) έχουν αναφερθεί κατά την ταυτόχρονη χρήση αναστολέων
του ΜΕΑ. Ο συνδυασμός περινδοπρίλης με λίθιο δε συνιστάται. Εάν ο συνδυασμός
αποδεικνύεται απαραίτητος, συνιστάται προσεκτικός έλεγχος των επιπέδων λιθίου
στον ορό (βλέπε παράγραφο 4.4).
Εστραμουστίνη:
Κίνδυνος αυξημένων ανεπιθύμητων ενεργειών, όπως αγγειονευρωτικό οίδημα
γγειοοίδημα).
Ταυτόχρονη χορήγηση με ιδιαίτερη προσοχή:
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) συμπεριλαμβανομένης της
ασπιρίνης σε δόση >3
g
/ημέρα:
Όταν οι αναστολείς του ΜΕΑ χορηγούνται ταυτόχρονα με μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα (δηλ. ακετυλοσαλικυλικό οξύ σε αντιφλεγμονώδη δόση,
αναστολείς του COX-2 και μη εκλεκτικά ΜΣΑΦ), μπορεί να σημειωθεί περιορισμός
της αντιυπερτασικής δράσης. Η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων του ΜΕΑ και ΜΣΑΦ
μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας
συμπεριλαμβανομένης πιθανής οξείας νεφρικής ανεπάρκειας και αύξησης του καλίου
του ορού, ιδιαίτερα σε ασθενείς με προϋπάρχουσα προβληματική νεφρική λειτουργία.
8
Ο συνδυασμός πρέπει να χορηγείται με προσοχή, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Οι
ασθενείς θα πρέπει να ενυδατώνονται δεόντως και θα πρέπει να δοθεί προσοχή στον
έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας μετά την έναρξη της ταυτόχρονης θεραπείας και
περιοδικά στη συνέχεια.
Αντιδιαβητικοί παράγοντες (ινσουλίνη, υπογλυκαιμικές σουλφοναμίδες):
Η χρήση αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης μπορεί να
αυξήσει την υπογλυκαιμική δράση σε διαβητικούς που ακολουθούν αγωγή με
ινσουλίνη ή με υπογλυκαιμικές σουλφοναμίδες. Η εκδήλωση υπογλυκαιμικών
επεισοδίων είναι πολύ σπάνια (υπάρχει πιθανότατα βελτίωσης της ανοχής στη
γλυκόζη με απορρέουσα μείωση των απαιτήσεων σε ινσουλίνη).
Ταυτόχρονη χορήγηση που πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη:
Διουρητικά:
Οι ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά και ιδιαίτερα όσοι έχουν υποογκαιμία και/ή
χαμηλές τιμές άλατος μπορεί να εκδηλώσουν υπερβολική πτώση της αρτηριακής
πίεσης μετά την έναρξη αγωγής με αναστολέα του ΜΕΑ. Η πιθανότητα υποτασικής
δράσης μπορεί να μειωθεί με τη διακοπή του διουρητικού, με την αύξηση του όγκου
του αίματος ή της πρόσληψης άλατος πριν την έναρξη αγωγής με χαμηλές και
προοδευτικά αυξανόμενες δόσεις περινδοπρίλης.
Συμπαθομιμητικά:
Τα συμπαθομιμητικά μπορεί να ελαττώσουν τις αντιυπερτασικές επιδράσεις των
αναστολέων του ΜΕΑ.
Χρυσός:
Νιτριτοειδείς αντιδράσεις (τα συμπτώματα περιλαμβάνουν έξαψη του προσώπου,
ναυτία, έμετο και υπόταση) έχουν σπάνια αναφερθεί σε ασθενείς υπό αγωγή με
ενέσιμο χρυσό (νάτριο aurothiomalate) και ταυτόχρονη θεραπεία με αναστολέα του ΜΕΑ
συμπεριλαμβανομένης της περινδοπρίλης.
Σχετικές με την αμλοδιπίνη
Δε συνιστάται ταυτόχρονη χορήγηση:
Δαντρολένη (έγχυση): Μετά τη χορήγηση βεραπαμίλης και ενδοφλεβίως δαντρολένης
σε ζώα, παρατηρήθηκε θανατηφόρος κοιλιακή μαρμαρυγή και καρδιογενής
καταπληξία σχετιζόμενες με υπερκαλιαιμία. Λόγω του κινδύνου εμφάνισης
υπερκαλιαιμίας, συνιστάται η αποφυγή συγχορήγησης αναστολέων διαύλων του
ασβεστίου, όπως η αμλοδιπίνη, σε ασθενείς επιρρεπείς σε κακοήθη υπερθερμία και
στην αντιμετώπιση της κακοήθους υπερθερμίας.
Ταυτόχρονη χορήγηση με ιδιαίτερη προσοχή:
Επαγωγείς του CYP3A4: Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την επίδραση των
επαγωγέων του CYP3A4, στην αμλοδιπίνη. Η ταυτόχρονη χρήση των επαγωγέων του
CYP3A4 (π.χ. ριφαμπικίνη, St John wort περικό/ βαλσαμόχορτο) μπορεί να οδηγήσει
σε μειωμένη συγκέντρωση της αμλοδιπίνης στο πλάσμα. Η αμλοδιπίνη πρέπει να
χορηγείται με προσοχή όταν συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP3A4.
Αναστολείς του CYP3A4: Η ταυτόχρονη χρήση της αμλοδιπίνης με ισχυρούς ή
μέτριους αναστολείς του CYP3A4 (αναστολείς πρωτεάσης, αντιμυκητιασικά της
ομάδας των αζολών, μακρολίδια όπως ερυθρομυκίνη ή κλαριθρομυκίνη, βεραπαμίλη
ή διλτιαζέμη) μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της έκθεσης στην
9
αμλοδιπίνη. Η κλινική μετάφραση αυτών των φαρμακοκινητικών (ΡΚ)
διαφοροποιήσεων ενδέχεται να είναι εντονότερη στους ηλικιωμένους. Συνεπώς
μπορεί να απαιτείται κλινική παρακολούθηση και προσαρμογή της δοσολογίας.
Ταυτόχρονη χορήγηση που πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη:
Η επίδραση της αμλοδιπίνης στη μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι αθροιστική στη
δράση άλλων φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων με αντιυπερτασικές ιδιότητες.
Άλλοι συνδυασμοί:
Σε κλινικές μελέτες αλληλεπίδρασης, η αμλοδιπίνη δεν επηρέασε τη
φαρμακοκινητική της ατορβαστατίνης, της διγοξίνης, της βαρφαρίνης ή της
κυκλοσπορίνης.
Η χορήγηση της αμλοδιπίνης με γκρέιπφρουτ ή χυμό από γκρέιπφρουτ δε συνιστάται
καθώς η βιοδιαθεσιμότητα μπορεί να είναι αυξημένη σε ορισμένους ασθενείς με
αποτέλεσμα αυξημένες επιδράσεις μείωσης της αρτηριακής πίεσης.
Σχετικές με το
COVERAM
Ταυτόχρονη χορήγηση με ιδιαίτερη προσοχή:
Βακλοφένη. Ενίσχυση της αντιυπερτασικής δράσης. Έλεγχος της αρτηριακής πίεσης
και της νεφρικής λειτουργίας και προσαρμογή της δόσης του αντιυπερτασικού, εάν
απαιτείται.
Ταυτόχρονη χορήγηση που πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη:
Αντιυπερτασικοί παράγοντες (όπως β-αποκλειστές) και αγγειοδιασταλτικά:
Η ταυτόχρονη χρήση αυτών των παραγόντων μπορεί να αυξήσει την
υποτασική δράση της περινδοπρίλης και της αμλοδιπίνης.
