Χρήση σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια
Αιμοδυναμικές μελέτες και βασιζόμενες στην άσκηση ελεγχόμενες κλινικές μελέτες
σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας ΙΙ - IV σύμφωνα με την ταξινόμηση
της ΝΥΗΑ (Καρδιολογική Εταιρεία Νέας Υόρκης), έδειξαν ότι η αμλοδιπίνη δεν
οδήγησε σε κλινική επιδείνωση όπως μετρήθηκε από την αντοχή ως προς την
άσκηση, το κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας και την κλινική συμπτωματολογία.
Σε μακροχρόνια, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη (PRAISE) με σχεδιασμό να
εκτιμήσει ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας III και IV σύμφωνα με την
ταξινόμηση της ΝΥΗΑ, που ελάμβαναν διγοξίνη, διουρητικά και αναστολείς του
ΜΕΑ, έδειξε ότι η αμλοδιπίνη δεν οδήγησε σε αύξηση του κινδύνου της θνησιμότητας
ή του σύνθετου τελικού σημείου της θνησιμότητας και νοσηρότητας από καρδιακή
ανεπάρκεια.
Σε μία επακόλουθη, μακροχρόνια, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη (PRAISE-2)
με αμλοδιπίνη, σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια κατηγορίας III και IV σύμφωνα
με την ταξινόμηση της ΝΥΗΑ χωρίς κλινικά συμπτώματα ή αντικειμενικά ευρήματα
που δήλωναν υποκείμενη ισχαιμική νόσο, σε σταθερές δόσεις αναστολέων του ΜΕΑ,
δακτυλίτιδα, και διουρητικά, η αμλοδιπίνη δεν είχε επίδραση στην ολική
καρδιαγγειακή θνησιμότητα. Σε αυτό τον ίδιο πληθυσμό η αμλοδιπίνη συσχετίστηκε
με αυξημένο αριθμό αναφορών πνευμονικού οιδήματος.
Treatment to prevent heart attack trial – Κλινική δοκιμή χορήγησης θεραπείας για την
πρόληψη εμφραγμάτων του μυοκαρδίου ( ALLHAT )Πραγματοποιήθηκε τυχαιοποιημένη
διπλά τυφλή μελέτη νοσηρότητας-θνησιμότητας, η ALLHAT (Antihypertensive and Lipid-
Lowering Treatment to Prevent Heart Attack Trial) για τη σύγκριση νεότερων φαρμακευτικών
θεραπειών: αμλοδιπίνη 2,5-10 mg/ημέρα (αποκλειστής διαύλου ασβεστίου) ή
λισινοπρίλη 10-40 mg/ημέρα (αναστολέας του ΜΕΑ) ως θεραπείες πρώτης επιλογής
έναντι του θειαζιδικού διουρητικού χλωρθαλιδόνη 12,5-25 mg/ημέρα, στην ήπια έως
μέτρια υπέρταση.
Τυχαιοποιήθηκαν συνολικά 33.357 υπερτασικοί ασθενείς, ηλικίας 55 ετών και άνω
και παρακολουθήθηκαν για 4,9 χρόνια κατά μέσο όρο. Οι ασθενείς είχαν έναν
τουλάχιστον επιπρόσθετο παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο, όπως:
προηγούμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο > 6 μήνες πριν την
ένταξη ή τεκμηρίωση άλλης αθηρωματικής καρδιαγγειακής νόσου (συνολικά 51,5%),
διαβήτη τύπου 2 (36,1%), HDL χοληστερόλη < 35 mg/dL (11,6%), υπερτροφία
αριστερής κοιλίας διαγνωσμένη με ηλεκτροκαρδιογράφημα ή ηχοκαρδιογράφημα
(20,9%), κάπνισμα (21,9%).
Το πρωτεύον τελικό σημείο ήταν σύνθετο θανατηφόρας στεφανιαίας νόσου ή μη
θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου. Δεν υπήρχε σημαντική διαφορά ως προς
το πρωτεύον τελικό σημείο μεταξύ αγωγής με αμλοδιπίνη και αγωγής με
χλωρθαλιδόνη: σχετικός κίνδυνος (RR) 0,98 (95% CI(0,90-1,07) p=0,65). Μεταξύ των
δευτερευόντων τελικών σημείων, η συχνότητα καρδιακής ανεπάρκειας (συστατικό
ενός σύνθετου συνδυασμένου καρδιαγγειακού τελικού σημείου) ήταν σημαντικά
υψηλότερη στην ομάδα αμλοδιπίνης, συγκριτικά με την ομάδα χλωρθαλιδόνης
(10,2% έναντι 7,7%, RR 1,38, (95% CI [1,25-1,52] p<0,001)). Ωστόσο, δεν υπήρχε
σημαντική διαφορά ως προς τη θνησιμότητα κάθε αιτιολογίας μεταξύ της αγωγής με
αμλοδιπίνη και της αγωγής με χλωρθαλιδόνη, RR 0,96 (95% CI [0,89-1,02] p=0,20).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Ο ρυθμός και η έκταση απορρόφησης της περινδοπρίλης και της αμλοδιπίνης ως
COVERAM δε διαφέρουν σημαντικά από τον αντίστοιχο ρυθμό και έκταση
απορρόφησης της περινδοπρίλης και της αμλοδιπίνης ως ξεχωριστών δισκίων.
22