Η ταυτόχρονη χρήση με νιτρογλυκερίνη και άλλα νιτρώδη ή άλλα
αγγειοδιασταλτικά μπορεί να μειώσει περαιτέρω την αρτηριακή πίεση και
πρέπει, επομένως, να αντιμετωπίζεται με προσοχή.
Κορτικοστεροειδή, τετρακοσακτίδη: μείωση της αντιυπερτασικής δράσης
(κατακράτηση άλατος και ύδατος λόγω των κορτικοστεροειδών).
-α-αποκλειστές (πραζοσίνη, αλφουζοσίνη, δοξαζοσίνη, ταμσουλοσίνη,
τεραζοσίνη): αυξημένη αντιυπερτασική δράση και αυξημένος κίνδυνος
ορθοστατικής υπότασης.
Αμιφοστίνη: μπορεί να ενισχύσει την αντιυπερτασική δράση της αμλοδιπίνης.
Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά/αντιψυχωσικά/αναισθητικά: αυξημένη
αντιυπερτασική δράση και αυξημένος κίνδυνος ορθοστατικής υπότασης.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Λόγω των επιδράσεων στην κύηση και τη γαλουχία των μεμονωμένων συστατικών
αυτού του προϊόντος συνδυασμού:
Το COVERAM δε συνιστάται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης.
Το COVERAM αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου της
εγκυμοσύνης.
Το COVERAM αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του θηλασμού. Λαμβάνοντας υπ’ όψη
το πόσο σημαντική είναι η συνέχιση της αγωγής από τη μητέρα πρέπει να
λαμβάνεται απόφαση εάν θα διακόπτεται η γαλουχία ή η θεραπεία με COVERAM,
10
Κύηση:
Σχετικά με την περινδοπρίλη
Η χρήση αναστολέων του ΜΕΑ δε συνιστάται κατά το πρώτο τρίμηνο της
εγκυμοσύνης (βλέπε παράγραφο 4.4). Η χρήση αναστολέων του ΜΕΑ αντενδείκνυται
κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (βλέπε παραγράφους 4.3 και
4.4).
Τα επιδημιολογικά στοιχεία αναφορικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης μετά από
έκθεση σε αναστολείς του ΜΕΑ κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης δεν έχουν
καταλήξει σε συμπεράσματα. Ωστόσο, μια μικρή αύξηση του κινδύνου δεν μπορεί να
αποκλειστεί. Ασθενείς που προγραμματίζουν εγκυμοσύνη θα πρέπει να
αντικαταστήσουν την αγωγή με εναλλακτικές αντιυπερτασικές αγωγές οι οποίες
διαθέτουν εδραιωμένο προφίλ ασφάλειας για χορήγηση κατά την εγκυμοσύνη, εκτός
εάν η εξακολούθηση της θεραπείας με αναστολέα του ΜΕΑ κρίνεται ουσιώδης. Όταν
διαπιστώνεται εγκυμοσύνη, η αγωγή με αναστολείς του ΜΕΑ πρέπει να διακόπτεται
άμεσα και, εάν χρειάζεται,, να ξεκινάει εναλλακτική θεραπεία.
Είναι γνωστό ότι η έκθεση σε θεραπεία με αναστολέα του ΜΕΑ κατά το δεύτερο και
τρίτο τρίμηνο προκαλεί ανθρώπινη εμβρυοτοξικότητα (μειωμένη νεφρική λειτουργία,
ολιγοϋδράμνιο, επιβράδυνση της οστεοποίησης του κρανίου) και νεογνική
τοξικότητα (νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιμία) (βλέπε παράγραφο 5.3).
Εάν η έκθεση σε αναστολέα του ΜΕΑ έχει πραγματοποιηθεί από το δεύτερο τρίμηνο
της εγκυμοσύνης, συνιστάται υπερηχογραφικός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας
και του κρανίου.
Βρέφη των οποίων οι μητέρες λάμβαναν αναστολείς του ΜΕΑ πρέπει να
παρακολουθούνται στενά για υπόταση (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.4).
Σχετικά με την αμλοδιπίνη
Η ασφάλεια της αμλοδιπίνης κατά τη διάρκεια της κύησης δεν έχει τεκμηριωθεί.
Σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ζώα, παρατηρήθηκε αναπαραγωγική
τοξικότητα σε υψηλές δόσεις (βλέπε παράγραφο 5.3). Η χρήση της αμλοδιπίνης κατά
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνιστάται μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη ασφαλέστερη
εναλλακτική, και όταν η ίδια η ασθένεια φέρει μεγαλύτερο κίνδυνο για την μητέρα
και το έμβρυο.
Γαλουχία:
Σχετικά με την περινδοπρίλη:
Εφόσον δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση της
περινδοπρίλης κατά τη διάρκεια του θηλασμού, η περινδορπίλη δε συνιστάται και
είναι προτιμότερο να εξετάζονται εναλλακτικές αντιυπερτασικές αγωγές που
διαθέτουν τεκμηριωμένο προφίλ ασφάλειας για χρήση κατά τη διάρκεια της
γαλουχίας, κυρίως κατά τον θηλασμό νεογνών ή προώρων βρεφών.
Σχετικά με την αμλοδιπίνη:
Δεν είναι γνωστό αν η αμλοδιπίνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Στην περίπτωση
που θα πρέπει να ληφθεί απόφαση για τη συνέχιση ή μη του θηλασμού και τη
συνέχιση ή μη της θεραπείας με αμλοδιπίνη, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το
όφελος του θηλασμού για το παιδί και το όφελος της θεραπείας με αμλοδιπίνη για τη
μητέρα.
Γονιμότητα:
Αναστρέψιμες βιοχημικές αλλαγές στην κεφαλή των σπερματοζωαρίων έχουν
αναφερθεί σε κάποιους ασθενείς που ελάμβαναν ως αγωγή αναστολείς διαύλων
11
ασβεστίου. Τα κλινικά δεδομένα είναι ανεπαρκή σχετικά με τη δυνητική επίδραση
της αμλοδιπίνης στη γονιμότητα. Σε μία μελέτη σε αρουραίους παρατηρήθηκαν
ανεπιθύμητες αντιδράσεις στη γονιμότητα των αρσενικών (βλέπε παράγραφο 5.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις του COVERAM στην
ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Η αμλοδιπίνη μπορεί να έχει μικρή ή
μέτρια επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Εάν οι ασθενείς
υποφέρουν από ζάλη, κεφαλαλγία, κόπωση, εξάντληση ή ναυτία, μπορεί να έχει
επηρεασθεί η ικανότητα αντίδρασης τους. Συνιστάται προσοχή, ιδιαίτερα κατά την
έναρξη της θεραπείας.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν παρατηρηθεί κατά την αγωγή με
περινδοπρίλη ή αμλοδιπίνη χορηγούμενων χωριστά και έχουν καταταχθεί με βάση
την ταξινόμηση MedDRA ανά σύστημα σώματος και με βάση την ακόλουθη
συχνότητα:
Πολύ συχνές (1/10), συχνές (1/100 έως <1/10), όχι συχνές (1/1000 έως <1/100),
σπάνιες (1/10000 έως <1/1000), πολύ σπάνιες (<1/10000), μη γνωστές (δεν
μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
MedDRA
Κατηγορία
οργανικό
σύστημα
Ανεπιθύμητες ενέργειες Συχνότητα
Αμλοδιπί
νη
Περινδοπ
ρίλη
Διαταραχές
του
αιμοποιητικο
ύ και του
λεμφικού
συστήματος
Λευκοπενία/ουδετεροπενία (βλέπε παράγραφο 4.4) Πολύ
σπάνιες
Πολύ
σπάνιες
Ακοκκιοκυτταραιμία ή πανκυτταροπενία (βλέπε
παράγραφο 4.4)
- Πολύ
σπάνιες
Θρομβοπενία ( 4.4)βλέπε παράγραφο Πολύ
σπάνιες
Πολύ
σπάνιες
Αιμολυτική αναιμία σε ασθενείς με συγγενή
ανεπάρκεια G-6PDH (βλέπε παράγραφο 4.4)
- Πολύ
σπάνιες
Μείωση της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη - Πολύ
σπάνιες
Διαταραχές
του
ανοσοποιητι
κού
συστήματος
Αλλεργικές αντιδράσεις Πολύ
σπάνιες
Όχι συχνές
Διαταραχές
του
μεταβολισμο
ύ και της
θρέψης
Υπεργλυκαιμία Πολύ
σπάνιες
-
Υπογλυκαιμία (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.5) - Μη
γνωστές
12
MedDRA
Κατηγορία
Ανεπιθύμητες ενέργειες Συχνότητα
Αμλοδιπί
νη
Περινδοπ
ρίλη
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Αϋπνία Όχι
συχνές
-
Μεταβολές της διάθεσης (συμπεριλαμβανομένου
του άγχους)
Όχι
συχνές
Όχι συχνές
Κατάθλιψη Όχι
συχνές
-
Διαταραχές του ύπνου - Όχι συχνές
Σύγχυση Σπάνιες Πολύ
σπάνιες
Διαταραχές
του νευρικού
συστήματος
Υπνηλία (ιδιαίτερα κατά την έναρξη της
θεραπείας)
Συχνές -
Ζάλη (ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας) Συχνές Συχνές
Κεφαλαλγία (ιδιαίτερα κατά την έναρξη της
θεραπείας)
Συχνές Συχνές
Δυσγευσία Όχι
συχνές
Συχνές
Τρόμος Όχι
συχνές
-
Υπαισθησία
Παραισθησία
Όχι
συχνές
Όχι
συχνές
-
Συχνές
Συγκοπή Όχι
συχνές
-
Υπερτονία Πολύ
σπάνιες
-
Περιφερική νευροπάθεια Πολύ
σπάνιες
-
Ίλιγγος - Συχνές
Οφθαλμικές
διαταραχές
Οπτικές διαταραχές (συμπεριλαμβανομένης της
διπλωπίας)
Όχι
συχνές
Συχνές
Διαταραχές
του ωτός και
του
λαβυρίνθου
Εμβοές Όχι
συχνές
Συχνές
Καρδιακές
διαταραχές
Αίσθημα παλμών Συχνές -
Στηθάγχη Πολύ
σπάνιες
13
MedDRA
Κατηγορία
Ανεπιθύμητες ενέργειες Συχνότητα
Αμλοδιπί
νη
Περινδοπ
ρίλη
Έμφραγμα του μυοκαρδίου, πιθανώς
δευτερογενές της υπερβολικής υπότασης σε
ασθενείς υψηλού κινδύνου (βλέπε παράγραφο
4.4)
Πολύ
σπάνιες
Πολύ
σπάνιες
Αρρυθμία (συμπεριλαμβανομένης βραδυκαρδίας,
κοιλιακής ταχυκαρδίας και κολπικής
μαρμαρυγής)
Πολύ
σπάνιες
Πολύ
σπάνιες
Αγγειακές
διαταραχές
Έξαψη Συχνές -
Υπόταση (και ενέργειες που σχετίζονται με την
υπόταση)
Όχι
συχνές
Συχνές
Εγκεφαλικό επεισόδιο πιθανώς δευτερογενές της
υπερβολικής υπότασης σε ασθενείς υψηλού
κινδύνου (βλέπε παράγραφο 4.4)
- Πολύ
σπάνιες
Αγγειίτιδα Πολύ
σπάνιες
Μη
γνωστές
Διαταραχές
του
αναπνευστικ
ού
συστήματος,
του θώρακα
και του
μεσοθωράκιο
υ
Δύσπνοια Όχι
συχνές
Συχνές
Ρινίτιδα Όχι
συχνές
Πολύ
σπάνιες
Βήχας Πολύ
σπάνιες
Συχνές
Βρογχόσπασμος - Όχι συχνές
Ηωσινοφιλική πνευμονία - Πολύ
σπάνιες
Διαταραχές
του
γαστρεντερικ
ού
Υπερπλασία των ούλων Πολύ
σπάνιες
-
Κοιλιακό άλγος, ναυτία Συχνές Συχνές
Έμετος Όχι
συχνές
Συχνές
Δυσπεψία Όχι
συχνές
Συχνές
Μεταβολή στις συνήθειες του εντέρου Όχι
συχνές
-
Ξηροστομία Όχι
συχνές
Όχι συχνές
Διάρροια, δυσκοιλιότητα Όχι
συχνές
Συχνές
Παγκρεατίτιδα Πολύ
σπάνιες
Πολύ
σπάνιες
14
MedDRA
Κατηγορία
Ανεπιθύμητες ενέργειες Συχνότητα
Αμλοδιπί
νη
Περινδοπ
ρίλη
Γαστρίτιδα Πολύ
σπάνιες
-
Διαταραχές
του ήπατος
και των
χοληφόρων
Ηπατίτιδα, ίκτερος
Ηπατίτιδα είτε κυτταρολυτική είτε χολοστατική
(βλέπε παράγραφο 4.4)
Πολύ
σπάνιες
-
-
Πολύ
σπάνιες
Ηπατικά ένζυμα αυξημένα (κυρίως συμβατά με
χολόσταση)
Πολύ
σπάνιες
-
Διαταραχές
του δέρματος
και του
υποδόριου
ιστού
Οίδημα Quincke
Αγγειοοίδημα του προσώπου, των άκρων, των
χειλέων, των βλεννογόνων, της γλωττίδας και/ή
του λάρυγγα (βλέπε παράγραφο 4.4)
Πολύ
σπάνιες
Πολύ
σπάνιες
-
Όχι συχνές
Πολύμορφο ερύθημα Πολύ
σπάνιες
Πολύ
σπάνιες
Αλωπεκία Όχι
συχνές
-
Πορφύρα Όχι
συχνές
-
Δυσχρωματισμός δέρματος Όχι
συχνές
-
Υπεριδρωσία Όχι
συχνές-
Όχι συχνές
Κνησμός Όχι
συχνές
Συχνές
Εξάνθημα Όχι
συχνές
Συχνές
Κνίδωση Πολύ
σπάνια
Όχι συχνά
Σύνδρομο Stevens-Johnson Πολύ
σπάνιες
-
Αποφολιδωτική δερματίτιδα Πολύ
σπάνιες
-
Φωτοευαισθησία Πολύ
σπάνιες
-
Διαταραχές
του
μυοσκελετικ
ού
συστήματος
και του
συνδετικού
ιστού
Οίδημα σφυρών Συχνές -
Αρθραλγία, μυαλγία Όχι
συχνές
-
Μυϊκές κράμπες Όχι
συχνές
Συχνές
Οσφυαλγία Όχι
συχνές
-
15
MedDRA
Κατηγορία
Ανεπιθύμητες ενέργειες Συχνότητα
Αμλοδιπί
νη
Περινδοπ
ρίλη
Διαταραχές
των νεφρών
και των
ουροφόρων
οδών
Διαταραχή ούρησης, νυκτουρία, αυξημένη
συχνουρία
Όχι
συχνές
-
Νεφρική διαταραχή - Όχι συχνές
Οξεία νεφρική ανεπάρκεια - Πολύ
σπάνιες
Διαταραχές
του
αναπαραγωγι
κού
συστήματος
και του
μαστού
Ανικανότητα Όχι
συχνές
Όχι συχνές
Γυναικομαστία Όχι
συχνές
-
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Οίδημα Συχνές -
Κόπωση Συχνές -
Θωρακικό άλγος Όχι
συχνές
-
Εξασθένιση Όχι
συχνές
Συχνές
Πόνος Όχι
συχνές
-
Αίσθημα κακουχίας Όχι
συχνές
-
Παρακλινικέ
ς εξετάσεις
Αύξηση σωματικού βάρους, μείωση σωματικού
βάρους
Όχι
συχνές
-
Αύξηση χολερυθρίνης του ορού και ηπατικών
ενζύμων
- Σπάνιες
Αυξήσεις της ουρίας του αίματος και της
κρεατινίνης του ορού, υπερκαλιαιμία (βλέπε
παράγραφο 4.4)
- Μη
γνωστές
Επιπρόσθετες πληροφορίες που συνδέονται με την αμλοδιπίνη
Εξαιρετικά περιστατικά εξωπυραμιδικού συνδρόμου έχουν αναφερθεί..
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για υπερδοσολογία με COVERAM σε ανθρώπους.
Για την αμλοδιπίνη, η εμπειρία με σκόπιμη υπερδοσολογία σε ανθρώπους είναι
περιορισμένη.
Συμπτώματα: τα υπάρχοντα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η λήψη υπερβολικής δόσης
μπορεί να προκαλέσει έντονη περιφερική αγγειοδιαστολή και πιθανή
αντανακλαστική ταχυκαρδία. Σημαντική και προφανώς παρατεταμένη περιφερική
16
υπόταση μέχρι και συμπεριλαμβανομένης της καταπληξίας (shock) με μοιραίο
αποτέλεσμα έχει αναφερθεί.
Θεραπεία: η ύπαρξη κλινικά σημαντικής υπότασης, λόγω λήψης υπερβολικής δόσης
της αμλοδιπίνης, απαιτεί τη δραστική υποστήριξη του καρδιαγγειακού συστήματος,
περιλαμβανόμενης της συχνής παρακολούθησης της καρδιακής και της
αναπνευστικής λειτουργίας, της ανύψωσης των κάτω άκρων και της ρύθμισης του
όγκου του κυκλοφορούντος αίματος και των αποβαλλόμενων ούρων.
Κάποιο αγγειοσυσπαστικό μπορεί να είναι χρήσιμο στην αποκατάσταση του
αγγειακού τόνου και της αρτηριακής πίεσης, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει
αντένδειξη για τη χρήση του. Το ενδοφλέβιο γλυκονικό ασβέστιο μπορεί να είναι
ευεργετικό για την ανατροπή των επιδράσεων του αποκλεισμού του διαύλου
ασβεστίου.
Η πλύση του στομάχου μπορεί να είναι χρήσιμη σε ορισμένες περιπτώσεις. Η
χορήγηση ενεργού άνθρακα σε υγιείς εθελοντές μέχρι και 2 ώρες μετά τη λήψη
αμλοδιπίνης 10 mg έδειξε να μειώνει το ρυθμό απορρόφησης της αμλοδιπίνης.
Δεδομένου ότι η αμλοδιπίνη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από τις πρωτεΐνες του
πλάσματος, είναι πιθανόν η αιμοδιύλιση να μην αποβεί χρήσιμη.
Για την περινδοπρίλη, τα στοιχεία για την υπερδοσολογία σε ανθρώπους είναι
περιορισμένα. Τα συμπτώματα που συνδέονται με την υπερδοσολογία με αναστολείς
του ΜΕΑ μπορεί να περιλαμβάνουν υπόταση, κυκλοφορική καταπληξία,
ηλεκτρολυτικές διαταραχές, νεφρική ανεπάρκεια, υπεραερισμό, ταχυκαρδία, αίσθημα
παλμών, βραδυκαρδία, ζάλη, άγχος και βήχα.
Η συνιστώμενη αγωγή για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας είναι η ενδοφλέβια
χορήγηση διαλύματος φυσιολογικού ορού. Εάν εκδηλωθεί υπόταση, ο ασθενής πρέπει
να τοποθετηθεί σε θέση προς αντιμετώπιση καταπληξίας. Θα πρέπει να εξεταστεί το
ενδεχόμενο αγωγής με έγχυση αγγειοτασίνης ΙΙ και/ή ενδοφλέβιων κατεχολαμινών,
εφ’ όσον αυτά είναι διαθέσιμα. Η περινδοπρίλη μπορεί να απομακρυνθεί από τη
γενική κυκλοφορία με αιμοκάθαρση (βλέπε παράγραφο 4.4). Για τη βραδυκαρδία που
είναι ανθεκτική στη θεραπεία συνιστάται αντιμετώπιση με βηματοδότη. Θα πρέπει
να παρακολουθούνται συνεχώς οι ζωτικές ενδείξεις, οι ηλεκτρολύτες του ορού και οι
συγκεντρώσεις της κρεατινίνης.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Περινδοπρίλη και αμλοδιπίνη, κωδικός ATC
C09BB04
Περινδοπρίλη:
Η περινδοπρίλη είναι αναστολέας του ενζύμου που μετατρέπει την αγγειοτασίνη Ι σε
αγγειοτασίνη ΙΙ (Μετατρεπτικό Ένζυμο Αγγειοτασίνης ΜΕΑ). Το μετατρεπτικό
ένζυμο ή κινάση είναι εξοπεπτιδάση που επιτρέπει τη μετατροπή της αγγειοτασίνης Ι
στην αγγειοσυσπαστική αγγειοτασίνη ΙΙ, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί την
αποικοδόμηση της αγγειοδιασταλτικής βραδυκινίνης προς ένα αδρανές
επταπεπτίδιο. Η αναστολή του ΜΕΑ προκαλεί τη μείωση της αγγειοτασίνης ΙΙ στο
πλάσμα, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη δραστηριότητα της ρενίνης στο πλάσμα
(μέσω αναστολής της αρνητικής ανατροφοδότησης της απελευθέρωσης της ρενίνης)
και σε μειωμένη έκκριση αλδοστερόνης. Αφού το ΜΕΑ απενεργοποιεί τη βραδυκινίνη,
η αναστολή του ΜΕΑ προκαλεί, επίσης, αυξημένη δραστηριότητα των
κυκλοφορούντων και τοπικών συστημάτων καλλικρεΐνης-κινίνης (και κατά συνέπεια
ενεργοποίηση του συστήματος της προσταγλανδίνης). Είναι πιθανόν αυτός ο
17
μηχανισμός να συνεισφέρει στην επίδραση που έχουν οι αναστολείς του ΜΕΑ στη
μείωση της αρτηριακής πίεσης και να ευθύνεται μερικώς για ορισμένες από τις
ανεπιθύμητες ενέργειές τους (π.χ. βήχας).
Η περινδοπρίλη ενεργεί μέσω του δραστικού της μεταβολίτη, της περινδοπριλάτης.
Οι υπόλοιποι μεταβολίτες δεν έδειξαν να αναστέλλουν τη δραστηριότητα του ΜΕΑ in
vitro.
Υπέρταση:
Η περινδοπρίλη είναι αποτελεσματική σε όλες τις διαβαθμίσεις της υπέρτασης:
ήπιας, μέτριας, σοβαρής, ενώ παρατηρείται μείωση της συστολικής και διαστολικής
αρτηριακής πίεσης, τόσο σε ύπτια όσο και σε όρθια θέση.
Η περινδοπρίλη μειώνει την περιφερική αγγειακή αντίσταση, οδηγώντας σε μείωση
της αρτηριακής πίεσης. Κατά συνέπεια, αυξάνεται η περιφερειακή ροή του αίματος,
χωρίς επίδραση στην καρδιακή συχνότητα.
Η νεφρική ροή αίματος αυξάνεται κατά κανόνα, ενώ ο ρυθμός σπειραματικής
διήθησης (GFR) συνήθως είναι αμετάβλητος.
Η αντιυπερτασική δραστηριότητα είναι μέγιστη στο διάστημα μεταξύ 4 και 6 ωρών
μετά από χορήγηση μίας μεμονωμένης δόσης και διατηρείται για τουλάχιστον 24
ώρες: η επίδραση στη φάση ύφεσης είναι περίπου το 87-100% της επίδρασης στη
φάση αιχμής.
Η μείωση της αρτηριακής πίεσης γίνεται γρήγορα. Στους ασθενείς που
ανταποκρίνονται στην αγωγή, η ομαλοποίηση επιτυγχάνεται μέσα σε ένα μήνα και
παραμένει χωρίς την εμφάνιση ταχείας ανοσοποίησης.
Η διακοπή της αγωγής δεν οδηγεί σε φαινόμενο υποτροπής (rebound effect).
Η περινδοπρίλη μειώνει την υπερτροφία της αριστερής κοιλίας.
Στον άνθρωπο, η περινδοπρίλη επιβεβαιωμένα επιδεικνύει αγγειοδιασταλτικές
ιδιότητες. Βελτιώνει την ελαστικότητα των μεγάλων αρτηριών και μειώνει το λόγο
μέσου χιτώνα προς αυλό των μικρών αρτηριών.
Ασθενείς με σταθερή στεφανιαία νόσο:
Η μελέτη EUROPA ήταν μια πολυκεντρική, διεθνής, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή,
ελεγχόμενη έναντι εικονικού φαρμάκου κλινική μελέτη που διήρκεσε 4 χρόνια.
Τυχαιοποιήθηκαν δώδεκα χιλιάδες διακόσιοι δεκαοχτώ (12218) ασθενείς, ηλικίας
άνω των 18 ετών, σε περινδοπρίλη tert-butylamine 8 mg (που αντιστοιχεί σε 10 mg
περινδοπρίλης αργινίνης) (n=6110) ή σε εικονικό φάρμακο (n=6108).
Ο πληθυσμός της μελέτης είχε στοιχεία στεφανιαίας νόσου, χωρίς κλινικά σημεία
καρδιακής ανεπάρκειας. Συνολικά, το 90% των ασθενών είχε προηγούμενο έμφραγμα
του μυοκαρδίου και / ή προηγούμενη στεφανιαία επαναγγείωση. Οι περισσότεροι από
τους ασθενείς έλαβαν το φάρμακο της μελέτης επιπρόσθετα στη συμβατική θεραπεία,
που περιλάμβανε αναστολείς αιμοπεταλίων, υπολιπιδαιμικούς παράγοντες και β-
αποκλειστές.
Το κύριο κριτήριο αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας ήταν το σύνθετο τελικό
σημείο καρδιαγγειακής θνησιμότητας, μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου
και / ή καρδιακής ανακοπής με επιτυχή ανάνηψη. Η αγωγή με περινδοπρίλη tert-
butylamine 8 mg (που αντιστοιχεί σε 10 mg περινδοπρίλης αργινίνης) μία φορά την
ημέρα είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική απόλυτη μείωση του πρωτεύοντος τελικού
σημείου κατά 1,9% (μείωση του σχετικού κινδύνου κατά 20%, 95%CI [9,4 - 28,6]
p<0,001).
Στους ασθενείς με ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου και / ή επαναγγείωσης,
παρατηρήθηκε απόλυτη μείωση του πρωτεύοντος τελικού σημείου κατά 2,2%, που
αντιστοιχεί σε μείωση του σχετικού κινδύνου (RRR) κατά 22,4% (95%CI [12,0 - 31,6]
p<0,001), σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.
18
Δεδομένα κλινικής μελέτης για τον διπλό αποκλεισμό του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (ΣΡΑΑ)
Δύο μεγάλες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες ONTARGET (ONgoing Telmisartan
Alone and in combination with Ramipril Global Endpoint Trial) και η VA NEPHRON-D (The Veterans
Affairs Nephropathy in Diabetes)] έχουν εξετάσει τη χρήση του συνδυασμού ενός
αναστολέα ΜΕΑ με έναν αποκλειστή των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ.
Η ONTARGET ήταν μία μελέτη που διεξήχθη σε ασθενείς με ιστορικό καρδιαγγειακής
ή εγκεφαλικής αγγειακής νόσου ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 συνοδευόμενο από
ένδειξη βλάβης τελικού οργάνου. Η VA NEPHRON-D ήταν μία μελέτη σε ασθενείς με
σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και διαβητική νεφροπάθεια.
Αυτές οι μελέτες δεν έχουν δείξει σημαντική ωφέλιμη επίδραση στις νεφρικές και/ή
στις καρδιαγγειακές εκβάσεις και τη θνησιμότητα, ενώ παρατηρήθηκε ένας
αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμίας, οξείας νεφρικής βλάβης και/ή υπότασης σε
σύγκριση με τη μονοθεραπεία.
Δεδομένων των παρόμοιων φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων, αυτά τα αποτελέσματα
είναι επίσης σχετικά για άλλους αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές των υποδοχέων
αγγειοτενσίνης ΙΙ.
Ως εκ τούτου οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ
δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική
νεφροπάθεια.
Η ALTITUDE (Aliskiren Trial in Type 2 Diabetes Using Cardiovascular and Renal Disease Endpoints)
ήταν μια μελέτη σχεδιασμένη να ελέγξει το όφελος της προσθήκης αλισκιρένης σε
μία πρότυπη θεραπεία με έναν αναστολέα ΜΕΑ ή έναν αποκλειστή υποδοχέων
αγγειοτενσίνης ΙΙ σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και χρόνια νεφρική
νόσο, καρδιαγγειακή νόσο ή και τα δύο. Η μελέτη διεκόπη πρόωρα λόγω ενός
αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων εκβάσεων. Ο καρδιαγγειακός θάνατος και το
εγκεφαλικό επεισόδιο ήταν και τα δύο αριθμητικά συχνότερα στην ομάδα της
αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου και τα ανεπιθύμητα
συμβάντα και τα σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα ενδιαφέροντος (υπερκαλιαιμία,
υπόταση και νεφρική δυσλειτουργία) αναφέρθηκαν συχνότερα στην ομάδα της
αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Αμλοδιπίνη:
Η αμλοδιπίνη είναι αναστολέας της εισροής ιόντων ασβεστίου της ομάδας της
διυδροπυριδίνης (βραδύς αποκλειστής διαύλου ή ανταγωνιστής ιόντων ασβεστίου)
και αναστέλλει τη διαμεμβρανική είσοδο των ιόντων ασβεστίου στον καρδιακό και
στον αγγειακό λείο μυ).
Ο μηχανισμός της αντιυπερτασικής δράσης της αμλοδιπίνης οφείλεται σε άμεση
δράση χάλασης των λείων μυϊκών ινών των αγγείων. Ο ακριβής μηχανισμός μέσω
του οποίου η αμλοδιπίνη ανακουφίζει από τη στηθάγχη δεν έχει πλήρως καθοριστεί,
αλλά η αμλοδιπίνη μειώνει το συνολικό ισχαιμικό φορτίο μέσω των δύο ακόλουθων
δράσεων:
- Η αμλοδιπίνη διαστέλλει τα περιφερικά αρτηριόλια κι έτσι μειώνει τη συνολική
περιφερική αντίσταση (μεταφορτίο) κατά της οποίας λειτουργεί η καρδιά. Αφού η
καρδιακή συχνότητα παραμένει σταθερή, αυτή η αποφόρτιση της καρδιάς μειώνει
την κατανάλωση ενέργειας και τις απαιτήσεις σε οξυγόνο από το μυοκάρδιο.
- Ο μηχανισμός δράσης της αμλοδιπίνης πιθανά να περιλαμβάνει, επίσης, διάταση
των κύριων στεφανιαίων αρτηριών και των στεφανιαίων αρτηριολίων, τόσο σε
φυσιολογικές όσο και σε ισχαιμικές περιοχές. Αυτή η διάταση αυξάνει την παροχή
19
οξυγόνου στο μυοκάρδιο, σε ασθενείς με σπασμό των στεφανιαίων αρτηριών
(στηθάγχη τύπου Prinzmetal).
Σε ασθενείς με υπέρταση, η μία ημερήσια δόση παρέχει κλινικά σημαντικές μειώσεις
της αρτηριακής πίεσης, τόσο σε ύπτια όσο και σε όρθια θέση, καθ’ όλο το 24ωρο.
Λόγω της βραδείας έναρξης δράσης, η οξεία υπόταση δεν είναι χαρακτηριστικό της
χορήγησης αμλοδιπίνης.
Σε ασθενείς με στηθάγχη, η μία ημερήσια χορήγηση αμλοδιπίνης αυξάνει το
συνολικό χρόνο άσκησης, το χρόνο έως την εκδήλωση στηθάγχης και το χρόνο έως
την κατάσπαση του διαστήματος ST κατά 1 mm και μειώνει τόσο τη συχνότητα
στηθαγχικών κρίσεων όσο και την κατανάλωση δισκίων τριγλυκερίνης.
Η αμλοδιπίνη δεν έχει συνδεθεί με ανεπιθύμητες μεταβολικές ενέργειες, ούτε
μεταβολές στα λιπίδια του πλάσματος και είναι κατάλληλη για χορήγηση σε
ασθενείς με άσθμα, διαβήτη και ουρική αρθρίτιδα.
Χρήση σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο
Η αποτελεσματικότητα της αμλοδιπίνης στην πρόληψη κλινικών συμβαμάτων σε
ασθενείς με στεφανιαία νόσο αξιολογήθηκε σε μια ανεξάρτητη, πολυκεντρική,
τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή, ελεγχομένη με εικονικό φάρμακο μελέτη με 1997
ασθενείς (Σύγκριση της Αμλοδιπίνης έναντι της Εναλαπρίλης για τον Περιορισμό
των Θρομβωτικών Συμβαμάτων- Comparison of Amlodipine vs Enalapril to Limit
Occurrences of Thrombosis - CAMELOT). Από αυτούς τους ασθενείς, οι 663 ήταν υπό
θεραπεία με αμλοδιπίνη 5-10 mg, 673 ασθενείς ήταν υπό θεραπεία με εναλαπρίλη 10-
20 mg, και οι 655 ασθενείς ήταν υπό θεραπεία με εικονικό φάρμακο, επιπροσθέτως
της καθιερωμένης θεραπείας με στατίνες, β-αποκλειστές, διουρητικά και ασπιρίνη,
για 2 έτη. Τα κύρια στοιχεία αποτελεσματικότητας παρατίθενται στον Πίνακα 1. Τα
αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η θεραπεία με αμλοδιπίνη σχετιζόταν με λιγότερες
εισαγωγές σε νοσοκομείο για στηθάγχη και διαδικασίες επαναγγείωσης σε ασθενείς
με στεφανιαία νόσο.
20
21
Πίνακας 1. Επίπτωση κλινικά σημαντικών αποτελεσμάτων για τη μελέτη
CAMELOT
Αναλογία καρδιαγγειακών συμβαμάτων, Αρ.
(%)
Αμλοδιπίνη έναντι Εικονικού φαρμάκου
Αποτελέσμα
τα
Αμλοδιπ
ίνη
Εικονι
κό
φάρμα
κο
Εναλαπρίλ
η
Hazard Ratio-Αναλογία
Κινδύνου (95% διάστημα
εμπιστοσύνης - CI)
Τιμή P
Πρωτεύον Τελικό Σημείο
Καρδιαγγεια
κά
ανεπιθύμητα
συμβάματα
110
(16,6)
151
(23,1)
136 (20,2) 0,69 (0,54-0,88) 0,003
Επιμέρους Στοιχεία
Στεφανιαία
επαναγγείωση
(PCI)
78 (11,8) 103
(15,7)
95 (14,1) 0,73 (0,54-0,98) 0,03
Εισαγωγή στο
νοσοκομείο
για στηθάγχη
51 (7,7) 84
(12,8)
86 (12,8) 0,58 (0,41-0,82) 0,002
Μη
θανατηφόρο
έμφραγμα του
μυοκαρδίου
(MI)
14 (2,1) 19
(2,9)
11 (1,6) 0,73 (0,37-1,46) 0,37
Αγγειακό
εγκεφαλικό
επεισόδιο ή
παροδικό
ισχαιμικό
επεισόδιο
(TIA)
6 (0,9) 12
(1,8)
8 (1,2) 0,50 (0,19-1,32) 0.15
Θάνατος
αποδιδόμενος
σε
καρδιαγγειακ
ά αίτια
5 (0,8) 2 (0,3) 5 (0,7) 2,46 (0,48-12,7) 0.27
Εισαγωγή στο
νοσοκομείο
για
συμφορητική
καρδιακή
ανεπάρκεια
(CHF)
3 (0,5) 5 (0,8) 4 (0,6) 0,59 (0,14-2,47) 0.46
Καρδιακή
ανακοπή για
την οποία
πραγματοποιή
θηκε ανάνηψη
0 4 (0,6) 1 (0,1) Δεν εφαρμόζεται 0.04
Νεοεμφανιζόμ
ενη
περιφερική
αγγειοπάθεια
5 (0,8) 2 (0,3) 8 (1,2) 2,6 (0.50-13.4) 0.24
Συντομογραφία: CHF, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. CI, διάστημα εμπιστοσύνης. MI,
έμφραγμα του μυοκαρδίου.. TIA, παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο.
Χρήση σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια
Αιμοδυναμικές μελέτες και βασιζόμενες στην άσκηση ελεγχόμενες κλινικές μελέτες
σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας ΙΙ - IV σύμφωνα με την ταξινόμηση
της ΝΥΗΑ (Καρδιολογική Εταιρεία Νέας Υόρκης), έδειξαν ότι η αμλοδιπίνη δεν
οδήγησε σε κλινική επιδείνωση όπως μετρήθηκε από την αντοχή ως προς την
άσκηση, το κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας και την κλινική συμπτωματολογία.
Σε μακροχρόνια, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη (PRAISE) με σχεδιασμό να
εκτιμήσει ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας III και IV σύμφωνα με την
ταξινόμηση της ΝΥΗΑ, που ελάμβαναν διγοξίνη, διουρητικά και αναστολείς του
ΜΕΑ, έδειξε ότι η αμλοδιπίνη δεν οδήγησε σε αύξηση του κινδύνου της θνησιμότητας
ή του σύνθετου τελικού σημείου της θνησιμότητας και νοσηρότητας από καρδιακή
ανεπάρκεια.
Σε μία επακόλουθη, μακροχρόνια, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη (PRAISE-2)
με αμλοδιπίνη, σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας III και IV σύμφωνα
με την ταξινόμηση της ΝΥΗΑ χωρίς κλινικά συμπτώματα ή αντικειμενικά ευρήματα
που δήλωναν υποκείμενη ισχαιμική νόσο, σε σταθερές δόσεις αναστολέων του ΜΕΑ,
δακτυλίτιδα, και διουρητικά, η αμλοδιπίνη δεν είχε επίδραση στην ολική
καρδιαγγειακή θνησιμότητα. Σε αυτό τον ίδιο πληθυσμό η αμλοδιπίνη συσχετίστηκε
με αυξημένο αριθμό αναφορών πνευμονικού οιδήματος.
Treatment to prevent heart attack trial Κλινική δοκιμή χορήγησης θεραπείας για την
πρόληψη εμφραγμάτων του μυοκαρδίου ( ALLHAT )Πραγματοποιήθηκε τυχαιοποιημένη
διπλά τυφλή μελέτη νοσηρότητας-θνησιμότητας, η ALLHAT (Antihypertensive and Lipid-
Lowering Treatment to Prevent Heart Attack Trial) για τη σύγκριση νεότερων φαρμακευτικών
θεραπειών: αμλοδιπίνη 2,5-10 mg/ημέρα (αποκλειστής διαύλου ασβεστίου) ή
λισινοπρίλη 10-40 mg/ημέρα (αναστολέας του ΜΕΑ) ως θεραπείες πρώτης επιλογής
έναντι του θειαζιδικού διουρητικού χλωρθαλιδόνη 12,5-25 mg/ημέρα, στην ήπια έως
μέτρια υπέρταση.
Τυχαιοποιήθηκαν συνολικά 33.357 υπερτασικοί ασθενείς, ηλικίας 55 ετών και άνω
και παρακολουθήθηκαν για 4,9 χρόνια κατά μέσο όρο. Οι ασθενείς είχαν έναν
τουλάχιστον επιπρόσθετο παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο, όπως:
προηγούμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο > 6 μήνες πριν την
ένταξη ή τεκμηρίωση άλλης αθηρωματικής καρδιαγγειακής νόσου (συνολικά 51,5%),
διαβήτη τύπου 2 (36,1%), HDL χοληστερόλη < 35 mg/dL (11,6%), υπερτροφία
αριστερής κοιλίας διαγνωσμένη με ηλεκτροκαρδιογράφημα ή ηχοκαρδιογράφημα
(20,9%), κάπνισμα (21,9%).
Το πρωτεύον τελικό σημείο ήταν σύνθετο θανατηφόρας στεφανιαίας νόσου ή μη
θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου. Δεν υπήρχε σημαντική διαφορά ως προς
το πρωτεύον τελικό σημείο μεταξύ αγωγής με αμλοδιπίνη και αγωγής με
χλωρθαλιδόνη: σχετικός κίνδυνος (RR) 0,98 (95% CI(0,90-1,07) p=0,65). Μεταξύ των
δευτερευόντων τελικών σημείων, η συχνότητα καρδιακής ανεπάρκειας (συστατικό
ενός σύνθετου συνδυασμένου καρδιαγγειακού τελικού σημείου) ήταν σημαντικά
υψηλότερη στην ομάδα αμλοδιπίνης, συγκριτικά με την ομάδα χλωρθαλιδόνης
(10,2% έναντι 7,7%, RR 1,38, (95% CI [1,25-1,52] p<0,001)). Ωστόσο, δεν υπήρχε
σημαντική διαφορά ως προς τη θνησιμότητα κάθε αιτιολογίας μεταξύ της αγωγής με
αμλοδιπίνη και της αγωγής με χλωρθαλιδόνη, RR 0,96 (95% CI [0,89-1,02] p=0,20).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Ο ρυθμός και η έκταση απορρόφησης της περινδοπρίλης και της αμλοδιπίνης ως
COVERAM δε διαφέρουν σημαντικά από τον αντίστοιχο ρυθμό και έκταση
απορρόφησης της περινδοπρίλης και της αμλοδιπίνης ως ξεχωριστών δισκίων.
22
Περινδοπρίλη
:
Μετά την από του στόματος χορήγηση, η περινδοπρίλη απορροφάται γρήγορα και η
μέγιστη συγκέντρωση επιτυγχάνεται σε 1 ώρα. Η ημιπερίοδος ζωής της
περινδοπρίλης στο πλάσμα ισούται με 1 ώρα.
Η περινδοπρίλη είναι ένα προφάρμακο. Το 27% της χορηγούμενης δόσης
περινδοπρίλης φτάνει στην κυκλοφορία του αίματος ως περινδοπριλάτη, που είναι ο
δραστικός μεταβολίτης. Εκτός από τη δραστική περινδοπριλάτη, η περινδοπρίλη έχει
άλλους πέντε μεταβολίτες, που είναι όλοι ανενεργοί. Η μέγιστη συγκέντρωση της
περινδοπριλάτης στο πλάσμα επιτυγχάνεται σε 3 έως 4 ώρες.
Δεδομένου ότι η πρόσληψη τροφής μειώνει τη μετατροπή σε περινδοπριλάτη και
συνεπώς τη βιοδιαθεσιμότητα, η περινδοπρίλη αργινίνη πρέπει να χορηγείται από το
στόμα σε μία μεμονωμένη ημερήσια δόση το πρωί πριν το φαγητό.
Έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ της δόσης της περινδοπρίλης
και της έκθεσής της στο πλάσμα.
Ο όγκος κατανομής είναι περίπου 0,2 l/kg για την αδέσμευτη περινδοπριλάτη. Η
σύνδεση της περινδοπριλάτης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 20% και αφορά
κυρίως το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης, αλλά εξαρτάται από τη
συγκέντρωση. Η περινδοπριλάτη απεκκρίνεται από τα ούρα και η τελική ημιπερίοδος
ζωής του αδέσμευτου κλάσματός της είναι περίπου 17 ώρες, με αποτέλεσμα σταθερά
πλασματικά επίπεδα να επιτυγχάνονται μέσα σε 4 ημέρες.
Η αποβολή της περινδοπριλάτης είναι μειωμένη στους ηλικιωμένους, καθώς και σε
ασθενείς με καρδιακή ή νεφρική ανεπάρκεια (βλέπε παράγραφο 4.2). Επομένως, η
συνήθης ιατρική παρακολούθηση θα περιλαμβάνει συχνό έλεγχο της κρεατινίνης και
του καλίου.
Η νεφρική κάθαρση της περινδοπριλάτης είναι ίση με 70 ml/min.
Η κινητική της περινδοπρίλης μεταβάλλεται σε ασθενείς με κίρρωση: η ηπατική
κάθαρση του μητρικού μορίου υποδιπλασιάζεται. Ωστόσο, δε μειώνεται η ποσότητα
της περινδοπριλάτης που σχηματίζεται και άρα δεν απαιτείται προσαρμογή της
δοσολογίας (βλέπε παραγράφους 4.2 και 4.4).
Αμλοδιπίνη:
Μετά την από του στόματος χορήγηση θεραπευτικών δόσεων, η αμλοδιπίνη
απορροφάται δεόντως με τα μέγιστα επίπεδα στο αίμα να επιτυγχάνονται 6-12 ώρες
μετά τη δόση. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα εκτιμάται μεταξύ 64 και 80%. Ο όγκος
κατανομής είναι περίπου 21 l/kg. Μελέτες in
vitro έχουν δείξει ότι το 97,5% περίπου
της κυκλοφορούσας αμλοδιπίνης συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Η βιοδιαθεσιμότητά της αμλοδιπίνης δεν επηρεάζεται από τη λήψη τροφής.
Η τελική ημιπερίοδος ζωής για την απομάκρυνση από το πλάσμα είναι περίπου 35-50
ώρες και είναι συναφής προς τη μία ημερήσια δόση. Η αμλοδιπίνη μεταβολίζεται
εκτεταμένα από το ήπαρ σε ανενεργούς μεταβολίτες και αποβάλλεται στα ούρα σε
ποσοστό 10% υπό αναλλοίωτη μορφή και 60% υπό μορφή μεταβολιτών.
.
Χορήγηση στους ηλικιωμένους: ο χρόνος έως την επίτευξη των μέγιστων
συγκεντρώσεων στο πλάσμα της αμλοδιπίνης είναι ίδιος σε ηλικιωμένους και σε
νεότερα άτομα. Η κάθαρση της αμλοδιπίνης τείνει να μειώνεται με επακόλουθες
αυξήσεις της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUC) και της ημιπεριόδου
απομάκρυνσης σε ηλικιωμένους ασθενείς. Η αύξηση της AUC και της ημιπεριόδου
ζωής της αποβολής του φαρμάκου σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
ήταν αναμενόμενη για την υπό μελέτη ηλικιακή ομάδα ασθενών.
23
Χορήγηση σε ασθενείς με διαταραγμένη ηπατική λειτουργία: Πολύ περιορισμένα
κλινικά δεδομένα είναι διαθέσιμα σχετικά με τη χορήγηση της αμλοδιπίνης σε
ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία. Οι ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια
παρουσιάζουν μειωμένη κάθαρση της αμλοδιπίνης, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα
μεγαλύτερο χρόνο ημιζωής και σε αύξηση της AUC κατά περίπου 40-60%.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Περινδοπρίλη:
Σε μελέτες χρόνιας τοξικότητας από του στόματος (αρουραίοι και πίθηκοι), το
όργανο-στόχος είναι ο νεφρός, με αναστρέψιμη βλάβη.
Δεν έχει παρατηρηθεί μεταλλαξιογόνος δράση σε μελέτες in
vitro ή in
vivo.
Οι μελέτες αναπαραγωγικής τοξικολογίας (αρουραίοι, ποντικοί, κόνικλοι και
πίθηκοι) δεν έδειξαν σημεία εμβρυοτοξικότητας ή τερατογένεσης. Ωστόσο, οι
αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης, ως κατηγορία, έχουν
δείξει ότι προκαλούν ανεπιθύμητες ενέργειες στην όψιμη ανάπτυξη του εμβρύου, οι
οποίες οδηγούν σε εμβρυικό θάνατο και συγγενείς επιδράσεις στα τρωκτικά και τους
κονίκλους: έχουν παρατηρηθεί νεφρικές βλάβες και αύξηση της περιγεννητικής και
μεταγεννητικής θνησιμότητας.
Δεν έχει παρατηρηθεί καρκινογόνος δράση σε μακροχρόνιες μελέτες σε αρουραίους
και ποντικούς.
Αμλοδιπίνη:
Αναπαραγωγική τοξικότηταΣε μελέτες αναπαραγωγής με επίμυες και μύες, μετά από
χορήγηση δόσεων περίπου 50 φορές μεγαλύτερες από τη μέγιστη συνιστώμενη
δοσολογία για τους ανθρώπους, βασιζόμενοι σε mg/kg, παρατηρήθηκαν
καθυστέρηση τοκετού, αυξημένη διάρκεια τοκετού και μειωμένη επιβίωση του
εμβρύου και του νεογνού.
Διαταραχή της γονιμότητας
Δεν υπήρξε επίδραση στη γονιμότητα των αρουραίων που έλαβαν αμλοδιπίνη (τα
αρσενικά για 64 ημέρες και τα θηλυκά για 14 ημέρες πριν το ζευγάρωμα) σε
δόσεις μέχρι και 10 mg/kg/ημέρα (8 φορές* μεγαλύτερη της μέγιστης συνιστώμενης
δόσης στον άνθρωπο των 10 mg, βάσει mg/m
2
). Σε μία άλλη μελέτη σε αρουραίους
κατά την οποία στα αρσενικά χορηγήθηκε amlodipine besilate για 30 ημέρες σε δόση
συγκρίσιμη με την ανθρώπινη δόση βάσει mg/kg, παρατηρήθηκε μείωση της θυλακο-
διεγερτικής ορμόνης και της τεστοστερόνης στο πλάσμα καθώς και μειώσεις στην
πυκνότητα του σπέρματος και στον αριθμό της ώριμης σπερματίδης και των
κυττάρων Sertoli.
Καρκινογένεση, μεταλλαξιογένεση
Δεν υπήρχαν ενδείξεις καρκινογένεσης σε αρουραίους και ποντίκια όπου δόθηκε στη
δίαιτά τους αμλοδιπίνη για δύο χρόνια σε συγκεντρώσεις που υπολογίζεται ότι
αντιστοιχούν σε ημερήσια δόση 0,5, 1,25 και 2,5 mg/kg. Η υψηλότερη δόση (για τους
ποντικούς, όμοια και για τους αρουραίους δύο φορές* μεγαλύτερη της μέγιστης
συνιστώμενης κλινικής δόσης των 10 mg βάσει mg/m
2
) ήταν κοντά στη μέγιστη
ανεκτή δόση για τους ποντικούς, αλλά όχι για τους αρουραίους.
Μελέτες μεταλλαξιογένεσης δεν έδειξαν επιδράσεις του φαρμάκου στα γονίδια ή στο
επίπεδο των χρωμοσωμάτων.
* Με βάση το βάρος ασθενούς ίσο με 50 Kg.
24
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Μονοϋδρική λακτόζη
Μικροκρυσταλλική κυτταρίνη (E460)
Κολλοειδές διοξείδιο πυριτίου, άνυδρο (E551)
Στεατικό μαγνήσιο (E470B)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Διατηρείτε τον περιέκτη καλά κλεισμένο για να προστατεύεται από την υγρασία.
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
5, 7, 10, 14, 20, 28, 30 ή 50 δισκία σε περιέκτη από πολυπροπυλένιο που διαθέτει
επιβραδυντή ροής από πολυαιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας και πώμα εισχώρησης
από πολυαιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας που περιέχει ξηραντική γέλη.
Κουτί 1 περιέκτη των 5, 7, 10, 14, 20, 28, 30 ή 50 δισκίων.
Κουτί 2 περιεκτών των 28, 30 ή 50 δισκίων.
Κουτί 3 περιεκτών των 30 δισκίων.
Κουτί 4 περιεκτών των 30 δισκίων.
Κουτί 10 περιεκτών των 50 δισκίων.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΣΕΡΒΙΕ ΕΛΛΑΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ Ε.Π.Ε.
Εθνικής Αντιστάσεως 72 & Αγαμέμνονος
152 31 Χαλάνδρι
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
25
26